Ο ΠΑΡΑΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΩΜΑΤΟΣ
Γράφει η Χρύσα Κακατσάκη
«Όταν ζωγραφίζουμε,  είναι σαν ν’ ανοίγουμε πέραμα σε έναν αόρατο σιδερένιο τοίχο. Πρέπει να τον υπονομεύσουμε και να τον τρυπήσουμε με τη λίμα σιγά σιγά και υπομονετικά». Το απόσπασμα της επιστολής του Βαν Γκογκ προς τον αδελφό του, θα ζωντανέψει κατά κάποιο τρόπο στην έκθεση που θα εγκαινιασθεί μεθαύριο στο Μέγαρο Μουσικής. Οι ρέουσες εικόνες των 3000 έργων του θα προβάλλονται στους τοίχους, τις κολόνες και το πάτωμα, σ’ ένα διαδραστικό πολυθέαμα και ένα ψηφιακό ταξίδι στα μέρη που έζησε και δημιούργησε. 
Τι είναι όμως εκείνο που εξακολουθεί να μας συγκινεί στον αξεπέραστο Ολλανδό ζωγράφο; Η μυθιστορηματική  ζωή και το τραγικό τέλος του ή η θρησκευτική του προσήλωση στην τέχνη, επειδή πιστεύει πως αυτή θα του εξασφαλίσει τη σωτηρία της ψυχής; Από πολύ νωρίς διαισθάνεται ότι τον ενδιαφέρει περισσότερο το συναισθηματικό περιεχόμενο και πως η φύση  δεν είναι το αρχέτυπο του κάλλους αν δεν συνοδεύεται από την ανθρώπινη παρουσία. Γι’ αυτό και ξεπερνά  γρήγορα την ολλανδική παράδοση του Ρέμπραντ και του Χαλς, προσπερνά τους πειραματισμούς των εμπρεσιονιστών και οδηγεί σταδιακά  τη ζωγραφική ύλη στον παροξυσμό. Θεωρεί πως η ζωγραφική είναι σαν το σημείο του σταυρού που σχηματίζεται στον αέρα για να φύγουν τα κακά πνεύματα. Ότι μπορεί να γίνει ένας «λαθραίος» Θεός  και να ξαναπλάσει τον κόσμο όχι από πηλό, αλλά από χρώμα.
Όλα αυτά βέβαια έχουν ένα τεράστιο υπαρξιακό κόστος. Υπάρχουν φορές που βυθίζεται στην ανασφάλεια, σε μια ανεξαργύρωτη ματαιότητα, που νιώθει υπόλογος και αναζητεί στο άπειρο, δηλαδή στην τέχνη, ένα κρηπίδωμα για να διώξει την κατάθλιψη που σβολιάζει μέσα του, να αντισταθεί στην περιδίνηση του απόλυτου που τον βασανίζει. Παρά τις ερωτικές απογοητεύσεις, παρ’ ότι  βιώνει την πραγματικότητα του πόνου, δεν κατοικείται από το μηδέν, δεν καίει τις γέφυρες  προς τη λύτρωση. «Προτιμώ τη μελαγχολία που ελπίζει παρά την άλλη, τη σκοτεινή και άπραγη που απελπίζει» σημειώνει. Το Παρίσι  με τις οργανωμένες ομάδες έχει αρχίσει να μην τον χωράει. Με την προτροπή του Γκωγκέν μετακομίζει στην Αρλ της Νότιας Γαλλίας για να διεκδικήσει το δικαίωμα να νέμεται απερίσπαστος το γαλάζιο του ουρανού. Κάπως έτσι γεννιέται η «Έναστρη νύχτα». Από πίνακα σε πίνακα παρατηρούμε να ξεκινά ένας διάλογος, να διασταυρώνονται οι επιρροές, να αναπτύσσονται οι εντάσεις και  οι απογοητεύσεις μέχρι το  ξέσπασμα  του δράματος με τον αυτοτραυματισμό του,  στο γνωστό επεισόδιο με τον Γκωγκέν. Το κομμένο του αυτί είναι το προοίμιο των ψυχικών του αναταράξεων, που βρίσκει ωστόσο τη δύναμη να τις μεταπλάθει σε αιωρούμενα κυπαρίσσια και σε φωτεινούς  ήλιους  για να σβήσει τις φλόγες της απελπισίας του. Οι πένθιμες παλινδρομήσεις,  παρά την αγάπη και τη στήριξη του αδελφού του και τις φροντίδες του γιατρού του, επιδεινώνονται. Η φύση απλώνεται μπροστά του σαν θέαμα πανωλεθρίας. Οι ίριδες ξεψυχούν στο ντάλα μεσημέρι  και τα ηλιοτρόπια εκρήγνυνται κάτω από την παραισθησιακή ζάλη του κίτρινου. Η διακοπτόμενη πινελιά με την απατηλή γαλήνη, τώρα γίνεται χρωματικός στρόβιλος. Συγκρούεται με τους κατοίκους της Αρλ, ο συγκάτοικός του τον έχει ήδη εγκαταλείψει, η νοσηλεία του λειτουργεί ανακουφιστικά για ένα διάστημα,  αλλά το άλγος της ύπαρξης που κουβαλά δεν λέει να κοπάσει. Μια σφαίρα στις 29 Ιουλίου του 1890 γράφει το τέλος στο μαρτύριό του, επιβεβαιώνοντας τον φίλο του, τον Πισαρό. «Πάντα στοιχημάτιζα ότι αυτός ή θα τρελαθεί ή θα μας ξεπεράσει όλους. Έπεσα έξω. Τα έκανε και τα δύο».