Ένας στρατιώτης θυμάται...
Η βοή της μάχης απλώνετο στα χιονισμένα βουνά και όσο περνούσε η μέρα τόσο κι εμείς προχωρούσαμε βήμα το βήμα και υποχρεώναμε τον εχθρό να υποχωρεί, χάρη στη γενναιότητα των στρατιωτών μας.
Δείτε περισσότερα... ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Ένας στρατιώτης θυμάται...
«Είναι που οι νέοι σήμερα έχουν κι αυτοί ένα σωρό προβλήματα όσο κι αν είναι εντελώς διαφορετική η ζωή τους από εκείνη που εμείς περάσαμε. Πιστεύουμε πως είναι χρήσιμο να γνωρίζουν, έστω και σαν παραμύθι, τις ταλαιπωρίες των μεγαλύτερων και τις θυσίες που έγιναν για χάρη αυτού του τόπου, ώστε να αντλούν διδάγματα και να αποκτούν θάρρος για να αντιμετωπίζουν τις καινούργιες δυσκολίες και τις παγίδες των καιρών». Τα που έχει γράψει, μεταξύ των άλλων, στον πρόλογο του βιβλίου του “Ενας στρατιώτης θυμάται”, που εκδόθηκε από την Ενωση Φρεδιανών “Η Παναγία των δύο Βράχων”, τον Σύλλογο Φρεδιανών Αττικής “Η Ευαγγελίστριας” και τον Καλλιτεχνικό Ομιλο “Ο Αποκόρωνας”, το 1991, ο Μάρκος Ν. Ντουκάκης. Δεν είναι η πρώτη φορά που επιστρέφω με αφορμή την επέτειο της 28ης Οκτωβρίου σ’ αυτό το βιβλίο που κυκλοφορήθηκε 13 χρόνια πριν φύγει για τη Χώρα της Σιωπής, ο 77χρονος τότε κύριος Μάρκος.
Και δεν θα ’ναι σίγουρα η τελευταία, “όσο ζω, αναπνέω και σωφρονώ”, για να χρησιμοποιήσω τρία… παπαδιαμάντεια ρήματα. Δεν είναι μόνο αυτά που λέει ο “ωραίος ως Ελληνας” Μπροσνιερίτης γεωπόνος – συγγραφέας στο βιβλίο του αυτό, αλλά και ο τρόπος που τα λέει. Ανοίγω παρένθεση. Σε ενεστώτα χρόνο η αναφορά μου δίχως να το καταλάβω. Ωσεί παρόντες οι συγγραφείς μας, μέσα από τα γραφτά τους. Ωσεί παρών ο Μάρκος Ντουκάκης. Ο στρατιώτης που διηγείται τα που έζησε από τις 27 του Οκτώβρη 1940, μια μέρα πριν το ιστορικό όχι του λαού μας, μέχρι τη μάχη στον Βαφέ, τον Δεκέμβριο του 1944. Κλείνω την παρένθεση. Ας μεταφερθούμε όμως στο μέτωπο, όπου βρίσκεται, ο στρατιώτης μας, παραθέτοντας, σαν δείγμα γραφής το κεφάλαιο “Παρέα με νεκρούς”:
«Η βοή της μάχης απλώνετο στα χιονισμένα βουνά και όσο περνούσε η μέρα τόσο κι εμείς προχωρούσαμε βήμα το βήμα και υποχρεώναμε τον εχθρό να υποχωρεί, χάρη στη γενναιότητα των στρατιωτών μας. Μέχρι να νυχτώσει τον εκτοπίσαμε απ’ όλη την πλαγιά και τον είχαμε στριμώξει στα χαρακώματα και τα αμπριά που είχε ανορύξει μέσα στο χιόνι κατάκορφα του βουνού.
Οταν πύκνωσε το σκοτάδι, σταμάτησαν οι ντουφεκιές και μόνον τα πολυβόλα θέσεως μούγκριζαν πότε – πότε, σαν εξαγριωμένα θηρία.
Mε έναν στρατιώτη προχωρήσαμε λίγο αριστερά, σε κάποιο μικρό ίσωμα και εκεί στο παχύ στρώμα του χιονιού προσπαθούσαμε να στήσουμε το χαμηλό μας αντίσκηνο.
Ολόγυρα ήτανε παρατημένα ιταλικά όπλα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, αντιασφυξιογόνες μάσκες και άλλα πολεμικά είδη.
Σιγά – σιγά μπορέσαμε να στήσουμε τους ορθοστάτες και να τεντώσουμε κάπως τα σχοινάκια. Υστερα μαζέψαμε μάσκες και ό,τι άλλο βόλευε, τα βάλαμε μέσα και προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε είδος στρωμνής, για να ξαπλώσουμε έστω και διπλωμένοι πάνω τους και να ξεκουραστούμε.
Ολη τη μέρα δεν φάγαμε απολύτως τίποτα. Ελάχιστοι θα ήταν εκείνοι που μπορεί να είχανε κάτι στο σακίδιό τους.
Οταν πια είχαμε κάπως βολευτεί, φωνάξανε πως θα μοιράσουν κονιάκ και να πάμε να πάρουμε. Πήγαμε κρατώντας τα κύπελλα και μας τα γέμισαν ως απάνω. Ηπιαμε λίγο επί τόπου και μετά μέσα στο αντίσκηνο δεν αφήσαμε σταγόνα.
Η ποσότητα αυτή υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να μας φέρει δεν ξέρω σε ποια κατάσταση μέθης. Ομως δεν νιώθαμε παρά μια γλυκεία ζάλη και μια ζεστασιά που άπλωσε σε όλο μας το σώμα και δεν άργησε να μας πάρει ο πιο ευχάριστος ύπνος.
Θα κοιμηθήκαμε κάμποσες ώρες γιατί άρχισε να χαράζει και τα πυρά πύκνωναν. Χαλάσαμε βιαστικά το αντίσκηνο, πήρε ο καθένας το δικό του κομμάτι, το δέσαμε στο γυλιό, φορέσαμε τα σιδερικά μας και περιμέναμε διαταγή.
Καθώς παίρναμε τα κράνη, που τα είχαμε χρησιμοποιήσει ως προσκεφάλι, είδαμε με έκπληξη, όχι όμως και με φόβο, πως είχαμε κοιμηθεί πάνω σε παγωμένα πτώματα Ιταλών στρατιωτών που τα είχε σκεπάσει το χιόνι.
Δεν σχολιάσαμε πολύ το γεγονός, άλλωστε δεν ξέραμε τι μας περίμενε κι εμάς αργότερα.
Λυπηθήκαμε μόνο για τον χαμό των νέων αυτών παιδιών».
Και δεν θα ’ναι σίγουρα η τελευταία, “όσο ζω, αναπνέω και σωφρονώ”, για να χρησιμοποιήσω τρία… παπαδιαμάντεια ρήματα. Δεν είναι μόνο αυτά που λέει ο “ωραίος ως Ελληνας” Μπροσνιερίτης γεωπόνος – συγγραφέας στο βιβλίο του αυτό, αλλά και ο τρόπος που τα λέει. Ανοίγω παρένθεση. Σε ενεστώτα χρόνο η αναφορά μου δίχως να το καταλάβω. Ωσεί παρόντες οι συγγραφείς μας, μέσα από τα γραφτά τους. Ωσεί παρών ο Μάρκος Ντουκάκης. Ο στρατιώτης που διηγείται τα που έζησε από τις 27 του Οκτώβρη 1940, μια μέρα πριν το ιστορικό όχι του λαού μας, μέχρι τη μάχη στον Βαφέ, τον Δεκέμβριο του 1944. Κλείνω την παρένθεση. Ας μεταφερθούμε όμως στο μέτωπο, όπου βρίσκεται, ο στρατιώτης μας, παραθέτοντας, σαν δείγμα γραφής το κεφάλαιο “Παρέα με νεκρούς”:
«Η βοή της μάχης απλώνετο στα χιονισμένα βουνά και όσο περνούσε η μέρα τόσο κι εμείς προχωρούσαμε βήμα το βήμα και υποχρεώναμε τον εχθρό να υποχωρεί, χάρη στη γενναιότητα των στρατιωτών μας. Μέχρι να νυχτώσει τον εκτοπίσαμε απ’ όλη την πλαγιά και τον είχαμε στριμώξει στα χαρακώματα και τα αμπριά που είχε ανορύξει μέσα στο χιόνι κατάκορφα του βουνού.
Οταν πύκνωσε το σκοτάδι, σταμάτησαν οι ντουφεκιές και μόνον τα πολυβόλα θέσεως μούγκριζαν πότε – πότε, σαν εξαγριωμένα θηρία.
Mε έναν στρατιώτη προχωρήσαμε λίγο αριστερά, σε κάποιο μικρό ίσωμα και εκεί στο παχύ στρώμα του χιονιού προσπαθούσαμε να στήσουμε το χαμηλό μας αντίσκηνο.
Ολόγυρα ήτανε παρατημένα ιταλικά όπλα, χειροβομβίδες, πυρομαχικά, αντιασφυξιογόνες μάσκες και άλλα πολεμικά είδη.
Σιγά – σιγά μπορέσαμε να στήσουμε τους ορθοστάτες και να τεντώσουμε κάπως τα σχοινάκια. Υστερα μαζέψαμε μάσκες και ό,τι άλλο βόλευε, τα βάλαμε μέσα και προσπαθούσαμε να δημιουργήσουμε είδος στρωμνής, για να ξαπλώσουμε έστω και διπλωμένοι πάνω τους και να ξεκουραστούμε.
Ολη τη μέρα δεν φάγαμε απολύτως τίποτα. Ελάχιστοι θα ήταν εκείνοι που μπορεί να είχανε κάτι στο σακίδιό τους.
Οταν πια είχαμε κάπως βολευτεί, φωνάξανε πως θα μοιράσουν κονιάκ και να πάμε να πάρουμε. Πήγαμε κρατώντας τα κύπελλα και μας τα γέμισαν ως απάνω. Ηπιαμε λίγο επί τόπου και μετά μέσα στο αντίσκηνο δεν αφήσαμε σταγόνα.
Η ποσότητα αυτή υπό άλλες συνθήκες θα έπρεπε να μας φέρει δεν ξέρω σε ποια κατάσταση μέθης. Ομως δεν νιώθαμε παρά μια γλυκεία ζάλη και μια ζεστασιά που άπλωσε σε όλο μας το σώμα και δεν άργησε να μας πάρει ο πιο ευχάριστος ύπνος.
Θα κοιμηθήκαμε κάμποσες ώρες γιατί άρχισε να χαράζει και τα πυρά πύκνωναν. Χαλάσαμε βιαστικά το αντίσκηνο, πήρε ο καθένας το δικό του κομμάτι, το δέσαμε στο γυλιό, φορέσαμε τα σιδερικά μας και περιμέναμε διαταγή.
Καθώς παίρναμε τα κράνη, που τα είχαμε χρησιμοποιήσει ως προσκεφάλι, είδαμε με έκπληξη, όχι όμως και με φόβο, πως είχαμε κοιμηθεί πάνω σε παγωμένα πτώματα Ιταλών στρατιωτών που τα είχε σκεπάσει το χιόνι.
Δεν σχολιάσαμε πολύ το γεγονός, άλλωστε δεν ξέραμε τι μας περίμενε κι εμάς αργότερα.
Λυπηθήκαμε μόνο για τον χαμό των νέων αυτών παιδιών».
Ο Μάρκος Νικ. Ντουκάκης (1914 – 2004) γεννήθηκε στο Μπρόσνερο Αποκορώνου. Τελείωσε το Γυμνάσιο Βάμου και μετά σπούδασε γεωπόνος. Διορίστηκε στο Δημόσιο τον Οκτώβρη του 1940. Πολέμησε στην Αλβανία και νοσηλεύτηκε στο Στρατιωτικό Νοσοκομείο Λουτρακίου από κρυοπαγήματα. Μετά ήρθε στα Χανιά.
Ο Λόχος του στάλθηκε στα υψώματα του Γαλατά, όπου και πολέμησε εναντίον των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε στο στρατόπεδο Μάλεμε. Από εκεί δραπέτευσε και ήρθε στο χωριό του. Το διάστημα της κατοχής πρόσφερε, ως γεωπόνος, με έδρα τις Βρύσες όποια υπηρεσία του επέτρεπαν οι τότε συνθήκες στους αγρότες της περιοχής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στο Σέλινο, στο Καστέλι, στον Βάμο και στα Χανιά, μέχρι το 1980 που συνταξιοδοτήθηκε. Ως συνταξιούχος συνέχισε να ενδιαφέρεται για τον Αποκόρωνα υπηρετώντας το πολιτιστικό κίνημα, γράφοντας άρθρα στις εφημερίδες και κάνοντας εισηγήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε για το χωριό του για το οποίο έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο με τίτλο “Το Μπρόσνερο και οι αγωνιστές του”. Ηταν πάντα πρόθυμος να προσφέρει και έχαιρε γενικού σεβασμού.
Ο Λόχος του στάλθηκε στα υψώματα του Γαλατά, όπου και πολέμησε εναντίον των Γερμανών αλεξιπτωτιστών. Πιάστηκε αιχμάλωτος και κρατήθηκε στο στρατόπεδο Μάλεμε. Από εκεί δραπέτευσε και ήρθε στο χωριό του. Το διάστημα της κατοχής πρόσφερε, ως γεωπόνος, με έδρα τις Βρύσες όποια υπηρεσία του επέτρεπαν οι τότε συνθήκες στους αγρότες της περιοχής. Πήρε μέρος στην Εθνική Αντίσταση. Μετά την απελευθέρωση υπηρέτησε στο Σέλινο, στο Καστέλι, στον Βάμο και στα Χανιά, μέχρι το 1980 που συνταξιοδοτήθηκε. Ως συνταξιούχος συνέχισε να ενδιαφέρεται για τον Αποκόρωνα υπηρετώντας το πολιτιστικό κίνημα, γράφοντας άρθρα στις εφημερίδες και κάνοντας εισηγήσεις. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έδειξε για το χωριό του για το οποίο έγραψε ένα σπουδαίο βιβλίο με τίτλο “Το Μπρόσνερο και οι αγωνιστές του”. Ηταν πάντα πρόθυμος να προσφέρει και έχαιρε γενικού σεβασμού.
Χανιώτικα νέα (28.10.2013)
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/enas-stratiotis-thimate/#ixzz2j0l4tAN3
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου