ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ πάντα για μένα ο παρατατικός, όταν πρόκειται για τη μάνα μου. Οχι τρία χρόνια που έχουν περάσει, αλλά και τριάντα τρία να περάσουν πάντα ενεστώτας θα δηλώνει ο όποιος παρατατικός αναφέρεται σ’ αυτήν… “Εν όσω ζω, αναπνέω και σωφρονώ” όπως έλεγε (λέει) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ποιος είπε ότι πεθαίνουν οι αγαπημένοι μας, εν όσω τους θυμούμαστε;
Δείτε περισσότερα... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
ΗΜΟΥΝ λέει, σ’ ένα μεγάλο, σ’ ένα τεράστιο γήπεδο. Δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι, ούτε αν υπήρχε κόσμος στις κερκίδες, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έκανα προπόνηση στις κεφαλιές. Ετρεχα γύρω από τη σέντρα και κάποια στιγμή τιναζόμουν σαν ελατήριο, έφτανα όσο πιο ψηλά μπορούσα και κουνούσα το κεφάλι μου σαν να έδινα κεφαλιά σε μια αόρατη μπάλα…
ΗΜΟΥΝ λέει, σ’ ένα μεγάλο, σ’ ένα τεράστιο γήπεδο. Δεν θυμάμαι αν ήταν κι άλλοι, ούτε αν υπήρχε κόσμος στις κερκίδες, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έκανα προπόνηση στις κεφαλιές. Ετρεχα γύρω από τη σέντρα και κάποια στιγμή τιναζόμουν σαν ελατήριο, έφτανα όσο πιο ψηλά μπορούσα και κουνούσα το κεφάλι μου σαν να έδινα κεφαλιά σε μια αόρατη μπάλα…
ΤΟΥΤΟ το όνειρο, έτσι όπως σε γενικές γραμμές το έγραψα στο πρώτο σημερινό “πεταχτό” είδα πέρυσι, παραμονή του δεύτερου ετήσιου μνημόσυνου, της μάνας μου. Εφέτος την παραμονή του τρίτου συναπαντήματος που έγινε τις προάλλες, 4 Ιανουαρίου, ανήμερα του φευγιού της στο Αγιο Πνεύμα, στην εκκλησία της γειτονιάς μας, στις Κατούνες του Νίππους, δεν είδα κανένα όνειρο κι ας κοιμήθηκα στο πατρικό σπίτι. Μένω με το περυσινό, λοιπόν, που πολύ μου άρεσε.
ΑΝ ΞΕΣΥΝΟΡΙΖΟΜΟΥΝ, δεν θα υπήρχε ούτε μια μέρα που να μην έγραφα όλο και κάτι “στα πεταχτά” για τη μάνα μου. Το αποφεύγω όσο μπορώ. Κι ας μου λένε πολλοί ότι τα “πεταχτά” που αναφέρονται σ’ εκείνην είναι τα καλύτερά μου. Ούτε η ίδια δεν θα το ’θελε σε καμιά περίπτωση, άλλωστε.
ΑΝΑΡΙΑ, ανάρια το φιλί για να ’χει νοστιμάδα, θα μου έλεγε. Το τηρώ. Σήμερα, όμως, αφήνομαι. Ηθελημένα και από την αρχή μέχρι το τέλος, αφήνομαι. Αυτό κι αν είναι κερί στη μνήμη της. “Δυο κάρβουνα στο θυμιατό κι ένα κουκί λιβάνι” για να χρησιμοποιήσω έναν στίχο του Γιάννη Ρίτσου.
ΕΝΕΣΤΩΤΑΣ πάντα για μένα ο παρατατικός, όταν πρόκειται για τη μάνα μου. Οχι τρία χρόνια που έχουν περάσει, αλλά και τριάντα τρία να περάσουν πάντα ενεστώτας θα δηλώνει ο όποιος παρατατικός αναφέρεται σ’ αυτήν… “Εν όσω ζω, αναπνέω και σωφρονώ” όπως έλεγε (λέει) ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Ποιος είπε ότι πεθαίνουν οι αγαπημένοι μας, εν όσω τους θυμούμαστε;
ΟΜΟΡΦΑ, πολύ όμορφα, τα σύνθεσες, παιδί μου, μου έλεγες, σαν να σ’ ακούω, κάθε φορά που με άκουγες να μιλώ σε διάφορες εκδηλώσεις. Κουκουβάγια η μάνα μου, σκεφτόμουν… Για μια στιγμή, όμως μόνο, γιατί πάντα, αμέσως μετά συμπλήρωνες: Μα ωραία, πολύ ωραία, τα είπανε κι οι άλλοι που μιλήσανε, παιδί μου… Είχες πάντα τον τρόπο σου να λες την καλή κουβέντα για όλους.
ΕΠΡΕΠΕ να σαρανταπενταρίσω για να σου ζητήσω να μου μάθεις να βρίσκω χόρτα. Καμιά δουλειά δεν είναι ντροπή και ποτές δεν είναι αργά παιδί μου, μου είπες και με πήγες μέχρι τα Ξετρύπια, εκειά που ζαράρει το ροδίκιο. Ακολούθησαν κάμποσα μαθήματα, ατελείωτος φαινόταν ο κατάλογος των χόρτων που υπήρχαν και έπρεπε να τα ξεχωρίζω. Το θυμήθηκα κι αυτό όντας στον Κάτω Βλάση, που πήγα μετά το μνημόσυνο τις προάλλες. Ανάμεσα στα τόσα άλλα για τα οποία δεν υπάρχει χώρος…
ΗΤΑΝ φως φανάρι (φανερό διά γυμνού οφθαλμού) ότι το κουμάντο στο σπίτι μας το έκανε η κυρα-Δέσποινα, το Δεσποινιώ, όπως την έλεγαν τα εφτά της αδέρφια, όταν ήταν μικρή. Ο πατέρας μου, ένας άγιος άνθρωπος, “κουμαντατούρ” την ανέβαζε, “κουμαντατούρ” την κατέβαζε χαϊδευτικά πάντα τη μάνα μου. Κάποτε που έπαιζε χαρτιά στο καφενείο κάποιος τόλμησε να τον πειράξει. “Εσύ κάνεις ό,τι σου πει η γυναίκα σου”, του είπε. “Οπως το λέεις είναι και γι’ αυτό δεν πέφτω ποτές όξω”, του απάντησε εκείνος.
«Εγώ, μαμά, θα τραβώ την κατσίκα,/ λέει ο Αντώνης μ’ όλο το βάρος/ των τεσσάρων του χρόνων./ Ζηλεύω, ζηλεύω πολύ γιατί το ’πε αυτός,/ που του ρίχνω κοντά δυο χρόνια – αιώνες./ “Είστε μικροί και η κατσίκα είναι άγρια”,/ λες δένοντας κόμπο το σκοινί στη μέση σου./ Χέρι ελεύθερο γι’ αυτή δεν έχεις./ Στο ένα θα κρατάς το καλάθι με το φαγητό/ και το άλλο πρέπει να το κάνεις αγκαλιά/ για τη Στέλλα που έχει μόλις χρονιάσει./ “Θα τρέχει ο ποταμός, μην πάμε,/ μπορεί και να βρέξει”, κλαψουρίζω./ Δε σηκώνεις κουβέντα:/ “Ο πατέρας σας μας περιμένει/ να μαζέψουμε τις ελιές. Ας τρέχει ο ποταμός κι ας βρέξει…”».
Το ποίημα “Ας τρέχει κι ας βρέξει” του γράφοντος (Από την ποιητική συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”, Χανιά 2013).
Το ποίημα “Ας τρέχει κι ας βρέξει” του γράφοντος (Από την ποιητική συλλογή “Οταν γίνεις ποίημα”, Χανιά 2013).
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!
(petaxta.blogspot.com)
(petaxta.blogspot.com)
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/sta-petachta-37/#ixzz2pu6DDND7
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου