Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 14 Μαρτίου 2013

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 9


Ο Βαγγέλης γράφει σε απλή καθημερινή γλώσσα, με ύφος απλό, εξομολογητικό και παραστατικό.
Η ποίησή του έτσι βρίσκει τη θέση της εύκολα στις καρδιές μας
Αγγέλα Μάλμου



ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 9
"Οταν γίνεις ποίημα" την εποχή της μεγάλης εκ-ποίησης…
Γράφει η Αγγέλα Μάλμου

Και να που μέσα στον ζόφο της πολιτικο-οικονομικής και κοινωνικής καταρράκωσης, ένα ακόμη πνευματικό γεγονός ανάμεσα στα άλλα (ευτυχώς), φέρνει αισιοδοξία κι ελπίδα!
Αποδεικνύεται παρήγορο ότι οι πνευματικές δυνάμεις του τόπου μας δηλώνουν παρούσες σε μία παρηκμασμένη και αντιπαραγωγική συγκυρία. Πρόκειται για ένα προϊόν με χανιώτικη εντοπιότητα, από τη στιγμή της σύλληψης των ιδεών και μετά με τη διατύπωση κι έπειτα με την έκδοσή του σε ένα καλαίσθητο βιβλίο.
Ο Βαγγέλης ο Κακατσάκης με την ποιητική του ιδιότητα σε έξαρση, ο υποκινητής, ο Ματθαίος ο Φραντζεσκάκης, ο επιμελητής της έκδοσης, η Ελένη η Σταυρίδη εκείνη που επιμελήθηκε τη σελιδοποίηση και η Χριστίνα η Τζομπανάκη που διόρθωσε κι έγραψε στον υπολογιστή τα ποιητικά κείμενα, συνεργάστηκαν για την κυκλοφόρηση της νέας ποιητικής συλλογής του πρώτου, με τίτλο: "Οταν γίνεις ποίημα".
Λοξοδρόμησε για λίγο τη σκέψη μας από μια καθημερινότητα που πληγώνει και νιώσαμε ότι η αναμονή δικαιώθηκε. Επειδή γνωρίζαμε ότι το πρόχειρο χαρτάκι με το καλοξυσμένο μολυβάκι στην τσέπη του Βαγγέλη (μια αναγνωρίσιμη λεπτομέρεια της καθημερινότητάς του για όσους τον ξέρουν) ήταν πάντα γεμάτο από εντυπώσεις, εικόνες, λόγια και γεγονότα, ένα  δηλαδή πρώτης τάξεως πρωτογενές υλικό, ικανό να πυροδοτήσει και πάλι τη δημιουργική σκέψη του. Ως ποιητής (και ποιητής μέσα σε όλες τις άλλες ιδιότητές του) έγινε γνωστός τις δεκαετίες του ’70 και ’80 με την κυκλοφορία των δύο ποιητικών του συλλογών, "Τα άλογα του Χρόνου" και την επική "Κάζοβαρ", αντίστοιχα.
Καθυστέρησε πολύ, αλλά δεν είναι κι εύκολο πράγμα να συνηθίσει ο ευαίσθητος δημιουργός στην ιδέα να γίνει "δημόσιο θέαμα" το βίωμά του, κι όταν μάλιστα πρόκειται για την πλέον συναισθηματική, την πιο μουσική και ψυχική αποτύπωση, όπως είναι η ποιητική εκφορά του βιώματος. Ο ποιητής μένει "γυμνός και ανυπόδητος" μπροστά στον αναγνώστη του.
Ο Βαγγέλης παίδευε όλες αυτές τις σκέψεις στο μυαλό του: Από τη μια η έμπνευση κι η βάσανος της "γέννας", (Όταν γίνεις ποίημα/ μικρό ερωτηματικό/ της τωρινής ανησυχίας/ θα πάψω νά ’χω συντροφιά/ την αποψινή αγρύπνια…) η πάλη με τις λέξεις, το γυμνό περπάτημα στην οδό της ψυχικής αποκάλυψης. Και από την άλλη το ερωτηματικό να κοινοποιηθεί ή όχι ο ποιητικός του λόγος κι αν αφορά το αναγνωστικό κοινό μια τόσο προσωπική ποίηση. Κι ένα ακόμη ερώτημα που έθετε στον εαυτό του: αν αξίζει τον κόπο το συγκεκριμένο δομικό στήσιμο της ποίησης του. (Εγώ δεν είμαι τίποτα σπουδαίος ποιητής/ δε γράφω εύκολα όπως ίσως γράφουν άλλοι...).
Ευτυχώς που ξεπεράστηκαν όλες αυτές οι δυσκολίες και οι αναστολές που χαρακτηρίζουν τους αληθινούς εργάτες της Τέχνης του λόγου και μέστωσε η ιδέα της κοινοποίησης του έργου του, έστω και μετά από τόσο καιρό (γόνιμης) σιωπής.
Και να! Εμείς τώρα διαβάζοντας τα ποιήματά του, βρίσκομε κομμάτια της δικής μας ζωής, ειδικά στο πρώτο μέρος της ποιητικής του συλλογής που τιτλοφορείται "Ενδον" και να κατανοούμε, να συμμεριζόμαστε και να συγκινούμαστε με τη θλίψη της απώλειας αγαπημένων προσώπων, με τις αναμνήσεις από τη σχολική τάξη που επί τριάντα έξι χρόνια ένθερμα υπηρέτησε, με τις παιδικές αναμνήσεις του τόπου που μεγάλωσε ή με την κατάθεση της αγάπης του στη σύντροφό του Ευδοκία (...Βάπτισα την καρδιά μου/ στην κολυμπήθρα των ματιών σου… κι αλλού: …να μια ψίχα του έρωτα,/ τροφή της ψυχής μου…)
Να απολαμβάνουμε το παιγνίδι του με τις λέξεις, τις συλλαβές και τις φράσεις (Η απουσία σου/ η σιωπή σου/ η απουσία της σιωπής/ η σιωπή της απουσίας σου. Και το άλλο: Επιστρέφω στο «μη μου άπτου»/ της πρώτης μας συνάντησης/ στο «μη με λησμόνει» του πρώτου φιλιού σου/ στο «σ’ αγαπώ»/ των μεγάλων ματιών σου...).
Να φορτιζόμαστε συγκινησιακά από την ιδιαίτερη, λεπτή, απαιτητική και ουσιαστική αναφορά  του σ’ αυτό που διαδραματίζεται γύρω του, στη δεύτερη ενότητα της συλλογής του, με τον υπότιτλο "Εις την οδόν". Σε αυτή την ενότητα αισθάνεσαι τον παλμό του δημιουργού, εκείνου που δεν μένει απλός παρατηρητής των γεγονότων, αλλά αφουγκράζεται, πάσχει και φωτογραφίζει σε βάθος ό,τι τον συγκινεί. Σ’ αυτή την ενότητα σκιαγραφούνται και οι άλλες πτυχές της προσωπικότητας του ποιητή:
•Του αγωνιστή. (Μέρες τώρα έπαψαν τα δάκτυλα/ τα χάδια του έρωτα./ Σφίχτηκαν σε γροθιά/ κι αντροκαλούνε τον ουρανό).
•Του οραματιστή. (Εμείς δεν κλαίμε/ δεν απογοητευόμαστε/ δεν παρακαλούμε/ δε μένουμε στις ευχές./ Αρπάζουμε στις χούφτες μας/ το σκοτάδι/ και πασχίζουμε/ να το κάνουμε φως…)
•Του υποψιασμένου και ανήσυχου για τα τεκταινόμενα, ανθρώπου. (…τους καπνούς της  όποιας ευζωίας/ μ’ όλους τους πόρους του κορμιού/ εισπνέοντας./ Το σύρσιμο των μηχανοκίνητων σκουληκιών/ στις στοές των κούφιων σπλάχνων/ διαισθανόμενος/. Τ’ Ακρωτήρι, ακριβώς απέναντι μου/ αγναντεύω…)
•Του ποιητή που κατέχει και τη θεατρική τεχνική της "σκηνικής οικονομίας" όπως αποδεικνύεται στο ποίημα "Ειρηναίου Γαλανάκη πλατεία", όπου με τη συμπυκνωμένη ιστορικά σκηνή και με την ευρηματική αναφορά στις προσωπικότητες του τόπου μας, λέει με εξαιρετικά λίγα λόγια, τα τόσα πολλά που συνθέτουν τη ζωή και το έργο του μεγάλου Παππού της Ορθοδοξίας μας.
Ο Βαγγέλης γράφει σε απλή καθημερινή γλώσσα, με ύφος απλό, εξομολογητικό και παραστατικό.
Η ποίησή του έτσι βρίσκει τη θέση της εύκολα στις καρδιές μας. Γιατί όπως λέει κι ο Σεφέρης (Δοκιμές Β΄ 167) «αν ο ποιητής εφεύρει μία καινούργια γλώσσα, θα είναι αρίζωτη, δε θα πηγαίνει ν’ αγγίξει τους μυχούς του βαθύτερου εγώ του» και κατ’ επέκταση -συμπληρώνουμε- δε θα συγκινήσει ούτε και το "εγώ" του αναγνώστη.
Τα ποιήματά του, πυκνά σε νόημα και συμβολισμούς, έχουν τη μορφή πεζού λόγου, διαθέτοντας όμως όλα εκείνα τα εσωτερικά στοιχεία όπως μουσικότητα, εικονοπλασία, γλώσσα υπαινικτική, που τα διαφοροποιεί από τον πεζό λόγο και τα εντάσσει στη "νεωτεριστική ποίηση" (Μαρκαντωνάτος Γ. Λογοτεχνικοί και φιλολογικοί όροι, 283). Μόνο στον ποιητικό του επίλογο, στο ποίημα "Μετά φόβου" όπου με ταπεινότητα και συστολή εξομολογείται ότι δεν πρόκειται για "σπουδαίο ποιητή" ο Βαγγέλης, κλείνοντας τη συλλογή, γράφει με ομοιοκαταληξία πλεκτή και ιαμβικό δεκατετρασύλλαβο στίχο, αποδεικνύοντας έτσι ότι πολύ καλά κατέχει την παραδοσιακή τεχνική, επιλέγει όμως την "πεζόμορφη" ποιητική δομή, για την αμεσότητα που δημιουργεί και για την ελευθερία κινήσεων που του επιτρέπει στην έκφραση.
Ευχαριστούμε τον Βαγγέλη για την ανάσα που πήραμε με την ποίησή του, την εποχή της μεγάλης εκποίησης….

Χανιώτικα νέα (13.03,2013)9

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου