Στις δύσκολες εκείνες ώρες, παρά τις μάταιες επικλήσεις του μυθικού ήρωα (Ηρακλή) τονίζεται από τον Ποιητή η ανάγκη της προσφυγής στον αγώνα. Υποβάλλεται από τις διδαχές στην ηρωική αποτύπωση της «Μάνας όλων των παιδιών του κόσμου», προβάλλεται από την ενδιάθετη ροπή στον οπτιμισμό, γιατί παρά την επίμονη ποιητική παρουσία του θανάτου στην Καζοβάρ, αυτός αντιδιαστέλλεται διαρκώς προς την ανάσταση και προς την αθανασία.
Στέλλα Αλιγιζάκη
Δείτε περισσότερα... ΚΑΖΟΒΑΡ (Γ' Έκδοση) 16
Καζοβάρ, μια άλλη ανάγνωση
Γράφει η Στέλλα Αλιγιζάκη
Πολλές ημέρες τώρα περιδιαβάζω την “Καζοβάρ”, την ποιητική πόλη που ο Βαγγέλης Κακατσάκης θέλησε να αναστήσει τριάντα σχεδόν χρόνια μετά την πρώτη “οικοδόμησή” της εισακούοντας τις εκκλήσεις φίλων και θαυμαστών του λόγου και της σκέψης, της ευαισθησίας και της πνευματικής του ενόρασης.
Μετά την πρώτη “ορθόδοξη” ανάγνωση, όπως την επιβάλλει ο ίδιος ο δημιουργός, με το χωρισμό των ενοτήτων και την απόδοση τίτλων και χρονολογικών σημάνσεων, θέλησα να υπερβώ την καθορισμένη από το συγγραφέα πλοήγηση, για να γευθώ με τη δική μου ανεξαρτησία τα νάματα του ποιητικού του λόγου, να αφουγκραστώ προσωπικά και αυτοσχέδια τα κελαϊδίσματα της ποιητικής μουσικής του, καθώς συνειρμικά φέρνω στη σκέψη μου τον ορισμό του ποιήματος της Κικής Δημουλά: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δένδρο.
Μετά την πρώτη “ορθόδοξη” ανάγνωση, όπως την επιβάλλει ο ίδιος ο δημιουργός, με το χωρισμό των ενοτήτων και την απόδοση τίτλων και χρονολογικών σημάνσεων, θέλησα να υπερβώ την καθορισμένη από το συγγραφέα πλοήγηση, για να γευθώ με τη δική μου ανεξαρτησία τα νάματα του ποιητικού του λόγου, να αφουγκραστώ προσωπικά και αυτοσχέδια τα κελαϊδίσματα της ποιητικής μουσικής του, καθώς συνειρμικά φέρνω στη σκέψη μου τον ορισμό του ποιήματος της Κικής Δημουλά: «Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δένδρο.
Α Υ Τ Ο Ε Ι Ν Α Ι Τ Ο Π Ο Ι Η Μ Α».
Είναι αλήθεια ότι αυτή η προσωπική μου αυθαιρεσία ίσως υπέκρυπτε την ανάγκη να πω κάτι καινούργιο, καθώς πολλά έχουν ειπωθεί και ακόμη περισσότερα έχουν γραφτεί από φίλους και ομοτέχνους, συναδέλφους και συνοδοιπόρους με το δημιουργό στους αγώνες και στη ζωή. Αντήχηση των ήδη λεχθέντων, επανάληψη των καταγεγραμμένων θα ήταν κουραστική και ανούσια. Ελπίζω μόνο να μην οδηγούμαι σε δρόμους αδιάβατους, σε ερμηνείες ανυποψίαστες ίσως και από τον ίδιο τον ποιητή. Ωστόσο «η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», κατά το Γιώργη Παυλόπουλο και εγώ τώρα δά κοιτάζω μέσα από αυτήν δίχως να έχω την ψευδαίσθηση ότι όλα τα “βλέπω”.
Είναι αλήθεια ότι αυτή η προσωπική μου αυθαιρεσία ίσως υπέκρυπτε την ανάγκη να πω κάτι καινούργιο, καθώς πολλά έχουν ειπωθεί και ακόμη περισσότερα έχουν γραφτεί από φίλους και ομοτέχνους, συναδέλφους και συνοδοιπόρους με το δημιουργό στους αγώνες και στη ζωή. Αντήχηση των ήδη λεχθέντων, επανάληψη των καταγεγραμμένων θα ήταν κουραστική και ανούσια. Ελπίζω μόνο να μην οδηγούμαι σε δρόμους αδιάβατους, σε ερμηνείες ανυποψίαστες ίσως και από τον ίδιο τον ποιητή. Ωστόσο «η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή», κατά το Γιώργη Παυλόπουλο και εγώ τώρα δά κοιτάζω μέσα από αυτήν δίχως να έχω την ψευδαίσθηση ότι όλα τα “βλέπω”.
Εν αρχή ήν ο λόγος: το κύριο εφόδιο, για να διεισδύσουμε στην ποιητική τέχνη την κατά Καβάφη συντεθειμένη «εν φαντασία και λόγω», είναι η γνώση της γλώσσας, του κώδικα έκφρασης του ποιητή. Ο λόγος του Β. Κακατσάκη είναι, λοιπόν, λιτός, το ύφος του καθημερινό, το λεξιλόγιό του ενταγμένο στον προφορικό λόγο πιότερο παρά στην επιτηδευμένη διατύπωση των λογίων. Ξαφνιάζει η χρήση και επανάληψη καθημερινών φράσεων και εννοιών, που συγκροτούν εικόνες οικείες, αναπλάθουν θεατρικά σκηνικά και ζωντανεύουν την ποιητική ατμόσφαιρα. Μετρημένη η χρήση του διαλόγου υπηρετεί την παραστατική απόδοση της αφήγησης, ενώ τα πρόσωπα εναλλάσσονται με επίμονη επαναφορά του πρώτου πληθυντικού, δείγμα της κοινωνικής ευαισθησίας και της ενσωμάτωσης του ποιητή στην κοινωνική ομάδα των συνοδοιπόρων, των συναγωνιστών, των ανθρώπων που ζουν τις έγνοιες και παθιάζονται με τα παθήματα των ιδεών, των αξιών και των κοινών οραμάτων.
Το πρώτο ενικό πρόσωπο χρησιμοποιείται κυρίως στο πρώτο ποίημα, για να υπενθυμίσει την οπτική γωνία του ίδιου του “συνθέτη” και κυρίως να αυτοπροσδιορίσει τα γνωρίσματα του ποιητή, του «γυμνού, του ανυπόδητου, του πένητος», που «μόνος πορεύεται σε χώρα τυφλών και σακάτηδων» ως «πρώτος και έσχατος άνθρωπος». Η μοναξιά του τονίζεται, όταν γύρω του αναγνωρίζει «άχρωμους, άοσμους, άγευστους, δίχως ειδικό βάρος», κυρίους Χ… Όταν διακρίνει ότι δίπλα του «πωλούνται ναυαγισμένα όνειρα, μεταχειρισμένοι έρωτες, δολοφονημένες ελπίδες, γίνονται επισκευές» και στήνονται «αγορές αισθημάτων», όταν παντού θριαμβεύει το «γενικό εμπόριο», όταν «ο φόβος είναι ο καλύτερος αγοραστής», όταν αναγκάζεται «να κάψει τα όνειρα που αγόρασε στο παζάρι», όταν δεσπόζει -προφητικός αντικατοπτρισμός της οικείας μας πραγματικότητας άραγε;- η εμπορευματοποίηση των πάντων.
Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν στην ποιητική θεματική της Καζοβάρ την κατάρρευση των αξιών και την απεμπόληση των οραμάτων. Στις περιπτώσεις που κάποιοι «βγάζουν τα μάτια από τις Βυζαντινές Παναγίες» και δοκιμάζουν στην προκρούστεια κλίνη ό,τι άλλοτε προκαλούσε δέος, τότε «οι πάλαι ποτέ μεγάλες λέξεις» γίνονται «φαλακρά γερόντια ξεδοντιασμένα», δραματοποιούνται με τρόπο σουρρεαλιστικό, για να τονίσουν την επικράτηση του μηδενισμού σε μια κοινωνία που επιθυμεί να πορεύεται στο ανελέητο κατηγορώ της ιστορίας «δίχως ήρωες και αγίους!».
Σε αυτή τη λαίλαπα της νέας εποχής έρχεται να ανατιπαρατεθεί συμβολικά η φύση: το κυκλάμινο που σταυρώνεται, «επειδή πολύ αγάπησε την ομορφιά», το γιασεμί του πάρκου που εισακούει την ερωτική εξομολόγηση, η πεταλούδα η ερωτευμένη με το αυγινό φως. Απεικονίζουν τη στενή σχέση του ποιητή με τη φύση, που την αισθάνεται ζωντανή, καθαρή, αμόλυντη μέσα στην ψυχή του, καθώς τη συνδέει με την προσωπική του βιωματικότητα, τις μακρινές παιδικές μνήμες και την πορεία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι της αποδίδει θέση εξαιρετική στην ποιητική του σύνθεση, συμπλήρωμα των συμβολικών του αναγωγών, μέσο αισθητοποίησης των ιδεών και των ονείρων του.
Γιατί βέβαια συχνά και στην ποίηση του Β. Κακατσάκη συναντάται το όνειρο μέσα στην τραγικότητα των αφηγήσεων, διαπλέκεται το ρεαλιστικό και το εφιαλτικό, το πραγματικό και το φαντασιακό. «Καμιά φορά η ζωή στενεύει τόσο, που δεν σε χωρά κι απλώνεται στα όνειρα, όμως κι αυτά έχουν πληθύνει τόσο που ξεχειλίζουν απ’ τον ύπνο και περνάν μες τη ζωή σου», γράφει η Αγγελική Σιδερά. Και στη ζωή των σολωμικών αλαφροΐσκιωτων αυτά όλα γίνονται συχνά στίχοι, τέχνη, ποίηση, όπως οι μύχιες σκέψεις «αναπαύονται σε κάποια σελίδα ημερολογίου», όπως τα ανείπωτα γίνονται «κήρυγμα», όπως οι «πόθοι της ανυφάντρας γράφονται στο πανί του αργαλειού της», όπως μετατρέπονται, κατά το Β. Κακατσάκη, όλες οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες σε τραγούδια πριν πυρποληθούν από τους ίδιους τους εμπνευστές τους.
Τότε όμως μένει κανείς χωρίς προσδοκίες, καθώς η αγάπη χάνει το νόημά της στον πληθωρισμό των αδόκητων επικλήσεων. Και τότε ακριβώς είναι η ώρα που ακούγονται πιο καθαρά οι κραυγές σε “μπουκέτα”, που αντηχούν στα πηγάδια, συμβολική αποτύπωση των ποιητικών θησαυρών, στον κόσμο του Β. Κακατσάκη. Γιατί το βαθύ πηγάδι στο Ημερολόγιο του Φαέθοντα αποδίδεται ως το πηγάδι των «παιδιάστικων θαυμαστικών, των υπέροχων ερώτων, των πράξεων που τις είπαμε Ποιήματα».
Στις δύσκολες εκείνες ώρες, παρά τις μάταιες επικλήσεις του μυθικού ήρωα (Ηρακλή) τονίζεται από τον Ποιητή η ανάγκη της προσφυγής στον αγώνα. Υποβάλλεται από τις διδαχές στην ηρωική αποτύπωση της «Μάνας όλων των παιδιών του κόσμου», προβάλλεται από την ενδιάθετη ροπή στον οπτιμισμό, γιατί παρά την επίμονη ποιητική παρουσία του θανάτου στην Καζοβάρ, αυτός αντιδιαστέλλεται διαρκώς προς την ανάσταση και προς την αθανασία. Υπολανθάνουν άλλωστε τα διδακτικά ιστορικά αγωνιστικά προτάγματα, διατυπωμένα με λόγο υπαινικτικό και μεγαλόστομο συνάμα, με διατυπώσεις συνυποδηλωτικές αλλά και συνθηματικές, άλλοτε πάλι με σαφείς χρονολογικές και τοπογραφικές ενδείξεις γίνονται περισσότερο αισθητά και ζωντανά. Ο αγώνας αποτελεί στάση ζωής και ποιητική επιταγή για το δημιουργό, επιβεβλημένη από την ίδια την πίστη του στην αξία της αντίστασης και στην αγωνιώδη υπεράσπιση της ελπίδας, στη «δολοφονία της οποίας» δεν συναινεί και δεν συνεργεί ο ποιητής.
Κοινή η ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό, κατά το Μίλτο Σαχτούρη και «ουράνιος μηχανοδηγός» ο Ποιητής στον υπερρεαλιστικό κόσμο του. Σε αντιδιαστολή προς αυτόν όμως ο Β. Κακατσάκης είναι βαθιά γήινος και κυνικά πραγματιστικός. Βαθύτατα κοινωνικός και βαθυστόχαστα πολιτικός. Ανατόμος της διαχρονικά βιούμενης ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας, γίνεται εκείνος «γήινος μηχανοδηγός», για να οδηγήσει τους αναγνώστες του στα ξέφωτα της χαράς της ανθρωπιάς, της ευλογημένης προσδοκίας του καλού, της αναζήτησης πραγματικών αξιών ζωής: στο όραμα της ειρήνης, της αδελφοσύνης, στην προσδοκία της ανάτασης, καθώς μας βεβαιώνει ποικιλότροπα πως αυτή «δεν θ’ αργήσει». Έτσι η ποίηση η δική του γίνεται καρυωτακικό «καταφύγιο», «λύτρωση» συλλογική και όχι μόνο ατομική. Για όλα αυτά επικροτούμε την τέτοια ποίηση, που λέει «ναι στη ζωή. Μα στη Ζωή που δεν φοβάται το θάνατο», γιατί «η Ζωή είναι Ζωή μόνο αν της δώσουμε φτερά, μόνο αν τα χέρια μας είναι καθαρά, μόνο αν οι ψυχές μας κλείνουν μέσα τους τον ουρανό!», κατά το Β. Κακατσάκη.
Το πρώτο ενικό πρόσωπο χρησιμοποιείται κυρίως στο πρώτο ποίημα, για να υπενθυμίσει την οπτική γωνία του ίδιου του “συνθέτη” και κυρίως να αυτοπροσδιορίσει τα γνωρίσματα του ποιητή, του «γυμνού, του ανυπόδητου, του πένητος», που «μόνος πορεύεται σε χώρα τυφλών και σακάτηδων» ως «πρώτος και έσχατος άνθρωπος». Η μοναξιά του τονίζεται, όταν γύρω του αναγνωρίζει «άχρωμους, άοσμους, άγευστους, δίχως ειδικό βάρος», κυρίους Χ… Όταν διακρίνει ότι δίπλα του «πωλούνται ναυαγισμένα όνειρα, μεταχειρισμένοι έρωτες, δολοφονημένες ελπίδες, γίνονται επισκευές» και στήνονται «αγορές αισθημάτων», όταν παντού θριαμβεύει το «γενικό εμπόριο», όταν «ο φόβος είναι ο καλύτερος αγοραστής», όταν αναγκάζεται «να κάψει τα όνειρα που αγόρασε στο παζάρι», όταν δεσπόζει -προφητικός αντικατοπτρισμός της οικείας μας πραγματικότητας άραγε;- η εμπορευματοποίηση των πάντων.
Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν στην ποιητική θεματική της Καζοβάρ την κατάρρευση των αξιών και την απεμπόληση των οραμάτων. Στις περιπτώσεις που κάποιοι «βγάζουν τα μάτια από τις Βυζαντινές Παναγίες» και δοκιμάζουν στην προκρούστεια κλίνη ό,τι άλλοτε προκαλούσε δέος, τότε «οι πάλαι ποτέ μεγάλες λέξεις» γίνονται «φαλακρά γερόντια ξεδοντιασμένα», δραματοποιούνται με τρόπο σουρρεαλιστικό, για να τονίσουν την επικράτηση του μηδενισμού σε μια κοινωνία που επιθυμεί να πορεύεται στο ανελέητο κατηγορώ της ιστορίας «δίχως ήρωες και αγίους!».
Σε αυτή τη λαίλαπα της νέας εποχής έρχεται να ανατιπαρατεθεί συμβολικά η φύση: το κυκλάμινο που σταυρώνεται, «επειδή πολύ αγάπησε την ομορφιά», το γιασεμί του πάρκου που εισακούει την ερωτική εξομολόγηση, η πεταλούδα η ερωτευμένη με το αυγινό φως. Απεικονίζουν τη στενή σχέση του ποιητή με τη φύση, που την αισθάνεται ζωντανή, καθαρή, αμόλυντη μέσα στην ψυχή του, καθώς τη συνδέει με την προσωπική του βιωματικότητα, τις μακρινές παιδικές μνήμες και την πορεία της ανθρώπινης ζωής. Έτσι της αποδίδει θέση εξαιρετική στην ποιητική του σύνθεση, συμπλήρωμα των συμβολικών του αναγωγών, μέσο αισθητοποίησης των ιδεών και των ονείρων του.
Γιατί βέβαια συχνά και στην ποίηση του Β. Κακατσάκη συναντάται το όνειρο μέσα στην τραγικότητα των αφηγήσεων, διαπλέκεται το ρεαλιστικό και το εφιαλτικό, το πραγματικό και το φαντασιακό. «Καμιά φορά η ζωή στενεύει τόσο, που δεν σε χωρά κι απλώνεται στα όνειρα, όμως κι αυτά έχουν πληθύνει τόσο που ξεχειλίζουν απ’ τον ύπνο και περνάν μες τη ζωή σου», γράφει η Αγγελική Σιδερά. Και στη ζωή των σολωμικών αλαφροΐσκιωτων αυτά όλα γίνονται συχνά στίχοι, τέχνη, ποίηση, όπως οι μύχιες σκέψεις «αναπαύονται σε κάποια σελίδα ημερολογίου», όπως τα ανείπωτα γίνονται «κήρυγμα», όπως οι «πόθοι της ανυφάντρας γράφονται στο πανί του αργαλειού της», όπως μετατρέπονται, κατά το Β. Κακατσάκη, όλες οι ανεκπλήρωτες επιθυμίες σε τραγούδια πριν πυρποληθούν από τους ίδιους τους εμπνευστές τους.
Τότε όμως μένει κανείς χωρίς προσδοκίες, καθώς η αγάπη χάνει το νόημά της στον πληθωρισμό των αδόκητων επικλήσεων. Και τότε ακριβώς είναι η ώρα που ακούγονται πιο καθαρά οι κραυγές σε “μπουκέτα”, που αντηχούν στα πηγάδια, συμβολική αποτύπωση των ποιητικών θησαυρών, στον κόσμο του Β. Κακατσάκη. Γιατί το βαθύ πηγάδι στο Ημερολόγιο του Φαέθοντα αποδίδεται ως το πηγάδι των «παιδιάστικων θαυμαστικών, των υπέροχων ερώτων, των πράξεων που τις είπαμε Ποιήματα».
Στις δύσκολες εκείνες ώρες, παρά τις μάταιες επικλήσεις του μυθικού ήρωα (Ηρακλή) τονίζεται από τον Ποιητή η ανάγκη της προσφυγής στον αγώνα. Υποβάλλεται από τις διδαχές στην ηρωική αποτύπωση της «Μάνας όλων των παιδιών του κόσμου», προβάλλεται από την ενδιάθετη ροπή στον οπτιμισμό, γιατί παρά την επίμονη ποιητική παρουσία του θανάτου στην Καζοβάρ, αυτός αντιδιαστέλλεται διαρκώς προς την ανάσταση και προς την αθανασία. Υπολανθάνουν άλλωστε τα διδακτικά ιστορικά αγωνιστικά προτάγματα, διατυπωμένα με λόγο υπαινικτικό και μεγαλόστομο συνάμα, με διατυπώσεις συνυποδηλωτικές αλλά και συνθηματικές, άλλοτε πάλι με σαφείς χρονολογικές και τοπογραφικές ενδείξεις γίνονται περισσότερο αισθητά και ζωντανά. Ο αγώνας αποτελεί στάση ζωής και ποιητική επιταγή για το δημιουργό, επιβεβλημένη από την ίδια την πίστη του στην αξία της αντίστασης και στην αγωνιώδη υπεράσπιση της ελπίδας, στη «δολοφονία της οποίας» δεν συναινεί και δεν συνεργεί ο ποιητής.
Κοινή η ανθρώπινη ανάγκη για ουρανό, κατά το Μίλτο Σαχτούρη και «ουράνιος μηχανοδηγός» ο Ποιητής στον υπερρεαλιστικό κόσμο του. Σε αντιδιαστολή προς αυτόν όμως ο Β. Κακατσάκης είναι βαθιά γήινος και κυνικά πραγματιστικός. Βαθύτατα κοινωνικός και βαθυστόχαστα πολιτικός. Ανατόμος της διαχρονικά βιούμενης ελληνικής ιστορικής πραγματικότητας, γίνεται εκείνος «γήινος μηχανοδηγός», για να οδηγήσει τους αναγνώστες του στα ξέφωτα της χαράς της ανθρωπιάς, της ευλογημένης προσδοκίας του καλού, της αναζήτησης πραγματικών αξιών ζωής: στο όραμα της ειρήνης, της αδελφοσύνης, στην προσδοκία της ανάτασης, καθώς μας βεβαιώνει ποικιλότροπα πως αυτή «δεν θ’ αργήσει». Έτσι η ποίηση η δική του γίνεται καρυωτακικό «καταφύγιο», «λύτρωση» συλλογική και όχι μόνο ατομική. Για όλα αυτά επικροτούμε την τέτοια ποίηση, που λέει «ναι στη ζωή. Μα στη Ζωή που δεν φοβάται το θάνατο», γιατί «η Ζωή είναι Ζωή μόνο αν της δώσουμε φτερά, μόνο αν τα χέρια μας είναι καθαρά, μόνο αν οι ψυχές μας κλείνουν μέσα τους τον ουρανό!», κατά το Β. Κακατσάκη.
Χανιώτικα νέα (15.07.2014)
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/kazovar-mia-alli-anagnosi/#ixzz37WxmFQPX
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου