Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

ΠΟΙΗΣΗ


ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ


«Όταν μεγαλώσω, μάνα
έλεγ’ εκείνο το βράδυ
ο πιο μικρός,
θα φτάνω κι εγώ το μάνταλο
και θ’ ανοίγω την αυλόπορτα,
όπως τ’ αδέρφια μου».
«Ναι! όταν θα μεγαλώσεις, γιε μου,
του ’λεγε η μάνα του,
τότε θα φτάνεις το μάνταλο.
Να, έτσι! Κοίταξ’ εμένα, παιδί μου,
κοίταξ’ εμένα, μάτια μου».
«Ναι! μα πότε μεγαλώνει ένα παιδί»;
«Ένα παιδί μεγαλώνει, γιε μου,
όταν μπορεί να φτάνει το μάνταλο».
«Και ύστερα δε θα ’μαι πια παιδί»;
«Όχι, βέβαια! Ύστερα θα ’σαι άντρας, γιε μου»!
«Μα όταν μεγαλώσω, μάνα,
και θα ’μαι άντρας,
και θα φτάνω το μάνταλο,
τι μπορώ να γίνω περισσότερο από άντρας»;
Έτσι ρωτούσε το βράδυ εκείνο
ο πιο μικρός,
το βράδυ εκείνο,
που άλλοι κόντυναν
-Θε μου πώς κόντυναν οι πιο πολλοί-
και δεν έφταναν το μάνταλο.
Το βράδυ εκείνο, που άλλοι ψήλωσαν,
ψήλωσαν ξαφνικά,
κι έφτασαν το μάνταλο της αυλόπορτας
και βγήκαν στους δρόμους…
(Ήταν το μπόι τους που ψήλωσε;
Ήταν τα δάχτυλά τους που μάκρυναν;
Ή ήταν η καρδιά τους που μεγάλωσε
και καταβρόχθισε τις σάρκες τους;)
«Ένας άντρας, γιε μου,
γίνεται κάτι πιο πάνω από άντρας,
αν μείνει άντρας σ’ όλη του τη ζωή»,
του απάντησε η μάνα του
κι αφουγκραζόταν τη λαοβουή
που πετροβολούσε τις γρίλιες των παραθυριών,
κι αφουγκραζόταν την καρδιά της
τη βαφτισμένη στη λαοβουή...

«Μπορεί να μη γυρίσουμε, μάνα»…
της είχε πει φεύγοντας ο μεγάλος
και τη φίλησε στο μέτωπο
σαν Παναγία Βυζαντινή.
(Χρόνια τώρα
σκεφτόταν τις Σπαρτιάτισσες.
Δεν μπορούσε να καταλάβει
εκείνο το ταν ή επί τας,
που έλεγαν στα παιδιά τους,
όταν τους έδιναν την ασπίδα,
την ώρα που κινούσαν για τον πόλεμο∙
δεν μπορούσε να παραδεχτεί,
πως μια μάνα μπορούσε να πει
τέτοια λόγια στον γιο της.
Μια μάνα, σκεφτόταν, τι μπορεί
να είναι περισσότερο από μάνα;
Κι όμως απόψε
16 του Νοέμβρη 1973,
κατάλαβε στα σαρανταδύο της χρόνια,
πως μια μάνα
είναι κάτι παραπάνω από μάνα
ενός, δύο, τριών παιδιών.
Είναι μάνα, όλων των παιδιών του κόσμου:
κι αυτών που ψήλωσαν απόψε,
κι αυτών που δεν ψήλωσαν,
κι αυτών που κόντυναν,
κι αυτών που ήταν κοντοί ανέκαθεν)…
 «Μάνα την ευχή σου»,
είχε πει κι ο δεύτερος,
εκείνος που ήταν πάντα ακούρευτος
κι έλεγε πως νοιάζεται
μόνο για τα κορίτσια.
«Στο καλό!
Η Παναγιά μαζί σας»…
Ο μικρός είχε βάλει τις φωνές∙
ήθελε να πάει κι αυτός…
«Εσύ μείνε», του είχαν πει οι μεγάλοι
και χάθηκαν στους δρόμους,
λουσμένοι στο εσπερινό φως,
ντυμένοι στα κυριακάτικά τους∙
και δεν ήξεραν αν ήταν Σταύρωση
ή Ανάσταση εκεί που πήγαιναν.
Κι έμεινε ο μικρός με τη μάνα του∙
και η λαοβουή πετροβολούσε
τις γρίλιες των παραθυριών…

«Μάνα, μην κλαις»!
μίλησε για στερνή φορά ο μικρός.
«Θα μεγαλώσω κι εγώ!
Θα γίνω άντρας, σου λέω!

Και θα μείνω άντρας»! 

Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
"ΚΑΖΟΒΑΡ" εκδ. ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΚΡΗΤΗΣ- ΠΥΞΙΔΑ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ', Χανιά, 2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου