Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Κυριακή 14 Απριλίου 2013

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 15


Παιδί της ορεινής υπαίθρου υπήρξε ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Παραμένει παιδί της ορεινής υπαίθρου επειδή είναι αλήθεια ότι «Πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία». Η δική του παιδική ηλικία περικλείει τους τόνους ενός γεμάτου αυταπάρνηση και ελπίδα αγώνα, τη δύναμη της νεροσυρμής και του βράχου, το άρωμα του σκίνου και το θαύμα της μεταμόρφωσης του βολβού σε κρίνο.
Πηνελόπη Ι. Ντουντουλάκη





ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 15
της Πηνελόπης Ι. Ντουντουλάκη

Οδοιπόροι του στοχασμού είναι οι ποιητές. Συλλέκτες ψηγμάτων ψυχής. Γραφείς αθέατων αλλά καθοριστικών στιγμών και καταστάσεων. Διασώστες μη κωδικοποιημένου ήθους και οραμάτων.  Αποτυπώνουν, με μέγιστη οικονομία λόγου, αυτό που ήταν, αυτό που υπάρχει, αυτό που έρχεται. Όλο αυτό το υλικό συμπυκνώνεται και συσσωρεύεται, στη διάρκεια της ζωής, για να αναλυθεί, τη δεδομένη χρονική στιγμή, σε μια παράδοξη βροχή.
Ευεργετική είναι αυτή η βροχή. Αναβαπτίζει ένα τοπίο που μοιάζει να ερημώνεται όλο και πιο πολύ, καθώς ολοένα χάνονται σημαντικά και χαρμόσυνα οδηγά σημεία. Ευτυχώς, στη θέση τους έρχονται οι μνήμες που μυρώνονται στο ευλαβικό νάμα της αγάπης και στην ανάρια πνοή των εποχών.  Αλλά και νέες φωνές έρχονται να χρωματίσουν το σιωπηλό τοπίο, για να θυμίσουν πως όλα έχουν, κατά τρόπο θαυμαστό, τη συνέχειά τους.    
Αγαπημένες στιγμές δραπετεύουν από το χρυσοποίκιλτο σεντούκι τους. Αποκολλώνται από τα διάκενα της δαντέλλας. Εγκαταλείπουν τον ιστό της κληματαριάς. Έρχονται ν’ ακουμπήσουν στο χαρτί. Να διατυπώσουν ένα μοναδικό  λόγο. Να συναντήσουν ανάλογες στιγμές άλλων ανθρώπων. Να συνομιλήσουν  μαζί τους. Να συγκινήσουν και να καταπραυνουν, να συμπονέσουν και να παρηγορήσουν, να προβληματίσουν, να συνεγείρουν ψυχές.
Διαβαίνουν το δικό τους δρόμο οι ποιητές. Συλλέγουν όστρακα, που χαρακώνουν κοιμισμένες πληγές θανάτου.  Συλλέγουν, όμως, και δροσερά βάλσαμα, που επουλώνουν και θεραπεύουν τις πληγές.      

Επιμένουν να ξενυχτούν με το φλοίσβο του στοχασμού οι ποιητές. Στροβιλίζονται στο χώρο μιας ισόβιας αναπόλησης. Και αν κάποιος αναρωτιέται γιατί επιμένουν να καταπονούν το νου και να σαρκάζουν τις αντοχές τους, την απάντηση τη δίνει ένας ποιητής , του οποίου η νέα συλλογή παρουσιάζεται απόψε. Ο Βαγγέλης Κακατσάκης, στο ποίημα με τίτλο «ΤΙ ΝΑ ΘΕΛΕΙ ΠΙΑ Ο ΠΟΤΑΜΟΣ» παραλληλίζει τους ποιητές με ποτάμια που επιμένουν να κυλούν ασταμάτητα, μόνο και μόνο για να παρηγορήσουν τη δίψα της ψυχής.
Ενδέχεται να μονολογούν νοερά οι ποιητές. Ενδέχεται να συνομιλούν, να αντιμιλούν, να παραμιλούν [ κάποιες φορές], ενδέχεται και να σιωπούν επίμονα. Άλλωστε η εύλογη σιωπή  μπορεί να εκφράζει, κατά τρόπο ηχηρό, καμιά φορά και εκκωφαντικό, θέσεις,  κρίσεις, συναισθήματα:
 «..Τίποτα δεν κραυγάζει
Πιο δυνατά από τη σιωπή.»
διαβάζουμε σε ένα από τα ποιήματα αυτής της συλλογής.

Οι ποιητές μπορεί να αγρυπνούν εργαζόμενοι νυχθημερόν πλάι στο λυχνάρι του ποιητικού λόγου. Εξ ίσου αποδοτικά, όμως, μπορεί να γράφουν εργαζόμενοι πολύ πιο σπάνια. Κάποιες φορές μπορεί να έχουν γράψει ένα και μόνο ποίημα στη διάρκεια μιας ζωής. Μπορεί, ακόμα,  τα πονήματά τους να φυλάσσονται στο χώρο της μνήμης, αθέατα και απλησίαστα από τη δημοσιότητα. Σε εκείνους τους ποιητές αναφέρεται ο παγκόσμια αποδεκτός όρος «ποιητές δίχως ποίημα». Ο όρος αυτός ίσως υπάρχει για να μας θυμίζει ότι ακόμα δεν έχουν  πληρωθεί τα χάσματα του όρου «ποίηση».
Συγκλονίζονται από προσωπικά βιώματα οι ποιητές.  Παράλληλα, όμως, η σκέψη και το συναίσθημά τους  δεν παραμένουν αλώβητα μπροστά σε ανατρεπτικά γεγονότα του ευρύτερου κοινωνικού χώρου, απέναντι σε μεγάλες και βαθιές κρίσεις. Αξιοσημείωτη είναι πάντως η διατήρηση της προσωπικής σφραγίδας του  ποιητή σε κάθε περίπτωση, σε κάθε είδος ποίησης, ακόμα και στο έπος. Το βιωματικό στοιχείο, έστω και εν είδει μικροσκοπικών -αλλά πολύτιμων- ψηγμάτων υπάρχει πάντοτε εκεί.
Στο εξαιρετικά ενδιαφέρον βιβλίο που παρουσιάζεται απόψε διακριτές είναι δύο μεγάλες ενότητες, από άποψη θεματολογίας. Η πρώτη είναι αυτή που αναφέρεται σε πρόσωπα του άμεσου οικογενειακού περίγυρου του ποιητή. Είναι τα πρόσωπα που γίνονται ποίημα. Είναι οι γονείς του Θεοκλής και Δέσποινα, στη Μνήμη των οποίων είναι αφιερωμένη αυτή η συλλογή. Οι στίχοι αντιλαλούν τον ήχο της βροχής που γίνεται αγίασμα, καθώς η  Μάνα οδοιπορεί ανυπόδητη το μακρύ δρόμο από το Νίππος μέχρι το Φρε, για να εκπληρώσει με ευλαβική ακρίβεια το τάμα της,  κάθε χρόνο, παραμονή της Ευαγγελίστριας. Κάτω από τον ίσκιο των λέξεων φυτρώνουν τα μανουσάκια που τόσο αγαπούσε ο πατέρας, ψηλώνουν οι ελιές και η καρυδιά που φύτεψε λίγο πριν φύγει.
 Μορφές ζωντανεύουν. Ο χρόνος παλινδρομεί και το χτες γίνεται σήμερα, καθώς ο ποιητής πραγματοποιεί ένα ξεχωριστό Μνημόσυνο, γεγονός που γλαφυρά αποτυπώνεται στο ποίημα με τίτλο «ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ»:
«Όπως έλεγε η μάνα μου.
Όπως έκανε η μάνα μου,
Όπως δούλευε η μάνα μου,
Όπως έδινε δέκα για να πάρει ένα,
Αν το έπαιρνε κι αυτό η μάνα μου.
Όπως διηγιόταν παλιές ιστορίες η μάνα μου
Όπως είχε την πόρτα ανοιχτή
Στους διακονιάρηδες η μάνα μου.
Όπως κάρφωνε τα νύχια στα χέρια της
Για να μην κλάψει η μάνα μου…
Σε παρατατικό χρόνο  ζωής η μάνα μου.
Σε παρατατικό που δηλώνει ενεστώτα!»


Στο βιβλίο της ζωής, που ξεδιπλώνεται στο πρώτο μέρος αυτής της συλλογής, πρωτεύουσα θέση έχει η  σύντροφος και συνοδοιπόρος του στο όνειρο, την ποίηση  και τη ζωή, η αγαπημένη «τροφή της ψυχής του», η Ευδοκία. Ξεχωριστή θέση έχουν τα παιδιά και τα εγγόνια τους.  Η μνήμη ανακαλεί και τυπώνει, σε κιτρινισμένο χαρτί φωτογραφίας, τα ανέμελα χρόνια με την αδελφοσύνη όλη γύρω από τους γονείς. Σπεύδει να προυπαντήσει το Δεκαπενταύγουστο με τις ψαλμωδίες στο μικρό ξωκλήσι, ενώ ολόγυρα σιωπηλά παρελαύνουν συγγενείς, φίλοι, χωριανοί. Και βέβαια με πολλή αγάπη ανταμώνει τα αμέτρητα παιδιά που είχαν την τύχη να μαθητεύσουν κοντά στο Δάσκαλο και ποιητή. Ανακαλεί τους γονείς των παιδιών, ιδιαίτερα τους ανθρώπους του μεροκάματου, που σκοπό της βασανισμένης ζωής τους είχαν τάξει να μάθει το παιδί τους γράμματα.
Παιδί της ορεινής υπαίθρου υπήρξε ο ποιητής. Παραμένει παιδί της ορεινής υπαίθρου επειδή είναι αλήθεια ότι «Πατρίδα μας είναι η παιδική μας ηλικία». Η δική του παιδική ηλικία περικλείει τους τόνους ενός γεμάτου αυταπάρνηση και ελπίδα αγώνα, τη δύναμη της νεροσυρμής και του βράχου, το άρωμα του σκίνου και το θαύμα της μεταμόρφωσης του βολβού σε κρίνο.  
Αυτό το παιδί της ορεινής υπαίθρου έγινε ενήλικος και  μόνιμος κάτοικος της πόλης. Έχτισε, όμως , το σπίτι του, στην αρχή της διαδρομής προς τα πατρογονικά του. Φύτεψε, με τη σειρά του, ελιές και βάζει κήπο. Κόβει κλωνάρια βασιλικού για να τα μοιράσει. Ανάβει το καντήλι στα μνήματα  και ψάλλει στις λειτουργιές. Και ύστερα έρχονται κάποιες στιγμές,  κάπου ανάμεσα στο όνειρο και την πραγματικότητα, που ο ενήλικος ξαναγίνεται παιδί. Όσο κρατάει η ανάγκη για παρηγοριά της νοσταλγίας. Όσο για να απαλυνθεί η θλίψη της τελεσίδικης απουσίας αγαπημένων προσώπων. Ώσπου χαράζει η μέρα, με τις αδυσώπητες επιταγές της καθημερινότητας. Όπως ακριβώς το περιγράφει ο Β.Κ. στο ποίημα με τίτλο «ΠΟΛΛΑ ΒΡΑΔΥΑ»:
  «Πολλά βράδια,
Λίγο πριν κλείσω τα μάτια,
Πιάνω την ψυχή μου απ’ το χεράκι
-«στράτα, στρατούλα» της λέω
Και τη βγάζω βόλτα
Στα παιδικά λημέρια:
Στην αυλή των βασιλικών και του ασβέστη,
Στη τζανεριά του Αγίου Πνεύματος,
Στα φτερά ενός μικρού σπουργίτη,
Στο βολβό ενός κρίνου…

Κάπου εκεί με βρίσκει
Το κουδούνισμα της άλλης μέρας.
Πρέπει να ξαναγίνω μεγάλος…»

Το δεύτερο μέρος αυτής της θαυμάσιας συλλογής, με τις πολλές αρετές μορφής και περιεχομένου, περιλαμβάνει ποιήματα με ιστορική και πατριωτική θεματολογία, καθώς επίσης ποιητικές αναφορές σε γεγονότα που απασχόλησαν και απασχολούν την ανθρωπότητα. Ο θρυλικός Σπύρος Καγιαλές, η Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, το Ακρωτήρι που έχει μεταβληθεί σε οπλοστάσιο ξένων δυνάμεων, η οικονομική και πολιτική μετανάστευση, ο πόλεμος,   το χαμένο αίμα στη Μέση Ανατολή, το χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους είναι κάποια από τα θέματα αυτής της ενότητας. Εδώ συναντάμε και ένα υποβλητικό ποιητικό αφιέρωμα στον «Παππούλη της Κρήτης» Γέροντα Ειρηναίο Γαλανάκη, κοντά στον οποίο εθήτευσαν, παιδιά ακόμα, ο Βαγγέλης και η Ευδοκία.  Στην ίδια ενότητα υπάρχει και ένα ποίημα με επαναλαμβανόμενα ερωτηματικά, το αγαπημένο σημείο στίξης του ποιητή, όπως ο ίδιος δηλώνει. Ο Βαγγέλης Κακατσάκης  επιλέγει το ερωτηματικό για να αποκόψει τον αναγνώστη από τον απόλυτο χαρακτήρα μιας αποφθεγματικής άποψης.  Με διαδοχικές ερωτήσεις, [η απάντηση των οποίων αφήνεται σκόπιμα να αιωρείται αλλά με περιεχόμενο απόλυτα προβλέψιμο] ο ποιητής παίρνει θέση απέναντι στην τρέχουσα πραγματικότητα. Θα ακούσομε το ποίημα αυτό, του οποίου ο τίτλος συνοψίζει και το περιεχόμενο:

«ΣΤΙΣ ΠΡΟΣΤΑΓΕΣ ΤΟΥΣ;
 Στέρεψε το λάλον ύδωρ;
Ένα κι ένα κάνουν πάντα δύο;
Οι μέρες δεν ξαναβγαίνουν περίπατο;
Δεν ανοίγουν με τίποτα οι κλειστές πόρτες;
Όλα τα κλαδιά είναι ψηλά για τα καλάθια μας;
Το φεγγάρι σταμάτησε να πίνει νερό απ’ τα πηγάδια;
Δίχως ερωτηματικά τα τσουλούφια των παιδιών;
Δίχως ποίηση τα ποιήματα των ποιητών;
Στις προσταγές τους;»


Με αυτό το εναγώνιο ερωτηματικό κλείνει η συνοπτική μου προσέγγιση στο νέο ποιητικό έργο του εκλεκτού και αγαπητού  Βαγγέλη Κακατσάκη, ο οποίος μεθαύριο έχει και την ονομαστική του εορτή.  Βαγγέλη και Ευδοκία σας εύχομαι πολλά και καλά χρόνια, με υγεία, οικογενειακή ευτυχία και ποίηση!
 Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.

Σημείωση:Αναφορά στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη, στην παρουσίαση της 23ης Μαρτίου 2013 στο Πνευματικό Κέντρο Χανίων

   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου