Κυριακή 28 Απριλίου 2013

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 18

Τώρα πια ξέρω καλά ότι θα επιστρέφω στα ποιήματά του Βαγγέλη Κακατσάκη. Βρήκαν πια τη δική τους θέση στη βιβλιοθήκη μου. Κι η μυρωδιά τους, γιατί αυτό είναι η ποίηση, ξέρω ότι θα μου επαναφέρει κατά καιρούς, όχι μια Ελλάδα ξεχασμένη, αλλά μια Ελλάδα που αξίζει να θυμόμαστε
Ανέστης Καζάζης

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗ 18





ΑΡΩΜΑ ΠΟΙΗΣΗΣ
Γράφει ο Ανέστης Καζάζης

«Τις αναπνοές των φιλήσυχων ανθρώπων, δεν ξέρω γιατί, απόψε συλλογίζομαι...»
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Δεν μου έφτανε η εφηβεία, ήρθαν κι εκείνοι οι στίχοι του Εμπειρίκου και τα πράγματα μπλέχτηκαν περισσότερο: «Η ποίησις είναι ανάπτυξις στίλβοντος ποδηλάτου». 'Χθες', με απασχολούσε το τι ήθελε να πει ο ποιητής. 'Σήμερα', με τυραννά ακόμα το τι μπορώ εγώ ο ίδιος να καταλάβω.
Από τότε, κάθε φορά που παίρνω στα χέρια μου μια νέα ποιητική συλλογή, ξεκινώ χωρίς την παραμικρή αγωνία για την ύπαρξη κρυμμένων νοημάτων, συμβολισμών ή συγγραφικής φόρμας. Με αυτό το σκεπτικό έφερα στο σπίτι την ποιητική συλλογή του Βαγγέλη Κακατσάκη «Οταν γίνεις ποίημα». Την άφησα για λίγες μέρες στο σαλόνι, λες και ήθελα να συνηθίσει τον χώρο μου. Τις παραξενιές μου, που με το πέρασμα του χρόνου αποκαλώ συνήθειες.
Την άνοιγα επιλεκτικά. Αργά το βράδυ κάποιες φορές, τελευταίο χάδι στο μυαλό μήπως και κοιμηθεί πιο εύκολα. Νωρίς το πρωί κάποιες άλλες, φρέσκο νερό στο πρόσωπο, όχι για να ξεχάσει τα όνειρα της νύχτας, μα για να χτίσει νέα. Στο κατακόρυφο του μεσημεριού, όταν το σώμα εμφανίζει τα πρώτα σημάδια κούρασης.
Κι έτσι σιγά - σιγά εκεί μέσα, βρήκα τον δάσκαλο που κρατάει ακόμα ζωντανό το κλάμα μιας μαθήτριας «όταν δεν ήξερε κάποια φορά ορθογραφία». Το τηλεφώνημα στη μητέρα για «καλημέρα της καινούργιας μέρας». Τον ίδιο μου τον εαυτό έτσι όπως «πολλά βράδια, λίγο πριν κλείσω τα μάτια, πιάνω την ψυχή μου απ? το χεράκι». Το σιγομουρμούρισμα στο στασίδι, για να έχει η Παναγιά καλά «τα παιδιά του κόσμου». Τη φωτογραφία μιας κάποιας άνοιξης παρελθούσης, με «μια αδιόρατη θλίψη στα μάτια» του πατέρα. Τις αναπνοές «των πολλών, που εκβιαστικά τη δέχτηκαν» την ησυχία. Το σφύριγμα της ζωής που σταθερά με έβρισκε σε θέση «οφ σάιντ». Τη λεβεντιά που γίνεται «πληγή» και έχει τον τρόπο να ψιθυρίζει την παρουσία της. Την προσπάθεια του δημιουργού να συλλαβίσει την «αλφαβήτα» των ανθρώπων. Τον τρελό που φέρει βαθιά γνώση για «τη θεωρία των αντιθέτων». Τον χαρταετό της παιδικής μου ηλικίας που έσπασε τον σπάγκο και τον οποίο τώρα «αγαπώ περισσότερο». Τέλος συνάντησα τον Θεοκλή και τη Δέσποινα, στη μνήμη των οποίων αφιερώθηκε η συλλογή, που δεν γνώρισα ποτέ, αλλά που απέκτησα σε λίγες σελίδες προσωπική θύμιση της ύπαρξής τους.           
Και σκέφτηκα: Η ποίηση του Βαγγέλη Κακατσάκη δεν πετυχαίνει τον στόχο της. Απλά, γιατί είναι η ίδια που θέτει έναν τόσο ξεκάθαρο όσο και λησμονημένο στόχο: Την επιστροφή στη γλύκα απλών πραγμάτων που μάθαμε να αποκαλούμε καθημερινότητα. Την αγνή μόχλευση της υπενθύμισης πως ό,τι πέρασε είναι αυτό που φτιάχνει το παρόν μας. Τη λιτή περιγραφή εικόνων παιδικής αθωότητας, που ξαναδίνει σάρκα και οστά σε πρόσωπα αγαπημένα που χάθηκαν. Και που ταυτόχρονα επαναφέρει το σημάδι της τωρινής μας ένοχης λησμοσύνης.   
Και ξεκαθαρίζω, σε μένα πρώτα απ? όλους, ότι το παρόν άρθρο δεν αποτελεί κριτική της ποιητικής συλλογής του Βαγγέλη Κακατσάκη με τίτλο «Οταν γίνεις ποίημα». Η κριτική άλλωστε είναι μια λέξη με τέτοιο ειδικό βάρος, το οποίο καταρρέει μπροστά στην ανθρώπινη βαρύτητα της ίδιας της ποίησής του. Είναι ένα σχόλιο. Το τρέξιμο του μελανιού πάνω στο χαρτί, σε προσπάθεια αποτύπωσης με καθαρότητα συναισθημάτων και σκέψεων που καταφέρνουν να δημιουργήσουν οι στίχοι του. Είναι μια απότομη εκκένωση του θυμικού, όπως αυτό ταρακουνιέται στην υπενθύμιση αξιών που αμαυρώθηκαν, παράδοσης που παραποιήθηκε, ανθρωπιάς που έμαθε να χώνεται σε θήκες πορτοφολιού ή βιβλιάρια κατάθεσης.
Και χάρηκα, που μπόρεσα να γράψω κάτι γι? αυτόν με τον οποίο, καιρό τώρα, συχνά - πυκνά, είμαστε πλάτη με πλάτη στις σελίδες της εφημερίδας που μας φιλοξενεί.
Τώρα πια ξέρω καλά ότι θα επιστρέφω στα ποιήματά του. Βρήκαν πια τη δική τους θέση στη βιβλιοθήκη μου. Κι η μυρωδιά τους, γιατί αυτό είναι η ποίηση, ξέρω ότι θα μου επαναφέρει κατά καιρούς, όχι μια Ελλάδα ξεχασμένη, αλλά μια Ελλάδα που αξίζει να θυμόμαστε. Η μυρωδιά τους, που σύντομα θα ενωθεί με το αεράκι του επιταφίου που πλησιάζει.
Σε εκείνη τη μυστηριακή περιφορά του θανάτου που νικήθηκε, στα στενά της πόλης... και της ψυχής μας.

Χανιώτικα νέα (27. 04.2013)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου