Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 6


Πέρα όμως απ? αυτά, ο Κακατσάκης είναι ποιητής επειδή βλέποντας όσα δεν βλέπουμε εμείς και διευρευνώντας τη σχέση του με τα πράγματα, συλλαμβάνει το βαθύτερο περιεχόμενό τους, αποκρυσταλλώνει την πνευματική τους ουσία και μας τα προσφέρει 'για να ταρακουνήσουμε' μαζί τον ουρανό!
Βασίλης Γ. Χαρωνίτης




Γραφει
ΒΑΣΙΛΗΣ Γ. ΧΑΡΩΝΙΤΗΣ

Σαράντα χρόνια ο Βαγγέλης Κακατσάκης πορεύεται στις κορυφογραμμές της ανυπότακτης γλώσσας αγωνιζόμενος να την αποδομήσει από τις κούφιες λέξεις και να την κάμει ποίημα, δηλαδή φως.
Το κάθε ποίημά του δεν είναι παράθεση ποιητικών ή όχι λέξεων ή συλλαβών, αλλά ενσυνείδητη κατάθεση ψυχής. Πάνω στο χαρτί ξεδιπλώνει και ακουμπά τα μύχια του είναι του. Καταθέτει προσωπικά συγκινησιακά του βιώματα, ανάβει ισόβιο καντήλι σε πρόσωπα αγαπημένα, εκφράζει τον ανυπόκριτο θαυμασμό του για τις ανεπανάληπτες στιγμές και τη μεγαλοσύνη της Κρήτης, μα εξεγείρεται μπροστά 'στην πληγιασμένη ψυχή του τόπου μας'.
Με περισσή σεμνότητα και μάλλον υπερβολική ταπεινοφροσύνη λέει:
'Εγώ δεν είμαι τίποτα σπουδαίος ποιητής,
δε γράφω κι εύκολα όπως, ίσως, γράφουν άλλοι,
πρέπει της σιωπής να λειτουργήσει ο πυκνωτής,
να ?ρθει μια παράξενη να με τυλίξει ζάλη.

Τότε - και μόνο τότε- μετά φόβου ξεκινώ
να κάνω ποίημα το απόσταγμα της σκέψης,
ντύνοντάς το, όπως μπορώ, να μη μείνει γυμνό,
μ? όλες εκείνες που του πρέπουνε τις λέξεις'.

Από το 1973, πήρε μαζί του 'τα άλογα του χρόνου' και περνώντας από τη μυστική (ουτοπική;) πόλη 'Κάζοβαρ' έστησε 'ευήκοον ους' κι άκουσε ότι 'η ζωή είναι ζωή μόνο σαν της δώσουμε φτερά· μόνο σαν τα χέρια μας είναι καθαρά, μόνο σαν οι ψυχές μας κλείνουν μέσα τους τον ουρανό'.
Αποδεχόμενος αυτή την πρόκληση σαν εντολή, έφτασε σήμερα στο οριακό σημείο να αναρωτιέται:
'Στέρεψε το λάλον ύδωρ;
Ενα κι ένα κάνουν πάντα δύο;
Οι μέρες δεν ξαναβγαίνουν περίπατο;
Δεν ανοίγουν με τίποτα οι κλειστές πόρτες;
Ολα τα κλαδιά είναι ψηλά για τα καλάθια μας;?'.
Ο Βαγγέλης Κακατσάκης είναι ποιητής. Γνήσιος και ακέραιος ποιητής. Το φανερώνει η μέχρι τώρα πορεία του στην ποίηση. Οι τρεις ποιητικές συλλογές που έχει κυκλοφορήσει ίσαμε σήμερα 'Τα άλογα του χρόνου', 'Κάζοβαρ' και η εντελώς πρόσφατη 'Οταν γίνεις ποίημα', τον έχουν κατατάξει ανάμεσα στους εκλεκτούς 'στων ποιητών την πόλη'.
Πέρα όμως απ? αυτά, ο Κακατσάκης είναι ποιητής επειδή βλέποντας όσα δεν βλέπουμε εμείς και διευρευνώντας τη σχέση του με τα πράγματα, συλλαμβάνει το βαθύτερο περιεχόμενό τους, αποκρυσταλλώνει την πνευματική τους ουσία και μας τα προσφέρει 'για να ταρακουνήσουμε' μαζί τον ουρανό!
Επί πλέον, ο Κακατσάκης είναι ποιητής γιατί, όταν είδε μπροστά του τα τέσσερα άλογα της Αποκάλυψης, το κόκκινο 'των αιμάτων και του πολέμου', το μαύρο 'της πείνας και των στερήσεων', το κίτρινο 'των επιδημιών και του θανάτου' και το άσπρο 'των αγώνων για ένα καλύτερο αύριο', βροντοφώναξε αντικρίζοντας τον 'ίππο το λευκό': 'Μαζί του'!
Η σχέση και ο βαθύς ψυχικός δεσμός του ποιητή με τον γενέθλιο τόπο τον φέρνει σε συνεχή διάλογο με τα αγαπημένα πρόσωπα. Απ? αυτά αντλεί, όπως ο μυθικός Ανταίος τη δύναμη για δημιουργία. Η Μάνα, ο Πατέρας, τα Παιδιά, τα Εγγόνια, τ? Αδέλφια, οι Μαθητές? Ολοι βρίσκονται στο κέντρο της έμπνευσής του. Κυρίαρχη θέση, βέβαια, κατέχει η μάνα, που, ενώ η ζωή της είναι σε 'παρατατικό χρόνο', στην πραγματικότητα είναι 'σε παρατατικό που δηλώνει ενεστώτα', δηλαδή ωσεί παρούσα. Και ενώ γνωρίζει ότι 'ζει -τώρα και μια εβδομάδα-/ στο άλλο ημισφαίριο της ζωής./ Σε άγνωστη διεύθυνση./ Δίχως τηλέφωνο/' λέει, με βεβαιότητα:
'Επιμένω./ Κάποτε το τηλέφωνο θ? απαντήσει,/ θα το ακούσει όπου κι αν βρίσκεται,/ και θα τρέξει να το σηκώσει./ Η ίδια./ Την ξέρω εγώ καλά τη μάνα μου!'.
Κι ακόμη 'ενώπιος ενωπίω' μονολογεί:
'Επιστρέφω στο σπίτι./ Πρέπει να σου δώσω αναφορά,/ όπως έκανα πάντα./ Το ξέρω πως δε θα σε βρω, μάνα./ Το ξέρω πως εδώ και δέκα μέρες/ είσαι κάτοικος/ της Χώρας των κεκοιμημένων./ Πρέπει, όμως, να σου δώσω αναφορά'.
Με ξεχωριστή αγάπη μιλεί και για τον Πατέρα, που ζήτησε:
'Να βρω τρόπο/ να τον πάω μέχρι το χωράφι,/ για ν? αποχαιρετήσει τα δένδρα?'
και ο οποίος 'έφυγε/ βέβαιος πως δεν είχε αφήσει/ κανέναν απλήρωτο λογαριασμό'.
Ο Βαγγέλης Κακατσάκης, Δάσκαλος, πάντα με κεφαλαίο το Δ, λέει και τώρα (όπως και τότε) στον μαθητή του:
'Μη φοβάσαι!
Δε θα σου πω «πάψε»/ όταν μου ζητήσεις να μάθεις/ την αλήθεια./ ?Μαζί θα σκύψουμε/ να μαζέψουμε/ τις πεταμένες λέξεις/ και θα τους δώσουμε το νόημα που έχουν?'.
Περήφανος για τον τόπο του ο  ποιητής, δεν υμνεί απλά τον Καγιαλέ, το Ακρωτήρι, την Ενωση της Κρήτης με την Ελλάδα, ή ακόμη και τον Μέγα Αλέξανδρο, αλλά πιστεύοντας ότι 'το να γεννηθεί κανείς σ? αυτή τη ζωή είναι ευλογία. Το να γεννηθεί σ? αυτόν τον τόπο είναι διπλή ευλογία, αλλά διπλό και το χρέος' επιμένει, παρ? όλα όσα γίνονται κοντά και μακριά μας και ως γνήσιος ποιητής δηλώνει:
'Εμείς δεν κλαίμε,/ δεν απογοητευόμαστε,/ δεν παρακαλούμε,/ δεν μένουμε στις ευχές./ Αρπάζουμε στις χούφτες μας/ το σκοτάδι/ και πασχίζουμε/ να το κάνουμε φως'.
Διάβασα κάπου ότι 'κάθε ποίημα είναι πάντα και μια αποκρυστάλλωση μιας συγκεκριμένης στιγμής βιωμένου χρόνου, κάτι το ακαριαίο και, από τη φύση του, σχεδόν ιερό'.
Δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Διαβάζοντας όμως τη συλλογή του Βαγγέλη Κακατσάκη 'Οταν γίνεις Ποίημα' είδα έναν άνθρωπο αισιόδοξο, με ευρύ συναισθηματικό κόσμο, με λόγο καίριο, ποιοτικό, με αγάπη για τον άνθρωπο, με δύο λόγια έναν ποιητή, ο οποίος, άλλοτε 'παίζοντας με τις συλλαβές' κι άλλοτε 'παίζοντας με τις λέξεις' ή ακόμη 'και με τα γράμματα' ομολογεί:
'Οταν,/ στην προσπάθειά μου/ να απευθυνθώ στους ανθρώπους,/ ακουστεί η κραυγή μου,/ εξήγησέ τους,/ διερμηνέα:/ προσπαθώ να συλλαβίσω/ τη δική τους αλφαβήτα'.
Θερμά συγχαρητήρια!


Χανιώτικα νέα (04.03.2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου