Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ

Και φυσικά θα πάω απόψε, Δευτέρα 30 Ιουνίου, στις 9 το βράδυ, πάντα, βέβαια Θεού θέλοντος, στο Μουσείο Τυπογραφίας για να ξαναδώ την εμπνευσμένη από τη ζωή και το έργο του  Μιχάλη Γρηγοράκη, θεατρικη παράσταση, σε σενάριο – σκηνοθεσία της Στέλλας Σκορδαρά με τίτλο “Μιχάλης Γρηγοράκης: Ενας απών… παρών”, της Ερασιτεχνικής – Πειραματικής Σκηνής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης.
Δείτε περισσότερα... ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Μιχάλης Γρηγοράκης: Ενας απών… παρών
Και φυσικά θα πάω απόψε, Δευτέρα 30 Ιουνίου, στις 9 το βράδυ, πάντα, βέβαια Θεού θέλοντος, στο Μουσείο Τυπογραφίας για να ξαναδώ την εμπνευσμένη από τη ζωή και το έργο του  Μιχάλη Γρηγοράκη, θεατρικη παράσταση, σε σενάριο – σκηνοθεσία της Στέλλας Σκορδαρά με τίτλο “Μιχάλης Γρηγοράκης: Ενας απών… παρών”, της Ερασιτεχνικής – Πειραματικής Σκηνής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης.
Και τρίτη φορά (λέμε τώρα) να ξαναπαρουσιαστεί επί σκηνής το συγκεκριμένο έργο, θα ξαναπάω. Το γράφω και το υπογράφω. Ισχύει, βλέπετε, κατ’ αναλογίαν, και για μια καλή θεατρική παράσταση, αυτό που ισχύει και για ένα καλό βιβλίο, σύμφωνα με τον ορισμό που έχει δώσει ένας σύγχρονος Ελληνας συγγραφέας. Καλό βιβλίο, λέει, είναι το βιβλίο που δεν θέλεις να τελειώσει ενώ το διαβάζεις, ωστόσο, όταν το διαβάσεις, θέλεις να το ξανά και ξανά διαβάσεις.
Να μην τελειώσει αυτή η παράσταση. Το σκεφτόμουν κι αυτό, παρακολουθώντας την, την προπερασμένη Κυριακή 22 Ιουλίου, στον ίδιο τόσο οικείο για τον Μίγρη χώρο, στο πλαίσιο της αφιερωμένης σ’ αυτόν εκδήλωσης τιμής και μνήμης, από την εφημερίδα μας. (Ολοι κι είμαστε τόσοι πολλοί) το σκεφτόμαστε εκείνο το βράδυ. Να μείνει κι άλλο… κι άλλο… κι άλλο επί σκηνής ο “γρηγοράκειος” κόσμος, με κυρίαρχη τη μορφή του, στο διάβα των χρόνων, έτσι όπως τον ζωντάνευαν μέσα απ’ το έργο του τα παιδιά της Ερασιτεχνικής Σκηνής που έπαιζαν τους ρόλους των με την καθοδήγηση της “δασκάλας” των στηριγμένοι στο κείμενο που επιμελήθηκε η Γωγώ Δημητριάδη και την τεχνική υποστήριξη του Μανόλη Καμπουράκη, σαν επαγγελματίες.
Η Ανδριάννα Βασιλειάδη, η Φίλια Γιαννακού, ο Μάρκος Γιανναράκης, η Αγγελική Καϊντομόγλου, η Πολύμνια Λακκιωτάκη, η Μυρσίνη Λινιουδάκη, ο Δημήτρης Λυκογιάννης, η Γρηγορία Οικονομάκη, ο Στέλιος Παγιαλάκης, η Ελένη Παπαραφτάκη, η Ελένη Πρωτοπαπαδάκη, ο Νίκος Τσιχλάκης και ο Κίμων Χαριτάκης. Συγχαρητήρια και διά της στήλης σ’ όλους σας. Και στη “δασκάλα” που μπορεί να μην γνώρισε καθόλου, μα καθόλου, τον Γρηγοράκη, πλην όμως, όπως ήταν ωραίος στην ακεραιότητά του και ακέραιος στην ωραιότητά του, τον “ανέστησε”, αλλά και στους “μαθητές” της! Και βέβαια στον καλλιτεχνικό διευθυντή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ.Κ. Μιχάλη Αεράκη που είχε την ιδέα.
Που δεν κατέει να γελά, δεν πρέπει ντου κουβέντα*
[...] Που δεν κατέει να γελά, δεν πρέπει ντου κουβέντα. Ξεκάθαρος ο Κρητικός Λαός και σ’ αυτήν την παροιμιώδη φράση του, μια φράση που ο Γρηγοράκης είχε βάλει ως προμετωπίδα στη δεύτερη έκδοση των ιστοριών του, το 1978. “Ο Γρηγοράκης ξαφνιάζει με τη συλλογή του, είναι τόσο πηγαία, που συχνά, ενώ γελάς, την ίδια ώρα πονάς, γι’ αυτό το μεγαλείο”, έγραψε γι’ αυτήν την έκδοση, μεταξύ των άλλων, ο Θ. Λουλουδάκης. Προβληματίζεσαι, θα έλεγα εγώ, έχοντας υπόψη και το σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο.
Να μας προβληματίσει πάνω απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα για το ποιοι είμαστε και πού πάμε τη σήμερον ημέρα, επιδιώκει και με τις ιστορίες του αυτές ο Γρηγοράκης, που και βέβαια είναι ωσεί παρών, εδώ μαζί μας, στον συγκεκριμένο χρόνο και στον συγκεκριμένο χώρο, που αποτελεί εξ αδιανεμήτου πλούτο για όλους μας.
“Διαχρονικός ο Μιχάλης, διαχρονική η πνευματική του δουλειά”, έγραψε “με απόλυτο σεβασμό” ο Γιάννης Γαρεδάκης, προλογίζοντας αυτή την έκδοση που κυκλοφορείται έξι χρόνια μετά το φευγιό του φίλου του, του φίλου μας στα επουράνια “Χανιώτικα νέα” , απ’ όπου μας βλέπει και χαμογελά ευχαριστημένος. Και για την έκδοση απ’ τα “Χανιώτικα νέα” του βιβλίου του Ξενοφώντα Παγκαλιά, που τόσο όμορφα παρουσίασαν πριν ο Αντώνης Σκαμνάκης και ο συγγραφέας του. Προσυπογράφουμε άπαντες.
Θα μπορούσα να σας μιλώ και μάλιστα ξεστομάτου (να μια επίσης ωραία κρητική λέξη) για τον Γρηγοράκη, γενικότερα για το έργο του και ειδικότερα για την Γ’ σειρά των “Εύθυμων Κρητικών Ιστοριών” του που παρουσιάζονται σήμερα, με τις ώρες. Να ανέλυα, για παράδειγμα, το ρήμα “εμάζεψε” που χρησιμοποιεί και να σας μιλούσα για τη συλλεκτική του δεινότητα, τη συλλεκτική του μανία. Ενα τσουβάλι λίρες να ’ριχνες μπροστά του, δεν θα γυρνούσε να τις δει, αλίμονό σου όμως αν άφηνες κάπου ένα χαρτάκι, εν ριπή οφθαλμού το είχε εξαφανισμένο. Τα λόγια, στο περίπου του Γιάννη Γαρεδάκη επί του θέματος. Δεν είναι ωστόσο στις προθέσεις μου. Και για να μη σας κουράσω.
Κυρίως όμως γιατί ακολουθεί η εμπνευσμένη απ’ τη ζωή και το έργο του Μιχάλη Γρηγοράκη θεατρική παράσταση, που ετοίμασε η Ερασιτεχνική Πειραματική Σκηνή του Δημοτικού μας Θεάτρου (μια ιδέα του Μιχάλη Γρηγοράκη) που αγωνιούμε να την παρακολουθήσουμε.
*Ενα ακόμα απόσπασμα σήμερα από την παρουσίαση του βιβλίου “Εύθυμες Κρητικές Ιστορίες (Γ’ Σειρά)” του Μιχάλη Γρηγοράκη (έκδοση “Χανιώτικα νέα”) που έκανε ο γράφων στο Μουσείο Τυπογραφίας στο πλαίσιο της εκδήλωσης “Τα γράμματα συναντούν τον πολιτισμό”.
Χανιώτικα νέα (30.07.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/michalis-grigorakis-enas-apon-paron-4/#ixzz367XRz6HN
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση) 13

 Στο «άνυδρο παρόν» του ο ποιητής μέσα από μια τριμερή δομή του με σκηνοθεσία θεατρική και επικολυρική χροιά, με τη χρήση συμβόλων, ως «ναρκομανής της αλήθειας» και με θαυμαστή διακειμενικότητα (Μυθολογία- Θρησκεία-Ιστορία) γράφει για μια πόλη-χώρα σύμβολο μέσω της συνύπαρξης τριών κατηγοριών ανθρώπων.
Βαρβάρα Περράκη
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση) 13
Παρουσίαση της «Κάζοβαρ»  από την Βαρβάρα  Περράκη (25.06.2014)

                         
Δημήτρης Νικολακάκης, Βαρβάρα Περράκη, Γιάννης Φίλης, Μιχάλης Αεράκης

Παρουσίαση της «Κάζοβαρ»
                             από την Βαρβάρα  Περράκη  (25 Ιούνη 2014)


Είναι Ιούνης, η νύχτα ανέτειλε, είναι ένα καλοκαίρι μάλλον δύσκολο που ωστόσο μας καλεί μ’ όλες του τις φωνές και τα μπλε-γαλάζια του να το ζήσουμε. Είναι ένας χώρος όμορφος και προκλητικός, είσαστε σεις κι εμείς, είναι που διψάμε για ουρανό, είναι που αντιστεκόμαστε στη θλίψη των καιρών μας, είναι που διακηρύσσουμε την πίστη μας σε μια άλλη ζωή, πιο ποιητική κι είναι εδώ ένας ποιητής που τιμά την πόλη μας κι είναι και μια ποιητική συλλογή που ξαναδιαβάσαμε κι είναι εν τέλει η λαχτάρα μας για τις άλλες λέξεις, αυτές που θέλεις να διαβάσεις φωναχτά, να τις ακούς και να τις βλέπεις ν’ ακτινοβολούν, να κρίνουν και ν’ απελπίζονται, να βουτάνε στο σκοτάδι και να αναδύονται στο φως, να πληγώνουν και να σώζουν, να είναι τιμωροί και λυτρωτές, ναυαγοσώστες δηλαδή! Οι λέξεις ενός ποιητή είναι μια υπόσχεση αθανασίας γιατί η ποίηση αποτέλεσε την πρώτη μορφή λογοτεχνικής έκφρασης, μια πράξη άφατη, θαρραλέα.
Όλος ο χρόνος περικλείεται στην ποίηση, ο βιωμένος κι ο αβίωτος, σα μια γραμμή με αναμνήσεις από το παρελθόν κι από το μέλλον, άλλοτε τακτοποιημένες κι άλλοτε ατακτοποίητες, με θράσος κι ευγένεια, με λογική και παραλογισμούς για την ανθρώπινη περιπέτεια.
Δεν τα λέω αυτά τυχαία παρά συνειδητά, γιατί το ποιητικό κείμενο που μας απασχολεί απόψε κινείται  πάνω σ’ αυτή τη διαχρονία κι απαντάει  στην απληστία με πλήρη, λιτό και ουσιαστικό λόγο.
Μετά από 27 χρόνια, η επανέκδοση αυτού του κειμένου αποδεικνύεται σαφέστατα  ελπιδοφόρες πιθανότητες διάσωσής μας σαν ένας λυγμός μακρόσυρτος αλλά και μια ματιά προς τα πάνω.
Δίχως  ήρωες αλλά ίσως με μια διάθεση αυτοκριτικής κι αυτοσυνειδησίας για την κόλαση και τον παράδεισο της ανθρώπινης επίγειας κοινωνίας. Ως μαρτυρία για την άγρια μοναξιά των ημερών μας πια και την πρόταση μιας επιστροφής στο εμείς που πιθανά να φέρει την άνοιξη για όσους δεν φοβούνται, επειδή ξέρουν από δάκρυα.
Ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε:
«παράταιρος ο λόγος ο δυνατός
μέσα σε μια πολιτεία που σωπαίνει»
Κι εδώ έχουμε μια πολιτεία, που προφητικά σχεδόν ο ποιητής προέβλεψε την κατάρρευσή της, μόνος, «πρώτος κι έσχατος» όπως στο δωδεκάλογο του Γύφτου ο Παλαμάς, ο Τάσος Λειβαδίτης στις ποιητικές του συνθέσεις, ο Μιχάλης Κατσαρός  στην πικρή ποιητική οξυδερκή πολιτική και κοινωνική κριτική του. Στο «άνυδρο παρόν» του ο ποιητής μέσα από μια τριμερή δομή του με σκηνοθεσία θεατρική και επικολυρική χροιά, με τη χρήση συμβόλων, ως «ναρκομανής της αλήθειας» και με θαυμαστή διακειμενικότητα (Μυθολογία- Θρησκεία-Ιστορία) γράφει για μια πόλη-χώρα σύμβολο μέσω της συνύπαρξης τριών κατηγοριών ανθρώπων.
Οι χυδαίοι, οι αδύνατοι κι οι φαέθοντες είναι ένα τριπλό σχήμα, επινοημένο σκηνικά και ποιητικά αλλά πραγματικό κοινωνικά, που ξεπερνώντας τις συνήθεις ταξικές διαφοροποιήσεις προσδιορίζει το  χώρο και την κατάστασή του αξιακά κυρίως και στη συνέχεια τις ανθρώπινες στάσεις που οδηγούν είτε στο σκοταδισμό και την ειμαρμένη του τέλματος και του βούρκου, είτε στο αμυδρό φως μιας άλλης οπτικής βασανισμένης και βασανιστικής αλλά τελικά ζωοφόρας και ζωοδότρας.
Σαράντα τρία ποιήματα εκ των οποίων τα δύο προλογικά και το ένα επιλογικό, συγκροτούν το ενιαίο ποιητικό σώμα που αν, και σπονδυλωτό, συνιστά μια αδιάσπαστη αφήγηση σε Α΄ και Γ΄ πρόσωπο, ενικό και πληθυντικό για ευνόητους λόγους αποστασιοποίησης αλλά και συνύπαρξης, κριτικής αλλά και συμπάθειας του ποιητή με τη χώρα-σύμβολο, την ίδια του τη χώρα δηλαδή.
Στα 1978, ο Δημήτρης Δημητριάδης, συγγραφέας, έγραψε ένα οικτρό, σχεδόν άγριο κείμενο, αλλά αληθινό, ένα πεζογράφημα, με τίτλο «πεθαίνω σα χώρα», ένα σχέδιο προφητικού μυθιστορήματος, με μια παθιασμένη απελπισία, με εφιαλτική ατμόσφαιρα, κάπως νέο-υπέρ-ρεαλιστική σαν του Μίλτου Σαχτούρη, για το φόβο ότι θα «καταλήγαμε σε μια αιωνιότητα αμείωτου κενού».
Δεν ξέρω αν ο Κακατσάκης γνώριζε ή γνωρίζει το κείμενο, όμως αυτός ο μαρασμός και ο υπονομευτικός φόβος του Α’ και του Β’ μέρους του βιβλίου μας, αυτή η γύμνια της απόλυτης εκμηδένισης, αυτή η κατοχή από το κακό και το άνομο, το μιαρό και βέβηλο, αυτή η λασπουριά που κάλυψε τα πάντα, η χυδαιότητα κι η απατηλότητα, αυτό το άδειασμα από την ανθρώπινη αξία είναι τα βίαια χαρακτηριστικά αυτής της ουτοπικής (άραγε:) χώρας που  αποκαλύπτεται ποιητικά από τον τιμώμενο απόψε.
Επιβλητικός ο λόγος στον πρόλογο, μεγαλόπνοος, προφητικός, εσχατολογικός, μεγαλειώδης.  Μια διεύρυνση του ποιητικού υποκειμένου σε μια άλλη διάσταση, από την αρχή μέχρι και σήμερα.
Όχι όμως ένα ποιητικό υποκείμενο, αλαζονικό ΕΓΩ αλλά δηλωτικό της τεράστιας ευθύνης του ΑΝΘΡΩΠΟΥ, του μόνου στη διαχρονία του, η αιώνια ΜΟΝΑΞΙΑ του ποιητή!
Στην πρώτη λοιπόν δομική ενότητα του έργου που επιγράφεται « η εμφάνιση των χυδαίων», η ποιητική φράση του Τάκη Σινόπουλου «Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή και δύσκολη» (Ο ΚΑΙΟΜΕΝΟΣ), «φοβάμαι» νομίζω ότι κυριαρχεί ως πύκνωση αυτής της απάνθρωπης ατμόσφαιρας.
Η είσοδος και η επικράτηση των χυδαίων, το οριστικό τέλος της μέρας, ένας μεσαίωνας και η κατατρόπωση της πραγματικής ζωής, η υποκρισία, το άπλωμα του θανάτου, η νύχτα η αξημέρωτη, ο φόβος, η ανθρωποκτόνα  μηχανή, η παράλογη πειθαρχία, η δολοφονία των ονείρων, η κατάργηση του ανθρώπου, η μιαρότητα, η παρακμή των αξιών, η καταστολή των επιθυμιών, οι κατασκευασμένοι ήρωες, η ιστορική εκτροπή, το διαρκές γήρας, το τέλος της αγάπης, η εκποίηση των ελπίδων, η εμπορευματοποίηση του ανθρώπου, το διαρκές τέλος…
Ορατότης  μηδέν… Ένας διαρκής φόβος, η ωμοφαγία, μια απέραντη επικράτεια της απελπισίας…
Η Κάζοβαρ του τρόμου και του γκρίζου, των ανθρωποκτονιών του χαλκευμένου όνειρου, των ληστών και των καταπατητών, των βαρβάρων του Καβάφη, αυτών όμως που ήδη έχουν εισβάλει. Η Κάζοβαρ ένα οργουελικό τοπίο, καθόλου επιστημονικής φαντασίας, εδώ πλανήτης γη…
Ένα επιθετικό τοπίο με το ρόγχο του θανάτου, μια νύχτα, η ασχήμια κι η κατάρρευση, μια κίνηση προς τα κάτω…
Στο «τραγούδι του εμπόρου» ο Μπέρτολ  Μπρεχτ έγραφε:
«Τι είναι στ’ αλήθεια ο άνθρωπος;
Που να ξέρω ο άνθρωπος τι είναι τάχα!
Ξέρω την τιμή του μονάχα!»
Αυτή είναι κι η διαπίστωση του Βαγγέλη Κακατσάκη στο τέλος της Α’  ενότητας με το ποίημα «Γενικό εμπόριο» Τυχαίο; Στο Β΄ μέρος του σπονδυλωτού ποιήματος με τίτλο «Απολογία αδυνάτων», ο ποιητής αναπαριστά τα νέα ήθη αυτής της κοινωνίας και τη συμπεριφορά της αποδοχής της απελπιστικής και απελπισμένης των κατοίκων της Κάζοβαρ. Καμιά Ανάσταση, ούτε καν η υπόσχεση μιας ελπιδοφόρας θρησκείας δεν υπάρχει. Η Ζωή εν Τάφω, χωρίς ίχνος διαφυγής, αντί για λόγια ψελλίσματα, η ένοχη σιωπή που είναι συνενοχή, οι χαμένες άνοιξες κι η θύμησή τους.
Ως νέοι «Μοιραίοι» του Βάρναλη με μια παθητική προσμονή, χωρίς έξοδο, πολιορκημένοι και δουλοπρεπείς, ξυπόλητοι και μόνοι, μόνο με αναμνήσεις αλλά χωρίς επιδιώξεις, χωρίς μέλλον, εγκλωβισμένοι σ’ ένα αφόρητο παρόν, αιχμάλωτοι των διαψεύσεων τους, κακορίζικοι, στα παζάρια τα όνειρά τους…
Ο μαρασμός, η αναβολή, οι επιθυμίες οι ανεκπλήρωτες κι οι ανέκφραστες, ο θάνατος της αγάπης, η κατάργηση των αντιδράσεων… Γεμάτες  απουσία οι ψυχές τους, ενοχές προκατασκευασμένες, μοιρολόγια τα τραγούδια τους… Μόνη σωτηρία η θύμηση, όταν η μνήμη γίνεται κιβωτός για να ξαναξεκινήσει η ζωή, όπως της πρέπει…
Συμβιβασμένοι και δουλοπρεπείς, απέραντα πληγωμένοι, έρπουν σχεδόν, ένα με το χώμα και τη λάσπη, γέμισε λέξεις απαγορευμένες η γλώσσα τους, αναίσθητοι και ζώντες κατά τύχη, «άβουλοι αντάμα προσμένουμε ίσως ένα θάμα», οικείος στίχος μιας σκληρής αυτογνωσίας για όλες τις εποχές, όταν απειλείται ο άνθρωπος κι αντί να απαιτεί, επαιτεί…
Φαίνεται όμως ότι ο ποιητής είναι διατεθειμένος να ανοίξει το δρόμο. Ν’ απελπίσει την απελπισία και με τις λέξεις του να σκοτώσει το θάνατο. Ξέρει καλά τι χαλάει τον άνθρωπο. Κι έτσι στο 3ο και τελευταίο μέρος αυτής της ποιητικής σύνθεσης, όταν πια αντιλαμβανόμαστε ότι αυτή η χώρα δεν μας είναι και τόσο άγνωστη, θα ‘λεγα μάλιστα το αντίθετο «στο ημερολόγιο του Φαέθοντα» ο ποιητής αξιοποιεί το μυθολογικό σύμβολο με μια ηχηρή διακειμενικότητα  για να δηλώσει ότι το ταξίδι στο φως, ως οδηγός του άρματος του ήλιου ενέχει κινδύνους γιατί ο ήλιος φωτίζει, χαρίζει τη ζωή αλλά όπως γράφει ο Ναζίμ Χικμέτ  « αν δεν καείς εσύ, αν δεν καώ εγώ».
Αχνοφαίνεται το όραμα της ζωής, ο αντίλογος της ζωής κι από το πηγάδι βγαίνει το λαγαρό νερό, από την ενδοσκόπηση η απόφαση γι αντιδράσεις, η παιδική ηλικία της ανθρωπότητας εν είδη αγνότητας κι αθωότητας μπορεί και να γυρίσει ο έρωτας  ως ζωογόνα δύναμη μαζί με την πράξη που αποθεώνει τη ζωή…
Συμβολικοί οι τύποι των ποιημάτων του 3ου μέρους πηγάδια, η προσδοκία της ιστορικής αλήθειας, η αθανασία, τα περιστέρια, ο λόγος κι ο αντίλογος, το καλοκαίρι και η τελική κατάφαση του «θα ‘ρθει καιρός»
Η νεοελληνική ιστορία κι οι σηματοδοτήσεις της, η Ανάσταση της ορθόδοξης παράδοσης, το 41 και το Πολυτεχνείο είναι οι σταθμοί που ο ποιητής θα στηρίξει τις προσδοκίες και τα φωτεινά του οράματα αυτούς τους αγίους του ελληνικού εικονοστάσιου  και θα μιλήσει για τους ολότελα δοσμένους στον κοινό αγώνα ήρωες που αφειδώλευτα κι ιδανικά έγιναν εραστές της συλλογικής αφύπνισης και πίστεψαν κι έπραξαν και κήρυξαν και διέδωσαν και καήκανε οι ίδιοι στη φωτιά της ουτοπίας τους.
Ο κηρυγμένος πόλεμος στο κακό και στο ψέμα, σ’ ότι απειλεί και χαλάει τον άνθρωπο, σε ότι  δολοφονεί το όνειρο, σ’ ότι εμποδίζει την επέλαση της άνοιξης, γίνεται ποίηση με λέξεις στέρεες και λιτές, ασυμβίβαστες κι ελεύθερες, κι έτσι η ποίηση μεταμορφώνεται σε πράξη και στάση και βιοθεωρία ορατή και διαφανή. Ο ποιητής εκτίθεται σχεδόν ηρωικά, συναντιέται με μας, δεν σιωπά, δεν ολισθαίνει, επανέρχεται, υπενθυμίζει, προτάσσει, ανοίγει το «πηγάδι της κραυγής».
Και μάλλον συμπορεύεται  με τον Μιχάλη Κατσαρό, που στο ποίημά του κατά Σαδδουκαίων έγραψε:
«Εγώ πάλι μέσα στο πλήθος διακλαδίζομαι
Η θέλησή μου διακλαδίζεται μέσα στο πλήθος
μαζεύω τους σκόρπιους σπόρους μου
για την καινούρια μακρινή μου ανάσταση, μαζεύω»
Κι ο Γιάννης Ρίτσος Ανυπόταχτη Πολιτεία καλεί την πόλη του να ξεσηκωθεί κι αρθρώνει έναν ανάλογο μελλοντολογικό λόγο.
« Μη φοβηθείτε, όσοι ξέρετε από δάκρυα»
Έτσι κλείνει το βιβλίο του ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Σηματοδοτεί την υποσχεμένη μέρα του μέλλοντα χρόνου, σε μια έξοδο στην αυλή ενός καλύτερου κόσμου. Και εμείς μέσα από τη διαρκή επανάσταση της ποιητικής πράξης που δηλώνει παρούσα στα δύσκολα του ανθρώπου μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον στίχο του Μιχάλη Γκανά:
« Ο τελευταίος στίχος δε μένει πάντα τελευταίος
Κάποτε γίνεται πρώτος στίχος ενός ποιήματος
Που γράφει κάποιος αναγνώστης»
Δεν είναι αγαπητέ Βαγγέλη ότι θα γίνουμε κι εμείς ποιητές αλλά είναι ανοιχτοί, ανάλαφροι, μάρτυρες του καιρού μας, όχι οπαδοί αλλά πολίτες, σκεπτόμενοι κι ονειροπόλοι, αφοσιωμένοι στη ζωή με πολλαπλές εμπειρίες και βιώματα, στο τέλος μιας εποχής, χωρίς συλλογικούς μύθους, χαμένοι σε έναν απόλυτο σχετικισμό και ενίοτε με πτήσεις στα προσωπικά μας κενά χρειαζόμαστε ως π
της ζωής που προσφέρει απλόχερα η ποίηση με τα πολύτιμα υλικά της.
Ένας δάσκαλος γράφει. Αυτό είναι ακόμα σπουδαιότερο. Διαρκώς νέος δηλαδή.

ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ


Τον μύθο του Θεόσοφου διανθισμένο με  εικόνες του,  όπως μας τον δίνουν τα παιδιά απ’ το 3ο Δημ. Σχ. Κισάμο και από ένα Δημ Σχολείο του Alliste της Ιταλίας, που έκαναν στο πλαίσιο του προγράμματος  “Comenius” φιλοξενούμε στον σημερινό «Παιδότοπο»…
Δείτε περισσότερα... ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ
Επιμέλεια: Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης




3ο Δημ. Σχ. Κισάμου
Ο κοινός μας μύθος
Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Χαρούμενο, πολύχρωμο, ξένοιαστο και γελαστό είναι και το 12ο τεύχος του γνωστού στους αναγνώστες του «Παιδότοπου» περιοδικού του 3ου Δημ. Σχ. Κισάμου “Τα μυστικά του θρανίου” που κυκλοφορήθηκε τη φετινή σχολική χρονιά και καλύπτει το πρώτο μισό της. Οπως χαρούμενα, πολύχρωμα, ξένοιαστα και γελαστά ήταν και τα προηγούμενα άλλωστε. Μα και εντελώς διαφορετικό, αφού είναι στην κυριολεξία πλημμυρισμένο, σχεδόν αποκλειστικά, με φωτογραφίες, ζωγραφιές και κείμενα σχετικά με το πρόγραμμα “Comenius” στο οποίο συμμετείχε το σχολείο μαζί με ένα σχολείο απ’ την Ιταλία, ένα απ’ την Τουρκία και ένα απ’ την Ισπανία… Καρπός αυτής της συνεργασίας, που συμπεριλαμβάνει, βέβαια, και τις ανάλογες επισκέψεις, είναι και η δημιουργία “ενός… κοινού μύθου” που τον ξεκίνησαν τα Ελληνάκια για να πάρουν τη σκυτάλη στη συνέχεια τα παιδιά απ’ τις άλλες χώρες. Αυτόν τον μύθο, διανθισμένο με 4 απ’ τις εικόνες του, που έχει σαν κεντρικό ήρωα τον Θεόσοφο, όπως μας τον δίνουν τα παιδιά απ’ την Κίσαμο και από το Alliste της Ιταλίας, φιλοξενούμε στον σημερινό «Παιδότοπο»… Μαζί με το εξώφυλλο των “Μυστικών του θρανίου”, που, επειδή δεν είναι πια μυστικά, μου δίνουν την ευκαιρία να συγχαρώ από καρδιάς όλους, μα όλους, δασκάλους και μαθητές, για τις δημιουργίες των…
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Β.Θ.Κ.
Είχαμε συμφωνήσει στο σχολείο μας να δημιουργήσουμε έναν κοινό μύθο με ήρωες που έχουν επιλεγεί από κάθε χώρα. Την αρχή του μύθου ξεκινήσαμε εμείς. Ο ήρωάς μας ονομάζεται Θεόσοφος και…

Μια φορά και έναν καιρό υπήρχε ένας ήρωας που τον έλεγαν Θεόσοφο και ζούσε στην Κρήτη. Ηταν δυνατός, δίκαιος και σοφός. Αγαπούσε τους ανθρώπους και τα ζώα και πάντα ήταν δίπλα τους.
Ο Θεόσοφος είχε μια πολύ καλή φίλη που την έλεγαν “Ευρώπη”. Συνήθιζε να σκαρφαλώνει στην κορυφή ενός βουνού, του Ψηλορείτη, για να τη δει και να μιλήσουν, βλέποντας παράλληλα όλη τη Μεσόγειο θάλασσα. Από εκεί όλα έμοιαζαν πιο όμορφα.
Μια μέρα, όταν πήγε να την επισκεφτεί, είδε τη σπηλιά της άδεια. Κάθισε μπροστά από τη σπηλιά και την περίμενε, αλλά εκείνη δεν εμφανίστηκε. Συνήθιζε να επιστρέφει στην ώρα της. Δεν αργούσε ποτέ. Αυτό έκανε τον Θεόσοφο να ανησυχήσει. Στάθηκε σε μια πέτρα και τη φώναξε: “Ευρώπη! Ευρώπη!”. Ο αέρας σκόρπισε τη φωνή του, αλλά δεν έγινε τίποτα. Η Ευρώπη είχε χαθεί.
Επρεπε να κάνει κάτι. Αρχισε να την ψάχνει παντού. Πέταξε πάνω από κάθε βουνό, δάσος και παραλία.
Κοίταξε κάθε σπηλιά και ρώτησε τους φίλους του τα ζώα, αλλά κανείς δεν την είχε δει. Ακόμα και το “Κρι – κρι”, η κρητική άγρια κατσίκα ή το σπάνιο είδος του γυπαετού που πετά τόσο ψηλά κάθε μέρα.
Ηταν στεναχωρημένος και απεγνωσμένος. Κάθισε σε μια πέτρα να σκεφτεί. “Τι της συνέβη;”, σκέφτηκε.
“Αν βρίσκεται σε κίνδυνο;”. Επειτα, θυμήθηκε τους φίλους τους στην Ιταλία, την Ισπανία και την Τουρκία και τον όρκο που είχαν δώσει μια νύχτα κάτω απ’ τ’ αστέρια. “Ενας για όλους και όλοι για έναν!”.
Ετοιμάστηκε να φύγει. Ισως η Ευρώπη ήταν σε μεγάλο κίνδυνο και χρειαζόταν να βιαστεί. Αποφάσισε να πάει πρώτα στην Ιταλία να συναντήσει τον φίλο του…
Εκείνος θα μπορούσε να βοηθήσει. Πέταξε μέχρι το όμορφο Alliste στην Ιταλία όπου ζούσε ο φίλος του Itagrespatur*.
*Τα αρχικά των χωρών που συμμετέχουν
στο πρόγραμμα Comenius.
Τον κοινό μύθο συνέχισαν οι συμμαθητές μας από το Alliste της Ιταλίας…
Μια ωραία ημέρα ο ήρωας Θεόσοφος έφτασε στο Alliste, στην Ιταλία, ψάχνοντας για τη φίλη του την Ευρώπη.

Στο Alliste, ο Θεόσοφος συνάντησε τον Itagrespatur, τον Ιταλό φίλο του και του είπε ότι ανησυχούσε επειδή η φίλη τους η Ευρώπη αγνοούνταν… Στην επιστροφή ο Itagrespatur είπε στον φίλο του για τις ανησυχίες του όσον αφορά την ευρωπαϊκή σημαία που του έδωσε η Ευρώπη. Είχε επίσης εξαφανιστεί η ευρωπαϊκή σημαία.
Οι δύο ήρωες αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν τις δυνάμεις τους. Πρώτα έπρεπε να ψάξουν για την Ευρώπη και τη σημαία της. Την αναζήτησαν στη σπηλιά “Zinzulusa”, στην εξοχή, στο Caseddhi (ένα μικρό εξοχικό σπίτι από πέτρα) παντού!
Ξαφνικά άκουσαν έναν θόρυβο και ένιωσαν μια παράξενη κίνηση που προερχόταν από μια μεγάλη βελανιδιά πολλών αιώνων. Συνειδητοποίησαν ότι κάτω από τη βελανιδιά υπήρχε μια αποικία των άτακτων Scazzamurreddhi (μικρών ξωτικών από το Salento) που γελούσαν και έκαναν γκριμάτσες φεύγοντας μακριά. Μόνο ένας, από περιέργεια, έμεινε κοιτάζοντάς τους.
Ο Ιtagrespatur, γνωρίζοντας καλά τα άτακτα ξωτικά, προσπάθησε να μάθει νέα για την Ευρώπη και τη σημαία. Τα μικρά ξωτικά πάντα ήξεραν… τα πάντα!
Εν τω μεταξύ, έφτασε το βράδυ και το μικρό ξωτικό αποκάλυψε στους δύο ήρωες ένα σημαντικό στοιχείο για να πετύχουν τον στόχο τους: μπορούσαν να βρουν την Ευρώπη και τη σημαία μόνο με τη βοήθεια μιας όμορφης Τουρκάλας.
Οι δύο ήρωες χαρούμενοι για την αποκάλυψη αυτή πήγαν προς την Τουρκία γεμάτοι ελπίδα…
Το μικρό ξωτικό μιλούσε τόσο πολύ! Και ο φίλος του το απομάκρυνε με τη βία.
Τον μύθο θα συνεχίσουν οι συμμαθητές μας από την Τουρκία…
Χανιώτικα νέα (29. 06.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/o-kinos-mithos-tis-evropis/#ixzz360oqfi9g
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ' Έκδοση) 12

Ο Βαγγέλης Κακατσάκης από νωρίς εξέφρασε την αγωνία του για το άνθρωπο και πρότεινε ιδέες για μια ειρηνική συμβίωση. Δεν έμεινε στα λόγια. Δούλεψε ως δάσκαλος με τα παιδιά και άνοιξε τον δρόμο σε γενιές νέων προς το θαύμα του κόσμου. Είχε ένα εκπληκτικό εργαλείο για τούτο, τη γλώσσα. Πόσο πιο τυχερός μπορεί να είναι κανείς.
Γιάννης Φίλης
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ' Έκδοση) 12
Η ομιλία του πρώην πρύτανη του Πολυτεχνείου Κρήτης Γιάννη Φίλη στην παρουσίαση (25.06.2014)


Από αριστερά: Δ. Νικολακάκης, Βαρβάρα Περάκη, Γιάννης Φίλης και Μιχάλης Αεράκης


Η Κάζοβαρ του Βαγγέλη Κακατσάκη είναι μια φανταστική χώρα ή πόλη που την κατοικούν χυδαίοι, αδύνατοι και φαέθοντες, δηλαδή άνθρωποι σαν εμάς. Η Κάζοβαρ έχει την ιστορία της  που είναι άποψη της μεγαλύτερης Ιστορίας που γράφεται όπως γράφεται: με πολλές δοκιμές, διαγραφές, μυθικές αφηγήσεις που στο τέλος φτιάχνουν τον μύθο της φυλής. Η Ιστορία δεν είναι επιστήμη ούτε αντικειμενική καταγραφή. Είναι προέκταση της ποίησης. Ο ιστορικός θυμάται, επιλέγει πηγές, σβήνει, αναδημιουργεί, εμποτίζει τα κείμενά του με ιδεολογία – έστω υποδόρια. Διαβάστε την ιστορία του 1821 από τα απομνημονεύματα του Θ. Κολοκοτρώνη και του Μακρυγιάννη και έχετε δυο διαφορετικές ιστορίες: του Μακρυγιάννη περιαυτολογεί και βγάζει βαθιά αντιπάθεια για τον Κολοκοτρώνη, ενώ του Κολοκοτρώνη είναι συνοπτική, υποτονισμένη, χωρίς περιαυτολογίες. 
Ένα από τα πιο πολιτισμένα έθνη σήμερα, το ιαπωνικό, έχει ξαναγράψει την ιστορία του με νομοθετικές πράξεις του 2007 που προωθούν τον πατριωτισμό και την αγιοποίηση των προγόνων του. Πουθενά δεν υπάρχει μνεία για τα 20 εκατομμύρια Κινέζων που σφαγίασαν στις δεκαετίες 30 και 40 ή τις δεκάδες χιλιάδες νεαρές γυναίκες από την Κίνα, την Κορέα, τις Φιλιππίνες, και την Ινδονησία που εξανάγκασαν με την απειλή των όπλων στην πορνεία, κατά διαταγή της ιαπωνικής κυβέρνησης στον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, για να ικανοποιούν τις σεξουαλικές ανάγκες των Ιαπώνων στρατιωτών και αξιωματικών. Άλλη συνήθης πρακτική τους ήταν ο ομαδικός βιασμός και μετά η εκτέλεση των γυναικών, συχνά με βασανιστήρια. 
Στην Κάζοβαρ, οι φαέθοντες ή ποιητές αγωνίζονται για έναν καλύτερο κόσμο όπου οι «χυδαίοι» δεν θα έχουν τον πρώτο λόγο. Γράφει στο ποίημα «Μπήκαν στην πόλη»:
«Μπήκαν στην πόλη
η αγορά γέμισε μάσκες.
Ο ήλιος μαζεύτηκε
πάνω στην ξεμοναχιασμένη παπαρούνα.
Οι πολλοί κρύφτηκαν στα σπίτια τους…»
Και λίγο μετά στο ποίημα «Μια νύχτα»
«Στα πεζοδρόμια κερνούσαν θάνατο.
Σκιές κακών εμπόρων αλώνιζαν στα μάτια μας.»
Αυτά τα ποιήματα είναι γραμμένα πριν από 30 χρόνια, επηρεασμένα ίσως από τη δικτατορία και τον απόηχό της. Ο Πολωνός Kazimierz Brandys είχε γράψει για την κατοχή της Πολωνίας από τους Ναζί και τους Σοβιετικούς: «Η σύγχρονη ιστορία μάς διδάσκει ότι χρειάζεσαι μόνο ένα ψυχικά άρρωστο άτομο, δυο ιδεολόγους και τριακόσιους δολοφόνους για να πάρεις την εξουσία και να φιμώσεις εκατομμύρια ανθρώπων.»
Λίγο διαφορετικά θα έλεγα ότι αν δημιουργήσεις τις κατάλληλες συνθήκες, αν δώσεις λίγη εξουσία σε οποιονδήποτε ανθρωπάκο, κατά πάσαν πιθανότητα έφτιαξες ένα δικτατορίσκο με ελάχιστες αλλά λαμπρές εξαιρέσεις. Σκεφτείτε τον δυνάστη δάσκαλο – στην εποχή μου οι περισσότεροι ήταν βίαιοι και απρόσιτοι – τον αδιάφορο γραφειοκράτη και διοικούντα, τον βουλευτή ή πρωθυπουργό που αντιμετωπίζει με περιφρόνηση και αδυναμία αναγνώρισης των συναισθημάτων τους ψηφοφόρους του. Η νευρολογία έχει δείξει με τη βοήθεια της λεγόμενης λειτουργικής μαγνητικής τομογραφίας ότι η ισχύς και η εξουσία μειώνουν στους ηγέτες την ικανότητα αναγνώρισης των άλλων ως ανθρώπων. Όταν συνήθεις άνθρωποι συναντούν συνανθρώπους, ενεργοποιείται ο μέσος προμετωπικός φλοιός του εγκεφάλου. Ανάβει όπως λέμε. Σε ανθρώπους της εξουσίας πολλές φορές αυτός ο φλοιός δεν ανάβει. Οι άνθρωποι της εξουσίας, οσοδήποτε μικρής, κατά πλειοψηφία, πιστεύουν σε ποικίλοντα βαθμό ότι είναι μοναδικοί και κάνουν χάρη στους πολλούς που τους κυβερνούν. Είναι όλοι αυτοί οι «χυδαίοι» κατά τον Κακατσάκη. 
Γράφει στην «Κατασκευή ηρώων»:
«Οι δημοσιογράφοι δίπλα μας 
έκαναν συλλογή κραυγών. 
Τις περνούσαν από τόρνο 
κι έβγαζαν χαμόγελα. 
Τις τοποθετούσαν στα ίδια πρόσωπα 
κι έφτιαχναν ήρωες…»
Ο Άγγλος συγγραφέας William Hazlitt έγραψε το 1817:
«Η ζωή είναι η τέχνη της αυταπάτης και για να πετύχει η αυταπάτη πρέπει να είναι διαρκής και αδιάκοπη.» Πάρτε για παράδειγμα τα καλά παιδιά της γειτονιάς σας, κουρέψτε τα και ντύστε τα ομοιόμορφα με γκρίζες στολές, γεμίστε τα κεφάλια τους με ιδεολογία ανωτερότητας της θρησκείας και της πατρίδας τους, προσθέστε λίγη προγονολατρεία και δώστε τους ένα Μ16. Πάρτε στη συνέχεια μια ομάδα ηλικιωμένων που θα τους δώσουν τις κατάλληλες διαταγές και έχετε έτοιμη τη μηχανή που θα σκοτώσει τα παιδιά της άλλης γειτονιάς, που έχουν κατώτερη θρησκεία και πατρίδα, χωρίς ενοχή και δισταγμό γιατί υπακούουν διαταγές. Δεν χρειάζεσθε καμιά ιδιαίτερη δόση χυδαιότητας ή κακίας. Χρειάζεσθε τον άνθρωπο της διπλανής πόρτας, τον συνηθισμένο άνθρωπο που είναι σε θέση να διαπράξει ασυνήθιστα ανοσιουργήματα, πάντα με τις λαμπρές εξαιρέσεις του Αθανάσιου Διάκου, του Παναγούλη, του Λεντάκη. Οι χειρότερες αυταπάτες είναι της επίδειξης, της απόλυτης βεβαιότητας, και της αίσθησης ανωτερότητας έναντι άλλων.
Ο ιστορικός του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, Christopher Browning είχε απορήσει πού βρήκαν οι Γερμανοί τους ανθρώπους που εκτέλεσαν κάπου το 80% των θυμάτων του ολοκαυτώματος σε 11 μόλις μήνες μετά το 1942. Έτσι ανακάλυψε μεταξύ άλλων το 101 τάγμα Εφέδρων του Αμβούργου. Ήταν 500 ηλικιωμένοι άνθρωποι, ακατάλληλοι για μάχη από την εργατική και την κατώτερη μέση τάξη, χωρίς στρατιωτική εμπειρία. Αποστολή τους ήταν η εκτέλεση Εβραίων που ζούσαν σε απομακρυσμένα χωριά της Πολωνίας. Αρχικά οι μισοί αρνούνταν να συμμετέχουν στις εν ψυχρώ εκτελέσεις, αλλά υπό την πίεση της ενοχής ότι ήταν δειλοί και με τη δικαιολογία ότι υπάκουαν σε διαταγές, το 90% εκτέλεσε εξ επαφής 38,000 και έστειλε 45,000 στο στρατόπεδο θανάτου στην Τρεμπλίνκα. Κάποιοι ποζάρισαν για φωτογράφηση πατώντας τα θύματά τους, κάπως όπως οι Αμερικανοί στο Αμπουγκράιμπ.
Γράφει ο Κακατσάκης στην «Κατάντια»:
«Οι πάλαι ποτέ μεγάλες λέξεις, 
ξεθωριασμένες, άθλιες, με βακτηρίες,
 παρελαύνουν μπροστά 
στ’ ανελέητα νήπια ερωτηματικά.»
Είναι αυτά τα ερωτηματικά πάντα τα ίδια δια μέσου της Ιστορίας, από τη Μεσοποταμία και την Αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, ίδια ακριβώς γιατί πίσω τους βρίσκεται η ίδια ανθρωπότητα.
Στην απολογία των αδυνάτων ο ποιητής ομολογεί την αδυναμία ν’ αλλάξουν τα πράγματα, τη διαρκή αναβολή για δράση.
«Μας απάγγειλαν 
την κατηγορία οι δικαστές 
ότι τυφλώσαμε τον έρωτα 
κι ότι αφήσαμε να μουχλιάσει 
το αντίδωρο της ελπίδας λέγοντας: 
‘την άλλη άνοιξη, την άλλη άνοιξη’.»
Αλλά πώς αλλάζουν τα πράγματα; Ποιος είναι ο αλάθητος που θα ορίσει την κατεύθυνση; Προ μηνών πέρασα μισό χρόνο στο Εκουαδόρ, σ’ ένα πανεπιστήμιο στην πόλη Ριομπάμπα. Μια μέρα στην τάξη θεώρησα σκόπιμο να κάνω κήρυγμα στους μαθητές μου, όλοι διδάσκοντες στο πανεπιστήμιο, για το πώς να είναι συνεπείς, να τηρούν το ωράριο, και άλλα διδακτικά. Η Κάτυ, μια φοιτήτρια, μου είπε απλά, «Δεν είμαστε σαν κι εσένα.» «Τι θα πει αυτό;» ρώτησα. «Θα πει ότι είμαστε διαφορετικοί.» Δεν απάντησα αλλά σκέφτηκα, «Ευτυχώς!»
Στο «Περιμένοντας τον Ιόλαο» γράφει ο Κακατσάκης:
«Οι σαΐτες μας είναι από χώμα. 
Μόλις ξεφύγουν απ’ το τόξο 
πέφτουν στη γη.»
Και πάλι συλλογίζομαι, «Ευτυχώς!» Εκείνοι που οι σαΐτες τους βρίσκουν αλάνθαστο στόχο είναι επικίνδυνοι. Είναι συνήθως οι επαναστάτες και οι ηγέτες κάθε βαθμίδας που δεν αμφιβάλλουν και θέλουν το καλό μας με κάθε μέσο. Είναι συνήθως αυτοί που οδηγούν τις μάζες με τις σαΐτες τους, δηλαδή με τη μυστικότητα, την παράνοια και τον καταναγκασμό, συχνά επικαλούμενοι τον νόμο, τις διαταγές και την πρόοδο. Είναι οι άνθρωποι που οι σαϊτιές είναι αυτοσκοπός.
Ο ποιητής ήταν νέος και, φαντάζομαι, απόλυτος όταν έγραφε αυτούς τους στίχους επικαλούμενος τον Ηρακλή να μας σώσει από τις στυμφαλίδες όρνιθες με τις ευθύβολες σαϊτιές του. Προσωπικά φοβάμαι λιγότερο τις στυμφαλίδες όρνιθες από τον απόλυτο, τον ανίκητο, τον αλάνθαστο Ηρακλή. Φοβάμαι μια κοινωνία απόλυτης αρετής και δικαιοσύνης. Φοβάμαι μια κοινωνία απόλυτης ομοιομορφίας και ισορροπίας. Φοβάμαι τους γήινους παραδείσους κι εκείνους που δεν διστάζουν να τους επιβάλλουν. Τέτοιοι παράδεισοι είναι η δεινότερη αυταπάτη των ανθρώπων. Καθώς είπε ο Immanuel Kant, «Από το στραβό ξύλο της ανθρωπότητας δεν βγήκε ποτέ κανένα ίσιο πράγμα.» Είμαστε όλοι διαφορετικοί, έχουμε διαφορετικές ικανότητες, επιθυμίες, προτιμήσεις, ιδεολογίες και η ανθρωπότητα ανθίζει και μαραίνεται μέσα από αυτή τη διαφορετικότητα. Η Ιστορία με έχει μάθει ότι η ομοιομορφία και η ισορροπία στην κοινωνία, χωρίς εξαίρεση, συνοδεύονται από ανείπωτη συμφορά και βία. Η ομοιομορφία και η ισορροπία στην κοινωνία βρίσκονται μόνο στα κεφάλια αφελών διανοουμένων και αδίστακτων δικτατόρων. Ενίοτε και στις προεκλογικές ομιλίες.
Στο τελευταίο μέρος της συλλογής που είναι «Το ημερολόγιο του Φαέθοντα» έχει τον λόγο ο ποιητής.
«Ανοίγουμε το πηγάδι της κραυγής! 
Των πράξεων που είπαμε ποιήματα.
Έτσι δεν μπορούνε πια 
να μας ξαναστήσουνε στον τοίχο…»
Λέει για την αλήθεια στην Ιστορία:
«Στο τέλος την ξεγυμνώσαμε 
κι απ’ τα απαραίτητα 
και ζητήσαμε την παρθενιά της… 
που εκ των υστέρων έλεγαν 
πως την έχουν κατακτήσει, 
ο καθένας κατ’ αποκλειστικότητα…
Ας γράφουν! Εμείς ξέρουμε
ποιοι κατέκτησαν πραγματικά την Ιστορία…»
Προσωπικά πιστεύω ότι την Ιστορία, μετά την ποίηση, την κατέκτησε η πεζογραφία και η μυθολογία και στο τέλος αυτή η πανδαμάτειρα η αυταπάτη.
Ο ποιητής σ’ αυτήν την ενότητα δίνει τόνο αισιοδοξίας. Λέει στο ποίημα «Τέλος»:
«Πέθανε – μας είπαν – η ελπίδα…
Της σταυρώσαμε τα χέρια
και τη θάψαμε στην καρδιά μας.
Δε θ’ αργήσει η Ανάσταση!»
Και στο ποίημα «Λόγος» καταλήγει:
«Δε μπορώ
να λάβω μέρος στη δολοφονία της ελπίδας.»
Κανένας μας δεν μπορεί. Και στο ακροτελεύτιο ποίημα της συλλογής «Θα ‘ρθει καιρός»:
«Θα ‘ρθει καιρός
που τα τραγούδια θα γίνουν αναστάσιμα.
Μη φοβηθείτε,
όσοι ξέρετε από δάκρυα…»
Θυμάμαι καλά εκείνη την προ τριακονταετίας και πλέον εποχή. Είμαστε νέοι, είχαμε ξεμπερδέψει με την επταετία, είχαμε ιδεί τη μελαγχολική άποψη του κόσμου, τον βλέπαμε τώρα με αισιοδοξία. Φαντάζομαι τον Βαγγέλη Κακατσάκη να συνθέτει τη συλλογή του, να παλεύει με τις λέξεις για να εκφράσει την εποχή. Ήταν δύσκολη υπόθεση, γιατί το κλίμα της χώρας ήταν επιρρεπές στον πληθωρισμό, από την τέχνη ως την πολιτική. Ήταν η εποχή της ενηλικίωσης, λογοτεχνικής και πολιτικής. Τα λέω αυτά γιατί κι εγώ προσωπικά περνούσα μέσα από τον ίδιο αγώνα. Ήταν τότε που υποψιαζόμουν κάποια πράγματα για την τέχνη και τους καλλιτέχνες αλλά δεν τολμούσα να τα πιστέψω.
Ο Evelyn Waugh, ένας από τους μεγάλους πεζογράφους και διανοητές της Βρετανίας στον 20ο αιώνα, ο οποίος είχε συμμετάσχει στις επιχειρήσεις της Μάχης της Κρήτης το 1941, έγραφε: «Αλλά η μετριοφροσύνη δεν είναι το σύνηθες προτέρημα του καλλιτέχνη. Συχνά η έπαρση, ο ανταγωνισμός, η φιλαργυρία, η κακία – όλα τα απεχθή χαρακτηριστικά, τον ωθούν ώστε να τελειώσει, να συμπληρώσει, να εκλεπτύνει, να καταστρέψει, ν’ ανανεώσει το έργο του μέχρις ότου δώσει ζωή σε κάτι που ικανοποιεί τη ματαιοδοξία και τον φθόνο και την απληστία του. Και καθώς το κάνει αυτό, πλουτίζει τον κόσμο περισσότερο από τους γενναιόδωρους και τους καλούς, αν και κατά τη διαδικασία μπορεί να απολέσει την ψυχή του. Αυτό είναι το παράδοξο της καλλιτεχνικής επιτυχίας.» Θα προσθέσω ότι και οι ακαδημαϊκοί δεν ξεφεύγουν απ’ αυτόν τον κανόνα. Δώστε λίγη εξουσία στους πανεπιστημιακούς και έχετε έτοιμη μια ενδιαφέρουσα παράσταση. Θα διαπιστώσετε ότι οι καθηγητές συχνά μάχονται με μοχθηρία για μηδαμινά πράγματα, ότι δημιουργούν συμμαχίες και αντιπαλότητες για το τίποτα. Ο Woodrow Wilson πρύτανης του Πανεπιστημίου Πρίνστον και μετέπειτα πρόεδρος των ΗΠΑ στις αρχές του 20ου αιώνα, είχε διαπιστώσει με απογοήτευση ότι οι ακαδημαϊκοί μάχονται χειρότερα από τους πολιτικούς μεταξύ τους και ότι όσο πιο μηδαμινό το διακύβευμα τόσο πιο σκληρή η μάχη. Πίσω κρύβεται η ανασφάλεια για μια θέση στο πάνθεον των ανθρώπων της γνώσης ή μια ιεραρχική θέση στο κοπάδι. 
Ξέρω προσωπικά πολλούς καλλιτέχνες που εμπίπτουν σ’ αυτή την κατηγορία. Μερικοί είναι κάτοχοι βραβείου Νομπέλ. Και ξέρω άλλους που ωρίμασαν έξω απ’ αυτή τη διαδικασία διατηρώντας τον ανθρωπισμό και την αγάπη τους για τον κόσμο. Στους τελευταίους ανήκει ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Ο Βαγγέλης από νωρίς εξέφρασε την αγωνία του για το άνθρωπο και πρότεινε ιδέες για μια ειρηνική συμβίωση. Δεν έμεινε στα λόγια. Δούλεψε ως δάσκαλος με τα παιδιά και άνοιξε τον δρόμο σε γενιές νέων προς το θαύμα του κόσμου. Είχε ένα εκπληκτικό εργαλείο για τούτο, τη γλώσσα. Πόσο πιο τυχερός μπορεί να είναι κανείς.  

Γιάννης Α. Φίλης          


ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ

ΝΑ ΜΗ χάσουμε την ελπίδα μας, όσες δυσκολίες κι αν έχουμε, όσα λούκια κι αν περνάμε. Δεν κουράζεται να μου λέει και να μου ξαναλέει αυτήν τη φράση, στις κουβέντες που κάνουμε, ο φίλος μου ο γερω – δάσκαλος. Συνοδεύοντάς την πάντα με το “λατινικό ρητό” “Dum spiro spero” (Οσο ζω ελπίζω).
Δείτε περισσότερα... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
ΠΟΙΟΣ είπε ότι μπορώ να ζήσω χωρίς ελπίδα; Αναρωτιέται σ’ ένα ποίημα του ο φίλος μου απ’ τα παλιά Γιώργος Γιακουμινάκης και… εμνήσθην ημερών αρχαίων. Τότε που μ’ ένα σακούλι γεμάτο βιβλία, όνειρα και φασκόμηλα στην πλάτη, πηγαίναμε με τα πόδια, απ’ το Νίππος εγώ, απ’ τον Φρε αυτός, μαζί με τ’ άλλα παιδιά στο πάλαι ποτέ, αλλά και νυν και αεί ένδοξο Γυμνάσιο Βάμου, για να μάθουμε γράμματα. Ηταν η εποχή της ελπίδας…
ΝΑ ΜΗ χάσουμε την ελπίδα μας, όσες δυσκολίες κι αν έχουμε, όσα λούκια κι αν περνάμε. Δεν κουράζεται να μου λέει και να μου ξαναλέει αυτήν τη φράση, στις κουβέντες που κάνουμε, ο φίλος μου ο γερω – δάσκαλος. Συνοδεύοντάς την πάντα με το “λατινικό ρητό” “Dum spiro spero” (Οσο ζω ελπίζω).
ΝΑ ΦΤΙΑΞΕΙ μια “εργαλειοθήκη”, θέλει λέει η κυβέρνηση για να τη χρησιμοποιήσει στη διαπραγμάτευση με την τρόικα το φθινόπωρο. Να της θυμίσουμε ότι η καλή νοικοκυρά με το κουτάλι γνέθει ή θα την.. προσβάλλουμε και θα εγκαταλείψει την ιδέα;
ΝΑ ΔΟΘΕΙ παράταση για την υποβολή των φορολογικών δηλώσεων εισοδήματος και του Ε9 ζητά ο ΣΥΡΙΖΑ. Βουλωμένο γράμμα διαβάζει. Για τη δοσμένη παράταση, λέει…
ΣΗΚΩΣΕ το… τιμημένο/ δεν μπορώ, δεν μπορώ, να περιμένω! Βεβαίως και θα “αναβιώσει” το περίφημο σύνθημα που βρισκόταν στα χείλη των Ελλήνων φιλάθλων κατά τη διάρκεια του Euro 2004 στην Πορτογαλία. Απαραίτητη, ωστόσο, προϋπόθεση γι’ αυτό είναι να νικήσει η Ελλάδα αύριο το βράδυ την Κόστα Ρίκα και να προκριθεί στους 8 του Μουντιάλ. Πάμε δυνατά! Πάμε για τη νίκη!
ΠΕΤΡΟΥ και Παύλου των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων αύριο, η Σύναξη των Δώδεκα Αποστόλων, μεθαύριο. Χρόνια πολλά και καλά, λοιπόν, σ’ όλους και σ’ όλες που γιορτάζουν. Στους Πέτρους και στις Πετρίνες, στους Παύλους και στις Παυλίνες, στους Αποστόληδες (ξεχωριστά σ’ εσένα παπα – Αποστόλη) και στις Αποστολίες. Και στους κοντοχωριανούς μου, τους Βαφιανούς, που γιορτάζουν τους πολιούχους των, χρόνια πολλά!
ΓΙΩΡΓΟ Γιακουμινάκη (Βαγιωνιά), ποιητή – λογοτέχνη, Αθήνα: Κοινός παρονομαστής των τριών ρημάτων “σκέπτομαι – γράφω – υπάρχω” που λειτουργούν σαν αριθμητές στον τίτλο της ποιητικής σου συλλογής που εκδόθηκε πρόσφατα, απ’ τις εκδόσεις “ΣΜΥΡΝΙΩΤΑΚΗΣ”, είναι το ρήμα “ελπίζω”. Ποτέ δεν πεθαίνει η ελπίδα για έναν καλύτερο κόσμο, το μήνυμα που στέλνεις. Χαίρομαι που επιμένεις να επικοινωνείς ποιητικά σε καιρούς αντιποιητικούς. Χαίρομαι που αντιστέκεσαι, όπως εσύ ξέρεις να αντιστέκεσαι. Σ’ ευχαριστώ ιδιαίτερα για τη θερμή αφιέρωσή σου. Με τιμά η γνώμη σου…
Ο ΔΙΟΝΥΣΙΟΣ, που έγραφε ποιήματα και επιθυμούσε σφοδρά να αναγνωριστεί ως ποιητής είχε στην αυλή του πολλούς ποιητές, ανάμεσά τους και τον πασίγνωστο τότε διθυραμβοποιό Φιλόξενο από τα Κύθηρα. Σε ένα συμπόσιο που διαβάστηκαν ποιήματα του τυράννου ζητήθηκε από τον φιλόξενο να πει τη γνώμη του. Οταν εκείνος με παρρησία απάντησε ότι αυτά που άκουγε δεν είχαν καμιά αξία, ο Διονύσιος οργισμένος, διέταξε να τον οδηγήσουν στα λατομεία. Την άλλη μέρα, ωστόσο, μετά, τις παρακλήσεις των φίλων του τον συγχώρησε, συμφιλιώθηκε μαζί του και τον προσκάλεσε πάλι σε συμπόσιο. Οταν και στη διάρκεια του συμποσίου αυτού ο τύραννος καυχώμενος για την ποιητική του τέχνη απάγγειλε μερικούς στίχους του, ρώτησε και πάλι τον φιλόξενο να πει τη γνώμη του. Εκείνος δεν απάντησε, αλλά στράφηκε στους υπηρέτες και τους ζήτησε να τον οδηγήσουν στα λατομεία. Ο Διονύσιος γέλασε και δεν τον τιμώρησε. Από το βιβλίο “Η άλλη όψη της Ιστορίας”, εκδ. “Σαββάλας”.
Ποιος είπε ότι μπορώ να ζήσω χωρίς ελπίδα;/ Ισως να περιμένω πολύ ν’ ανθίσει το λουλούδι/ να έλθει το χελιδόνι/ Μπορεί το χιόνι ν’ αργήσει να λιώσει στο βουνό…/ κάποτε όμως θα γίνει κι αυτό./ Τότε που τα ρυάκια θα ενωθούν και θα γίνουν χείμαρρος/ ποιος ή τι θα μπορέσει να σταματήσει την ορμή του”.
Το ποίημα “Ελπίζω” του Γιώργου Γιακουμινάκη.
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!
(petaxta.blogspot.com)
Χανιώτικα νέα (28.06.2014)

Read more: http://www.haniotika-nea.gr/sta-petachta-124/#ixzz35vRczTeo
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

ΚΑΖΟΒΑΡ (ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ)

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ Η Γ’ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Ταξίδι στην “Κάζοβαρ” του Βαγγέλη Κακατσάκη
Ρεπορτάζ: Δημήτρης Μαριδάκης
Έχουμε μια πολιτεία που συμβολικά σχεδόν ο ποιητής πρόβλεψε την κατάρρευσή της μόνος, πρώτος και έσχατος όπως στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” ο Παλαμάς, ο Τάσος Λιβαδίτης στις ποιητικές του συνθέσεις, ο Μιχάλης Κατσαρός στην πικρή, ποιητική, οξυδερκή, πολιτική και κοινωνική κριτική του.
Βαρβάρα Περράκη
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ)



ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΗΚΕ Η Γ’ ΕΚΔΟΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΝΘΕΣΗΣ
Ταξίδι στην “Κάζοβαρ” του Βαγγέλη Κακατσάκη
Γράφει ο Δημήτρης Μαριδάκης

«Μια πόλη – χώρα σύμβολο, όπου συνυπάρχουν οι “χυδαίοι”, οι “αδύνατοι” και οι φαέθοντες και όπου ο ποιητής ως “ο πρώτος και ο έσχατος άνθρωπος” προσεγγίζει τα γεγονότα και προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποιες από τις ανθρώπινες συμπεριφορές, είναι η Κάζοβαρ».
Με αυτά τα λόγια ο ποιητής – δάσκαλος και συνεργάτης των “Χ.Ν.” Βαγγέλης Κακατσάκης εισάγει τον αναγνώστη στη φανταστική πολιτεία – χώρα που επινόησε πριν από 30 χρόνια. Μια πόλη – χώρα που προχθές το βράδυ είχαν την ευκαιρία να ξεναγηθούν νέοι και παλαιότεροι αναγνώστες κατά τη διάρκεια της παρουσίασης της γ’ έκδοσης της ποιητικής σύνθεσης “Κάζοβαρ” (εκδ. “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της πόλης”) που έγινε στο προαύλιο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος” και διοργάνωσαν οι Περιφερειακή Ενότητα Χανίων, Ένωση Πνευματικών Δημιουργών Χανίων και εκδόσεις “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης”.








«Ο τίτλος είναι μια δική μου λεκτική κατασκευή. Τον καιρό που αποφάσισα να εκδώσω την “Κάζοβαρ” σαν ποιητική σύνθεση, δηλαδή το 1987, διάβαζα τον “Μπολιβάρ” του Εγγονόπουλου. Μου άρεσε πολύ η κατάληξη -βαρ, μου θύμιζε επανάσταση. Έτσι επινόησα αυτή τη λέξη η οποία δεν πρέπει να υπάρχει πουθενά», ανέφερε, μιλώντας στα “Χ.Ν.” ο κ. Κακατσάκης λίγο πριν την έναρξη της εκδήλωσης και πρόσθεσε ότι στην Κάζοβαρ συνυπάρχουν όλων των ειδών οι άνθρωποι: «Οι “χυδαίοι” που θέλουν να επιβάλουν το κακό, οι “αδύναμοι” που θέλουν να κάνουν το καλό, αλλά κάνουν ελάχιστες προσπάθειες για να το πετύχουν και υπάρχουν και οι “φαέθοντες”, οι οποίοι προσπαθούν με κάθε τρόπο να κάνουν τη δική τους επανάσταση. Αυτή η πόλη βέβαια μπορεί να βρίσκεται σε οποιοδήποτε μέρος του κόσμου, αλλά και μέσα στην καρδιά μας. Ο καθένας μέσα στην καρδιά του μπορεί να έχει μια Κάζοβαρ».
Ρωτήσαμε τον κ. Κακατσάκη τι είναι για εκείνον η ποίηση: «Η ποίηση είναι ένα κοινωνικό γεγονός. Γράφεις κατ’ αρχάς γιατί θες να επικοινωνήσεις με τους συνανθρώπους σου, να βγάλεις τα σώψυχά σου, να εξομολογηθείς. Ο ποιητής θέλει να πει λάβετε φάγετε από την αδυναμία μου όταν βγάζει τον εαυτό του. Από εκεί και πέρα όμως προσπαθεί να πει και το άλλο: πίετε εκ της δυνάμεώς μου πάντες, την όποια δύναμη βέβαια διαθέτω».
Ωστόσο, τόνισε ο κ. Κακατσάκης, δεν πρέπει να έχει κανείς αυταπάτες για τη δύναμη της ποίησης: «Δεν αλλάζει τον κόσμο η ποίηση. Μπορεί όμως κατά κάποιο τρόπο να βοηθήσει τους ανθρώπους να γίνουν καλύτεροι για να αλλάξουν στη συνέχεια τον κόσμο. Με την έννοια αυτή ο ποιητής οφείλει να είναι “παρών”, ιδίως στην εποχή μας που είναι μια εποχή ηθικής κρίσης».





Η πρόεδρος του Συνδέσμου Φιλολόγων Ν. Χανίων Βαρβάρα Περράκη, αναφερόμενη στην επινοημένη πολιτεία – χώρα του Χανιώτη δημιουργού, σημείωσε μεταξύ άλλων: «Έχουμε μια πολιτεία που συμβολικά σχεδόν ο ποιητής πρόβλεψε την κατάρρευσή της μόνος, πρώτος και έσχατος όπως στον “Δωδεκάλογο του Γύφτου” ο Παλαμάς, ο Τάσος Λιβαδίτης στις ποιητικές του συνθέσεις, ο Μιχάλης Κατσαρός στην πικρή, ποιητική, οξυδερκή, πολιτική και κοινωνική κριτική του. Στο άνυδρο παρόν του ο ποιητής μέσα από μια τριμερή δομή, με σκηνοθεσία θεατρική και επικολυρική χροιά, με τη χρήση συμβόλων ως ναρκομανής της αλήθειας και με θαυμαστή διακειμενικότητα, με θέματα από τη μυθολογία, τη θρησκεία και την ιστορία, γράφει για μια πόλη – χώρα σύμβολο μέσω της συνύπαρξης τριών κατηγοριών ανθρώπων: οι χυδαίοι, οι αδύναμοι και φαέθοντες είναι ένα τριπλό σχήμα επινοημένο σκηνικά και ποιητικά, αλλά πραγματικό κοινωνικά, που ξεπερνώντας τις συνήθεις ταξικές διαφοροποιήσεις προσδιορίζει τον χώρο και την κατάστασή του αξιακά κυρίως και στη συνέχεια τις ανθρώπινες τάσεις που οδηγούν είτε στον σκοταδισμό και την ειμαρμένη του τέλματος και του βούρκου είτε στο αμυδρό φως μιας άλλης οπτικής βασανισμένης και βασανιστικής, αλλά τελικά ζωοφόρας και ζωοδότρας».
Ο πρώην πρύτανης του Πολυτεχνείου Κρήτης Γιάννης Φίλης στάθηκε, μεταξύ άλλων, στον Βαγγέλη Κακατσάκη ως άνθρωπο και δημιουργό – ποιητή σχολιάζοντας σχετικά: «Ο E. Waugh, ένας από τους μεγάλους πεζογράφους και διανοητές της Βρετανίας στον 20ό αιώνα, έγραφε: “Η μετριοφροσύνη δεν είναι το σύνηθες προτέρημα του καλλιτέχνη. Συχνά η έπαρση, ο ανταγωνισμός, η φιλαργυρία, η κακία – όλα τα απεχθή χαρακτηριστικά, τον ωθούν ώστε να τελειώσει, να συμπληρώσει, να εκλεπτύνει, να καταστρέψει, να ανανεώσει το έργο του μέχρις ότου δώσει ζωή σε κάτι που ικανοποιεί τη ματαιοδοξία και τον φθόνο και την απληστία του. Και καθώς το κάνει αυτό, πλουτίζει τον κόσμο περισσότερο από τους γενναιόδωρους και τους καλούς, αν και κατά τη διαδικασία μπορεί να απολέσει την ψυχή του. Αυτό είναι το παράδοξο της καλλιτεχνικής επιτυχίας” (…) Ξέρω προσωπικά πολλούς καλλιτέχνες που εμπίπτουν σε αυτή την κατηγορία. Μερικοί είναι κάτοχοι βραβείου Νομπέλ. Και ξέρω και άλλους που ωρίμασαν έξω από αυτή τη διαδικασία διατηρώντας τον ανθρωπισμό και την αγάπη τους για τον κόσμο. Στους τελευταίους ανήκει ο Βαγγέλης Κακατσάκης. Ο Βαγγέλης που εξέφρασε από νωρίς την αγωνία του για τον άνθρωπο και πρότεινε ιδέες για μια ειρηνική συμβίωση».






Ο πρόεδρος της Ένωσης Πνευματικών Δημιουργών και συντονιστής της εκδήλωσης Δημήτρης Νικολακάκης επεσήμανε ότι παρότι η “Κάζοβαρ” γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια «σήμερα είναι τραγικά επίκαιρη και πρέπει να διαβαστεί από όλους».
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Δημοτικού Περιφερειακού Θεάτρου Κρήτης Μιχάλης Αεράκης διάβασε αποσπάσματα από την ποιητική σύνθεση του Βαγγέλη Κακατσάκη, ενώ η βραδιά πλαισιώθηκε ακόμα από μελοποιημένα ποιήματα της “Κάζοβαρ” από τη Ζωή Κολλάρου – Μαρκαντωνάκη, αλλά και την έκθεση των πρωτότυπων ζωγραφικών ανάγλυφων του Γιάννη Μαρκαντωνάκη, τα οποία δημιουργήθηκαν ειδικά για την εικονογράφηση της Γ’ έκδοσης της “Κάζοβαρ”.

Χανιώτικα νέα (27.06.2014)

Read more: http://www.haniotika-nea.gr/taxidi-stin-kazovar-tou-vangeli-kakatsaki/#ixzz35q1aqx5g
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ


Τιμή και χαρά μεγάλη για μένα η παρουσία όλων στην παρουσίαση της ΚΑΖΟΒΑΡ Και βέβαια πηγές αλλεπάλληλων συν-κινήσεων. Κορυφαία, ωστόσο, ο ερχομός του φίλου ποιητή Αλέξη Ζερβάνου με το ΠΙ (!), με τη βοήθεια της γυναίκας του της Μορφούλας. Αναφέρθηκα ξεχωριστά σ’ αυτόν κατά την αντιφώνησή μου…
Δείτε περισσότερα... ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
ΠΟΛΛΕΣ οι συγκινήσεις προχθές κατά την παρουσίαση της ποιητικής μου συλλογής “ΚΑΖΟΒΑΡ” στον ξετρουλιαχτό από κόσμο αύλειο χώρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”. Τιμή και χαρά μεγάλη για μένα η παρουσία όλων. Και βέβαια πηγές αλλεπάλληλων συν-κινήσεων. Κορυφαία, ωστόσο, ο ερχομός του φίλου ποιητή Αλέξη Ζερβάνου με το ΠΙ (!), με τη βοήθεια της γυναίκας του της Μορφούλας. Αναφέρθηκα ξεχωριστά σ’ αυτόν κατά την αντιφώνησή μου…
“ΕΝΑ ΠΙΘΗΚΟΣ συλλογιέται”, ο τίτλος της τρίτης ποιητικής συλλογής του Αλέξη Ζερβάνου που κυκλοφορήθηκε το 1982 απ’ τον “Φιλιππότη”. Επιστρέφω συχνά σ’ αυτήν. Αυτή κι αν είναι “προφητική” ποίηση!
“ΒΛΕΠΕΙΣ ανθρώπους γύρω σου/ ν’ αγκομαχούν να πέφτουν/ ν’ απλώνουνε τα χέρια τους/ σε άναστρο ουρανό”… Διαχρονικοί οι στίχοι του ποιητή, που “εκφράζουν” τους συλλογισμούς του “τρελαμένου” απ’ τη φρίκη πίθηκου. Ηταν το μόνο ζώο του ζωολογικού κήπου της Νυρεμβέργης που έμεινε ζωντανό, όταν… επί τη λήξει του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου η Γερμανία παραδίνονταν στις φλόγες και ο Χίτλερ αυτοκτονούσε… Ν’ αλλάξουμε όμως θέμα.
ΝΑ ’ΤΑΝ όλοι οι πολιτιστικοί χώροι προσβάσιμοι για τους ανθρώπους με κινητικά προβλήματα, όπως είναι ο χώρος του Ιδρύματος “Βενιζέλος”! Μου το είπε με παράπονο η κυρία Μορφούλα. Ζητάει “μεγάλα” πράγματα; Τόσο δύσκολο πράγμα είναι, λέμε τώρα, η κατασκευή μιας ράμπας;
ΩΣΤΟΣΟ πλέουν σε πελάγη… εθνικής περηφάνιας οι απανταχού στον κόσμο Ελληνες, περιμένοντας τον μεθαυριανό αγώνα της “Ελλαδάρας” μας με την Κόστα Ρίκα. “Με το κρασί της πρόκρισης οι Ελληνες μεθάνε/ επόμενος αντίπαλος η Κόστα Ρίκα θα ’ναι”. Τα λέει όλα με τον δικό της τρόπο η μαντιναδολόγος μας η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη.
ΚΙ ΑΛΛΗ μια μαντινάδα, με άλλο θέμα, κατ’ εξαίρεση σήμερα Παγκόσμια ημέρα κατά των Ναρκωτικών χθες και ο φίλος μοναχός δεν το ξέχασε. “Τα θολωμένα μάτια τους λίγη ζωή πασχίζουν/ να δουν, αλλά το θάνατο με θλίψη αντικρίζουν”. Η μαντινάδα που μου έστειλε από προχθές επί του θέματος. Για προβληματισμό…
ΚΑΠΟΤΕ όταν ο πατέρας του έστειλε τον Επιμενίδη να ψάξει για κάποιο πρόβατο στο χωράφι τους, αυτός περιπλανήθηκε και μπήκε σε ένα σπήλαιο, όπου ξάπλωσε και κοιμήθηκε για πενήντα εφτά χρόνια. Οταν ξύπνησε, άρχισε πάλι να ψάχνει για το πρόβατο, γιατί νόμιζε, πως είχε πάρει έναν μικρό υπνάκο. Επειδή όχι μόνο δεν το έβρισκε, αλλά και το χωράφι του είχε περάσει σε άλλον ιδιοκτήτη, γύρισε στην πόλη απορημένος. Οταν έφτασε στο σπίτι του, τον ρωτούσαν ποιος είναι. Τελικά, βρήκε τον νεότερο αδερφό του γέροντα πια απ’ τον οποίο έμαθε όλη την αλήθεια. Το πράγμα έγινε γνωστό σε όλους τους Ελληνες, που τον θεώρησαν εκλεκτό των θεών. Γι’ αυτό όταν οι Αθηναίοι αρρώστησαν από πανούκλα, κάλεσαν με υπόδειξη της Πυθίας τον Επιμενίδη να καθαρίσει την πόλη. Αυτός μόλις έφτασε στην Αθήνα, πήρε κάμποσα πρόβατα, άσπρα και μαύρα και τα πήγε στον Αρειο Πάγο. Εκεί τα άφησε ελεύθερα αφού υπόδειξε να παρακολουθήσουν που θα κοιμηθεί το καθένα και στο κάθε συγκεκριμένο σημείο να κάνουν θυσία στον τοπικό θεό. Με αυτόν τον εξιλασμό σταμάτησε το κακό. Δεν πέρασε όμως πολύ καιρός αφότου επέστρεψε στο σπίτι του και πέθανε σε ηλικία 157 ετών. Σύμφωνα με τους Κρητικούς έζησε 299 χρόνια, ενώ ο Ξενοφάνης μεταφέρει την πληροφορία που άκουσε πως έζησε 154 χρόνια. (Από το βιβλίο “Η άλλη όψη της Ιστορίας”, εκδ. “Σαββάλας”).
“Είναι βαρύ και δύσκολο/ τα πόδια σου να σέρνεις/ στου βούρκου τα βαλτόνερα/ με τον πνιγμένο ήλιο./ Βλέπεις ανθρώπους γύρω σου/ ν’ αγκομαχούν, να πέφτουν/ ν’ απλώνουνε τα χέρια τους/ σε άναστρο ουρανό./ Βουλιάζουν γύρω τα κορμιά/ με σκοτωμένα όνειρα,/ χωρίς φτερά κι ελπίδες/ και απορείς πως χάθηκαν/ εκείνα τα παιδιά/ που σπέρνανε στον άνεμο/ στάχυα για τους σπουργίτες/ τ’ αγέρωχα τραγούδια τους/ που σκάλωναν στα σύννεφα/ στα φύκια τ’ ουρανού,/ να φέρνουν μ’ αστραπόβροντα/ νερό στα περιστέρια/ και φως στις βρύσες του Θεού.”.
Από την ποιητική συλλογή (σύνθεση) του Αλέξη Ζερβάνου “Ενας πίθηκος συλλογιέται”.
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!
(petaxta.blogspot.com)
Χανιώτικα νέα (27.06.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/sta-petachta-123/#ixzz35pvdeYMs
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Πέμπτη 26 Ιουνίου 2014

ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση) 11

Στον όμορφο και δημιουργικό χώρο της ποίησης όσοι ασχολούνται δεν είναι τυχαίοι, έχουν το χάρισμα που αρμόζει. Ας είναι, λοιπόν, καλοτάξιδη και αυτή η έκδοση φίλε Βαγγέλη, το αξίζει!
Γιάννης Κάκανος
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ΄Έκδοση) 11


Λόγια αγάπης για τον δάσκαλο Βαγγέλη Κακατσάκη

Για τον μεγάλο δάσκαλο, τον εκφραστή του λόγου, της ποίησης, τον αληθινό φίλο Βαγγέλη Κακατσάκη έχουν αναφερθεί με τα καλύτερα λόγια πολλοί κριτικοί, αλλά και απλός κόσμος. Αφορμή που γράφηκαν αυτές οι σειρές αποτέλεσε η πρόσφατη  Γ’ έκδοση του βιβλίου του με τίτλο “ΚΑΖΟΒΑΡ”, για την οποία ο συγγραφέας με τον τρόπο του συνθέτει αλλά και τροποποιεί παλαιότερους στίχους κάνοντας τους επίκαιρους. Σε αυτόν τον όμορφο και δημιουργικό χώρο της ποίησης όσοι ασχολούνται δεν είναι τυχαίοι, έχουν το χάρισμα που αρμόζει. Ας είναι, λοιπόν, καλοτάξιδη και αυτή η έκδοση φίλε Βαγγέλη, το αξίζει!

Χανιώτικα νέα (26.06.2014)

Read more: http://www.haniotika-nea.gr/logia-agapis-ston-megalo-daskalo-vangeli-kakatsaki/#ixzz35kFH0cfn
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ



Eυχαριστώ εκ βαθέων όλους μαζί κι έναν – έναν χωριστά αυτούς που ήρθαν, κι ήταν τόσοι πολλοί στην παρουσίαση της ΚΑΖΟΒΑΡ. Και βέβαια ονομαστικά τους συντελεστές τόσο της έκδοσης του βιβλίου, όσο και αυτούς της παρουσίασης. “Να λες, παιδί μου, ευχαριστώ, και να το λες με την καρδιά σου με το παραμικρό”, η παραγγελιά (μια απ’ τις ακριβές παραγγελιές) της μάνας μου!


ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
ΠΡΩΙ – ΠΡΩΙ χθες, με το που ξύπνησα, ο κύβος ερρίφθη δίχως δεύτερη σκέψη. Να γράψω πρώτα τα “πεταχτά”, που διαβάζετε σήμερα, για να μην έχω την έγνοια τους και ν’ ασχοληθώ στη συνέχεια με την προετοιμασία της παρουσίασης του βιβλίου μου (της ποιητικής συλλογής – σύνθεσης “ΚΑΖΟΒΑΡ”) που θα γίνει το βράδυ (έγινε) στον αύλειο χώρο του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών και Μελετών “Ελευθέριος Κ. Βενιζέλος”.
ΕΚ ΤΩΝ ων ουκ άνευ, βέβαια, ότι είμαι (ήμουν) μέσα στην καλή χαρά απ’ τη νίκη – θρίαμβο της εθνικής μας ομάδας επί της Ακτής Ελεφαντοστού και την πρόκρισή της στους 16 του Μουντιάλ. Ας αρχίσω, λοιπόν, μ’ αυτό!
ΞΕΦΡΕΝΟΙ σ’ όλη την Ελλάδα οι πανηγυρισμοί απ’ τη νίκη της Εθνικής μας, μια νίκη που την είχαμε, κατά κάποιο τρόπο ανάγκη, για την τόνωση του αυτοσυναισθήματός μας. “Στη φτώχεια μας ενιώσαμε περήφανοι για σενα/ που τη σημαία ύψωσες τη γαλανή στα ξένα”. Η σχετική μαντινάδα που μου έστειλε, μέσω κινητού, απευθυνόμενος στην Ενική μας, ο φίλος μοναχός! Και μη μου πείτε ότι δεν εκφράζει το λεγόμενο δημόσιο αίσθημα!
“ΠΟΙΟΣ θα το πίστευε ότι την Ελλάδα θα τη σώσει ένας Σαμαράς”! Από σχόλια στο διαδίκτυο για τη νίκη της Εθνικής μας επί της Ακτής Ελεφαντοστού, άλλο τίποτα! Το κοντό του ο ένας, το μακρύ του ο άλλος.
“ΤΟ ΝΑ ΕΙΣΑΙ οπαδός μιας ομάδας, σου προσφέρει μια συναισθηματική φόρτιση που μπορεί να συγκριθεί με τη φόρτιση μιας πολιτικής ή θρησκευτικής ένταξης, με αποτέλεσμα σήμερα να μπορούμε να πούμε ότι όλες οι ποδοσφαιρικές ομάδες αντιπροσωπεύουν τα πατριωτικά αποθέματα σε έναν κόσμο που όλο και λιγότερη σημασία έχουν οι πατρίδες και οι σημαίες”. Από το Διαδίκτυο (συγκεκριμένα απ’ τη σελίδα της αδερφής μου της Χρύσας η αλίευση αυτού του “πεταχτού” που είναι απόσπασμα απ’ το βιβλίο του Μ.Β. Μονταλμπάν “Ποδόσφαιρο: Μια θρησκεία σε αναζήτηση θεού”. Ποιος είπε ότι δεν είναι ιδιαίτερα σοβαρή υπόθεση το ποδόσφαιρο; Πάμε παρακάτω, αλλάζοντας θέμα!
ΑΝ ΕΧΩ (είχα) άγχος για τη σημερινή (χθεσινή) εκδήλωση της παρουσίασης του βιβλίου μου; Και βέβαια έχω (είχα) γιατί να το κρύψω; Πάντα έχω σε ανάλογες περιπτώσεις, όπως σε μια απλή ομιλία που πρόκειται να κάμω. Πρόκειται για ένα δημιουργικό άγχος, θέλω να πιστεύω, ωστόσο.
ΟΧΙ δεν ξέρω αυτήν την ώρα τι ακριβώς θα πω (είπα) στην αντιφώνησή μου, που θα γίνει (έγινε) στο τέλος της περί ης ο λόγος παρουσίασης. Εκ των ων ουκ άνευ, πάντως, ότι θα ευχαριστήσω (ευχαρίστησα) εκ βαθέων όλους μαζί κι έναν – έναν χωριστά αυτούς που θα έρθουν (ήρθαν). Και βέβαια ονομαστικά τους συντελεστές τόσο της έκδοσης του βιβλίου, όσο και αυτούς της παρουσίασης. “Να λες, παιδί μου, ευχαριστώ, και να το λες με την καρδιά σου με το παραμικρό”, η παραγγελιά (μια απ’ τις ακριβές παραγγελιές) της μάνας μου!
ΤΙ ΠΑΕΙ ΝΑ ΠΕΙ Βαγγέλη, η λέξη ΚΑΖΟΒΑΡ, με ρώτησε ένας καλός μου φίλος τα τέλη του Μάρτη του 1987 όταν με είδε να κυκλοφορώ με μερικά αντίτυπα της πρώτης έκδοσης της ΚΑΖΟΒΑΡ, απ’ τον “Φιλιππότη”, που μύριζαν ακόμα μελάνι, ανά χείρας. Ετσι ονόμασα μια φανταστική πόλη – χώρα, του είπα. Μια πόλη – χώρα που μπορεί να βρίσκεται παντού και στην οποία ζούνε όλων των λογιών οι άνθρωποι: αυτοί που κάνουνε με παντοίους τρόπους το κακό, αυτοί που πασχίζουν για το καλό κι αυτοί που δεν κάνουν τίποτα για να μη χάσουνε την ησυχία τους. Και μέσα στον κάθε άνθρωπο βρίσκεται αυτή η πόλη – χώρα, η εν είδει κριτικής παρατήρηση της Ευδοκίας που ήταν μαζί μου, μια παρατήρηση που συχνά τη σκέφτομαι. 
“Ομως, δεν μπορούμε να ζούμε σε ησυχία, όταν τα δάχτυλα της καθημερινής ανάκρισης/ ματώνουν τις ουλές της ψυχής μας/ Να γιατί/ προσευχόμαστε στην πεταλούδα/ που ζήτησε απ’ το’ αυγινό φως/ έρωτα μαζί του/ να μπορέσουμε κάποιαν άνοιξη,/ να προσφέρουμε εμείς/ το μπουκέτο με τις ηλιαχτίδες/ στο μπούστο της με τις ηλιαχτίδες/ στο μπούστο της μέρας”. Από το ποίημα του γράφοντος “Η ησυχία μας(;)” (“ΚΑΖΟΒΑΡ”, Γ’ έκδοση, 2014). ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ! (petaxta.blogspot.com)
Χανιώτικα νέα (26.06.2014)

 Read more: http://www.haniotika-nea.gr/sta-petachta-122/#ixzz35k7jdtEi 
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook