Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ


Ο ξένος προχωρούσε για την είσοδο του ναού. Ξυπόλυτος, σχεδόν γυμνός, προχωρούσε. Φορώντας τ’ αγκάθινο στεφάνι προχωρούσε. Γεμάτος φτυσίματα προχωρούσε. Και αντί για μαστίγιο ήταν τώρα φορτωμένος μ’ έναν σταυρό και προχωρούσε. Ο κόσμος γύρω του ούρλιαζε κι έφτυνε κι ύψωνε τις σφιγμένες γροθιές. Κι εγώ ήμουν τώρα πια βέβαιη πως αυτός ο ξένος ήταν ο γιος μου, αυτός ο ξένος ήσουν εσύ, μικρό μου αγόρι. (Από τα "Γράμματα της Παναγίας")




ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Η Παναγία γράφει στον Χριστό
 Αποσπάσματα από το βιβλίο του γράφοντος 'Τα Γράμματα της Παναγίας' (έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κισάμου και Σελίνου) που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα και που τα έσοδα απ’ τις πωλήσεις του διατίθενται υπέρ του Αννουσακείου Ιδρύματος. Το βιβλίο μπορείτε να το βρείτε στα Χανιά (βιβλιοπωλείο 'Πετράκη') και στο βιβλιοπωλείο της Μητρόπολης στην Κίσαμο.


Μεγάλη Δευτέρα
[...] Σε θυμούμαι, μικρό παιδάκι, τότε που με τραβούσες απ’ το φουστάνι και πηγαίναμε στο πηγάδι για νερό. Τότε που έπαιζες με τ’ άλλα γειτονόπουλα... Πώς καμάρωνα τότε! Σ’ ονειρευόμουνα νοικοκύρη να κάνεις σπίτι, με γυναίκα, με παιδιά. Μακριά από δόξες κι από μίση.
Κι όμως αυτό το όνειρο δεν κράτησε πολύ. Οχι! Δεν είχες γεννηθεί εσύ για τη μικρόψυχη Ναζαρέτ. Το ένοιωθα... Θυμούμαι τις νύχτες που έμενες ξάγρυπνος και πάλευες με τον εαυτό σου. Θυμούμαι τις μαξιλαροθήκες να είναι ποτισμένες με τον ιδρώτα σου... Συνήθισα στην ιδέα πως θα έφευγες από κοντά μου. Μόνο εγώ ξέρω πόσο πόνεσα με το φευγιό σου. [...]

Μεγάλη Τρίτη
[...] Ο ξένος προχωρούσε για την είσοδο του ναού. Ξυπόλυτος, σχεδόν γυμνός, προχωρούσε. Φορώντας τ’ αγκάθινο στεφάνι προχωρούσε. Γεμάτος φτυσίματα προχωρούσε. Και αντί για μαστίγιο ήταν τώρα φορτωμένος μ’ έναν σταυρό και προχωρούσε. Ο κόσμος γύρω του ούρλιαζε κι έφτυνε κι ύψωνε τις σφιγμένες γροθιές. Κι εγώ ήμουν τώρα πια βέβαιη πως αυτός ο ξένος ήταν ο γιος μου, αυτός ο ξένος ήσουν εσύ, μικρό μου αγόρι. Ανοιξα τα χέρια μου κι έβγαλα φωνή μεγάλη. 'Γιε μου!' και ξύπνησα βουτηγμένη στον ιδρώτα, πνιγμένη στο κλάμα. Σηκώθηκα. Ανοιξα το παράθυρο. Νύχτα... Το φεγγάρι με κοίταζε με απόγνωση. Τρόμαξα περισσότερο. Φοβούμαι, αγαπημένε! Δεν μπορώ τίποτ’ άλλο να σου πω, παρά μόνο: Φοβούμαι! [...]

Μεγάλη Τετάρτη
[...] Εμαθα πως τα έβαλες για τα καλά με τους Φαρισαίους. Πως αυτή τη φορά τους τα ’πες καθαρά και ξάστερα. Τους ονόμασες υποκριτές, κλέφτες, όχεντρες φαρμακερές και τους παρομοίασες με τάφους που, ενώ απ’ έξω είναι ασβεστωμένοι, μέσα είναι γεμάτοι κόκκαλα και ακαθαρσίες. Τους φοβέρισες κιόλας στο τέλος πως θα ’ρθει ώρα να πληρώσουν για τις αμαρτίες των δικών τους και των προγόνων τους. Εμαθα, ακόμα πως ύστερα απ’ αυτά πήγες στη Βηθανία, στο σπίτι του φίλου σου του Λαζάρου, εκείνου που ανάστησες απ’ τους νεκρούς. Πρέπει να σου το πω καθαρά, αγόρι μου. Μπορεί να νίκησες τον θάνατο, μα δεν μπορείς να νικήσεις τους Φαρισαίους. Δεν λέω πως ήταν λάθος σου να τα βάλεις μαζί τους. Δεν μετανιώνω που σου έμαθα να φωνάζεις το άδικο. Κάποιος έπρεπε να τους τα πει κατάμουτρα. [...]

Μεγάλη Πέμπτη
[...] Οχι, δεν ήμουν μόνο η Μαρία, η κόρη του Ιωακείμ από τη γενιά του Δαυίδ. Οχι δεν ήμουν μόνο η γυναίκα του σεβαστού μαραγκού της Ναζαρέτ, του καλοσυνάτου Ιωσήφ. Οχι δεν ήμουν μόνο η μάνα που είχε γνωρίσει την καταλαλιά και την καταφρόνια του κόσμου. Οχι δεν ήμουν τώρα πια εγώ! Ημουν η μάνα όλων των γιων κι όλων των θυγατέρων του κόσμου που σταυρώθηκαν, σταυρώνονται και θα σταυρώνονται καθημερινά στις αιχμές των δοράτων, στις μπουκιές του ψωμιού, στα κράσπεδα των συννεφιασμένων ουρανών...[...]

Μεγάλη Παρασκευή
Κάποτε, λοιπόν, ο Ιωάννης και οι άλλοι θα γράψουν γι’ αυτή τη Φοβερή Παρασκευή, γλυκέ μου κι από κει κι ύστερα οι άνθρωποι που θα ’ρθουν, ολοένα και θα ερμηνεύουν και θα συμπληρώνουν τα γενόμενα. Κανένας, όμως, Ιωάννης ή άλλος μαθητής και κανένας ποτέ άνθρωπος, δε θα μπορέσει να γράψει για μένα, για τη μάνα του Σταυρωμένου, που σήμερα, ώρα τρεις κι ένα λεπτό της Φοβερής Παρασκευής, βρίσκεται μόνη ανάμεσα στους Ρωμαίους στρατιώτες, κάτω από τον σταυρό του Μοναχογιού της, που μόλις έχει ξεψυχήσει. Για μια μάνα που δεν έχει πια δάκρυα και που η καρδιά της έχει γίνει μόρια κόκκινης σκόνης κι έχει σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. [...]

Μεγάλο Σάββατο
[...] Είχες πει, λοιπόν, γλυκιά μου άνοιξη, πως, αν ο σπόρος του σταριού δεν μπει στη γη να πεθάνει, θα μείνει μόνος του, αλλά αν πεθάνει, θα φέρει πολύ καρπό. Μήπως, λοιπόν, εσύ είσαι ο σπόρος του σταριού που θάφτηκε στη γη για να ξαναφυτρώσει; Δεν μπορώ να το ξέρω ακόμα, αλλά όσο το σκέφτομαι, τόσο νιώθω τη μικρή κλωστίτσα του φωτός να πολλαπλασιάζεται μέσα μου και να γίνεται μια δέσμη από ηλιαχτίδες. Τόσο νιώθω ότι η μικρή φωνούλα του μοναχικού λιναρίτη, γίνεται μία θεσπέσια μελωδία. Τόσο νιώθω ότι η ματωμένη ρίζα της άνοιξης γίνεται ένας ολάνθιστος κήπος, Απριλομάη μήνα. Και να, που, ενώ ο ήλιος δύει, εγώ νιώθω πως μέσα μου έχουν κάμει κατοχή ένα δάσος από ηλιαχτίδες, ένα ατέλειωτο κελάηδημα αμέτρητων πουλιών κι ένα μυριομύριστο εξαίσιο περιβόλι. Εσύ, καλέ μου, που είσαι κιόλας αναστημένος μέσα μου [...]


Χανιώτικα Νέα (29.04.2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου