Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 25 Οκτωβρίου 2010

Γράφει ο: ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ
e-mail: Kakatsakisv@gmail.com





25-10-2010


Των αφανών...

Επιστροφή κι εφέτος, σε τρεις μέρες στις 28 τ’ Οκτώβρη στον χώρο των 60 δευτερολέπτων της σιωπής. Στον χώρο εκείνο που εμείς οι ζωντανοί αφιερώνουμε (;) στη μνήμη των πεσόντων. Στον χώρο εκείνο όπου οι μορφές των αφανών που εμείς τους ονοματίσαμε Άγνωστους Στρατιώτες, επανέρχονται έτσι ως υπήρξαν: Νέοι, γενναίοι και προπάντων επώνυμοι. Είναι εκείνοι οι απλοί άνθρωποι του λαού, που έχοντας συνειδητοποιήσει τα τεκμήρια της εθνικής ταυτότητας, την ορθοδοξία, τη γλώσσα και την παράδοση, έδωσαν τα ματωμένα πειστήρια του πάθους τους για λευτεριά κι ανθρώπινη αξιοπρέπεια κι έγιναν οι δημιουργοί του Έπους του ’40. Είναι εκείνοι οι καθημερινοί άνθρωποι που, στο κάλεσμα της ιστορίας, άφησαν τις όποιες χαρές και τις όποιες λύπες τους, φτάνοντας στο 'Εμείς' του Μακρυγιάννη. Είναι εκείνα τα γενναία παιδιά που, για να θυμηθούμε τον Οδυσσέα Ελύτη, παραφράζοντάς τον ελάχιστα 'λειώσαν χιόνι να ξεπλύνουν/ Τα κορμιά τους, σιωπηλά ναυάγια της αυγής/ Και τα στόματά τους, μικρά πουλιά ακελάηδηστα/ Και τα χέρια τους, ανοιχτές πλατείες της ερημίας'. Είναι εκείνοι 'οι πάντα ευκολόπιστοι και πάντα προδομένοι' κατά άλλον Ποιητή ποιητή, που πάνω στην 'τσουρουφλισμένη χλαίνη' τους πριν καλά - καλά ξεραθεί το αίμα, έπαιξαν στα ζάρια οι ισχυροί της γης, τα ιδανικά, τα όνειρα και τις ελπίδες τους, όταν μοίραζαν τη γη σαν παντεσπάνι. Είναι εκείνοι οι εσαεί ωραίοι, που για χάρη τους ο χρόνος των 60 δευτερολέπτων τεντώνει τις φτερούγες του και σπρώχνοντας το μετά και το πριν μπροστά και πίσω, γίνεται ατελεύτητος για να χωρέσει η νυν και αεί υπάρχουσα πατρίδα...
Σημ. Απόσπασμα (με μικρές αλλαγές) από τον πανηγυρικό της ημέρας που εκφωνήθηκε απ’ τον γράφοντα στις 28 Οκτωβρίου 1994 στον Μητροπολιτικό Ναό Χανίων, κατά τον επίσημο εορτασμό της Επετείου.

Ενας στρατιώτης θυμάται...

Ξαναδιαβάζω γι’ άλλη μια φορά, παραμονές της Εθνικής μας Επετείου, της 28ης Οκτωβρίου, το βιβλίο του Μάρκου Ντουκάκη, που έφυγε πριν από 5 χρόνια για το άλλο ημισφαίριο της ζωής, 'Ένας στρατιώτης θυμάται...' που εκδόθηκε το 1991 απ’ την Ένωση Φρεδιανών 'Η Παναγία των Δύο Βράχων', του Συλλόγου Φρεδιανών Αττικής 'Η Ευαγγελίστρια' και του Καλλιτεχνικού Συλλόγου 'Ο Αποκόρωνας' και τον καληνωρίζω. Το κουβάρι των αναμνήσεων έχει μόλις αρχίσει να ξετυλίγεται και νιώθω ότι είμαι ανά πάσα στιγμή μαζί του, δίπλα του. Στο Πέραμα του Μυλοποτάμου, στην πρώτη έδρα της υπαλληλικής του σταδιοδρομίας ως γεωπόνου, όπου τη δεύτερη μέρα του ερχομού του, μαθαίνει απ’ το ραδιόφωνο την κήρυξη του πολέμου. Στο Μπρόσνερο που πηγαίνει ν’ αποχαιρετήσει τον γέροντα πατέρα του, τη μητέρα και τις αδελφές του που είναι 'πολύ στεναχωρημένοι που άδειαζε το σπίτι'. Στου Μπαμπαλή, όπου 'τα γύρω λιόφυτα έχουν γεμίσει από νεοντυμένους στρατιώτες'. Στο πλοίο 'Κορινθία' που μεταφέρει 'ανθρώπους και μουλάρια' από τη Σούδα στη Θεσσαλονίκη. Σ’ ένα αλβανικό χωριό όπου 'περιμένουν οι πρώτες ψείρες'. Στη μεγάλη πορεία για το Μέτωπο, όπου τα κουρασμένα πόδια των μουλαριών 'βυθίζονται στη λάσπη που φτάνει μέχρι την κοιλιά τους'. Στο Μέτωπο όταν δύο αυτόμολοι Ιταλοί παραδίδονται λίγο πριν απ’ τη μάχη ψελίζοντας 'Μπέλα Γκρέτσια Μπόνο Γκρέκο'. Εκεί όπου 'το φιλότιμο και το μεγαλείο' ήταν σε συνεχή μάχη με 'τον φιλοτομαρισμό και τη μικρότητα'. Στην Κλεισούρα, δίπλα στον θάνατο, φάτσα με τον πόλεμο, να συλλογίζεται την ειρήνη. Παρέα με τους σκεπασμένους από το χιόνι νεκρούς. Σε νύχτες κόλασης καθισμένο κουβαριαστά με τους συντρόφους του, ν’ ακούνε συλλογισμένοι 'τη βουή της χιονοθύελλας'. Στα μετόπισθεν με σερνάμενα απ’ τα κρυοπαγήματα πόδια. Στο ορεινό χειρουργείο με τους άλλους κρυοπαγίτες όπου, εκτός των άλλων, οι ψείρες παραδίδονται στον κλίβανο. Την ώρα της χαράς του, καθώς γλιτώνει τον ακρωτηριασμό. Στην Κόρινθο σε ώρα εξομολόγησης των φοβερών συμβάντων στα τρομερά βουνά της Αλβανίας. Στα Έμπεδα των Χανίων και στον Γαλατά, με πέντε όλες κι όλες σφαίρες στο ντουφέκι του, όταν η σκιά του χάρου σκεπάζει την περιοχή και η κοφτερή δραπάνα του θερίζει με ταχύτητα τις νεαρές υπάρξεις. Εκεί 'που ο φόβος όπου να ’ναι θα μας εκτελέσουν' είναι πιο φοβερός απ’ την εκτέλεση κι όπου 'κυκλοφορούν διάφορα υποκείμενα με άσπρα περιβραχιόνια'. Στον Μαρμαρά, πάλι στον Γαλατά κι ύστερα στους Αγίους Αποστόλους και στο Μάλεμε, τις μέρες της αιχμαλωσίας, τις ώρες της αγγαρείας και τη στιγμή της απόδρασης. Στην πορεία για το Μπρόσνερο, μέσα στο μαύρο σκοτάδι, όπου 'ο χάρος εξουσιαστής'. Στην Επισκοπή όπου ως κοινοτικός γεωπόνος συναντά την ανθρωπιά και την ελπίδα ότι θα ’ρθουν καλύτερες μέρες. Στις Βρύσες, γραμματέα στο Γ’ Τμήμα του ΕΑΜ Αποκορώνου, όπου οι Γερμανοί κάνουν μπλόκο. Στο Λιμνοπήγαδο και στον Τζιτζιφέ, όπου η ανάγκη προστάζει κι όπου οι ανάγκες τον καλούν. Και τέλος στη του Βαφέ όταν αρχίζει 'η αποχώρηση των Γερμανών, αφού πληρώσανε ακριβά την εξόρμησή τους και πείστηκαν πως η καλή τους εποχή είχε πια περάσει'... Παντού και πάντοτε, τότε που 'δενότανε το ατσάλι' την εποχή εκείνη που άλλοι την είπαν πέτρινη κι άλλη 'μη σώσει και ξανάρθει'! Την εποχή εκείνη που ύστερα από 50 περίπου χρόνια, ο τότε στρατιώτης Μάρκος Ν. Ντουκάκης την έκαμε βιβλίο, γράφοντας, για να χρησιμοποιήσω λέξεις του Μακρυγιάννη, 'γυμνή την αλήθεια'... Για να θυμούμαστε τη φωνή των Ελλήνων του ’40...

Χανιώτικα νέα(25.10.10)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου