Δευτέρα 19 Σεπτεμβρίου 2016

ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ

ΟΔΟΙΠΟΡΟΙ ΜΑΘΗΤΕΣ ΓΥΜΝΑΣΙΟΥ ΒΑΜΟΥ
Τα γυμνασιακά μας χρόνια ένας ατέλειωτος ποδαρόδρομος
(βλ. και Χανιώτικα νέα (Διαδρομές, 17.09.201


ΠΟΠΗ ΓΑΒΡΙΛΑΚΗ: «Η οδοιπορία μας καθόρισε»










«Η οδοιπορία, κυριολεκτικά και μεταφορικά, σημάδεψε και καθόρισε τις ζωές μας». Αυτό σημειώνει η Πόπη Γαβριλάκη από τους Αρμένους Αποκορώνου που μαζί με δεκάδες άλλα παιδιά μοιράστηκαν στα χρόνια της δεκαετίας του ’60 αμέτρητες ώρες πεζοπορίας από και προς το Γυμνάσιο του Βάμου.
Επικοινωνήσαμε μαζί της το πρωί της Τετάρτης στο τηλέφωνο καθώς κατοικεί μόνιμα στην Αθήνα. Δώσαμε ένα τηλεφωνικό ραντεβού για το απόγευμα της ίδιας ημέρας. Δεν μας περίμενε. Οση ώρα μεσολάβησε, κάθισε και κατέγραψε στο χαρτί σκέψεις και συναισθήματα από εκείνα τα χρόνια. Ο λόγος δικός της:
«Από το μεσημέρι που μου μιλήσατε για την οδοιπορία μας από και προς το Γυμνάσιο Βάμου, μ’ έχουν κατακλύσει αναμνήσεις και συγκίνηση. Φορώ τη μαύρη μου ποδιά με το άσπρο πικεδένιο γιακαδάκι και συναντώ τις άλλες κοπέλες του χωριού. Παραπάνω θα συναντήσουμε τα αγόρια με τα μπλε πηλίκια και όλοι μαζί θα ανηφορίσουμε τις Χαλέπες του Λεντάρη, θα περάσουμε τους σπήλιους, θα σκαρφαλώσουμε τ’ άγρια βράχια και θα βγούμε στην “κούρμπα” του δρόμου προς τον Βάμο, λίγο μετά τον Τσιβαρά. Εκεί θ’ ανταμώσουμε τους μαθητές από Τσιβαρά, Καλύβες, Στύλο και Νιο Χωριό. Θα μας προλάβουν και τα χωριανάκια μας που είχαν την τύχη και διέθεταν ποδήλατο. Ο Μανώλης Πιπεράκης, ο Κωστής Τσακιράκης, ο Γιάννης Τερεζάκης, ο Θοδωρής Κουτσουπάκης και άλλοι πολλοί. Γιώργης, Σταύρος και Πιπίνα Νικητάκη, Ερασμία και Τάκης Πριπάκης, Πόπη Καβρουλάκη, Ειρήνη Κουτσουπάκη, Βασίλης Λαμπαθάκης, Κατίνα Λαμπαθάκη, Γιάννης και Στέλλα Πατηνιωτάκη, Μανόλης Τσακιράκης, Δημήτρης Αβερκάκης, Μαρία και Πόπη Γαβριλάκη, Αννα και Ηλίας Νικάκης, Καλλιβρετάκη Λιωλιώ, Λεντάρη Λούλα, Βαγγέλης Καβρουλάκης, Προεστάκης Γιώργης, Αντώνης και Κωστής. Προσπαθώ να θυμηθώ ονόματα, αλλά φοβάμαι ότι ξεχνάω πολλούς (…).
Οδοιπορούμε με ζέστη, οδοιπορούμε και με κρύο και βροχή. Σκοντάφτοντας και πέφτοντας, με βροντές να μας τρομάζουν και με αστραπές να σκίζουν το σκοτάδι και να μας δείχνουν το στρατάκι που χαλούσε η καταρρακτώδης βροχή. «Βρέξε Θεέ μου, βρέξε και φέξε, να βρούμε το δρόμο να πάμε στο σχολειό», μνημονεύουμε μέχρι σήμερα το χιούμορ του Κωστή Τσακιράκη.
Ο Κλωνάρης μας περιμένει στο προαύλιο. Συναισθανόμαστε τη φροντίδα και το νιάξιμο του μεγάλου δασκάλου και η καλοσύνη στα μάτια του μας ζεσταίνει την καρδιά. Τρέμοντας και βρεγμένα ως το κόκκαλο προλαβαίνουμε το κουδούνι και μπαίνουμε στην τάξη να γράψουμε Αρχαία Ελληνικά.
Μεσημεριάζει και κατηφορίζουμε. Από το ψιλικατζίδικο του Γιώργη Γωνιωτάκη αγοράζουμε ηλιόσπορους για το γυρισμό.
Παίζουμε, μιλάμε, πειραζόμαστε, γελάμε. Περιμένει και βοηθά ο ένας τον άλλο. Κάνουμε σχέσεις, λέμε ιστορίες, αναπτύσσουμε δεξιότητες ζωής που δεν καταλαβαίνουμε ακόμη την αξία τους.
…Ολος ο Αποκόρωνας πεζοπορούσε τότε προς το μέλλον, οδεύοντας στο Βάμο. Σηκώσαμε τα μάτια κι ατενίσαμε άλλος μακρύτερα κι άλλος κοντύτερα το αλλιώτικο. Σημασία δεν έχει τι και πόσο τα καταφέραμε, πόσα “γράμματα” μάθαμε πού και πόσο σφάλαμε κι υπερβάλαμε στη ζωή μας. Σημασία έχει ότι η οδοιπορία αυτή κυριολεκτικά και μεταφορικά προς και από αυτό τον τόπο – ορόσημο, σημάδεψε και καθόρισε τις ζωές μας. Και ήταν φυσικό να συμβεί έτσι, αν σκεφτούμε ότι η πρώτη και δεύτερη μεταπολεμικές δεκαετίες είχαν να αναστηλώσουν και ν’ ανατρέψουν. Ασυνείδητα κουβαλούσαμε τον σπόρο της αλλαγής και της ανατροπής της εποχής μέσα μας.
Φρόντισαν από πολύ νωρίς να το ενσταλάξουν στην ψυχή μας οι γονέοι μας, φτωχοί κι αγράμματοι οι περισσότεροι, αλλά με αλάθητο κριτήριο σε θέματα ζωής. Γι’ αυτούς που έβγαιναν από ένα πόλεμο κι άλλο ένα εμφύλιο, το σχολείο και “τα γράμματα” ήταν ανάγκη.
Τη φράση “να μάθεις γράμματα, να μην παιδεύεσαι σαν εμάς” την είχαμε ακούσει από νωρίς κι είχε ριζώσει στην ψυχή μας. Αυτοί ήμασταν όλοι εμείς οι πεζοπόροι μαθητές κι αυτός ήταν ο τόπος μας. Που από νωρίς μας έστειλε στα δύσκολα, για ν’ αλλάξουμε και τη δική μας και τη δική του ζωή.
Εδώ αισθάνομαι την ανάγκη να αναφερθώ σε κείνους από τα χωριά μας που δεν πήγαν στο Γυμνάσιο. Συνήθως παιδιά με δυσκολίες στη μάθηση που οι καιροί δεν είχαν τη γνώση κι τον τρόπο να θεραπεύσουν. Κι αυτό δεν είχε να κάνει με μυαλό κι εξυπνάδα γιατί οι πολλοί κατάφεραν να στήσουν δουλειές, να ορθοποδήσουν, να κάνουν οικογένειες υποδειγματικές και να προκόψουν. Κι εκείνοι κι εμείς, καμαρώνουμε που τα βγάλαμε πέρα μέσα σε δύσκολες συνθήκες.
Ετσι κι αλλιώς για όλους μας, πάντα μια οδοιπορία προς τα μπρος η ζωή, επίπονη κι επώδυνη».


ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΚΑΛΑΪΤΖΑΚΗΣ: «Δραματικά χρόνια»








Ο Νικόλαος Καλαϊτζάκης υπήρξε μαθητής στο Γυμνάσιο Βάμου τα προπολεμικά χρόνια. Από τις Καλύβες μέχρι τον Βάμο χρειαζόταν μία ώρα περπάτημα, όπως λέει, αλλά επιστροφή ήταν πιο γρήγορη. «Το σχολείο είχε τελειώσει και τα πόδια έβγαζαν φτερά!».
«Η πορεία μας για να πάμε στο σχολείο ξεκινούσε τα ξημερώματα, νύχτα ακόμα. Στον δρόμο συναντιόμασταν με άλλα παιδιά από άλλα χωριά και γινόμασταν μια παρέα, Μπορεί να μαζευόμασταν και καμιά εικοσαριά», θυμάται ο κ. Νίκος.
Ο δρόμος που έπρεπε τότε να διανύσουν τα παιδιά δεν μοιάζει σε τίποτα με τον σημερινό αυτοκινητόδρομο. «Ο δρόμος είχε χαλίκια και ήταν γεμάτος από λακκούβες. Τότε λοιπόν, ειδικά τις μέρες που διανυκτερεύαμε στον Βάμο, γιατί 3 φορές είχαμε και απογευματινό μάθημα, επειδή δεν προλαβαίναμε να διαβάσουμε όλα τα μαθήματα, αφήναμε ένα μάθημα και το διαβάζαμε στον δρόμο. Θυμάμαι λοιπόν να πέφτουμε στους λάκκους καθώς προσπαθούσαμε να προσηλωθούμε στο βιβλίο».
Οι δυσκολίες πολλές που αντιμετώπιζαν στην πορεία τους οι οδοιπόροι μαθητές. «Η κατάσταση ήταν δραματική. Χειμώνας και δεν υπήρχαν τότε αδιάβροχα. Αν είχες καμία ομπρέλα -κατεστραμμένη- μπορούσε να σε προστατεύσει λίγο. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές πηγαίναμε βρεγμένοι στον Βάμο κι όταν μας έβλεπε ο γυμνασιάρχης, μας έδιωχνε και μας έλεγε να πάμε στον γειτονικό φούρνο για να στεγνώσουμε πρώτα», σημειώνει ο κ. Νίκος γυρίζοντας πίσω το ρολόι του χρόνου.
Δεν έλειπαν βέβαια και οι στιγμές της πλάκας και του πειράγματος που έκαναν την πεζοπορία παιχνίδι: «Συχνά, μετά τον Τζιβαρά εκεί που ήταν η κονταρίδα των Αρμενιανών, συναντούσαμε εκτός από τους συμμαθητές μας και τον παπά των Αρμένων. Θυμάμαι λοιπόν μια μέρα τον παπά να βγαίνει από την κονταρίδα καθισμένος σε ένα γαϊδουράκι με προορισμό τον Βάμο. Μόλις τον αντικρίσαμε πετάχτηκε ένας μαθητής και είπε να δέσουμε ένα κόμπο στο μαντήλι γιατί τον παπά τον είχαμε για γρουσουζιά κι έπρεπε να ξορκίσουμε την ατυχία! Κατά σύμπτωση αυτό το άκουσε ο παπα- Λευτέρης, έπαιξε έναν πήδο από το γαϊδούρι, κατέβηκε κάτω κι άρχισε να κυνηγάει τον μαθητή στα χωράφια! Φυσικά δεν τον έπιασε…».
Οσο όμως κι αν υπήρχαν στιγμές με πειράγματα και παιχνίδια, οι κακουχίες ήταν πολλές κι αυτό είχε σαν συνέπεια πολλοί μαθητές, όπως αναφέρει ο κ. Νίκος, να εγκαταλείψουν το σχολείο. «Πολλά παιδιά άφησαν το σχολείο. Υπήρχε φτώχεια», υπογραμμίζει.
Χρόνια δύσκολα και σκοτεινά με κορύφωση το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου το οποίο έζησε ο κ. Νίκος σε μια από αυτές τις πορείες του για το σχολείο: «Ηταν θυμάμαι νύχτα ακόμα κι ετοιμαζόμασταν να ξεκινήσουμε για τον Βάμο. Ακούσαμε τότε τον τορπιλισμό δύο βαποριών στο λιμάνι. Μόλις είχαμε φτάσει έξω από το χωριό βλέπουμε ένα ιταλικό αναγνωριστικό αεροπλάνο να πετάει και να δέχεται αντιαεροπορικά πυρά από ένα βρετανικό πλοίο που περιπολούσε. Ανίδεοι τότε εμείς -ήταν οι πρώτες ημέρες του πολέμου- μπήκα από τον φόβο μου σε ένα υπόνομο ομβρίων υδάτων για να κρυφτώ…».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου