Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 23 Φεβρουαρίου 2009

ΣΧΟΛΙΑ
ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ 23/02/09
Το ημερολόγιο ενός αγωνιστή
Φεύγοντας από τη ζωή ο εκ των ιδρυτών του ΕΔΕΣ Ιωάννης Ιωσήφ Παπαδάκης σε ηλικία 93 ετών άφησε το χειρόγραφο ημερολόγιό του, όπου κατέγραφε μέρα με τη μέρα, όλα τα γεγονότα του αγώνα των ΕΔΕΣ - ΕΟΕΑ κατά των κατακτητών στα βουνά της Ηπείρου από 22/7/1942 - 5/2/1945. Βάραινε πολύ στα χέρια των εξαδέλφων του, του και προέδρου του Νομαρχιακού Συμβουλίου Χανίων, παθολόγου- νεφρολόγου Δρ Ε.Μ. Παπαδάκη και του πρώην προϊσταμένου της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας ΕΚπαίδευσης του Νομού μας, συντ. δασκάλου Μανώλη Βολουδάκη, το Ημερολόγιο ετούτο. Τα που είχε γράψει στις σελίδες του με τον δικό του χαρακτηριστικό τρόπο ο κατά πολύ μεγαλύτερος σε ηλικία απ’ αυτούς αγωνιστής της ελευθερίας εξάδελφος, μόνο ιδιωτικής φύσεως δεν ήταν. Η διαπίστωσή τους απ’ την πρώτη κιόλας ματιά. Εκ των ων ουκ άνευ γι’ αυτούς ότι άξιζαν να μείνουν οι μαρτυρίες του, για μια περίοδο αντίστασης και αμφισβήτησης σαν συμβολή στην αναζήτηση της ιστορικής αλήθειας. Κυρίως όμως σαν ελάχιστο στη μνήμη του μνημόσυνο. Στη μνήμη ενός αγνού πατριώτη και ανιδιοτελούς αγωνιστή που βρέθηκε δίπλα στον Ναπολέοντα Ζέρβα και ο οποίος ήταν συγγενής τους.
Οι σκέψεις που τους οδήγησαν στην έκδοση ενός βιβλίου που κύριο σώμα του έχει τα που έγραψε εν είδει ημερολογίου ο αγωνιστής εξάδελφος. Το διεξήλθα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις προάλλες και μου έμειναν πολλά απ’ αυτό, όπως για παράδειγμα το ύφος της γραφής του αγωνιστή. Πάνω απ’ όλα όμως, όταν το έκλεισα, τους δύο εξαδέλφους (γνωστούς για τις πολυποίκιλες δραστηριότητές των) ήθελα να συγχαρώ. Και για το ιδιαίτερα επιμελημένο 192 σελίδων βιβλίο, αλλά και όλα τ’ άλλα, όσα έπραξαν για να τιμηθεί, όπως άξιζε, η μνήμη του συγγενή τους...


Ριζίτικα τραγούδια με τον Γιάννη Κουτουλάκη
Και σαν μέθοδος άνευ διδασκάλου θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί και να χρησιμέψει το σιντί με ριζίτικα τραγούδια που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα από τον Γιάννη Κουτουλάκη (παραγωγή KEROS MUSIC - Νίκος Οικονομίδης). Από και για κάθε Κρητικό ή οποιονδήποτε άλλο θελήσει να μάθει να τραγουδεί σωστά, όπως αρμόζει, τα μοναδικά σε αξία αυτά δημιουργήματα του λαού μας. Ο καθείς στο είδος του και ο Γιάννης Κουτουλάκης στο ριζίτικο. “Υπήρξα ένα από τα πρώτα ιδρυτικά μέλη του ιστορικού και καλλιτεχνικού συλλόγου «Κρητικές Μαδάρες» και για πολλά έτη ήμουν διευθυντής της χορωδίας και δίδαξα τα Ριζίτικα σε πολλές εκατοντάδες μέλη και φίλους του συλλόγου”, γράφει ο ίδιος, μεταξύ των άλλων, στο βιογραφικό του, που μαζί με έναν πρόλογο του Γιώργου Παπαδάκη για τα Ριζίτικα και τους στίχους των εννιά (9) τραγουδιών που τραγουδεί, παρατίθεται στο συνοδευτικό ιδιαίτερα επιμελημένο κατατοπιστικό φυλλάδιο.
Πάνω απ’ όλα ωστόσο μια μαρτυρία αγάπης για το ριζίτικο από έναν άνθρωπο που πιστά το έχει μια ζωή υπηρετήσει και στο μέτρο των δυνάμεών του αναδείξει, είναι το εν λόγω σιντί. Δεν το γράφει αυτό ο ριζίτης δάσκαλος. Το διαπιστώνει όμως ιδίοις ωσί ο οποιοσδήποτε σχετικός ή άσχετος το ακούσει.

Ενα κείμενο που αξίζει πραγματικά
“Ουάσιγκτον. Σταθμός του μετρό. Ενα κρύο πρωινό τον Γενάρη του 2007. Επαιξε έξι κομμάτια του Μπαχ για περίπου 45 λεπτά. Στο διάστημα αυτό, περίπου 2 χιλιάδες άτομα πέρασαν από το σταθμό, οι περισσότεροι, καθ’ οδόν για τη δουλειά τους. Μετά από 3 λεπτά ένας μεσήλικας πρόσεξε ότι κάποιος έπαιζε μουσική. Βράδυνε το βήμα του, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα και μετά προχώρησε βιαστικός για τον προορισμό του.
4 λεπτά αργότερα ο βιολιστής εισέπραξε το πρώτο του δολλάριο: μια γυναίκα έριξε τα χρήματα στο κουτί του και χωρίς να σταματήσει συνέχισε το δρόμο της. 6 λεπτά, ένας νεαρός έγειρε στον τοίχο για να τον ακούσει, μετά κοίταξε το ρολόι του και συνέχισε να περπατά.
10 λεπτά, ένα αγοράκι 3 ετών σταμάτησε, αλλά η μητέρα του το έσυρε βιαστικά να συνεχίσει, καθώς το παιδί σταμάτησε για να δει τον βιολιστή. Τελικά η μητέρα έσπρωξε δυνατά το παιδί και το παιδί ξανάρχισε να περπατά γυρνώντας ολοένα το κεφάλι προς τα πίσω. Την ίδια αντίδραση είχαν και πολλά άλλα παιδιά. Ολοι, χωρίς εξαίρεση, οι γονείς τα πίεζαν να προχωρήσουν.
45 λεπτά: ο μουσικός συνέχισε να παίζει. Μόνον 6 άνθρωποι είχαν για λίγο σταματήσει. Περίπου 20 άτομα του άφησαν χρήματα χωρίς να διακόψουν το ρυθμό τους. Συγκέντρωσε συνολικά 32 δολλάρια.
1 ώρα: τελείωσε το παίξιμο και μια σιγή απλώθηκε παντού. Κανείς δεν το πρόσεξε. Κανείς δε χειροκρότησε ούτε υπήρξε έστω κάποιο ίχνος αναγνώρισης, Κανείς δεν το 'ξερε, αλλά ο βιολιστής ήταν ο Τζόσουα Μπελλ, ένας από τους καλύτερους μουσικούς του κόσμου. Επαιξε ένα από τα πιο δύσκολα κομμάτια που έχουν ποτέ γραφτεί, με ένα βιολί αξίας 3,5 εκατομμυρίων δολλαρίων. Δύο μέρες νωρίτερα, ο Τζόσουα Μπελλ γέμισε ασφυκτικά ένα θέατρο στη Βοστώνη, σε συναυλία που η μέση τιμή του εισιτηρίου άγγιξε τα 100 δολλάρια. Πρόκειται για πραγματικό γεγονός. Ο Τζόσουα Μπελλ έπαιξε ινκόγκνιτο στο σταθμό του μετρό στα πλαίσια ενός κοινωνιολογικού πειράματος που οργάνωσε η Ουάσιγκτον Ποστ για την αντίληψη, το γούστο και τις προτεραιότητες των ανθρώπων. Το ερώτημα που προέκυψε: σε ένα ουδέτερο περιβάλλον και σε ακατάλληλη ώρα, μπορούμε να αντιληφθούμε την ομορφιά; Σταματούμε για να την απολαύσουμε; Αναγνωρίζουμε το ταλέντο όταν εκδηλώνεται σε ασυνήθιστα χωροχρονικά πλαίσια;
Ενα συμπέρασμα που πιθανώς μπορεί να εξαχθεί από το συγκεκριμένο πείραμα είναι:
Αν δεν έχουμε ένα λεπτό για να σταματήσουμε και ν’ ακούσουμε έναν από τους καλυτέρους μουσικούς του κόσμου να παίζει ένα από τα ωραιότερα κομμάτια που γράφτηκαν ποτέ με ένα από τα ομορφότερα μουσικά όργανα πόσα άλλα πράγματα χάνουμε άραγε;”.
“Συνήθως δεν στέλνω τέτοια, αλλά αυτό αξίζει πραγματικά”, σημείωσε για να συνοδεύσει το παραπάνω μήνυμα που μου έστειλε η φίλη συγγραφέας Λιάνα Δενεζάκη. Κι εγώ δεν δημοσιεύω τέτοια, Λιάνα, εκτός κι αν αξίζουν πραγματικά!
Βαγγέλης Κακατσάκης
>> τυπώστε αυτό το άρθρο

Χανιώτικα Νέα(23.02.09)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου