Τετάρτη 31 Μαρτίου 2021

ΕΥΘΥΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ

ΑΠΡΙΛΙΑΤΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ ΕΝ ΟΨΕΙ 

Γράφει ο Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης 

 [Λες; Λες να σταματήσουμε και πάλι τούτη την πορεία; Να σταματήσει να γυρίζει η γης; Λες;].Απόλυτα συνειδητοποιημένο και τούτο το σταμάτημα! Μα και το… πισογύρισμα! Απρίλης… εν όψει! Που πρόβαλε ως διά μαγείας(;) με τη δική του πάντα απροσδιόριστη δύναμη και μού ’γνεψε μες από το παραθύρι! Ηλιακτίνες και γαλαζόφτερα τα σύννεφα στου ουρανού τσ’ αγκάλες!

Δίχως πολύ να το προσπαθήσω· πόση τάχα να ’ναι η δύναμη ενός κοινού θνητού μπροστά στη ρώμη ενός Απριλιού! Δίχως καν να το επιθυμήσω· πώς μπορώ να ορίσω τα όρια ενός νου που είναι πισθάγκωνα δεμένος στα γκέμια της καρδιάς!

…Από τα πέρατα ενός… άλλου κόσμου που πίσω αφήνουμε(;) ακούγεται η μουσική του Μίκη ουρανομήκης· έφτασε ως τον ουρανό και πάλλεται ορατή μπρος στα έφηβά μου μάτια ανάμεσα στα σύννεφα «Απρίλη μου, Απρίλη μου ξανθέ…». Μία καρνάδα* βιόλα στην άκρη του δρόμου λικνιζόμενη στ’ αεροφύσημα, ψιθυριστά μου τραγουδά «…πώς αντέχεις μέσα στην τόση αγάπη και στις τόσες ομορφιές». Ολα συνηγορούν «Απρίλης εν όψει»!

Ας μπορέσουμε να “κρατήσουμε” τούτον τον Απρίλη, ας αντέξει κι αυτή τη φορά τούτος ο τόπος!Ας δούμε ως σύμμαχο τούτον τον μήνα, ως ένα φίλο που θα μας οδηγήσει ασφαλώς εκεί που όλοι μας επιθυμούμε να φτάσουμε… Στο χέρι μας και στη δύναμή του είναι!

*καρνάδα: κατακόκκινη 

Χανιώτικα νέα (Τετάρτη, 31. 3.21) 

https://www.haniotika-nea.gr/apriliatiki-symmachia-en-opsei/

Τρίτη 30 Μαρτίου 2021

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΤΟ ΚΑΣΤΕΛΙ ΤΩΝ ΧΑΝΙΩΝ ΚΑΙ ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ 


“Σαν θες να μάθεις και να δεις, πως ζούσανε στη Χώρα/ εις το Καστέλι τω Χανιώ ανέβα κάποιαν ώρα.// Να δεις καντούνια με τειχιά μεγάλα και παλάτια/ και μοναστήρια όμορφα σκάλες και σκαλοπάτια.// Εκει θα δεις με του μυαλού όλη τη φαντασία/ του χρόνου τη διαδρομή και την πολλή ιστορία.// Απ’ τσι Μυκήνες άρχοντες θα δεις και Μινωίτες/ και πρίγκιπες βυζαντινούς θα δεις και Γενοβίτες.// Και στα στενά τσι κοπελιές θα δεις να κουβεδιάζουν/ να γλυκοροζονάρουνε και να διασκεδάζουν.// Θα δεις και τσοι δερβίσηδες ώρες να συζητούνε/ και κοπελάκια όμορφα πιο κει να τζιριτούνε.// Μπορεί ν’ ακούσεις και να δεις τσι ξακουστές καντάδες/ που οι λεβέντες Κρητικοί λέγαν με μαντινάδες.// Αχί και να ‘μουνε πουλί, να μουνε χελιδόνι/ να γρηγοροφτερούγιζα στση Χώρας το μπαλκόνι./ Εις το Καστέλι τω Χανιώ γράφεται ιστορία/ πως με παράδες δεν μπορείς να μπεις στη Μεραρχία”. Γ. Μαυρογιαννάκης.

Αντί προλόγου στην πρώτη σημερινή στάση ο πρόλογος στο αφιερωμένο στον Λόφο Καστέλι, φετινό 104(!) ιδιαίτερα επιμελημένων σελιδών, Ημερολόγιο (για το 2021) που κυκλοφόρησε ο Σύλλογος Εκπαιδευτικών Π.Ε. Χανίων. Ό,τι καλύτερο, ύστερα απ’ τα “Λίγα λόγια για το φετινό ημερολόγιο” του προέδρου του Συλλόγου Αντώνη Τσαλαπάκη και πριν απ’ την δασκαλικη διανθισμένη με πλούσιο και σπάνιο φωτογραφικό υλικό, παρουσίαση του Λόφου ανά τους αιώνες. Όχι, επιμένουν να μην είναι, για να χρησιμοποιήσω κάποιους στίχους του δασκάλου – ποιητή Κώστα Καλαπανίδα, “το μακρύ χέρι καμίας εξουσίας”, αλλά να είναι “αφουγκραστές της λαϊκής αγωνίας” οι δάσκαλοι. Επιμένουν να μη δηλώνουν “συμβασιούχοι της αρετής”, αλλά να είναι “πρόμαχοι της αξιοπρέπειας και της τιμής”. Επιμένουν να μην είναι “μόνο συνδικαλιστές του μισθού” αλλά προπάντων “δημιουργοί και φορείς πολιτισμού”. «Άρρηκτα συνδεδεμένη με την ιστορία της πόλης των Χανίων και όλου του νομού», ο λόφος Καστέλι, όπως υπογραμμίζει στο κείμενό του ο Πρόεδρος του Συλλόγου. Ναι στην ανάδειξή του κι όχι βέβαια στην “ξενοδοχοποίησή” του, όπως σκέφτηκαν και αποφάσισαν στο Πολυτεχνείο Κρήτης. Και γιατί «η αντίληψη ότι τα εκπαιδευτικά ιδρύματα μπορούν να λειτουργούν ως επιχειρήσεις προκειμένου να εξασφαλίζουν την χρηματοδότηση για τη λειτουργία τους είναι καταστροφική για το δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης»…

Στο Καστέλι, επί της κορυφής του λόφου, που βιγλίζει τις Μαδάρες και το Κρητικό Πέλαγος, “έβλεπα” συγκεντρωμένους τους Δασκάλους των Χανίων, ενώ διάβαζα, το περί ου ο λόγος Ημερολόγιο, το εξώφυλλο και το οπισθόφυλλο του οποίου είναι έργο του Κώστα Σπανάκη. Με “επικεφαλής” τα μέλη του Δ.Σ. και τους αιρετούς των εκπροσώπους και βέβαια τους έχοντες την ευθύνη της επιμέλειάς του: τη Δήμητρα Βαλαβάνη, τον Γιάννη Δασκαλάκη, τη Λία Μαστρογιαννίδου, τον Γιώργο Μαυρογενάκη και τον Μανόλη Τζιλιβάκη. Όχι δεν αποπαίδισε ο κλάδος των Δασκάλων”!

ΚΟΡΩΝΟΪΚΑ ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ



Στον απόηχο της 25ης Μαρτίου οι σημερινές μαντινάδες που μου υπαγόρευσε απ’ το τηλέφωνο ο φίλος ιερωμένος. «Σαν Μπουμπουλίνες μάχονται οι νοσοκόμες τώρα/ στη νέα επανάσταση σ’ ολόκληρη τη χώρα», λέει η πρώτη. «Και καπετάνιοι, οι γιατροί μαζί μας πολεμούνε/ λεύτερη την πατρίδα μας απ’ τον ιό να δούνε», λέει η δεύτερη. Σκλαβιά κι αυτή του κορωνοϊού!

Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας… Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής… Στην εποχή του κορωνοϊού… Φτου ξελευτερία! Ζήσε μαύρε μου, τον Μάρτη, ζήσε τον Απρίλη, ζήσε τον Μάη, για να φας τον Ιούνη, τον Ιούλη και στη χειρότερη περίπτωση τον Αύγουστο, τριφύλλι. Ωστόσο, εμβολιάσου, μην το συζητάς!

“Κάθομαι στο γραφείο μου, τραπέζι μελαμίνης./ Γύρω μου ξέχειλα ράφια και στοίβες βιβλία,/ άλλα οικειωμένα και άλλα αδιάβαστα της εποχής./ Στο φωτισμένο συνειδητό του εμφανίζονται/ αντικείμενα, πρόσωπα, περιστατικά, σκέψεις…/ Όλα συνθέτουν συμπλέγματα σε συνεχή ροή […] Εικόνες προσώπων και πραγμάτων/ πνέουν μες στο μυαλό σαν δροσούλα αύρας λεπτής./ Κι ακούω αρώματα, κι ακούω φωνές κι επιστροφές,/ λες και ξωκλήσι ξεχασμένο άνοιξε τα πορτοπαράθυρα/ κι υποδέχεται κόσμο στη γιορτή του.// Μένουμε σπίτι/ Φιλιώνουμε και φιλούμε ένοχα/ τον αναγνωρισμένο γύρω μέγα μικρό μας χώρο». Από το ποίημα “Μένουμε σπίτι” του Κώστα Καλαπανίδα.

Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 30.3.2021) 


https://www.haniotika-nea.gr/to-kasteli-ton-chanion-kai-oi-daskaloi/

Δευτέρα 29 Μαρτίου 2021

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ Α΄

«ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ» ΤΙΣ ΔΙΑΧΡΟΝΙΚΕΣ ΑΝΘΡΩΠΙΝΕΣ ΑΞΙΕΣ
Γράφει ο Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης*

"Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η δράση εκτυλίσσεται σε μια θεατρική σκηνή, όπου πρωταγωνιστούν καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι λειτουργούν ταυτόχρονα ως θεατές και ως ηθοποιοί." Αγησίλαος Αλιγιζάκης 

(Και στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ μου και από εκεί στη σελίδα μου στο Βιβλίο των Προσώπων η παρουσίαση της ποιητικής μου συλλογής ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ (κυκλοφορεί από τις 22 Φεβρουαρίου τ. ε. ελεύθερα 
στο ΔΙΑΔΙΚΤΥΟ) του γιατρού, ορθοπεδικού - πολιτισμολόγου  Αγησίλαου Αλιγιζάκη. Ύστερα από τη δημοσίευσή της στο FRACTALART και στα Χανιώτικα νέα. Ευκαιρία για να πω γι'  άλλη μια φορά το από καρδιάς ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ μου στον και καλό μου φίλο λόγιο γιατρό, για τα που γράφει, όπως τα γράφει. Β.Θ.Κ.)

O κατ’ οίκον εγκλεισμός της πρώτης καραντίνας ήταν ο μαιευτήρας ενός ποιητικού τοκετού από τον πνευματικό γονέα Βαγγέλη Κακατσάκη. Η ονομασία «Ιχνηλατώντας» της νέας ποιητικής του συλλογής ήταν άμεση και εύστοχη, καθώς απηχούσε και απηχεί τα αισθήματα του συνόλου της κοινωνίας, η οποία βίωσε την πρωτόγνωρη ατομική απομόνωση, την απαγόρευση της παρέλασης της 25ης Μαρτίου και το πρώτο Πάσχα χωρίς εκκλησιασμό και γλέντια. Αυτή η κατάσταση διατάραξε την ψυχή και το σώμα, θέτοντας εναγώνια ερωτηματικά για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, η οποία κινδύνευε (και ακόμα κινδυνεύει) να σβήσει στην άβυσσο της πανδημίας. Αυτά τα ερωτήματα απαντά με τον δικό του μοναδικό τρόπο ο Βαγγέλης Κακατσάκης, λειτουργώντας πότε ως άπιστος Θωμάς, ο οποίος ψηλαφά τις οπές των καρφιών στο σώμα του Κυρίου και πότε ως προσευχόμενος στον κήπο της Γεσθημανή περιμένοντας απαντήσεις. Αμφιβολίες και βεβαιότητες εναλλάσσονται, καθώς ο αδύναμος σαρκικός άνθρωπος «συνομιλεί» με τον πνευματική προσευχόμενη ύπαρξη, χαράζοντας ένα μονοπάτι, το οποίο ιχνηλατεί τις διαχρονικές ανθρώπινες αξίες, της καλοσύνης, της αγάπης για τον συνάνθρωπο και τον Θεό, την ελεημοσύνη και τη συγχώρεση. Ταυτόχρονα, καταγράφει τον φόβο, την κοινωνική απομόνωση και τα προβλήματα της καθημερινότητας του κορωνοϊού.

Η ποιητική συλλογή οπτικοποιεί τις εικόνες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης και των ΜΜΕ, ερμηνεύοντας τα αισθήματα που γεννιούνται στους τηλεθεατές. Η ημερολογιακή ταξινόμηση έχει τον ρόλο του τριτοπρόσωπου παντογνώστη αφηγητή, ο οποίος γνωρίζει, αλλά δεν προορίζει… Ο αναγνώστης έχει την αίσθηση ότι η δράση εκτυλίσσεται σε μια θεατρική σκηνή, όπου πρωταγωνιστούν καθημερινοί άνθρωποι, οι οποίοι λειτουργούν ταυτόχρονα ως θεατές και ως ηθοποιοί. Με άλλα λόγια, πρόκειται για ένα θέατρο (του παραλόγου) μέσα στο θέατρο, σύμφωνα με τα σαιξπηρικά δραματικά έργα.

Η cut up ποιητική σύνθεση φανερώνει την μελωδική αρμονία του έργου: «Περνάει ο Κορωνοϊός, του Φόβου ο γιός/Μένουμε μέσα…όταν με το καλό βγούμε έξω, θα μπορέσουν να μας γυρίσουν μέσα;/Θέλω τα χελιδόνια είπε κλαίγοντας ένα κορίτσι/Φτου και βγαίνω…/Ευλογημένος ο ερχόμενος εν ονόματι Κυρίου έψαλαν οι ατμοί, με το που άνοιξε η χύτρα ταχύτητας/Μόνος ο Δάσκαλος στο Υπερώον/Στα σπίτια τους οι μαθητές/με τηλεδιάσκεψη ο Μυστικός δείπνος εφέτος;/Covid 19, το όνομα του φετινού Ιούδα/Μακρόθεν αυτός. Μόνος με την ανεργία του/Υπομονή!/Όλοι μαζί! Βάλτε τις μάσκες σας!/ Όλοι μαζί! Βγάλτε τις μάσκες σας!/Δεν είναι παιχνίδι, προπονήσεις κάνουμε!/Ο καθείς και ο κορωνοϊός του./Ωστόσο, το πλάτη με πλάτη παραμονεύει, ενώ οι κλειστές παλάμες επιμένουν να ονειρεύονται την ηδονή της χειραψίας». Εδώ νοιώθει ο αναγνώστης ένα μουσικό παλίμψηστο με εμβατήριο (το ποίημα για την 25η Μαρτίου), τη βυζαντινή ψαλμωδία προσευχής με τον «Δάσκαλο στο Υπερώον», τους προσφιλείς σπιτικούς ήχους της κουζίνας (με τη χύτρα) και φυσικά τις ανθρώπινες κραυγές της ανεργίας, του θανάτου και της μοναξιάς.

Η ποιητική δημιουργία αποκαλύπτεται με τη χρήση της απλής καθημερινής γλώσσας και το γλαφυρό ύφος, τα οποία περιγράφουν την ζωή των έγκλειστων αστών. Τα ποιήματα λειτουργούν ως φάροι που εναλλάσσουν αδιάκοπα δυο φώτα, τα οποία αναβοσβήνουν στους νοερούς οφθαλμούς του αναγνώστη, το κόκκινο και το μπλεˑ το κόκκινο των ασθενοφόρων και το μπλε των περιπολικών. Είναι ανομοιοκατάληκτα «σονέτα» με πηγαίο χιούμορ και αυτοκριτική διάθεση, αισιόδοξες νότες στη σιωπή των άδειων δρόμων, λόγω της καραντίνας.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι ο Βαγγέλης Κακατσάκης είναι δωρικός ποιητής με χάρισμα λόγου, γι’ αυτό έγραψε λίγους στίχους με πολλές ενδιάμεσες αέρινες σιωπές. Ο στόχος του ήταν μαζί με τα αισθήματά του να προσθέσει ο καθένας από τους αναγνώστες τα αισθήματα που βίωσε και βιώνει από την κοινωνική απομόνωση, τα μέτρα και τον φόβο της πανδημίας.

·       ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος

 https://www.haniotika-nea.gr/vaggelis-kakatsakis-ichnilatontas-chania-2021/


https://www.fractalart.gr/ichnilatontas/

Κυριακή 28 Μαρτίου 2021

ΠΟΙΗΣΗ

 ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑ


Ορθοδοξία είναι

και η ανοιχτή πόρτα για τον ζητιάνο

και η λειτουργία στην εκκλησία του εμείς 

και ο σεβασμός στις όποιες επιλογές των άλλων 

και ο πλούτος του μη έχειν 

και η ενατένιση του ουρανού  

και…

 

Η ορθοδοξία είναι ορθοπραξία. *

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ ( "Τα χελιδόνια του μοναχού". Β' Έκδοση, Κοινωφελές Ίδρυμα "Αγία Σοφία" και "Πυξίδα της Πόλης", Χανιά 2020)


1.     Τη φράση «η ορθοδοξία είναι ορθοπραξία» τη χρησιμοποιούσε συχνά στις ομιλίες του ο μακαριστός μητροπολίτης Κισάμου και Σελίνου Ειρηναίος Γαλανάκης.





Σάββατο 27 Μαρτίου 2021

ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ

Δ1  ΚΑΙ  Ε ΤΑΞΗ  ΔΗΜ. ΣΧΟΛΕΙΟΥ  ΒΑΜΟΥ

ΦΤΑΝΕΙ  ΠΙΑ  ΜΕ ΤΟΝ ΣΧΟΛΙΚΟ  ΕΚΦΟΒΙΣΜΟ!


Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!

Περί σχολικού εκφοβισμού ο λόγος στον σημερινό Παιδότοπο. Άξιοι κάθε επαίνου αλλά και θαυμασμού οι δάσκαλοι Γιώτα Μπούρα και Γιάννης Τσαραμανίδης του Δημ. Σχ. Βάμου που προσέγγισαν με τους μαθητές τους, έχοντας την κατάλληλη «αρματωσιά» το δύσκολο αυτό θέμα. Πάντα άξιοι σ’ όλα όσα με «λογισμό και όνειρο» κάνετε, καλοί μου συνάδελφοι!

Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!

Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

δάσκαλος

 

      Η  6η του Μάρτη έχει οριστεί ως μέρα κατά του σχολικού εκφοβισμού. Μια μέρα που δεν έπρεπε να υπάρχει γιατί ο εκφοβισμός δεν έχει χώρο στο σχολείο!

   Έχετε αναρωτηθεί παιδιά πώς νιώθει κάποιος όταν στο σχολείο δεν έχει παρέα; Όταν οι συμμαθητές του τον κοροϊδεύουν γιατί είναι διαφορετικός ή κάνει πράγματα με άλλο τρόπο; Πώς νιώθει άραγε; Μήπως περπατά με σκυφτό το κεφάλι και κρύβεται; Μήπως ονειρεύεται δυο φτερά για να δραπετεύσει; Είναι όμως αυτή η λύση; Γιατί να μένει κάποιο παιδί μόνο του και  ν’ απορεί τι έκανε λάθος; Κανείς δεν είναι σάκος του μποξ να τον χτυπάμε για να νιώθουμε ανώτεροι! Υπάρχει κάποιος να μας ακούσει; Ναι!

Μίλα σε κάποιον μεγαλύτερο ,στους γονείς ,στους δασκάλους μην το κρατάς μέσα σου! Μπορεί να είμαστε διαφορετικοί αλλά είμαστε όλοι ίσοι! ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!

Η απάντηση των παιδιών απέναντι στον σχολικό εκφοβισμό έγιναν στίχοι από τη δασκάλα Γιώτα Μπούρα και τους έντυσε με μουσική ο δάσκαλος Γιάννης Τσαραμανίδης. Αφορμή στάθηκε το  φιλανδικό εκπαιδευτικό πρόγραμμα KIWA κατά του bulling που είχε γίνει στο 9ο Δ. Σ Χανίων πριν 5 χρόνια.

Φέτος οι στίχοι του τραγουδιού έδωσαν έμπνευση  στα παιδιά του Δ1 του Δ. Σ. Βάμου που  έγραψαν με τον δικό τους τρόπο τη γνώμη τους για αυτό το θέμα…

Τα παιδιά  της Ε’ τάξης εμπνεύστηκαν με διαφορετικό τρόπο και έντυσαν τα λόγια με χρώματα… 

Η δασκάλα της  Δ1 τάξης Γιώτα Μπούρα και ο δάσκαλος της Ε’ τάξης Γιάννης Τσαραμανίδης

 

ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!

Με το κεφάλι κάτω πάντα περπατάω

Ας είχα δυο φτερά στους ώμους να πετάω

Πόσο ακόμη να τ αντέξω; ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!

 

Ποιος είναι ο σωστός ,πού βρίσκεται το λάθος ;

Τι έκανα και μόνος βρέθηκα στο βάθος;

Υπάρχει κάποιος να μ ακούσει; ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ !

 

Μαζί μου τώρα μη γελάς, δεν είμαι σάκος να χτυπάς!

Αυτή είναι η ομορφιά στη Γη, ίσοι μα διαφορετικοί!

 

Τον πάγο όμως θα σπάσω πρέπει να ξεφύγω

Τον πόνο που με πνίγει πρέπει ν αποφύγω

Υπάρχει κάποιος να μ ακούσει ΦΤΑΝΕΙ ΠΙΑ!

 

 

 

Στο σχολείο μου νομίζω ότι δεν υπάρχουν περιστατικά σχολικού εκφοβισμού. Παρόλα αυτά ξέρω πως σε άλλα σχολεία δυστυχώς υπάρχει bulling κι έχω ακούσει διάφορα άσχημα πράγματα. Εμένα δε μ’ αρέσει να είναι μια ομάδα παιδιών εναντίον ενός και να του φωνάζουν, να τον χτυπάνε, να τον βρίζουν και να του στέλνουν απειλητικά μηνύματα. Επίσης μου έχουν πει φίλοι μου από άλλα σχολεία πως συμβαίνει κάτι πολύ άσχημο: Πολλά παιδιά δεν τα κάνουν παρέα και μένουν καθημερινά μόνα τους στα διαλείμματα. Αυτό παλιά γινόταν και στο σχολείο μου και γι’ αυτό με τη δασκάλα μου στην Α τάξη είχαμε φτιάξει Το παγκάκι της φιλίας. Μακάρι σ’ όλα τα σχολεία να υπάρχει φιλία κι αγάπη!

Οδυσσέας Τσίμας

 

Όχι στον εκφοβισμό!

Όταν μας απειλούν πρέπει να το λέμε στο γονιό ή στον δάσκαλό μας!

Ποτέ δεν πρέπει να κάνουμε ό,τι μας λέει αυτός που μας φοβίζει!

Ποτέ μα ποτέ δεν πρέπει να εκδικηθούμε κάποιον με βία και απειλές!

Όταν δούμε κάποιον να λέει και να κάνει άσχημα πράγματα σε άλλους το λέμε στην κυρία!

Μαρία Σαρτζετάκη

 

Φτάνει πια το bulling στο σχολείο! Οι κοροϊδίες, τα γέλια προς τα άλλα παιδιά ή και προς εμένα. Κι εμένα με έχουν κοροϊδέψει επειδή έχω περισσότερα κιλά αλλά εμένα μου αρέσω  έτσι όπως είμαι!  Με αγαπώ και κανείς δεν είναι τέλειος!

Ντάβιντ Ακονσταντινεσέι

 

Κανένα παιδί δεν θέλει να ακούει ‘’Εσύ φταις που χάσαμε, δεν σε θέλουμε πια στην ομάδα!¨ Κι όταν αυτός που εκφοβίζεται πάει να το πει σε κάποιον μεγαλύτερο οι άλλοι να μην παραδέχονται τα λάθη τους και να τη γλιτώνουν ατιμώρητοι. Δεν πρέπει να φωνάζουμε στους άλλους ότι δεν είναι καλοί σε κάτι γιατί με αυτόν τον τρόπο γινόμαστε εμείς απάισιοι άνθρωποι!

Δέσποινα Πιπεράκη

 

Φτάνει πια! Όλοι είμαστε διαφορετικοί αλλά έχουμε ίσα δικαιώματα! Κάθε άνθρωπος έχει τη δική του ομορφιά! Έτσι και στο σχολείο δεν είναι όλα τα παιδιά ίδια. Κάποια είναι παχουλά ή αδύνατα ή εχουν διαφορετικό χρώμα. Δεν πρέπει να κοροϊδεύουμε κανένα ! Ίσα ίσα δεν πρέπει να μας νοιάζει η εξωτερική εμφάνιση. Πρέπει να τους δίνουμε δύναμη! Δεν θέλω ούτε να το σκέφτομαι ότι κάποια παιδιά περνούν τέτοιες δυσκολίες! Είναι απαράδεκτο και πρέπει να κάνουμε κάτι γι’ αυτό σύντομα!

Ελένη Κριαράκη

 

Δεν θέλω να με χτυπάνε

Και να με κοροϊδεύουν καθημερινά

Το σχολείο είναι για να περνάμε καλά

Βάλτε ένα τέλος σε όλα αυτά

Και όλοι μας θα νιώθουμε καταπληκτικά

Τέλος οι ανασφάλειες και οι αναγκασμοί

Για να περνάμε καλά όλοι μαζί

Ο σχολικός εκφοβισμός δεν είναι καλός για τα παιδιά

Να κάνουμε τους άλλους να μη νιώθουνε καλά

Πείτε τέλος σε όλα αυτά για να περνάμε όλοι μαζί καλά.

Κάτω ο σχολικός εκφοβισμός γιατί παιδιά

Δάφνη Βόλφενμπούτελ


Χανιώτικα νέα (Σάββατο, 27 Μαρτίου 2021)

 









 

Παρασκευή 26 Μαρτίου 2021

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ:  ΖΩΗ ΚΑΙ ΘΑΝΑΤΟΣ (Διήγημα)  




(ΣΚΙΤΣΑ: ΝΙΚΟΣ ΜΠΛΑΖΑΚΗΣ)

     Ή μέρα αναμάζωνε τους ύστερους απλοκαμούς της απ’ τα ψηλώματα κι ο Θοδωρομανόλης, ορθός απ’ ώρα στην ξώπορτα του σπιτιού του, αφρουκαζότανε τη μαύρη αναπνιά της νύχτας γύρω του. Και πρώτη φορά στη ζωή του ένοιωθε μια παράξενη χαρά για τον ερχομό της. Άλλες βραδιές, με το λιοβασίλεμα, κλειδωμαντάλωνε τα πορτοπαράθυρα κι έπεφτε σε συλλογή. Προπάντων απ’ τον καιρό που παντρεύτηκε, ένα χρόνο τώρα. Μ’ απόψε δεχόταν τη νύχτα σαν έναν παραξηγημένο φίλο, που έφτασε πια ο καιρός να μονιάσουν. Και στενοχωριόταν που ο φίλος αυτός αργούσε.

     «Να βρωμέσει θέλει ο χορός του απόψε», μουρμούρισε γι’ άλλη μια φορά κι ο νους του δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ την απρόσμενη συνάντηση που ’χε τ’ απόγευμα, με τον Αγά του Πανωχωριού. Αυτός ο Εμίν - αγάς Βέργερης, που καταγόταν από Φραγκάρχοντες εξωμότες, ήταν ο φόβος κι ο τρόμος στη περιοχή των Πίσω Χωριών του Σελίνου. Είχε γλυτώσει ο σκύλος απ’ το μαχαίρι του Χατζή Ορμάν Πασά του Πνιγάρη και τώρα έκανε ό, τι μπορούσε για να δείξει την απανθρωπιά του. Οι Χριστιανοί δεν όριζαν ούτε περιουσία, ούτε τιμή, ούτε ζωή. Δεν το ’χε σε τίποτα να  βάνει στο σημάδι τους Χριστιανούς που περνούσαν κοντά απ’ τον πύργο του. Μα η μεγάλη του αδυναμία ήταν να καλεί σε γλέντια τις γυναίκες και να τις βάνει να χορεύουν ολόγδυμνες.

     Όταν άκουε κ’ έβλεπε αυτά κι άλλα χειρότερα καμώματα ο Θοδωρομανόλης, η καρδιά του μάτωνε. Κι όσο κι αν του ’χαν μάθει να φοβάται τους Τούρκους, αυτός δεν ένοιωθε φόβο. Μίσος μόνο για τη μισερή ζωή, που ’ταν αναγκασμένος να ζει, ένοιωθε. Πόσες φορές δεν σκέφτηκε πως απ’ τη μισερή ζωή, χίλιες φορές καλύτερος είναι ο θάνατος!  Έτσι του ερχόταν κάθε φορά που τον έβλεπε, να χυθεί πάνω του και να τον πνίξει. Μα πάντα την τελευταία στιγμή δείλιαζε. Μια φωνή του ’λεγε μέσα του: «Σκότωσε τον τον κακούργο κι ό, τι γενεί». Μα μια άλλη φωνή τ’ απαντούσε: «Κι ύστερα;» Αυτό το ύστερα, που ’ξερε βέβαια ποιο θα ’ταν, φοβόταν. Κι έκανε υπομονή...

     Όμως, μετά απ’ τη σημερνή τους συνάντηση, το πήρε απόφαση. Γύριζε στο σπίτι του απ’ τον Ομαλό, όταν τον απάντηξε.

– Έλα, Μανόλη, απόψε στο Ζουρίδω, βάστα και τη λύρα σου, πάρε και τσι ξαδέρφες σου, μαζί με τη χήρα.

Άναψε όταν άκουσε απ’ τον αγά αυτά τα λόγια. Μα τι να κάμει; Γλύκανε τη φωνή του. – Δεν έχω ’γώ ξαδέρφες παρά τη γυναίκα μου, και γυναίκες απαλλαγές δεν τσι θέλεις στο χορό.

– Ακούς είντα σου λέω; του φώναξε ο αγάς.

Έκανε πως δεν άκουσε, μα ο Έμίν του φώναξε πιο δυνατά.

– Άκουσες, είντα σου παράγγειλα;

                                                      

Του ’ρθε το αίμα στη κεφαλή. Έκανε να χυμήξει πάνω του και να τον ξεσκίσει με τα νύχια του. Μα ’βαλε όλη του τη δύναμη, να μην αποφανεί.

– Ό, τι ορίζεις, αγά μου, είπε τάχα ταπεινωμένος.

Μα μόλις ο αγάς έφυγε, μουρμούρισε μέσα στα δόντια του με λύσσα: «Να βρωμέσει θέλει ο χορός σου, απόψε!»

     Απ’ εκείνη την ώρα πήρε την απόφασή του. Είχε φτάσει πια ο κόμπος στο χτένι. «Αυτός ο χορός θα ’ναι κι ο τελευταίος του… Να κλάψουν θέλει οι Τουρκάλες απόψε!». Τα που σκέφτηκε.  Έκανε ένα μεγάλο περίπατο για να το συλλογιστεί ξανά. Μπαίνοντας στα Μαραγκιανά, είδε ένα γέροντα γείτονα του να ξεπεζεύει απ’ το γαϊδουράκι του και να προσκυνά με σεβασμό ένα Τούρκο. Αναστέναξε. «Δε θα γυρίσει και σε μας σκύλοι; Ως πότε θα ορίζετε τον τόπο μας και την ψυχή μας, ως πότε θα ζούμε μια ζωή μισερή;» Συλλογίστηκε.

     Όταν με το λιοβασίλεμα έφταξε στο σπίτι του, ήταν αμίλητος. Δεν έβγαλε άχνα στη γυναίκα του. Ούτε χάιδεψε το γιό του που ήταν τριάντα μερών, όπως συνήθιζε. Ξεκρέμασε το ντουφέκι απ’ τον τοίχο, το πέρασε στο ζερβί του ώμο, πήρε και τη λύρα με τ’ άλλο και πήγε και στάθηκε στην ξώπορτα και κοίταζε όξω. Η γυναίκα του δεν του μίλησε. Τον είχε μάθει δα καλά, ένα χρόνο τώρα, που ήταν παντρεμένοι. Γιατί συχνά την είχε συνηθισμένη σε τέτοια καμώματα. Κι αυτός όσο ’βλεπε τη μέρα να σώνεται, τόσο η καρδιά του πήγαινε να σπάσει απ’ την προσμονή. «Να βρωμέσει θέλει ο χορός σου απόψε», μουρμούρισε.

     Έκανε να δρασκελίσει το κατώφλι, μα κοντοστάθηκε. Δεν του ’κανε καρδιά να φύγει απ’ το σπίτι του σαν κλέφτης, που ένας Θεός μόνο ξέρει αν το ξανάβλεπε. Γύρισε τα μάτια κ’ είδε τη γυναίκα του γονατισμένη ν’ αλλάζει το παιδί στο σκαφίδι. Κι’ ένοιωσε μια παράξενη πεθύμια και για τους δυo τους. Μια αγάπη ίσαμε τον ουρανό! Μα μπόρεσε κι έκαμε καλά την καρδιά του.

– Πρέπει να φεύγω, γυναίκα, είπε όσο μπορούσε πιο ήρεμα.

– Που θα πάεις τέτοια ώρα, Μανόλη; ρώτησε αλαφιασμένη η γυναίκα και γύρεψε τα μάτια του.

Ο Μανόλης έκανε πως περιεργαζότανε τη λύρα.

– Σε γλέντι, μη ρωτάς περισσότερα, είπε κοφτά.

– Απ’ την ώρα που ’ρθες σε βλέπω σε μεγάλη ταραχή. Είντα ’χεις; ρώτησε η γυναίκα και πήρε το μωρό που ’κλαιγε στα χέρια της και του ’δωσε το βυζί της για να ησυχάσει.

Ο Μανόλης δεν αποκρίθηκε. Πήγε μόνο και στάθηκε από πάνω της.

– Να ’χεις το νου σου. Άκουσα πως αυτός ο σκύλος, ο Εμίν αγάς, γυρεύει να σε σκοτώσει, ξανάπε φοβισμένη η γυναίκα. 

– Γι’ αυτό σκας του λόγου σου; Δεν τον έχω εγώ πειράξει. Άλλοι πρέπει να φοβούνται, είπε πικρογελώντας.

Χάιδεψε ύστερα με το ζερβί χέρι το παιδί στο κεφαλάκι κι απομακρύνθηκε με μικρά βήματα.

– Έχετε γεια, γυναίκα!

                                                             

– Ο Θεός μαζί σου! αποκρίθηκε αυτή και τα ολόγρα μάτια της τον ακολούθησαν μέχρι που χάθηκε η φανιά του στο δρόμο.

 

******************

     Η νύχτα τύλιξε γκαρδιακά το στημονερό αψηλό κορμί του Θοδωρομανόλη στη δροσουλιασμένη της αγκαλιά. Πάνω του ο ουρανός, περβόλι φυτεμένο με τάξη και μαστοριά απ’ τα χέρια του Μεγάλου Ζευγά, συντρόφευε τα ζάλα του που τάχαιναν ολοένα κ’ έκαναν τα ογρά φύλλα του μονοπατιού να τριζοβολούν σαν πεθαμένα. Σαν έφταξε κοντά στη βρύση ο νους του πήγε στη συχωρεμένη τη λάλη του που του ’λεγε συχνά σαν ήταν μικρός το τραγούδι του Άη Γιώργη. Μιλούσε το τραγούδι αυτό για ένα στοιχειό, που ’χε κάμει κατοχή μια νερομάνα και δεν άφηνε να ποτίζεται η πολιτεία. Για να μη ποθάνουν οι άνθρωποι απ’ τη δίψα, δέχτηκαν να στέλνουν ταχτικά στο θεριό ένα νέο ή μια νέα για πεσκέσι. Μόνο έτσι άφηνε το στοιχειό να κατεβαίνει το νερό στην πολιτεία. Κι ύστερα, λέει, ήρθε κ’ η σειρά της μοναχορηγοπούλας να τη φάει το θεριό. Μα δεν πρόλαβε. Ένας λεβεντονιός καβαλάρης, ο Άη Γιώργης, π’ άστραφτε σαν ήλιος, το σκότωσε, γλύτωσε την κοπελιά κι απάλλαξε την πολιτεία απ’ το κακό…

     Έτσι που συλλογιζόταν το τραγούδι, ένοιωσε λιγάκι τον εαυτό του σαν Άη Γιώργη, που πάει να γλυτώσει τον τόπο απ’ το θεριό ο Θοδωρομανόλης. Γέλασε. Θυμήθηκε πως όταν του πρωτόπε η λάλη του το τραγούδι αυτό, ζήλεψε τον Άγιο. Πόσο το ’θελε να βρισκόταν αυτός στη θέση του Άη Γιώργη να σκοτώσει το θεριό! Κ’ ήξερε από τότες πως το θεριό δεν ήταν άλλος, απ’ τον Τούρκο αγά, που τυραννούσε τους Χριστιανούς. Κ’ η νερομάνα, δεν χωρούσε άλλη κουβέντα, ήταν η Λεφτεριά. Πέρασαν όμως τα χρόνια και δεν ξανασκέφτηκε σαν Άη - Γιώργης. Συνήθισε κι αυτός στη μισερή ζωή όπως κι οι άλλοι.

     Μ’ απόψε, που πήγαινε να σκοτώσει τον αγά, ναι, ξανάνιωθε πως είναι ο Άγιος ο λεβεντονιός, όπως τότε που ήταν μικρός. Κι ας ήξερε ποιο θα ’ναι το δικό του τέλος. Ο θάνατος. Όχι, δε στενοχωριόταν για τον εαυτό του. Το ’χε πει τόσες φορές. «Απ’ τη μισερή ζωή, χίλιες φορές καλλιά ’ναι ο θάνατος.» Κι όμως, όπως σκεφτόταν τη γυναίκα του χήρα, το γιό του ορφανό, ένοιωθε ένοχος. Τι χρωστούσαν αυτοί, μα κι όλο του το σόι του, να κακοπάθουν απ’ τη δική του κουζουλάδα; Μα κι αυτός γιατί να πάει πάνω στον ανθό της νιότης του, σαν το σκύλο στ’ αμπέλι; Δεν έβλεπε τους άλλους που κατέβαζαν χαμηλά τη μούρη και δε μιλούσαν; Για ποιο λόγο να κάνει αυτός τον καπετάνιο; Δεν υπήρχαν τόσοι και τόσοι άντρες στο Σέλινο, που το ’λεγε η καρδιά τους, κι όμως έκαναν υπομονή; Ας έκανε κι αυτός…  Ύστερα, έτσι θα μπορούσε να φανεί πιο χρήσιμος, όταν θα ’ρχόταν η ώρα… Που θα ’ρχόταν! Αυτό το ’ξερε. Κάτι ’χε παρμένο τ’ αυτί του. Κάτι ετοιμάζανε οι Ρωμιοί. Υπομονή λοιπόν. Γιατί να πήγαινε άδικα;

     Πώς θα τα βόλευε, όμως, απόψε με τον Εμίν αγά; Τι θα του ’λεγε, που δεν πήγε στο γλέντι τις ξαδέρφες του και τη χήρα; Ε! 'Όσο γι’ αυτό θα ’βρισκε ένα τρόπο να τα μπαλώσει. Κ’ ύστερα θα ’σφιγγε την καρδιά του, θα ’παιζε αυτός τη λύρα του κι ας έβλεπε ό, τι έβλεπε. Σάμπως η, δική του γυναίκα κι οι ξαδέρφες του θα ξεφτυλίζονταν;

                                                                  

Στο κάτω κάτω τι τον ένοιαζε αυτόν; Το μόνο που τον ενδιέφερε για την ώρα, ήταν να τα μπαλώσει με τον Εμίν αγά. Να ζήσει…

     Ντράπηκε, που σκεφτόταν έτσι τώρα. Κι ο Άη - Γιώργης που σκότωσε το θεριό; Κι η μισερή ζωή που ’ταν αναγκασμένος να ζει; Κι οι ξεφτυλισμοί; Ε, καλά τώρα! Όσο μισερή κι αν είναι η ζωή, κακά τα ψώματα, καλλιά ‘ναι απ’ το θάνατο.  Κι ύστερα αυτός θα νοιώθει πάντα το ίδιο μίσος, μπορεί και παραπάνω για τους Τούρκους. Δε θα τουρκέψει αυτός! Δε θα το κάμει σαν τους Χριστιανούς άλλων χωριών, που επειδή δεν άντεχαν τα βασανιστήρια των Τούρκων, αφού μαντάλωσαν τα πορτοπαράθυρα των εκκλησιών, αλλαξοπίστησαν κ’ έγιναν χειρότεροι απ’ τους Τούρκους. Όχι! Αυτός πάντα θα πιστεύει στο Χριστό. Κι αν δε σκοτώνει τον αγά, δεν το κάνει γιατί λυπάται τη ζωή του, όχι, μα γιατί περιμένει τη μεγάλη ώρα!

     Θα ’χε φτάξει, ίσαμε διακόσιες δρασκελιές απ’ το σπίτι, που ’καναν το γλέντι τους οι Τούρκοι, όταν άκουσε τα χάχαρα και τις φωνές τους. Κι όσο κόντευε, τόσο τα γέλια και τα ξεφωνητά γίνονταν πιο τρανταχτά. Ξεκαθάριζαν κιόλας τα λόγια τους. «Αργεί ο σκύλος ο Θοδωρομανόλης και δεν κάνουμε δουλειά…» Σα να πήρε τ’ αυτί του τη φωνή του Εμίν αγά. «Κουράγιο Μανόλη!»,  συλλογίστηκε. « Ό, τι και να δεις απόψε, ό, τι και ν’ ακούσεις, κάνε πως δεν καταλαβαίνεις. Είπαμε. Απ’ το θάνατο καλλιά ’ναι η ζωή, κι ας είναι μισερή. Η λύρα αυτή θα ’ναι που θα στραβώσει τους ζορμπάδες», σκέφτηκε και γύρισε να τη δει. Μα τα μάτια του καρφώθηκαν στο ντουφέκι. Τι να ’κανε τώρα μ’ αυτό; Αν τον έβλεπε Τούρκου μάτι, ούτε λόγος. Θα τον σκότωνε αμέσως.

     Ξαφνικά μια ιδέα άστραψε μέσα του. Δίπλα στην πόρτα είδε μια συκιά. Σκαρφάλωσε με προφύλαξη πάνω και άφησε το ντουφέκι όμορφα όμορφα ανάμεσα στα κλαδιά. Κατέβηκε με προσοχή, πήρε τη λύρα, που την είχε παρατήσει κατάχαμα, και μπήκε κάνοντας όσο μπορούσε τον αδιάφορο στο σπίτι. Μα, Θε μου! Τι ’ταν αυτό π’ αντίκρισαν τα μάτια του! Ακουστά ’χε μα  δεν το πίστευε. Καμιά δεκαριά γυναίκες τρομαριασμένες, ολόγδυμνες, χόρευαν πανω στο ρόβι, που ’ταν σκορπισμένο στο σανιδένιο πάτωμα. Κι ήταν σα ν’ ακλουθούσαν σε κηδεία. Στην άκρη, καθισμένοι σε παχιά μαξελάρια, τρεις Τούρκοι, έχοντας στη μέση τον Εμίν αγά, βαρούσαν παλαμάκια και χαχάνιζαν τρανταχτά, κάθε φορά που μια γυναίκα γλιστρούσε κ’ έπεφτε. Ο Μανόλης δάγκασε τη γλώσσα του να μη ξεφωνίσει, γι’ αυτό το ξεφτύλισμα. Κι αμέσως ο νους του πήγε στον  Άη Γιώργη που σκότωσε το θεριό... 

– Καλώς σας βρήκα αγάδες, είπε όσο πιο ταπεινά μπορούσε κι έκαμε ένα τεμενά, π’ άγγιξε το χώμα.

– Να σταματήσει το ζεύκι, πρόσταξε ο Εμίν αγάς.

     Οι γυναίκες τρομαριασμένες σταμάτησαν το χορό, στοιβάχτηκαν σε μια γωνιά και προσπαθούσαν να κρυφτεί η μια πίσω απ’ την άλλη. Ο Μανόλης ένοιωσε τα μάτια των γυναικών να ψάχνουν μ’ απελπισία τα δικά του.

– Μοναχό σε θωρώ να ’ρχεσαι και δεν μ’ αρέσει, άκουσε βαριά τη φωνή του αγά.

– Συμπάθα με αγά μου, τ’ απολογήθηκε μπρουμουτισμένος ακόμη. Κατέχεις την εκτίμηση που σου ’χω. Μα η γυναίκα μου είναι ασαράντιστη ακόμη και δε βγαίνει απ’ το σπίτι.

                                                                   

– Κι οι ξαδέρφες σου με τη χήρα, μωρέ; Ξέχασες την παραγγελιά μου;

Ο Μανόλης κατάλαβε πως ο αγάς ήταν στα κέφια του.

– Μακάρι να τσ’ όριζα, αγά μου, είπε με ταπείνωση. Μα ’χουνε αφεντάδες, αδέρφια...

– Σε ποιό μωρέ θαρρείς πως τα λέεις αυτά; Να συχωράς που δεν θέλω να χαλάσω το γλέντι. Την άλλη φορά όμως, βάλ’ το καλά στο νου σου, το γλέντι θα γενεί στο σπίτι σου!

Τρόμαξε ως να τ’ ακούσει ο Μανόλης. Μα δεν αποφάνηκε.

– Όπως ορίζεις, αγά μου…

– Πολύ αέρα έχετε πάρει τελευταία, μπρε ταβλόπιστοι! Μα θα σας βάλω ’γώ στο δρόμο σας. Άντε! Πιάσε τη λύρα. Ομπρός, να ξαναρχίξει το ζεύκι.

Έπιασε ο Μανόλης με βαριά καρδιά να παίζει τη λύρα. Κ’ οι γυναίκες κίνησαν πάλι το χορό σαν αλλοπαρμένες.

– Άναντρανιστά, μπρε! ούρλιαζε ο Εμίν αγάς.

     Οι γυναίκες έπεφταν, σηκώνονταν, ξανάπεφταν, ξανασηκώνονταν και το σπίτι τρανταζόταν απ’ τα χάχαρα και τα ξεφωνητά των Τούρκων. Συχνά πυκνά, άπλωναν τις τριχωτές χερούκλες τους και πασπάτευαν τα ξεπνοϊσμένα κορμιά των γυναικών. Κι όσο απόφευγε ο Μανόλης να βλέπει αυτά τα καμώματα, τόσο ένοιωθε το κορμί του τρυπημένο, απ’ τις φοβισμένες ματιές των γυναικών.

– Έγώ διαλέγω την ξαθιά γι’ απόψε… Πάρτε και σεις, μπρε, όποια θέλετε,  είπε νυσταγμένα ο Εμίν αγάς.

– Άστες να χορέψουνε ακόμη λιγάκι Εμίν αγά, τον παρακάλεσε ο  ξεδοντιασμένος γέρος, που καθόταν στ’ αριστερό του πλάϊ.

Έβαλαν τα γέλια οι άλλοι δυο κι άρχισαν να πειράζουν τον αγά που μίλησε.

– Παραγέρασες μπρε Χουσεΐν! Μόνο να ξανοίγεις μπορείς μπλιο… Μα ας σου κάνουμε το κέφι.

      Ο Μανόλης έπαιζε τη λύρα και δε μιλούσε. Μα ’νοιωθε τόση σιχασιά γι’ αυτά που ’βλεπε απόψε! Ναι, δεν ήταν καμμιά συγγενοπούλα του σ’ αυτό το χορό. Είχε καταφέρει να μη φέρει τσι ξαδέρφες του και τη χήρα. Μα ως πότε; Ο αγάς του ’πε πως την άλλη φορά ο χορός θα γινόταν στο σπίτι του.  Όσο περνούσε η ώρα, ωστόσο, τόσο ένοιωθε τα μάτια των γυναικών καρφωμένα απάνω του. Κι ας απόφευγε να τις βλέπει. Όχι! Δεν έκρυβαν φόβο κι απελπισία, πια, αυτά τα μάτια. Μόνο ελπίδα. Κι ο Μανόλης τα γνώριζε τώρα αυτά τα μεγάλα γουρλωμένα μάτια. Ήταν της γυναίκας του. Αυτά τα γδυμνά δρωμένα γυναικεία κορμιά, που χάϊδευαν αναίσχυντα οι αγάδες, ήταν των ξαδερφάδων του.  Πόσο στ’ αλήθεια, ήταν μισερή η ζωή του! Αξίζει, λοιπόν ,να ζει μια τέτοια ζωή αυτός; Πως μπορούσε να ξαναδεί τους γονιούς, τ’ αδέρφια και τους συγγενείς αυτών των γυναικών;

     Σιγά σιγά τα πειράγματα και τα χάχαρα των Τούρκων λιγόστευαν, μέχρι που ’σβησαν, ολότελα. Ο Μανόλης γύρισε τα μάτια του κ’ είδε τους δυο φίλους του Εμίν αγά, να ροχαλίζουν του καλού καιρού και τον Εμίν αποκαμωμένο απ’ τη νύστα και τα όργια. Και για πρώτη φορά τα μάτια του ανταμώθηκαν με τα μάτια των γυναικών. Κάτι άστραψε μέσα του. Το θεριό! Ο Άη Γιώργης! Δίχως να το καλοσκεφτεί, άφησε χάμω τη λύρα κι ώσπου να

                                                                    

καταλάβουν οι γυναίκες τι έγινε, βγήκε απ’ την πόρτα, σκαρφάλωσε στη συκιά και πήρε το ντουφέκι. Από πίσω ακολουθούσε τρικλίζοντας ο Εμίν αγάς, τραγουδώντας βαριεστημένα…

Έφάγαμε και ήπιαμε κ’ έκάμαμε και ζεύκι,

ως τοσονά ‘τανε γραφτό, ήταν και κισιμέτι.

     Δεν είχε καλά καλά τελειώσει και μια ξερή ντουφεκιά ακούστηκε. Μπροστά στην πόρτα σωριάστηκε νεκρός ο αγάς. Μ’ ένα πήδημα ο Μανόλης βρέθηκε κάτω απ’ τη συκιά.

-Φύγετε! Φύγετε! φώναξε στις τρομαριασμένες γυναίκες και χάθηκε μέσα στη νύχτα.

Κι’ αυτές τον ακολούθησαν τρέχοντας σαν παλαβές, τσίτσιδες, ξεπνοϊσμένες.

     Ο ουρανός πάνω τους κρατούσε ορθάνοιχτα τα μάτια του. Οι σκύλοι π’ άκουσαν πρώτοι την ντουφεκιά πήρανε να γαβγίζουν, για να τους ακολουθήσουν όλα τα ζωντανά. Τ’ ανθρωπομάνι, Τούρκοι και Ρωμιοί, ξύπνησε και ρωτούσε ο ένας τον άλλο, τι γίνηκε.

Την ίδια κιόλας νύχτα το φοβερό μαντάτο έφερε γυροβολιά το Σέλινο. Οι Χριστιανοί, αφού ’καμαν γκαρδιακά το σταυρό τους, κλειδαμπαρώθηκαν, και πρόσμεναν τι θ’ απογενεί… Απ’ τα κάστρα και τους πύργους, ξεχύθηκαν σαν τα όρνια τ’ αρπακτικά οι Γενίτσαροι, Γιουνούσηδες, Τζιναλίδες, Μεμένηδες, Καούρηδες. Κοντά σ’  αυτούς οι τελευταίοι αλλαξοπιστημένοι…

                                             

                                                   


                                                **********

     Με το δέσιμο της μέρας το μαντάτο πήρε τις στράτες και ξεπόρτισε απ’ το Σέλινο. Τ’ άκουσε η Κίσαμος και βρυχήθηκε. Και στα Χανιά ήρθαν τα πάνω κάτω. Ο πασάς έφταξε στο Σέλινο, έπιασε τους συγγενείς του Θοδωρομανόλη και τους έκλεισε σιδεροδεμένους στα μπουντρούμια. Ο Μανόλης που κρυβόταν από σπήλιο σε σπήλιο, έμαθε τα νέα και κίνησε να παραδοθεί. Ξέρει ποιο θα ’ναι το τίμημα της πράξης του. Μα δεν τον νοιάζει. Απ’ τη μισερή ζωή, χίλιες φορές καλλιά ’ναι ο θάνατος…

Σημείωση: Ευχαριστώ από καρδιάς τον μαθητή μου στο Δημ. Σχ. Στροβλών ΣελίνουΑντώνη Π. Βακάκη για την πληκτρολήγηση του διηγήματος.  

                                                              

 https://www.haniotika-nea.gr/zoi-kai-thanatos/

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστίες στον και μαθητή μου στο Δημ.Σχ. Στροβλών Σελίνου Θεολόγο - γραμματέα της Μητρόπολης Κίσάμου και Σελίνου για την πληκτρολόγηση του κειμένου. 

Πέμπτη 25 Μαρτίου 2021

ΔΙΑΦΟΡΑ

ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΒΑΓΓΕΛΙΣΤΡΑΣ

 

Κοφτός ο ανήφορος

να τελειώσει δε λέει…

Λεωφόρο ολόισια

τον βλέπει η μάνα μου,

που κάνει ξυπόλητη,

παραμονή Βαγγελίστρας,

για δέκατη χρονιά,

της μιας ώρας το δρόμο

που χωρίζει το Φρε απ’ το Νίππος.

 

Βρέχει

βροχή δαρτή…

Αγιασμός για τη μάνα μου,

που κάνει ξυπόλητη,

παραμονή Βαγγελίστρας,

για εικοστή χρονιά,

της μιας ώρας το δρόμο

που χωρίζει το Φρε απ’ το Νίππος.

 

Βουνά αξεπέραστα

οι ασπαλάθοι κι οι βάτοι…

Βασιλικοί για τη μάνα μου,

που κάνει ξυπόλητη,

παραμονή Βαγγελίστρας,

για τριακοστή χρονιά,

της μιας ώρας το δρόμο

που χωρίζει το Φρε απ’ το Νίππος.

26

 

Βαρύ το φορτίο

Που άφησε ο χρόνος…

Δεν το νιώθει η μάνα μου,

που κάνει ξυπόλητη,

παραμονή Βαγγελίστρας,

της μιας ώρας το δρόμο

που χωρίζει το Φρε απ’ το Νίππος.

 

Στην Παρθένα ετάχτηκε,

τη Φρεδιανή Βαγγελίστρα,

να πηγαίνει η μάνα μου,

αν παιδί αποκτούσε,

σαράντα χρόνια ξυπόλητη,

παραμονή της Χάρης της,

της μιας ώρας το δρόμο

που χωρίζει το Φρε απ’ το Νίππος.

 

Εκείνη ωστόσο συνέχισε,

μέχρι που σήκωναν

το κορμί της τα πόδια... 


ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ 
("΄Οταν γίνεις ποίημα", εκδ. "Πυξίδα της Πόλης". Χανιά 2013) 

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Και βέβαια πήγα χθες, πριν αρχίσει να ψυχνιάζει, με τα πόδια, ακολουθώντας τη μάνα μου,  από το Νίππος στον Φρε στη Χάρη της Φρεδιανής Βαγγελίστρας, με τη φαντασία μου! Ήμουν 10 χρονών παιδάκι και πήγαινα για πρώτη φορά μαζί της...