Να κλαύσωμεν, αλλά μετά να αναλάβουμε δράση για την ανόρθωση της πατρίδας. Αυτό μας λέει ο Βαγγέλης Κακατσάκης, ο γητευτής των ιδεών, ο καβαλάρης των καιρών, ο ραπιστής του κακού, ο οραματιστής του αγαθού και εύψυχου, ο παλαιστής της αποσύνδεσης και απονεύρωσης των μυλοπετρών, που αλέθουν και λιώνουν το δίκιο τ' αδύνατου ανθρώπου, ο περιφρονητής όλων των αναξίων και ριξάσπιδων.
Αυγερινός Ανδρέου
ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 29
ΒΑΓΓΕΛΗ
ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ
“ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ”
Γράφει
ο Αυγερινός Ανδρέου
Ενέχει ειλικρινώς δυσκολία το να
πειραθεί κανείς να αναλύσει την ποίηση του Βαγγέλη Κακατσάκη, ακόμη και
να την προσεγγίσει. Είναι που ο ποιητής αυτός έχει αρχαιογνωσία, βαθειά γνώση
της ιστορίας ( όλβιος είναι, επομένως,
όπως μας δίδαξε ο Ευριπίδης), γνώση της μυθολογίας και της θεολογίας, έκδηλο πατριωτικό ενθουσιασμό, ακουμπάει και
ιχνηλατεί τους καιρούς και ψηλαφεί τα σημάδια που άφησαν στο πέρασμά τους.
Κάνει ποίημα, τραγούδι ή άλλη δημιουργία κομμάτια της ιστορικής γνώσεως,
δρώμενα και συμβεβηκότα της μεγάλης παρακαταθήκης του ευκλεούς παρελθόντος των
Ελλήνων, διασκευάζει ή μεταπλάθει τα ειλημμένα, τα πλουτίζει και τα εναρμονίζει
στους δικούς του καιρούς.
Λένε ότι κουλτούρα είναι η αίσθηση
που έχει κανείς στα γηρατειά του, όταν δεν θυμάται τι ακριβώς διάβασε στη ζωή
του. Έτσι κι εγώ, όταν τελείωσα τη
μελέτη των ποιημάτων αυτών του Βαγγέλη Κακατσάκη και έκλεισα το βιβλίο, αντί άλλων θυμήθηκα τον
τελευταίο χρησμό του Μαντείου των Δελφών, που φανερώνει το τέλος μιάς ενδόξου
εποχής και τον ερχομό μιάς ευτελούς, όπου κυριαρχεί το άδειο, το τίποτε και το
ασήμαντο. Αυτό φωνάζει δυνατά, αλλά αξιόπρεπα ο ποιητής αυτός.
Κάθε αναγνώστης ή μελετητής των
ποιημάτων του Βαγγέλη Κακατσάκη πιστεύω ότι θα νιώσει, όπως εγώ, δηλαδή
μία απέραντη πίκρα για την κατάντια μας τη σημερινή. Θα νιώσει ότι θα πρέπει “
να κλαύσωμεν επί των ποταμών της Βαβυλώνος”. Ναι, να κλαύσωμεν! Αυτό μας λέει
και ο ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης.
Να κλαύσωμεν, αλλά μετά να δράσουμε!
Αυτό περιμένει εκείνος, αφού αφιερώνει μεν το βιβλίο του στην ιερή μνήμη των
γονέων του Θεοκλή και Δέσποινας, αλλά στην ουσία το αφιερώνει σε όλους
τους Έλληνες που θα πρέπει να αγωνισθούν, για να αποδοθεί στην Ελλάδα η
απωλεσθείσα εσχάτως, εξ αιτίας αναξίων κυβερνητών, ανεξαρτησία της. Γεραίρω τον
ποιητή που τιμά την μηνήμη των γονέων του. Πρέπει έτσι να γίνεται. Οι νεκροί
δεν πεθαίνουν, είναι ανάμεσά μας!
Μάς δείχνει ξεκάθαρα ο ποιητής
Βαγγέλης Κακατσάκης να
κλάψουμε επί των ερειπίων των
αρχαίων Ναών μας, πάνω στις πέτρες τις πελεκημένες στο μέτρο του νου και
της καρδιάς, στα σπασμένα μάρμαρα, στα συντρίμμια, εκεί να καθίσουμε και να
κάψουμε πικρά και να αναμνησθούμε το φως το δικό μας, πριν το άπλωμα του
σκότους. Δάκρυ πικρό και καυτό να χύσουμε για τον άστεγο πια Θεό του φωτός, για
της μάντιδας τη δάφνη, που απ’ τη ρίζα της ξηράθηκε και για το νερό της πηγής
που ολότελα στέρεψε. Να κλαύσωμεν, αλλά μετά να αναλάβουμε δράση για την
ανόρθωση της πατρίδας. Αυτό μας λέει ο Βαγγέλης
Κακατσάκης, ο γητευτής των ιδεών, ο καβαλάρης των καιρών,
ο ραπιστής του κακού, ο οραματιστής του αγαθού και εύψυχου, ο παλαιστής της
αποσύνδεσης και απονεύρωσης των μυλοπετρών, που αλέθουν και λιώνουν το δίκιο τ'
αδύνατου ανθρώπου, ο περιφρονητής όλων των
αναξίων και ριξάσπιδων. Μάς λέει και μάς το τονίζει με τους θεσπέσιους
στίχους του, επηρεσμένους από τη
απεραντοσύνη και το μεγαλείο του ελληνισμού,
ότι, όπως η φύση, έτσι και η ιστορία αποστρέφεται τα κενά και τις
ανισορροπίες και περιμένει από εμάς δράση, πολιτική, κοινωνική, οικονομική,
πολιτιστική, εθνική.
Αν ο ποιητής στην συλλογή ποιημάτων
του αυτή παρέθετε μόνο το ποίημα “ 1η
Δεκεμβρίου 1913” και κανένα άλλο,
και πάλι θα επετύγχανε του σκοπού του συνολικά. Θέλει, δεν θέλει ο αναγνώστης
του ποιήματος αυτού θα προβληματισθεί για την σημερινή θέση της πατρίδας και
του ελληνισμού. Ο ποιητής με λίγους δωρικούς και λιτούς στίχους μάς καλεί να
κοιτάξουμε τα σύνορά μας, βόρεια και ανατολικά. Μάς καλεί, και μετά το κάλεσμά
του αυτό “ξαναγυρίζει στο σιωπή του”, όπως έχει υποχρέωση. Αυτός
ξεπλήρωσε το εθνικό του χρέος, καιρός είναι να ξεπληρώσουμε και εμείς το δικό
μας. Τα εθνικά μας θέματα, όχι μόνον
παραμένουν εκκρεμή, αλλά και μεγαλώνουν.
Οι σκέψεις του ποιητή Βαγγέλη
Κακατσάκη, τουλάχιστον όπως εγώ τις καταλαβαίνω και τις
αναλύω, είναι ότι ο Αννίβας δεν είναι
προ των Πυλών, αλλά εντός των τειχών. Εμείς πρέπει ν' απαντήσουμε στον ποιητή
ότι έχει δίκιο, αλλά ευελπιστούμε ότι ο Αννίβας θα μας βρει ομονοούντες και
ορθίους και θα ηττηθεί . Στη σελίδα 21 του βιβλίου αυτού υπάρχει ένα εξαίσο
ποίημα με τίτλο “ Η τελευταία του επιθυμία”, το οποίο πολύ με συγκίνησε (έχω κι εγώ αντίστοιχα
βιώματα). Με το ποίημα αυτό εκφράζεται η αέναη ισορροπία του Έλληνα με τη φύση,
την οικογένεια και το επέκεινα.
Έρρωσο, λοιπόν, φίλε, Βαγγέλη
Κακατσάκη και δημιούργει!
*Δικηγόρος
Παρά Αρείω Πάγω,
Πρώην
Πρόεδρος της Εταιρείας
Ελλήνων
Λογοτεχνών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου