Στάση σε μια απ’ τις αξέχαστες στιγμές της παιδικής μου ηλικίας… Ηταν ένα χειμωνιάτικο βράδυ, δίπλα σε μια παρασιά. Εβρεχε μια ήσυχη βροχή και μια μάνα έλεγε ένα τραγούδι στα παιδιά της για έναν λεβέντη Αγιο, όμορφο καβαλάρη, που σκότωσε έναν κακό δράκο. Χρησιμοποιώ τη λέξη “έλεγε” γιατί δεν μπορώ να θυμηθώ αν η μάνα εκείνη τραγουδούσε τα λόγια ή μόνο τ’ απάγγελνε. Θυμούμαι μόνο πως αυτή η μάνα ήταν η μάνα μου, τα παιδιά της, εγώ κι αδελφός μου (που δεν είχαμε πάει ακόμα στο σχολείο) και το τραγούδι ήταν το τραγούδι του Αϊ Γιώργη…
«Αγιε μου Γιώργη, αφέντη μου, ομορφοκαβαλάρη/ που’ σαι ζωσμένος το σπαθί και τ’ αργυρό κοντάρι»… Πάνω απ’ όλα το υπέροχο εκείνο “α” που κρεμάστηκε στα χείλη μου, αναγκάζοντας το στόμα να μείνει ανοιχτό, ακούγοντάς το, θυμούμαι. Το μαγικό εκείνο “α” που κατασκήνωσε στο πιο φωτεινό διαμέρισμα του νου. Το σιωπηλό εκείνο “α!” που δέθηκε με την ελένια φωτιά και την ήσυχη βροχή. Το αξέχαστο εκείνο “α!” που βιώθηκε έτσι όπως δόθηκε ως “δώρημα τέλειον”. Το αρχέγονο εκείνο “α!” που με οδήγησε εκείνο το βράδυ στην οδό για την πλατεία της ποίησης….
«Αγιε μου Γιώργη, αφέντη μου, ομορφοκαβαλάρη,/ που’ σαι ζωσμένος το σπαθί και τ’ αργυρό κοντάρι/ στη χάρη και στη δόξα σου ήρθα ν’ αναθιβάλω/ για το θεριό που σκότωσες, τον δράκο τον μεγάλο./ Στη χώρα μας εκάθοταν σ’ ένα βαθύ πηγάδι/ κι άνθρωπο του πηγαίνανε αργά ταχιά το βράδυ./ Κι άνθρωπο να ’χαν μην του παν, αργά ταχιά την ώρα,/ σταλιά νεό δεν άφηνε να κατεβεί στη χώρα./ Ψοφούν τα λάγια (α)πό νερό/ τ’ αγρίμια (α)πό τη δίψα/ πεθαίνουν τ’ αρχοντόπουλα τα καλομαθημένα./ Τα μπολετάκια ρίχνανε κι ότινος είχα πέσει/ πήγαινε το παιδάκι του του λιονταριού πεσκέσι./ Τα μπολιετάκια πέσανε σε μια βασιλοπούλα/ απού την είχε η μάνα τζη μοναχορηγοπούλα
[…] Ο Αϊ-Γιώργης τ’ άκουσε κι έτρεξε να τη σώσει/ με τ’ αργυρό του το σπαθί να την ελευθερώσει/ Τι σ’ έχουν κόρη μου τουδά εις το δεντρό δεμένη;/ Εμένα μ’ έχουνε παδά συνήθειο της χώρας/ για να με φάει το θεριό, μα σε λιγάκι ώρα./ Φύγε κι εσύ από τουδά να μη φάει κι εσένα/ εκείνο τ’ άγριο θεριό που θα με φάει εμένα!/ Στα γονατάκια της ‘πεσε για να τονε ψυρίσει/ κι όταν θ’ ακούσει το θεριό, ευθύς να τον ξυπνήσει./ Κι εκειά που τονε ψύριζε, περνά (ε)να περιστέρι/ κι εβάστα και χρυσό σταυρό εις το δεξί του φτέρι/ Ξύπνα δα Αϊ-Γιώργη μου που μου ’πες μη φοβούμαι/ κι αν το σκοτώσεις το θεριό, θεού παιδί λογούμαι!/ Σηκώνετ’ ανατολικά και κάνει τον σταυρό του/ και παίζει πρώτη κονταριά και κόβει τον λαιμό του./ Από τη μέση την αρπά ξεκάπουλα την βάνει/ και σπειρουνίζει τ’ άλογο στη μάνα της την πάει» […]
Επιστροφή στο αξέχαστο εκείνο “α!” κι εφέτος όπως κάθε χρόνο σήμερα 3 του Νοέμβρη. Λίαν πρωί θεού θέλοντος στο εκκλησάκι του Αϊ Γιώργη του Δαφνίτη που βρίσκεται στις Πέρα Κατούνες του Νίππους. Για ν’ ακούσω απ’ τον εφημερεύοντα κοτσιφό που κατοικοεδρεύει στην πιο κοντινή δάφνη το τραγούδι του Αγίου, πριν σημάνει ο παπά-Μιχάλης την καμπάνα…
Η αλληλογραφία μας
• Γρηγόρη Γεωργουδάκη, γιατρό-ποιητή, Χανιά: Τιμή, τιμή μεγάλη για μένα, η αφιέρωση ενός εκ των 60 αριθμημένων και υπογεγραμμένων από εσένα αντιτύπων της ποιητικής σου συλλογής “Υποστάσεις” που περιλαμβάνει 16 άτιτλα ποιήματα και κυκλοφορήθηκε “εκτός εμπορίου” ως ενθύμιο στην εκδήλωση της Πνευμονολογικής Κλινικής του Πανεπιστήμιου Κρήτης υπό τον καθηγητή Ν. Τζανάκη στις αρχές του φετινού φθινοπώρου, για την ποίησή σου. Δεν το συζητώ ότι κι εγώ όπως όλοι έχουμε ανάγκη απ’ το οξυγόνο των στίχων σου. Ειλικρινά δεν ξέρω ποιο απ’ τα ποιήματά σου να “βάλω” εδώ, ως δείγμα γραφής. Μένω στο πρώτο: «Αριστερά της πόρτας/ το πεζούλι το πέτρινο/ Κάθονται με το μαύρο τους τσεμπέρι/ Με τα λόγια/ πλέκουν τα πανωφόρια/ των παιδιών./ Τώρα στα διαμερίσματα/ Ούτε λόγια, ούτε πεζούλια/ Πού να καθίσεις;».
Χανιώτικα νέα (3.11.2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου