Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ ΜΟΥ ΣΤΟ ΜΕΤΩΠΟ

[…] Φθάσαμε εις το Αμύνταιον νύχτα, μετά ένα μήνα. Ητο φοβερό κρύο, φθάσαμε όλο πεζοπορία. Είναι αδύνατο να περιγράψω. Οι δρόμοι είχαν παγώσει και τα ζώα δεν μπορούσαν να βαδίσουν. Βάζαμε ξύλα από κάτω, και βαδίζαμε. Ετραβάγαμε και πανιά. Επιτέλους φθάσαμε εις την Κλεισούρα νύχτα. Εκεί ήτο μεγάλο δράμα. Ο ένας εφώναζε βοήθεια ο άλλος το χέρι του. Βάλαμε κλαδιά εις το χιόνι και κοιμηθήκαμε. Το άλλο βράδυ ανεβήκαμε εις την Τρεμπεσίνα […]


[…] Κοιμηθήκαμε μέσα εις τις λάσπες. Πιο πάνω ήτον μια σπηλιά που έμενε η Μεραρχία. Εγώ έπαθα κρυοπαγήματα εις τα πόδια. Εκοβα ολόκληρο κομμάτι και δεν πονούσα. Πήγα εις τον γιατρόν μα δεν μου έδωσε τίποτα. Εγώ δεν μπορούσα να κινηθώ. Με πήγαν εις άλλον γιατρόν που ήτο εις το διπλανό χωριό. Μου έδωσε φάρμακα και έγινα καλά. Μια μέρα βγήκα έξω να πλύνω τα πόδια μου, να βάλω αλοιφή. Εκείνη την ώρα βομβάρδιζαν το χωριό τα αεροπλάνα. Κατόρθωσα και κρύφτηκα πίσω από ένα τοίχο. Με πλάκωσαν οι πέτρες μα δεν έπαθα τίποτα. Ολα τα σπίτια έγιναν στάχτη. Εγώ έμεινα μόνος μου στο χωριό. Βρήκα ένα ξύλο, πήγα για τη σπηλιά, αλλά εβομβάρδιζαν τα αεροπλάνα. Κατόρθωσα μπήκα εις ένα σπηλιαράκι και γλύτωσα […]

[…] Ενα βράδυ μας παίρνει ένας ανθυπολοχαγός να ανεβούμε εις την πιο ψηλή κορυφή του βουνού να κάνουμε αναχώματα εις το χιόνι. Φυσούσε αέρας, έριχνε χιόνι και ήτο πίσα σκοτίδι. Με μεγάλη δυσκολία φθάσαμε εις την κορυφή, οι Ιταλοί ήταν εις την πίσω πλευρά. Δεν μπορέσαμε να κάνουμε τίποτα, φυσούσε δυνατός αέρας. Γυρίσαμε πίσω αλλά πολύ δύσκολο. Ηταν απότομος γκρεμνός και βουτάγαμε εις το χιόνι. Εγώ έτυχα τελευταίος. Κάρφωσα μέχρι τη μέση εις τα χιόνια. Φώναζα βοήθεια, ποιος να με βοηθήσει. Εις την απελπισίαν μου αγκάλιασα το όπλο μου, γύρισα δίπλα, κατρακύλησα και κατέβηκα κάτω. Γυρίσαμε ξημερώματα εις τον καταυλισμό. […]

[…] Μας κηρύσσει τον πόλεμο και η Γερμανία και έγινε η υποχώρηση του στρατού μας. Μεγάλη Παρασκευή ήμαστε εις το Καλπάκι εις ένα δάσος. Μας βομβάρδιζαν όλη την ημέρα τα αεροπλάνα. Τη νύχτα φύγαμε συγκεντρωμένο το Σύνταγμα. Είχαν σχεδόν καταλάβει όλη την Ελλάδα. Από όπου περνούσαμε πίναμε μόνο γάλα, ώσπου βρεθήκαμε εις τα Γιάννενα απέξω. Παραδώσαμε τα όπλα. Ηρθαμε εις την Ναύπακτον εις τον Ψαθόπυργον και μας έκαναν διανομή εις την Πελοπόννησο. Εγώ με τον αδελφό μου Μ. πήγαμε εις τα Κρέστενα με τρεις άλλους […]

[…] Συνεχίσαμε τον δρόμο, φθάσαμε εις ένα μέρος που φεύγανε οι Κρητικοί με καΐκι κρυφά. Πράγματι βρήκαμε άλλους που είχαν φύγει από το ίδιο στρατόπεδο πριν 40 μέρες. Είχαν βρει ένα καΐκι. Ηρθε το βράδυ της ίδιας μέρας, 22 Απριλίου 1942, παραμονή Αγίου Γεωργίου. Οι άλλοι δεν ήθελαν να μας πάρουν αλλά είχαμε παρέα έναν Ανωγειανό που ξεσπάθωσε και απείλησε να τους σκοτώσει. Εκανα κι εγώ τον σταυρό μας εις τον Αγιον Γιώργη, μπήκαμε και ήλθαμε το πρωί εις Μένιες […]

Σημείωση: Χρόνια τώρα σκεφτόμουν να βάλω στην εφημερίδα, σε μια απ’ τις κατά καιρούς στήλες μου, με αφορμή την εθνική μας επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, κάποια αποσπάσματα απ’ τη “βιογραφία” (στο μεγαλύτερο μέρος της αναφέρεται στον πόλεμο του 1940) του πατέρα μου, Θεοκλή Αντ. Κακατσάκη, που την έγραψε το 1985, σε ηλικία 76 ετών… Το αξιώνομαι εφέτος στις “Στάσεις”, κάλλιο αργά, παρά ποτέ. Και σαν κερί στη μνήμη του, 25 χρόνια μετά το φευγιό του στο άλλο ημισφαίριο της ζωής. Μακράς πνοής ο μικροπερίοδος (εντάξει, εγώ έβαλα τις τελείες εκεί που εσύ τις ήθελες, πάντως) πατέρα! Λιτό το ύφος σου, όπως λιτή ήταν όλη η 85χρονη ζωή σου.
  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου