Παρασκευή 30 Απριλίου 2021

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΤΗΣ ΜΕΓΑΛΗΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ 


(ΦΩΤΟ: Ο φετινός Επιτάφιος στον Τίμιο Σταυρό του Νίππους. Με χρυσάνθεμα, γυψόφυλλo και γαρύφαλλα. Από τις κοπελιές και τις γυναίκες του χωριού, όπως κάθε χρόνο, με πρωτοστατούσα την πεσβυτέρα Κυριακή Βασιλαντωνάκη - Χριστουλάκη. Ευχαριστώ τη Χρυσούλα Μανταδάκη - Κοτσιφάκη  για τις φωτογραφίες )  

      «Τώρα που ξεστόμισες την τρομερή λέξη “τετέλεσται”, μοναχογιέ μου, δεν μπορώ πια να κλάψω· δεν μπορώ πια να κραυγάσω· δεν μπορώ πια να σε κοιτάξω στα μάτια· δεν μπορώ πια ν’ απλώσω τα χέρια μου να σ’ αγκαλιάσω. Ήταν πολλοί οι θάνατοι που έζησα σήμερα που δεν ξέρω πότε στέρεψαν τα μάτια μου απ’ το τελευταίο τους δάκρυ. Ήταν τόσο μεγάλο το δάσος των καρφιών που μπήχτηκαν στην καρδιά μου, που δεν ξέρω με ποιο απ’ όλα καρφώθηκε η τελευταία μου κραυγή. Ήταν τόσο πηχτό το σκοτάδι που σκέπασε τη γη, που δεν ξέρω σε ποιο σημείο του χάθηκε η τελευταία μου ματιά. Ήταν τόσο πολλά τα χέρια που σηκώθηκαν εναντίον σου που δεν ξέρω σε ποιο απ’ όλα ξώμεινε η τελευταία άπνοη κίνησή μου, πριν να φτάσει ως εσένα, ακριβογιέ μου!  […]

Κάποτε, λοιπόν, ο Ιωάννης και οι άλλοι θα γράψουν γι’ αυτήν την φοβερή Παρασκευή, γλυκέ μου, κι από κει κι ύστερα οι άνθρωποι που θα ’ρθουν ολοένα θα ερμηνεύουν και θα συμπληρώνουν τα γενόμενα. Κανένας, όμως, Ιωάννης ή άλλος μαθητής και κανένας ποτέ άνθρωπος δε θα μπορέσει να γράψει για μένα, για τη μάνα του Σταυρωμένου, που σήμερα, ώρα τρεις κι ένα λεπτό της Φοβερής Παρασκευής, βρίσκεται μόνη ανάμεσα στους Ρωμαίους στρατιώτες, κάτω από τον σταυρό του Μοναχογιού της, που μόλις έχει ξεψυχήσει. Για μια μάνα που δεν έχει πια δάκρυα και που η καρδιά της έχει γίνει μόρια κόκκινης σκόνης κι έχει σκορπιστεί στους πέντε ανέμους. Για μια μάνα που έχει μείνει δίχως όλα τα δίχως…».

 Από το κείμενο “Μεγάλη Παρασκευή” του γράφοντος (βλ.  βιβλίο του “Τα γράμματα της Παναγίας”, έκδοσις Ιεράς Μητροπόλεως Κισσάμου και Σελίνου, Κίσσαμος 2013.)

«Μεγάλη εβδομάδα των παθών/ αιώνες τώρα των ανθρώπων η ζωή/ πενθούσα και θλιμμένη/ σιωπηλή/ περιδιαβαίνει τους ανόσιους καιρούς/ την ερημία σπουδάζουσα/ στη μοναξιά των λυπημένων δέντρων// Ευωδιά πένθιμο σούρουπο/ η γειτονιά/ στη μακρινή μου ενθύμηση/ και τα παιδιά πηγαινοέρχονται στον ύπνο μου/ στις δημοσιές του κόσμου τριγυρνώντας/ κρίνα και γιασεμιά/ λεμονανθούς/ τριανταφυλλένια όνειρα συλλέγοντας/ γεμίζουνε τις εκκλησιές/ για τους εσπερινούς Επιταφίους// Μοσχοβολάει ερημικό/ το μυρωμένο δώμα του ναού/ ο Απρίλης με τον έρωτα χορεύουν και γελούνε/ στου κόσμου την ανηφοριά./ Μύρα σταλάζει η νυχτιά των στεναγμών με τη νοτιά/ ριγούν τα φύλλα της καρδιάς/ -τέλειο τέχνασμα ηδονής/ μες τον καθρέφτη της σιγής-// Ανθίζει δεντρολίβανο/ λεβάντα και βασιλικός στα παραθύρια/ σαπούνι πράσινο ευωδιά το άσπρο μου πουκάμισο/ ξυπνούν στη νυχτωμένη μνήμη τα παλιά/ τα παιδικά μου χρόνια τ’ αλησμόνητα/ τα θρυλικά εγκώμια/ “Άξιος εστίνως ο Θεός/ ο ζώης εντάφως…/ αι γέννεαι αι πάσε…”/ σείονταν του ναού το καταπέτασμα/ τώρα σιωπή// Όχι δεν στάζει πουθενά/ και τα θεμέλια είναι γερά στο ριζικό μου/ όλος ο κόσμος μια πληγή/ αιμορροεί/ όπως πηγή στα σωθικά μου/ βόσκει την όρασή μου το σκοτάδι/ ακούω μονάχα τη σιγή που βηματίζει/ στο λιθόστρωτο/ πένθιμο εμβατήριο ηχεί// Ο άνεμος ζαρώνει και γλιστράει/ στο λιόγερμα του μυρωμένου Απρίλη/ και το μικρό μου όνειρο/ στην άσφαλτο βουλιάζει του αισθήματος/ σχίζοντας το φλεγόμενο περίβλημα/ ως εκμαγείο της σάρκας/ Λάβετε φάγετε τούτο εστί το σώμα μου/ Πίετε εξ’ αυτού πάντες τούτο γαρ εστί το αίμα μου/ Η έμφυτή μου αθωότητα περιπολεί τις αναμνήσεις/ ως εξουσία του έρωτα πάνω στον θάνατο/ Μικρό απόδειπνο/ η προσευχή του Εσπερινού/ Αλύτρωτη/ Παρασκευή Μεγάλη/ η ζωή μας όλη». Το ποίημα “Μεγάλη Παρασκευή” της Ελένης Χωρεάνθη από την ποιητική της συλλογή “Η ηλικία της αλήθειας” (εκδ. Σ.Ι. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ, Αθήνα 2021).

Σήμερο μαύρος ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα/ σήμερο όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται… Μεγάλη Παρασκευή – ο Χριστός στο Καρφί.


ΚΟΡΩΝΟΪΚΑ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ 


(ΦΩΤΟ: Kοβητάς ή Κόβητας το όνομα και του φετινού Ιούδα. Εδώ ο περυσινός στο Νίππος)


«Ομοίωμα του κορωνιού να σιάξουμε ομάδι/ να κάψουμε τον κοβητά το Σάββατο το βράδυ», μας προτρέπει η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη στην πρώτη σημερινή της μαντινάδα. Ωστόσο «Το βράδυ της Ανάστασης, στην εκκλησιά σαν πάμε/ να είμαστε προσεκτικοί τη μάσκα να φοράμε», μάς συμβουλεύει στη δεύτερη. Για να απευθυνθεί στους νονούς και στις νονές στην τρίτη: «Νονέ (νονά) στο βαφτιστήρι σου, λαμπάδα να προσφέρεις/ και λόγω κορωνοϊού και μάσκα να του φέρεις». Φοβερή!

Σε φάση ύφεσης κατά τα φαινόμενα η πανδημία της χώρας μας… Ωστόσο ας μην πάρουν τα μυαλά μας αέρα. Πάντα πίσω έχει η αχλάδα την ουρά. Παραείναι ύπουλη η Αυτού Μικρότης του. Πανθομολογούμενο αυτό!

Δαχτυλοδεικτούμενοι αυτοί που δεν φορούσαν μάσκα πριν ένα χρόνο τέτοιες μέρες, δαχτυλοδεικτούμενοι αυτοί που δεν φορούν μάσκα εφέτος. Κανείς με μάσκα του χρόνου η ευχή όλων μας!

«Να μη γίνει εφέτος, λόγω κορωνοϊού,/ η τελετή του Νιπτήρα,/ πρότεινε ο ηγούμενος./ Διαφώνησαν κάθετα οι μοναχοί,/ με πρώτο τον, εδώ και πολλά χρόνια,/ σε ρόλο Ιούδα αδελφό./ Εγώ ο Ιούδας εφέτος/ κι εσύ ο Ιησούς/ ο τελευταίος λόγος του ηγούμενου.// Απουσία του φιλοθεάμονος κοινού η ανατρεπτική τελετή». Το ποίημα του γράφοντος “Ο Ιερός Νιπτήρας” από την ποιητική συλλογή “Ιχνηλατώντας”. Γράφτηκε πέρυσι Μεγάλη Παρασκευή. Μια Μεγάλη Παρασκευή με κλειστές τις εκκλησιές, μην ξεχνιόμαστε. Καλή Ανάσταση!

Χανιώτικα νέα (Μεγάλη Παρασκευή, 30 Απριλίου 2021) 

https://www.haniotika-nea.gr/tis-megalis-paraskeyis/

Πέμπτη 29 Απριλίου 2021

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ: ΑΝΑΣΤΑΣΗ (ΔΙΗΓΗΜΑ)

Σκίτσα : Νίκος Μπλαζάκης 

Θαρρούσε κανείς πως κρυβόταν σε μια γωνιά της σκοτεινής εκκλησιάς. Πως παραμόνευε. Πως ώρα με την ώρα ,στιγμή με τη στιγμή, θα ξεπρόβαινε άγριος, λιοντάρι μοναχό, ο Χουσεΐνης. Με την ασημοπιστόλα και τη γυριστή γιαταγάνα.

     Έτσι όπως τον είδαν πίσω από τα μπαλκόνια με τους βασιλικούς και τα κατημέρια, τη Μεγάλη Πέμπτη, το καταμεσήμερο, στη Σπλάντζια, κάτω από τον πλάτανο. Έτσι που περνούσε σαν δαιμονισμένος τους δρόμους των Χανιών, καβάλα στο μπεγίρι του π’ άφριζε, Φορούσε στραβά το σαρίκι του σημάδι πως ήτανε φουρτουνιασμένος. Και τίναζε δεξιά ζερβά το γιαταγάνι κι όποιον χτυπούσε.

     Είχαν αδειάσει μεμιάς οι δρόμοι, έκλεισαν τα μικρομάγαζα και τα καπηλιά, και τ’ ανθρωπομάνι , πατείς με, πατώ σε, Τούρκοι και Ρωμιοί παραμέρισαν και κλειδώνονταν στα κονάκια τους, όπου εύρισκαν, για να γλυτώσουν από τον Χουσεΐνη.

     Κι αυτός ο δαιμονισμένος, όπως κάλπαζε, ακριβώς κάτω απ’ τον πλάτανο της Σπλάντζιας, έξω από το Μεγάλο Τζαμί, άφησε το μπεγίρι  να φύγει κάτω από τα σκέλια του κι απόμεινε ολόρθος στη γης, λες και φύτρωσε κι άλλος πλάτανος.

     Κι ο Μουεζίνης, που την ώρα αυτή ανεβασμένος στον μιναρέ, έψελνε τη δόξα του Αλλάχ, σαν είδε το μπεγίρι να χάνεται στα  στενά προς τους Αγίους Αναργύρους, τη χλαβοή του κόσμου και τον Χουσεΐν στητό κάτω του, σάστισε, ξέχασε την προσευχή και φώναξε:

— Ε, Χουσεΐν -αγά! Είντα καλός δρόμος σ’ έβγαλε, μπρε, στά Χανιά;

— Η καρδιά μου, τ’ αποκρίθηκε.

— Η καρδιά, μπρε, η καρδιά ’ναι που μας διαφεντεύει ούλους μας, και τη καρδιά την ορίζει ο Αλλάχ, μεγάλο τ’ όνομά του, μα είντα σου μήνυσε η καρδιά σου; φώναξε, δυνατά τώρα ο μουεζίνης, που γνωρίζονταν από παλιά.

— Ένα μυστικό, ένα μεγάλο μυστικό, είπε ο Χουσεΐν κι έστριψε το μουστάκι του.

— Μυστικό είπες; Πέρασε από το κονάκι μου. Πρόσμενέ να κατεβώ…

-Δε με παίρνει ο καιρός, αποκρίθηκε αυτός κι απομακρύνθηκε με μεγάλες δρασκελιές.

     Πλάνταξαν οι γυναίκες με τον αναθεματισμένο, σήκωσαν θρήνο τα παιδιά, κι οι Χανούμισσες ένοιωσαν τα μάτια τους να βασιλεύουν. Μα κι αν τον έχασαν τα μάτια τους θρονιάστηκε βαρύς και ασήκωτος στη καρδιά τους.

     Ύστερα απ’ το μεσημέρι λες κι άνοιξε η γης και τον κατάπιε. Μα τα πράγματα μιλούσαν μοναχά τους. Οι πολλοί λέγανε πως κάποια μεγάλη σφαγή ετοίμαζε με τους ξεκουκούλωτους της πολιτείας για τους Χριστιανούς.

     Πήρανε αέρα οι Τουρκαλάδες, βουβάθηκαν οι Χριστιανοί και γύριζαν πολύ πριν το λιοβασίλεμα στα σπίτια τους. Σίμωνε η Ανάσταση και τότε, λέγανε, θα γινόταν η σφαγή…

***

     Το μεγάλο χαμπέρι του Σηκωμού του Γένους, στη Βλαχιά και στό Μοριά, είχε κατρακυλήσει ίσαμε την Κρήτη, μαζί με τους ανθούς και τις ευωδιές της άνοιξης, που είχαν έρθει νωρίς εφέτος. Ξεπετάρισαν οι καρδιές, ο ουρανός ήτανε να τον πιεις στο ποτήρι, κι ο Ξενοθοδωρής ρωτούσε και ξαναρωτούσε λες και δεν το πίστευε αυτό που άκουε. Ήθελε να χυμήξει στα μέρη του, τ’ Αποκορωνιώτικα, για να φέρει το χαμπέρι κι εκεί, που αιώνες το περίμεναν.

— Μα είναι αλήθεια Χατζή Τζανάκη;

— Αλήθεια, Θοδωρή, αλήθεια, αποκρίθηκε ο κοντακινός γέροντας με τα σμιχτά φρύδια.

     Μα ο Θοδωρής ήθελε να το ξανακούσει και ξαναρώτησε:

 -Μην είναι ρούσικη πιβουλιά;

 Ο άλλος χαμογέλασε κι εκείνος φώναξε με δύναμη.

— Άμποτε ν’ αρχίξουμε και του λόγου μας! Λευτεριά, Χατζή -   Τζανάκη! Λευτεριά!

— Ναι! Λευ – τε - ριά! είπε αργά, συλλαβιστά, ο γέρος, τραβώντας μια γουλιά από το ναργιλέ του. Λευτεριά ή...

  Είντα πάει να πει ή; ρώτησε αλαφιασμένος ο Ξενοθοδωρής.

  Ή Θάνατος,!

— Ναι! Αυτό είναι! Λευτεριά ή Θάνατος!..  φώναξε ο Θοδωρής και γέμισε το σπίτι φωνή.  

     Δρασκέλισε λίγα βήματα, κοίταξε από το φεγγίτη, δυο χελιδόνια φτεροκοπούσαν, στάθηκε.

— Θαρρώ πως έφταξε η ώρα μας! Κάθε άργητα βγαίνει σε κακό. Είδες που λέγαμε για τον Χουσεΐν; Δεν το ’χουν πράμα οι μπουρμάδες ν’ αρχίξουνε τις σφαγές και…

     Ήθελε να πει πολλά μα ο άλλος άπλωσε το χέρι του και τον αντίκοψε.

— Μη βιάζεσαι, Θοδωρή! Μη βιάζεσαι! Πόλεμος είναι. Οι μεγάλες πράξεις θέλουνε σκέψη! Μα είναι αλήθεια πως τώρα δεν μπορούμε να πάμε πίσω!

— Αυτό θέλω κι εγώ, Τζανή…  Να μην μπορούμε και να θέλουμε να πάμε πίσω! 

Κι όπως το ’πε, άρπαξε τον γέροντα και τον έπνιξε στην αγκαλιά του.

    Έτσι ξεπόρτισε το μεγάλο χαμπέρι κι έπιασε τα κατωμέρια κι ανέβηκε τις Μαδάρες κι έφερε την ελπίδα στα στυφά αγριοχώρια. Κι άρχισαν οι πιο θερμοί να  διαλαλούν από πόρτα σε πόρτα την Ανάσταση του Γένους! Ένας γραμματιζούμενος κιόλας φώναζε, κάτω από τη μύτη των Τούρκων:

— Έφτασε η Ανάσταση, αδέρφια! Χριστός Ανέστη!

Ανήμπορη που ’ναι, στ’ αλήθεια, η καρδιά τ’ ανθρώπου, να σηκώσει τόση χαρά…

      Όμως, η ξαφνική εμφάνιση του Χουσεΐν - Αγά, το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης, στάθηκε αφορμή να λουφάξει η όποια χαρά και να

απλωθεί, προπαντός στις γυναίκες και στα παιδιᾶ, ο φόβος. Το καινούργιο τους βάσανο που αναδεύτηκε κι αυτό μέσα από τους βασιλικούς…

      Ήταν μια γρατζουνιά στο μεγάλο τους μυστικό, αυτό του Σηκωμού, μια μαύρη γρατζουνιά που όσο κι αν προσπαθούσε να την αποδιώξει ο νους, αυτή μεγάλωνε κι έσκιαζε τη χαρά τους.

     Ο Χουσεΐνης!.. Ερχόταν συχνά στα Χανιά. Περνούσε το Καλέ Καπισί σαν αστραπή, ξεχυνόταν στους δρόμους της πολιτείας καβάλα στο μπεγίρι του και σκόρπιζε τον φόβο σε Ρωμιούς και σε Τούρκους. Μπορεί κιόλας πιο πολύ, να τον φοβόντουσαν οι Τούρκοι κι ιδιαίτερα οι τρομεροί ξεκουκούλωτοι, όσοι είχανε κάμει αδικίες. Δεν χάριζε, βέβαια, και στους Ρωμιούς. Ωστόσο έλεγαν πως τους Ρωμιούς τους κτυπούσε λιγότερο. Λόγια…

     Ζούσε στη Μεσαρά. Παχιά χωράφια... Πλούτη... Φαμέγιοι… Τα πράγματα μπερδεύονταν στο νου των Ρωμιών. Μα όσο και να πεις σαν να ‘ταν  η απαντοχή τους ο Χουσεΐν.

    Λέγανε κιόλας, τώρα τελευταία, πως με το έμπα της άνοιξης ξεπέζεψε μπροστά στο σπίτι του Δεσπότη. Ένας Γερανιώτης ακόμη, έλεγε πως τον είδε να τραβά κατά τα Κισαμίτικα. Ένας άλλος είπε πως πήγε και στου Μελχισεδέκ, του Δεσπότη της Κίσαμος, στην Επισκοπή…   

     Μα η ξαφνική εμφάνισή του το καταμεσήμερο της Μεγάλης Πέμπτης σκόρπισε τον τρόμο στους Ρωμιούς. Από τη στιγμή που πέρασε το Καλέ Καπισί, μέχρι να φτάσει στη Σπλάντζια, δεν είχε χτυπήσει Τούρκο. Μόνο τους Ρωμιούς κυνηγούσε.

     Έτσι δεν άργησαν οι Χριστιανοί να συνδέσουν την εμφάνιση του με τις σφαγές που θ’ άρχιζαν στην πολιτεία. Γιατί οι Τούρκοι είχαν μυριστεί τον ξεσηκωμό κι ακόνιζαν τα γιαταγάνια  τους. Το ήξεραν. Οι γέροντες, άλλωστε θυμούνταν πολλά και είχαν ακούσει περισσότερα…

                                          

                                                   ***

       

     Ο Δεσπότης των Χανιών. ο Καλλίνικος, όπως κάρφωνε τον Χριστό το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης στον σταυρό, σκεφτόταν το σταυρωμένο κορμί της Κρήτης, μα και τον μαρμαρωμένο βασιλιά. Και σαν τέλειωσε τη σταύρωση ψιθύρισε στ’ αυτί του Ρενιέρη:

— Άντε, Χατζη-Τζανάκη, και στην Ανάστασή Του έρχεται κι η Ανάσταση της Κρήτης!

     Ο λόγος του Δεσπότη, αν και σιγανός «για το φόβο των Ιουδαίων», έφερε γυροβολιά την εκκλησιά, που μύριζε λιβάνι, σταύρωση και απόγνωση.

     Μα πώς αληθινά να γιορτάσουν την Ανάσταση, ύστερα από την εμφάνιση του Χουσεΐν; Κι ύστερα, που σαν τέλειωσε τ’ αυγικό, που βρήκαν τους Τούρκους στις γωνιές να κρυφογελούνε; Ακόμη κι ο Μεμέτης, ο γεροκούτσαβλος, έφτασε μέχρι την ξώπορτα της εκκλησιάς και φώναζε με τη τραγουδιστή φωνή του:

— Ε, μπρε ραγιαδάκια, θα πείτε κι εφέτος Χριστός Ανέστη;

     Δαγκώθηκαν οι αψόθυμοι έσφιξαν την καρδιά τους να μη του μιλήσουν, παραήταν επικίνδυνο.

     Την άλλη μέρα, τη Μεγάλη Παρασκευή, η φήμη της σφαγής γυρόφερνε από πόρτα σε πόρτα. Νόμιζε κανείς πως ο Χουσεΐν βρισκόταν σε κάθε σοκάκι, λες κι ακουγόταν, κιόλας, τα χλιμιντρίσματα του μπεγιριού του. Και με τον Χριστό μαζί, νεκρό μέσα στις βιόλες, απόθεσαν οι χριστιανοί την καρδιά τους…

     Πέρασε η Μεγάλη Παρασκευή, ήρθε το Μεγάλο Σάββατο για να φύγει κι αυτό μαζί με τον ήλιο, λυπητερά, κι από πόρτα σε πόρτα γυρόφερνε η θύμηση του Χουσεΐν.

— Μη φάνηκε ο αναθεματισμένος;

— Όχι, γειτόνισσα. Μα λένε πως το κακό θα γίνει τη νύχτα. Στην εκκλησιά!

— Την κατάρα του Χριστού να ’χει ο σκύλος!

    -Αμἠν

     Τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου κίνησαν οι Χριστιανοί για την Ανάσταση. Μπορεί να ‘ταν κι ο φόβος της σφαγής που τους έφερε όλους στην εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, στη μόνη εκκλησία των Χριστιανών που λειτουργούνταν.

     Ο Δεσπότης, μαζί με τους παπάδες, πήρανε καιρό. Φορούσε τα πιο καλά του άμφια. Μοίρασε το Άγιο Φως. Είπε το «Χριστός Ανέστη». Πιο δυνατά από κάθε άλλη χρονιά, ήξερε αυτός…  

     Το ‘πε και το εκκλησίασμα μαζί του. Μα η ψυχή των Χριστιανών έμενε διπλά και τρίδιπλα σταυρωμένη. Ως πότε; Πολύ φαρμακερό αυτό το καρφί, το τελευταίο,  που ’χε μπηχτεί στην καρδιά τους.

     Κάπου κρυβόταν ο Χουσεΐν, κάπου εδώ θα παραμόνευε, σε μια γωνιά της εκκλησιάς, κι’ όπου να ‘ναι, να ίσως τώρα, τώρα, τώωωρα θα βγει μπροστά τους, έτσι όπως τον είδαν το μεσημέρι της Μεγάλης Πέμπτης κάτω από το πλάτανο της Σπλάντζιας. Κι ήξεραν πως αυτό θα είναι μόνο  η αρχή. Ύστερα θα ’μπαιναν κι άλλοι κι άλλοι...

     Αυτοί που περίμεναν  τη φετινή Ανάσταση πάνω από τρακόσια χρόνια για Ανάσταση της Κρήτης. Όπως μίλησε ο δεσπότης στον Ρενιέρη το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης. Φαίνεται πως δεν θα ‘χε ακούσει η αγιότητά του για τον Χουσεΐν…

     Ο Ρενιέρης μπροστά στην Ωραία Πύλη, έριχνε ματιές, μια κατά το Δεσπότη, μια κατά τη θύρα τη βορινή. Ήταν αναμμένος. Και συνέχεια σταυρωνόταν τα αετίσια μάτια του με τα γαλάζια κουρασμένα μάτια του Δεσπότη. Άκουε τα βογγητά, τα «Κύριε ελέησον», μα ο νους του ταξίδευε.

     Ξαφνικά το σούσουρο δυνάμωσε, το μουγγό κλάμα ήταν έτοιμο να γίνει κραυγή, οι ψάλτες σταμάτησαν κι ο Δεσπότης ατάραχος πήρε το τροπάρι με τη γεροντίστικη βραχνή φωνή του, μια φωνή που κουβαλούσε μέσα της την προσμονή αιώνων..

-Φωτίζου, φωτίζου, η νέα Ιερουσαλήμ, η γαρ δόξα Κυρίου επί σε ανέτειλε…

     Ο Ρενιέρης γύρισε το κεφάλι του κατά την θύρα, είδε πολλούς να βγαίνουν πατείς με πατώ σε, κι έναν Τούρκο να μπαίνει αρματωμένος με μικρά βήματα.

-Ο Χουσεΐν! Ο Χουσεΐν! Ο Χουσεΐν!

Οι κραυγές πλήσιαναν, τι παραφωνία ήταν μέσα στο χαλασμό κι αυτός ο δεσπότης!

     Κάποιοι από τους πιστούς είχαν σταματήσει σαν αποσβολωμένοι, οι πιο πολλοί είχαν φύγει, ενώ ο Χουσεΐν βάδιζε σκυφτός, πάνοπλος, με μικρά βηματάκια, πες με σεβασμό. Τρεις αψόθυμοι, τρία παλλικάρια, τινάχτηκαν μπροστά. Μαχαίρια τραβήχτηκαν μέσα στο ιλαρό αντιφέγγισμα των κεριών…

     Μα να! Ο Χουσεΐν γονατίζει μπροστά στην δεξιά πύλη. Τα μαχαίρια έμειναν μετέωρα και όλων τα μάτια καρφώθηκαν απάνω του. Όλων όσων είχαν μείνει. Να! Τώρα αποθέτει χάμω την ασημοπιστόλα και το γιαταγάνι του στα πόδια του. Σιωπή του θανατά. Ούτε αναπνοή…  

     Ο Δεσπότης αφήνει στη μέση το τροπάρι. Παίρνει το Άγιο Ποτήρι. Βγαίνει στη θύρα:  

-Μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης προσέλθετε.... Η φωνή του είναι ζεστή. Μόνο ένας κόμπος δεν τον αφήνει να φωνάξει. Κάτω στα πόδια του, ο Χουσεΐν, κλαίει και μουσκεύει τα παπούτσια του Δεσπότη .

     Τώρα η σιωπή έχει γίνει συντριβή. Θέλουν όλοι όσοι έχουν μείνει να ρωτήσουν. να μιλήσουν, να γελάσουν να κλάψουν, μα σιωπούν…

— Μεταλαμβάνει ο δούλος του Θεού Μιχαήλ, εις άφεσιν αμαρτιών, και εις ζωήν αιώνιον, λέει ο δεσπότης.

—Αμήν! ξεσπά το εκκλησίασμα, δίχως δεύτερη σκέψη.

     Ο τρομερός Χαϊντούτης κάνει τον σταυρό του με απέραντη ευλάβεια τρεις φορές και μεταλαβαίνει.

-Σώμα Χριστού μεταλάβατε, πηγής αθανάτου γεύσασθε, Αλληλούια! ψέλνουν οι ψάλτες.

— Άκουσες, γειτόνισσα, Μιχαήλ είπε ο δεσπότης, ψιθύρισε μια γυναίκα στη διπλανή της.

—Ναι, Μιχαήλ! Μιχαήλ!.. είπε η άλλη κι  έκαμε τον σταυρό της, όπως κι όλο το εκκλησίασμα, ενώ εκείνος έφευγε με τα ίδια μικρά βήματα, που είχε πριν από λίγο μπει ως Χουσεΐν.

—- Χριστός ανέστη, αδελφοί μου! Η Κρήτη ανέστη!... είπε με φωνή πνιγμένη στο κλάμα ο Δεσπότης κι άρχισε  να ψάλει, μαζί με όλο το εκκλησίασμα:

     Χριστός ανέστη εκ νεκρών

     θανάτω θάνατον πατήσας

     και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν

    χαρισάμενος

 

     Ήταν ένας νικητήριος παιάνας, μια κραυγή θριάμβου, που έκανε και τους τοίχους να δακρύσουν. Ένας παιάνας που βγήκε έξω, γιατί δεν τον χωρούσε ο τόπος, πήρε τους δρόμους, μπήκε στις αναμεσάδες, τις έλουσε με φως, και ξεκίνησε να ταξιδεύει με τον άνεμο...

.

                                               ***



      Η Ανάσταση εκείνη ήτανε Ανάσταση αληθινή. Λίγες μέρες ακόμη κι’ η Κρήτη σηκώθηκε απ’ άκρη σ’ άκρη. Ένας καινούριος αέρας φύσηξε, ο αέρας της Λευτεριάς!

     Ο Χουσεΐν αλώνιζε πάλι τη Κρήτη. Μόνο που τώρα δε λεγόταν πια Χουσεΐν. Ήταν ο καπεταν -  Μιχάλης Κουρμούλης. Ο αρχηγός των Κουρμούληδων. Από παλιά όλοι τους είχαν γίνει φανερά Τούρκοι, κρυφά όμως παρέμειναν χριστιανοί. Ήταν δηλαδή «λινοβάμβακοι» όπως γράφουνε τα χαρτιά. Σ’ όλη τη σκλαβιά κρατούσαν μέσα τους το μεγάλο μυστικό. Κι’ όταν ήρθε η ώρα πέταξαν τα τούρκικα σαρίκια που φορούσαν χρόνια και χρόνια. Με πρώτο τον Μιχαήλ...

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τετάρτη 28 Απριλίου 2021

ΕΥΘΥΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ

ΠΡΟΣΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΝΑΣΤΑΣΗ 

Γράφει ο Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης 

Πάσχα Κυρίου, όχι το ίδιο όπως άλλοτε!
Οχι το ίδιο όπως το περυσινό!
Αλλιώτικο Πάσχα και το φετινό! Ενα Πάσχα που ακροβατεί ανάμεσα στα τεκταινόμενα, στα γεγονότα που μας βομβαρδίζουν από παντού· ανάμεσα στο πέρυσι και στο πρόπερσι, στο αλλοτινό και το τωρινό! Μία μεγαλοβδομάδα που ο κόσμος ανεβαίνει κατά μόνας τον όποιο δικό του Γολγοθά! 

Μόνη ίσως δυνατή και… αντιστεκόμενη αντίθεση στα που ζούμε, η οργιάζουσα η φύση που πασχίζει να μας αποφανίσει, να μας ξεξυπνήσει!

 Και κυριαρχικά, μας υπενθυμίζει τα βασικά· τα της Άνοιξης τα χρώματα και τις ευωδίες που μας προ(σ)καλούν εκείνες τις θύμησες, που μας παρασύρουν στην αληθινή, την ουσιώδη βίωση αυτής της χαρμολύπης των ημερών! Τίποτα δεν είναι πια δεν θεωρειται ως δεδομένο! Ανυπαρξία σκέψεων και συναισθημάτων λειτουργούν εντός μας ασυνείδητα· έναν ύπουλο ρόλο παίζουν!

 Ομως, οφείλουμε και τώρα, να φανούμε και να μείνουμε δυνατοί! Να κρατηθούμε από την ουσία των ημερών παρά τις δυσκολίες με τις οποίες ερχόμαστε αντιμέτωποι! Και στα παιδιά -ιδίως στα παιδιά- να τους προσφέρουμε όπως καλύτερα μπορούμε το Ρωμέικο Πάσχα, για να ‘χουν να πορεύονται, να ’χουν να αναθυμούνται θύμησες, Ανοιξη, χαρμολύπες, Εσταυρωμένους, Επιταφίους, και Αναστάσεις καθώς μεγαλώνουν!

Οφείλουμε όλοι όπως μπορούμε να προφυλάξουμε τις αναμνήσεις τους, να τους προσφέρουμε τούτης της πασχαλιάς, της Μεγαλοβδομάδας τα βιώματα εκείνα που θα τους συντροφεύουν στη ζωή τους!

Χρέος μας είναι τη διαφορετικότητα του ελληνικού Πάσχα να προστατεύσουμε εμπράκτως τούτες τις δύσκολες ημέρες!

Με προσμονή της Ανάστασης!

Χανιώτικα νέα (Μ. Τετάρτη, 28. 4. 2021) 




 https://www.haniotika-nea.gr/prosmenontas-tin-anastasi-2/

Τρίτη 27 Απριλίου 2021

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ



"ΤΑ ΦΑΡΜΑΚΑ ΣΟΥ ΦΕΡΕ, ΤΕΧΝΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΕΩΣ"



«Τα φάρμακά σου φέρε, Τέχνη της Ποιήσεως/ που κάμνουνε -για λίγο- να μη νιώθεται η πληγή», μάς λέει στο ποίημά του “Μελαγχολία του Ιάσονος Κλεάνδρου” ο Κ.Π. Καβάφης, ο μεγαλύτερος κατά κοινή ομολογία, νεοέλληνας ποιητής. Ένα μικρό ανθολόγιο με στίχους του στις σημερινές Στάσεις, με αφορμή την επέτειο των 158 χρόνων απ’ τη γέννησή του και των 88 χρόνων απ’ τον θάνατό του μεθαύριο. Τι σύμπτωση κι αυτή! 29 Απριλίου (1863) έδειχνε το ημερολόγιο όταν γεννήθηκε, 29 Απριλίου (1933) όταν πέθανε.

«Σα βγεις στον πηγαιμό για την Ιθάκη,/ να εύχεσαι να ‘ναι μακρύς ο δρόμος,/ γεμάτος περιπέτειες, γεμάτος γνώσεις./ Τους Λαιστρυγόνας και τους Κύκλωπας,/ τον θυμωμένο Ποσειδώνα μη φοβάσαι,/ τέτοια στον δρόμο σου ποτέ σου δεν θα βρεις,/ αν μένει η σκέψις σου υψηλή, αν εκλεκτή/ συγκίνησις το πνεύμα και το σώμα σου αγγίζει». (“Ιθάκη”).

«Τιμή σ’ εκείνους όπου στη ζωή των/ ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες./ Ποτέ από το χρέος μη κινούντες·/ δίκαιοι κι ίσοι σ’ όλες των τες πράξεις,/ αλλά με λύπη κιόλας κι ευσπλαχνία·/ γενναίοι οσάκις είναι πλούσιοι, κι όταν/ είναι πτωχοί, πάλ’ εις μικρόν γενναίοι,/ πάλι συντρέχοντες όσο μπορούνε/ πάντοτε την αλήθειαν ομιλούντες,/ πλην χωρίς μίσος για τους ψευδομένους». (“Θερμοπύλες”).

«Κι αν δεν μπορείς να κάμεις/ την ζωή σου όπως την θέλεις,/ τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/ όσο μπορείς, μην την εξευτελίζεις/ μες στην πολλή συνάφεια του κόσμου,/ μες στις πολλές κινήσεις κι ομιλίες./ Μην την εξευτελίζεις πηγαίνοντάς την,/ γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντάς την/ στων σχέσεων και των συναναστροφών/ την καθημερινή ανοησία,/ ώσπου να γίνει σα μια ξένη φορτική». (“Όσο μπορείς”).

«Εκ των μελλόντων οι σοφοί τα προσερχόμενα/ αντιλαμβάνονται. Η ακοή/ αυτών κάποτε εν ώραις σοβαρών σπουδών/ ταράττεται. Η μυστική βοή/ τους έρχεται των πλησιαζόντων γεγονότων./ Και την προσέχουν ευλαβείς. Ενώ εις την οδόν/ έξω, ουδέν ακούουν οι λαοί». (Σοφοί δε προσιόντων)

«Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ’ οι πλατέες,/ κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;/ Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήλθαν./ Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα/ και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν./ Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς τους βαρβάρους./ Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις». (“Περιμένοντας τους βαρβάρους”).

«Τι συμφορά, ενώ είσαι καμωμένος/ για τα ωραία και μεγάλα έργα/ η άδικη αυτή σου η τύχη πάντα/ ενθάρρυνση κι επιτυχία να σε αρνείται·/ να σ’ εμποδίζουν ευτελείς συνήθειες/ και μικροπρέπειες κι αδιαφορίες./ Και τι φρικτή η μέρα που ενδίδεις/ (η μέρα που αφέθηκες κι ενδίδεις),/ και φεύγεις οδοιπόρος για τα Σούσα,/ και πηαίνεις στον μονάρχη Αρταξέρξη/ που ευνοϊκά σε βάζει στην αυλή του,/ και σε προσφέρει σατραπείες και τέτοια». (“Η σατραπεία”).

«Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος/ σαν που ταιριάζει σε που αξιώθηκες μια τέτοια πόλη,/ πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο,/ κι άκουσε με συγκίνησιν, αλλ’ όχι/ με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα,/ ως τελευταία απόλαυση τους ήχους,/ τα εξαίσια όργανα του μυστικού θιάσου,/ κι αποχαιρέτα την, την Αλεξάνδρεια που χάνεις». (“Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον”).

ΚΟΡΩΝΟΪΚΑ ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ 



Τρίτη, Μεγάλη Τρίτη για να είμαι ακριβής, σήμερα, και ο λόγος στον φίλο ιερωμένο. «Το Πάσχα δε θα κάνουμε κι εφέτος στα χωριά μας/ σίγουρα θα ξεχάσουμε και τα εξοχικά μας», μας λέει στην πρώτη του μαντινάδα. Για να συνεχίσει στη δεύτερη: «Τα κάρβουνα θ’ ανάψουμε να ψήσουμε τ’ αρνί μας/ και πάνω στο μπαλκόνι μας, στον δρόμο, στην αυλή μας». Πάλι καλά…

«Νοσταλγικά γυρίζει ο νους μου στα παλιά/ στο μακρινό μου ορεινό χωριό/ στο ρεματάκι που κυλάει ολοκάθαρο/ κελαριστό/ μες απ’ τις φυλλωσιές νεράκι γάργαρο/ πλάι στην αείμνηστη κρανιά μας/ στο πουρνάρι/ στις δυο πανύψηλες πανώριες καρυδιές// Στο πέτρινο πεζούλι/ ακουμπάει η κουρασμένη μου ψυχή/ να αναπαυτεί./ Πίνει δυο δαχτυλιές νάμα νερό/ απ’ την αστείρευτη πηγή της Κερασούλας/ αναθυμάται τα γλυκόπικρα παλιά/ κι αποξεχνιέται». Από το ποίημα “Πέτρινα Χρόνια” της Ελένης Χωρεάνθη. (Γράφτηκε 26 Μαρτίου 2020, την ημέρα που μπήκε στη ζωή μας ο κορωνοϊός).

Μια πόλη 10.000 κατοίκων “χάθηκε”, λόγω κορωνοϊού στην πατρίδα μας. Ωστόσο, πολλοί είναι οι Συνέλληνες που αρνούνται να εμβολιαστούν κι επιμένουν… να κουνιούνται στις κούνιες τους…


Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 27.4.2021) 

 https://www.haniotika-nea.gr/ta-farmaka-soy-fere-techni-tis-poiiseos/

Δευτέρα 26 Απριλίου 2021

ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ Α

"ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ" ΜΕ ΟΔΗΓΟ ΤΗΝ ΕΛΠΙΔΑ

Γράφει ο Γιάννης Τζεμανάκης 

"Τριάντα ποιήματα ενδεδυμένα την ανθρώπινη αγωνία, τη γεμάτη πόνο και με ελπίδα πορεία, αντάμα με την πίστη, την προσευχή και την άμετρη ψυχική και επιστημονική προσπάθεια, ετοιμάζουν της ελευθερίας την ανάσταση." Γιάννης Τζεμανάκης 

 ( Από καρδιάς οι ευχαριστίες μου στον και σύντεκνό μου δάσκαλο - συγγραφέα Γιάννη Τζεμανάκη για την υπέροχη παρουσίαση του "ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ" μου στα αγαπημένα μας "Χανιώτικα νέα"( 22. 4. 2021). Υπόχρεος στην αγάπη σου, καλέ μου σύντεκνε! Β. Θ. Κ. ) 

"Μην φοβηθείς αυτόν π’ εστήριξε την πίστη του πάνω στην ελπίδα! Τον είδα στην ζωή να μάχεται, Μα πάντα ανίκητον το είδα." Γ. Βερίτης

Τούτο το μήνυμα της Ελπίδας, φυτρώνει μέσα από τους στίχους της νέας, σε ψηφιακή έκδοση, βραβευμένης με το Β’ Βραβείο (πρώτο δε δόθηκε)  «Κ.Π.Καβάφης» και το βραβείο «Ησίοδος», ποιητικής Συλλογής, «Ιχνηλατώντας» του Βαγγέλη Κακατσάκη, που γεννήθηκε στις πρώτες 50, απρόσμενα βασανιστικές, ημέρες (25 Μάρτη 2020 -11 Μάη 2020 ) του νέου τρομοκράτη της ανθρωπότητας, COVID 19.

Στη συλλογή αυτή ο «φυλακισμένος», κατ’ επιταγήν του «Μένουμε μέσα» ποιητής. Ακούει τον φόβο να «κραυγάζει στα παραθυρόφυλλα που είναι ερμητικά κλειστά». Αφουγκράζεται, από τα ολάνοιχτα ψυχοπαράθυρα του, τον αχό, τα βήματα της ελευθερίας που πηγαινοέρχεται πίσω από τα κάγκελα, Στοχάζεται, αναπολεί και αναζητεί, την πατρώα, στη γειτονιά και τη πόλη του, ζωή. Μετρά, στους άδειους δρόμους, την 25η του Μάρτη, τα βήματα της ιστορίας. Νοσταλγεί τα βήματα της φυλακισμένης στο εικονοστάσι του σπιτιού του πίστης. Θαυμάζει όσες και όσους «με άσπρες και πράσινες μπλούζες τον αντιμετωπίζουν σε μαρμαρένια αλώνια, σίγουροι ότι στο τέλος θα νικήσουν…» Προσεύχεται με πίστη και παρακαλεί με ελπίδα: «Θέλω τα χελιδόνια μου». Ζωγραφίζει τους αντιπάλους, τον φόβο και την ελπίδα, να παίζουν το σκληρό παιχνίδι επιβίωσης.
«Ο Φόβος και η ελπίδα παίζουν τραμπάλα. Ψηλά ο φόβος, χαμηλά η ελπίδα. Ψηλά η ελπίδα, χαμηλά ο φόβος Τη μια με τον φόβο την άλλη με την ελπίδα. Τραμπαλίζομαι…»

Δύσκολες ημέρες. «Αναμένουμε, υπομένουμε, διαμένουμε, περιμένουμε, προσμένουμε..»
Άνεμος αμφισβήτησης και αισιοδοξίας ριγά το κορμί, καίει τον λογισμό που δεν αντέχει το βάρος και αναφωνεί. «Όταν με το καλό βγούμε έξω. Θα μπορούν να μας γυρίσουν μέσα;»
Τα θρησκευτικά γεγονότα της περιόδου ντύνονται με ξεχωριστά συναισθήματα και χρώματα. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα του πόνου και της λύπης , της αναστάσιμης χαράς και της ελευθερίας χαϊδεύουν το αβέβαιο αύριο.

Η Ανάσταση του Λαζάρου «που συνέχισε τη ζωή του από εκεί που την άφησε, δίχως ωστόσο να ξαναγελάσει» χαροποιεί και λυπεί. Η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή προβληματίζει, αφυπνίζει και ενδυναμώνει τον πάντα και ενεργά συμμετέχοντα στην εκκλησία της γειτονιάς του ποιητή.

«.. Στον ρόλο της αμαρτωλής γυναίκας θυμάται τον εαυτό του. Κάθε Μεγάλη Τρίτη ο μοναχικός ποιητής,
στην εκκλησία της γειτονιάς του

Μεγάλη Τρίτη του σωτηρίου έτους 2020 Στην κατ’ οίκον εκκλησία του. και ιερέας και ψάλτης και περιεστώς λαός.»

Ο Μυστικός δείπνος. «Με τηλεδιάσκεψη» φέτος,.αποκαλύπτει την αγωνία και την αγάπη του Δασκάλου στους μαθητές του.
« … Μόνος ο δάσκαλος στο Υπερώον.

Στα σπίτια τους οι μαθητές
Ο καθείς και το πιάτο του
Ο καθείς και το ποτήρι του
Ο καθείς στην οθόνη του
Με τηλεδιάσκεψη »
«Αναμένουμε, υπομένουμε, διαμένουμε, περιμένουμε, προσμένουμε..»

Δύσκολες οι ώρες του έσχατου χαίρε στον, πάνω από την πυρά, κρεμασμένο φετινό Covid 19, Ιούδα. Οι φλόγες γκρεμίζουν το ανάστημα του, την ώρα που από το ψηλό καμπαναριό ηχεί το αναστάσιμο άγγελμα «Χριστός Ανέστη».

Ανάβουμε τις λαμπάδες. Το Ανέσπερο Φως απελευθερώνει και ζωογονεί, χαροποιεί και λαμπρύνει τα πρόσωπα, που σίγουρα όντα για την Ανάσταση, απαστράφτουν κάτω από τις μάσκες και χαμογελούν.

«Φυσικά και δεν κατάφεραν
να σκοτώσουν τον Άγγελο
που ήρθε να απόκυλίσει τον λίθον
εκ της θύρας του μνημείου,
οι Ρωμαίοι στρατιώτες.
Ούτε που σκέφτηκαν να συλλάβουν
τις μυροφόρες γυναίκες
που ήρθαν αξημέρωτα
να αλείψουν το σώμα του Δασκάλου»
Χαμογελούν γιατί είναι
«Αδύνατο να κρυφτεί το χαμόγελο
Κάτω από τις μάσκες που φορούν
ο Ιωσήφ και ο Νικόδημος
σε μια γωνιά του κήπου της Γεσθημανής.»

“Ιχνηλατώντας”. Τριάντα ποιήματα ενδεδυμένα την ανθρώπινη αγωνία, τη γεμάτη πόνο και με ελπίδα πορεία, αντάμα με την πίστη, την προσευχή και την άμετρη ψυχική και επιστημονική προσπάθεια, ετοιμάζουν της ελευθερίας την ανάσταση.

 Χανιώτικα νέα (Πέμπτη, 22 Απριλίου 2021)

Κυριακή 25 Απριλίου 2021

ΠΟΙΗΣΗ

                                                                           ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ


Από την κατ
οίκον εκκλησία της

η υποδοχή Του.

Από την κουζίνα της μια ψαρόσουπα,

για τον άστεγο του διπλανού δρόμου,

το κλαδί του φοίνικά της.

 

Ευλογημένος ο ερχόμενος

εν ονόματι Κυρίου,

έψαλλαν οι ατμοί,

με το που άνοιξε

τη χύτρα ταχύτητας.

 

Κυριακή των Βαΐων, 12 Απριλίου 2020

(Από την ποιητική συλλογή "ΙΧΝΗΛΑΤΩΝΤΑΣ", ψηφιακή έκδοση, https://petaxta.blogspot.com/2021/02/blog-post_40.html  Χανιά 2021 )

 

Σάββατο 24 Απριλίου 2021

ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ

Β, Ε ΚΑΙ ΣΤ ΤΑΞΕΙΣ ΔΗΜ. ΣΧ. ΓΡΑΜΒΟΥΣΑΣ 

ΠΕΡΙΜΕΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΗΜΕΡΑ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ 

Καλοί μου φίλοι. καλό Σαββατοκύριακο 

και στην ημέρα του Πάσχα με το καλό! 
"Περιμένοντας την Ημέρα του Πάσχα". το θέμα του σημερνού Παιδότοπου, που "διαπραγματεὐονται" τα παιδιά της Β' και Ε΄- ΣΤ΄ τάξεων του Δημ. Σχ. Γραμβούσας. Να 'ναι καλά η δασκάλα τους , και διευθύντρια του Σχολείου ιδιαίτερα γνωστή , εδώ και χρόνια, εκ Δροσάτου Κιλκίς ορμώμενη, Βασιλική Χαραλαμπίδου, που ανταποκρίθηκε στην πρότασή μου. Και για να τηρηθεί το "έθιμο" που θέλει τον Παιδότοπο αυτής της μέρας να είναι αφιερωμένος στα της Μεγάλης Εβδομάδας. Στα χωριά της Γραμβούσας, από σήμερα Σάββατο του Λαζάρου, μέχρι και το άλλο Σάββατο, Μεγάλο Σάββατο, παρέ α με τα Δευτεράκια, τα Πεμπτάκια και τα Εκτάκια του Σχολειοὐ που λειτουργεί στο Καμάρτσο. Συν ένα Τεταρτάκι, ένα κορίτσι, που έστειλε κι αυτό την εργασία του. Αλλά και στην Αλβανία, αφού δυο από τα παιδιά που έγραψαν για τη Μεγάλη Εβδομάδα κατάγονται από εκεί...

Καλή Ανάσταση! 

Σας χαιρετώ με αγάπη όλους! 

Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης 

δάσκαλος 



Καθώς έχουμε μπει στο δεύτερο μήνα της Άνοιξης, τον Απρίλιο, η φύση έχει ανθίσει, οι μυρωδιές των λουλουδιών μας έχουν πλημμυρίσει και στο μυαλό μας έρχονται σιγά σιγά οι μέρες των διακοπών αλλά και οι μέρες των Παθών και κατά το επισημότερο, η Αγία και  Μεγάλη Εβδομάδα.  Μέρες ξεχωριστές για όλους μας καθώς είναι αφιερωμένη στα Άγια Πάθη του Ιησού Χριστού, τα οποία θεωρούνται ιδιαίτερα σημαντικά για τη χριστιανική θρησκεία. Έτσι λοιπόν, μαζί με τους μαθητές μας συζητήσαμε για τα γεγονότα που διαδραματίζονται όλες τις μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας. Παρακολουθήσαμε βίντεο και έγραψε ο καθένας για τα έθιμα και τις παραδόσεις που τηρεί η οικογένειά του τις ημέρες αυτές. Ας μην ξεχνάμε όμως πως όπως όλα τα παιδιά, έτσι και οι δικοί μας μαθητές, περιμένουν την περίοδο αυτή για να ξεκουραστούν από τα μαθήματά τους, να παίξουν και να χαρούν. Ευχόμαστε σε όλους καλές διακοπές και Καλή Ανάσταση. Είθε το Άγιο Φως να γεμίσει γαλήνη τις καρδιές μας !

Ευχαριστώ θερμά την συνάδελφο Παρασκευή Ανδονικίδου για την πολύτιμη βοήθειά της.

Βασιλική Χαραλαμπίδου, Δασκάλα Β΄-Ε΄-Στ΄ τάξεων Δημοτικού Σχολείου Γραμβούσας




 Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

Μεγάλη Δευτέρα, μεγάλη μαχαίρα

Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρίθη

Μεγάλη Τετάρτη ο Χριστός εχάθη

Μεγάλη Πέφτη ο Χριστός ευρέθη

Μεγάλη Παρασκιή ο Χριστός στο καρφί

Μεγάλο μου Σαββάτο και πώς θα σε περάσω,

 απού  ‘χεις πέντε ταχινές και πέντε μεσημέρια

και πέντε απομεσήμερα και πάλι έχεις μέρα.

 


Τα Σάββατο του Λαζάρου θα φτιάξουμε με τη μαμά Λαζαράκια.  Στις αρχές της Μεγάλης Εβδομάδας η μαμά θα φτιάξει τσουρέκια και σοκολατένια αυγά. Την Μεγάλη Πέμπτη βάφουμε κόκκινα αυγά. Την Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνουμε όλοι μαζί να προσκυνήσουμε τον Επιτάφιο.

Γιώργος Δεικτάκης, Β΄τάξη

Όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα πηγαίνουμε στην εκκλησία. Οι νοικοκυρές ετοιμάζουν το σπίτι και φτιάχνουν τσουρέκια, κουλουράκια και βάφουν αυγά. Την Μεγάλη Παρασκευή πηγαίνουμε στον Επιτάφιο και εμείς τα παιδιά περιμένουμε το νονό να μας φέρει λαμπάδα και σοκολατένια αυγά.

Παναγιώτης Κούνας- Αντονέλα Τσάνι, Β΄τάξη

Τα τσουρέκια είναι ο εξελιγμένος τύπος του πασχαλινού ψωμιού της Λαμπροκουλούρας ή του Λαμπρόψωμου. Τα όνομα ‘’τσουρέκι’’ προέρχεται από την τούρκικη λέξη ‘’corek’’ που αναφέρεται σε οποιοδήποτε ψωμί είναι φτιαγμένο με ζύμη που περιέχει μαγιά. Ενώ υπάρχουν πολλά είδη corek, τόσο αλμυρά όσο και γλυκά, που εμφανίζονται σε διάφορα σχήματα και μεγέθη ανάλογα με την περιοχή.

Στέλλα Μυλωνάκη, Δ΄τάξη



Οι μέρες της Μεγάλης Εβδομάδας και οι μέρες του Πάσχα είναι για μένα πολύ έντονες μιας και είμαι παιδί ιερέα. Το Σάββατο του Λαζάρου φτιάχνουμε στο σπίτι μας σταυρούς από βάγια για να μοιράσουμε στους πιστούς την Κυριακή των Βαΐων . Την Κυριακή των Βαΐων το μεσημέρι βοηθάω τον μπαμπά μου να στολίσει την εκκλησία με μαύρα ρούχα. Την Μεγάλη Πέμπτη βάφουμε τα αυγά και το σπίτι μυρίζει από τα καλτσούνια, τα κουλούρια και τις κουλούρες που φτιάχνει η μαμά μου. Κάθε απόγευμα ζυμώνει το πρόσφορο. Την ημέρα του Πάσχα σουβλίζουμε το αρνί και τρώμε ότι ετοιμάσαμε τις προηγούμενες μέρες. 

Βασίλης Μπαριωτάκης, Ε΄τάξη

Κατάγομαι από την Αλβανία και δε γιορτάζουμε όλα τα έθιμα του Πάσχα. Εμείς βάφουμε κόκκινα αυγά και την Κυριακή του Πάσχα σουβλίζουμε αρνί. Η μαμά φτιάχνει πολλά και νόστιμα γλυκά όπως μπακλαβά, ρεβανί και πάστα φλώρα που είναι και το αγαπημένο μου. Όταν κλείνουν τα σχολεία για τις διακοπές του Πάσχα βλέπω πιο συχνά τους φίλους μου και πηγαίνουμε βόλτα με το ποδήλατο. Κάποιες φορές κάνουμε βόλτα στο βουνό και κάποιες  φορές στην παραλία. Όταν είμαι στο σπίτι παίζω με το τάμπλετ μου. Ανυπομονώ  να έρθει το Πάσχα και να μην έχουμε διάβασμα.

Σόνι Σούλι, Ε΄τάξη

Εγώ επειδή είμαι από την Αλβανία δε γιορτάζουμε το Πάσχα όπως τους Έλληνες. Εμείς βάφουμε κόκκινα αυγά, ψήνουμε κρέας όπως μπριζόλες και λουκανικάκια, κάνουμε κέικ και μπουρέκι. Οι γείτονες μου όμως εκείνη την Κυριακή ψήνουν αρνί αντί για κρέας. Όταν κλείνουν τα σχολεία για το Πάσχα βγαίνω βόλτα με τους φίλους μου. Πάμε στην παραλία, που είναι κοντά στο σπίτι μου, κάποιες φορές με τα πόδια και κάποιες φορές με το ποδήλατο. Τον περισσότερο χρόνο των διακοπών κάθομαι στο σπίτι, παίζω με το κινητό μου και βλέπω τηλεόραση. Όμως κάποιες μέρες μπορεί να βρεθούμε με τα ξαδέρφια μου που μένουν σε διαφορετικό χωριό από εμένα. Περιμένω με αγωνία να έρθουν οι διακοπές του Πάσχα για να ξεκουραστώ από τα μαθήματα και εύχομαι όλοι να περάσουμε καλά.

Άλεξ Κούχια, Στ΄τάξη




Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΒΔΟΜΑΔΑ

  Χανιώτικα νέα (Σάββατο, 24. 4. 2021~) 


Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΜΙΚΡΟΣ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΚΑΣΤΡΟ


“Μικρός στο Μεγάλο Κάστρο”… Ένα βιβλίο που συνοδεύεται μ’ ένα dvd ή ένα dvd που συνοδεύεται μ’ ένα βιβλίο με τον ίδιο τίτλο… Η τελευταία δουλειά της Μαρινέλλας Βλαχάκη εν μέσω πανδημίας. Ο τελευταίος καρπός της ευθύνης της, όπως ο Νίκος Καζαντζάκης την έχει ορίσει. – «Ν’ αγαπάς την ευθύνη. Να λες: Εγώ μοναχός μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δεν σωθεί εγώ θα φταίω». Και βέβαια όπως εκείνη επιμένει να την υπηρετεί με άκρα συνέπεια και μόνη και μετά άλλων. Ως λογοτέχνις (έχει εκδώσει οκτώ ποιητικές συλλογές, δύο συλλογές διηγημάτων, οκτώ βιβλία για παιδιά, το μυθιστόρημα “Σιλάνς σιλβουπλέ” και τέσσερα θεατρικά κείμενα), ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτις, ως θεατρική παραγωγός (ίδρυσε το 2000 την Εταιρεία Τέχνης “Βιολέττα” που σταμάτησε τη λειτουργία της το 2019) ως παραγωγός πολιτισμού δηλαδή.

“Μικρός στο Μεγάλο Κάστρο”… Όλα ξεκίνησαν, μας λέει η ίδια, στον πρόλογο του περί ου ο λόγος βιβλίου της στο ιστορικό Καφέ “Κήπος” της πόλης μας όταν η υπεύθυνη της Τοπικής Επιτροπής Χανίων του Ελληνικού Τμήματος της Δ.Ε.Φ. Νίκου Καζαντζάκη της μετέφερε την επιθυμία της ίδιας αλλά και του προέδρου του Ελληνικού Τμήματος της Εταιρείας Σήφη Μιχελογιάννη ν’ ανεβάσει επί σκηνής τον Συγγραφέα της Κρητικής Ματιάς, τον Κορυφαίο Έλληνα Συγγραφέα. Ανοιχτή η ώρα… Ήταν και μια παρέα παιδιών που έπαιζαν εκεί και η μπάλα τους κύλησε μέχρι τα πόδια της… Ήταν και ότι λειτούργησαν και λειτουργήθηκαν οι θύμησες απ’ τις αφιερώσεις του Νίκου Καζαντζάκη προς τους γονείς της, που ήταν επιστήθιοι φίλοι του, όταν εκείνοι ζούσαν στο Παρίσι. «Ναι! Ένα δώρο, μια μικρή συμβολή στη διάδοση του έργου του για μικρούς και μεγάλους θα είναι αυτή η δουλειά μου», σκέφτηκε κι άρχισε να γράφει γοητευμένη, όπως πάντα, από τον λόγο του. Συλλέγοντας το υλικό της απ’ την “Αναφορά στον Γκρέκο” και συγκεκριμένα απ’ τις πρώτες συγκινήσεις που ένιωσε ο Μεγάλος Κρητικός, όντας μικρός στο Μεγάλο Κάστρο.

“Μικρός στο Μεγάλο Κάστρο”… Δίδυμος ανθός και επίσης δίδυμος καρπός ενός μεγάλου τμήματος του Καζαντζακικού εμείς, με προεξάρχουσα την Μαρινέλλα, το βιβλίο και το dvd μ’ αυτόν τον τίτλο. “Αφήγημα βασισμένο στις παιδικές αναμνήσεις του Νίκου Καζαντζάκη”, ο υπότιτλός του. Και στα ελληνικά και στα γαλλικά (μετάφραση: Κική Κιτοπούλου), το βιβλίο με προλόγους του Σήφη Μιχελογιάννη, της προέδρου του Ελληνογαλλικού Συλλόγου Χανίων Στέλλας Κουτσουπάκη και του ηθοποιού – σκηνοθέτη Κωστή Καπελώνη το βιβλίο που κυκλοφορήθηκε πρόσφατα σε μια ιδιαίτερα επιμελημένη έκδοση απ’ την “Πυξίδα της Πόλης” του Μαθιού Φραντζεσκάκη. Ο Κωστής Καπελώνης (ραδιοσκηνοθεσία), ο Λεωνίδας Μαριδάκης (μουσική – τραγούδι) και ο Διονύσης Μανουσάκης, εκτός βέβαια από τη Μαρινέλλα (επιλογή και προσαρμογή κειμένου αλλά και τραγούδι) οι συντελεστές του σιντί που κυκλοφορεί ελεύθερα στο διαδίκτυο στη διεύθυνση: www.pyxida.gr

«Η μητέρα μου ήταν αγία! Καθότανε μπρος στο παράθυρο κι έπλεκε κάλτσες, καθάριζε χορταρικά και χτένιζε τη μικρή μου αδελφή. Εγώ κουκουβισμένος σ’ ένα σκαμνάκι, την καμάρωνα και την άκουγα να μου λέει ιστορίες από το χωριό της, τους γονείς της, τ’ αρνάκια, τα κουνέλια, τ’ αμπέλια τη βροχή, το χώμα, το Θεό! Κι όση ώρα μιλούσε, το καναρίνι μας κελαηδούσε και απ’ το ανοιχτό παράθυρο μοσχομύριζαν το γιασεμί, η γαζία κι ο βασιλικός. Δε γελούσε ποτέ, μόνο χαμογελούσε και είχε στέρνες γεμάτη αγάπη και τρυφεράδα για μένα και για όλα τα πλάσματα της γης». Ένα από τα 26 “ψηφιδωτά” του βασισμένου στις παιδικές αναμνήσεις του Νίκου Καζαντζάκη αφηγήματος της Μαρινέλλας. “Μικρός στο Μεγάλο Κάστρο” που κυκλοφόρησε εν μέσω πανδημίας κόντρα στις όποιες δυσκολίες για να ευφραίνει τις ψυχούλες μας.

ΚΟΡΩΝΟΊ ΚΑ ... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ 

«Πριν έναν χρόνο άρχισε αυτή η πανδημία/ και στον πλανήτη ξέσπασε μεγάλη τρικυμία», μας λέει στην πρώτη απ’ τις δυο σημερινές της μαντινάδες η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Για να το… γυρίσει στη συμβουλευτική στη συνέχεια: «Ο κορωνιός μας απειλεί, όμως, να μη φοβάσαι,/ να κάνεις το εμβόλιο ήσυχος(η) να κοιμάσαι», μας λέει στη δεύτερη. Σίγουρη ότι με το εμβόλιο… έχουμε δέσει τον γάιδαρό μας.

«Λάζαρε, δεύρο έξω/ είπε ο Χριστός -/σαν χάδι η φωνή του-/ και ο φίλος του/ τον άκουσε από τον τάφο/ που τον είχαν βάλει/ πριν από τέσσερις μέρες,/ “απολυτρώθη, αναστήθη και σηκώθη,/ ζωντανός σαβανωμένος και με το κερί ζωσμένος”.// Κανένας φόβος για τους ιούς/ των Γραμματέων και των Φαρισαίων./ Υπό την σκέπην του Υιού του Θεού/ ο φτωχός Λάζαρος,/ που συνέχισε τη ζωή του/ από εκεί που την είχε αφήσει,/ δίχως, ωστόσο, να ξαναγελάσει./ Ήταν τόσο φρικτά, εκείνα που είδε,/ εις τον Άδη, όπου πήγε./ Είδε φόβους, είδε τρόμους, είδε βάσανα και πόνους». Το ποίημά μου “Ο Λάζαρος” (από την ποιητική συλλογή “Ιχνηλατώντας”) που κυκλοφορεί στο Διαδίκτυο https://petaxta.blogspot.com/2021/2/blog-post40.html.

Χανιώτικα νέα (Παρασκευή, 23. 4. 2021) 

https://www.haniotika-nea.gr/mikros-sto-megalo-kastro/