Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ


ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ" ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ* 
Της Ανθούλας Νταγκουνάκη - Χαρτζουλάκη

"Μα καθώς εξέταζα το βιβλίο, που είχα να δουλέψω, ξαφνιάστηκα με τον τίτλο.  «Όπως το ψωμί». Μα τι να σημαίνει; Μισή είναι η φράση;  Τελικά  η απάντηση έρχεται διαβάζοντας το οπισθόφυλλο. Ο ποιητής έχει ανοίξει το άλμπουμ των εικόνων, των βιωμάτων και των αισθημάτων, της παιδικής του ηλικίας.  Σ’  αυτό κυριαρχεί η μορφή της Μάνας του, το πρόσωπο εκείνο, που καλώς λένε, σημαδεύει την προσωπική μας αιωνιότητα. Η Μάνα του, σε μια θύμηση λοιπόν, ζυμώνει με τα καθαγιασμένα χέρια της ψωμί κι  από καλό προζύμι, όπως το συνήθιζε στην καθημερινή της βιοπάλη".
Ανθούλα Νταγκουνάκη - Χαρτζουλάκη







Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΤΙΚΗΣ ΣΥΛΛΟΓΗΣ ΣΤΟ
ΤΣΑΤΣΑΡΩΝΑΚΕΙΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΚΟ ΠΟΛΥΚΕΝΤΡΟ ΚΙΣΑΜΟΥ ( 27.3.2018)



     Ο κ. Κακατσάκης είναι για μένα, ένα ξεχωριστό πρόσωπο, όχι τόσο γιατί η φιλία μας  είναι άμεση, μα, και γιατί είναι συνάδελφος του συζύγου μου, αλλά κυρίως γιατί ήταν συμφοιτητής, συνάδελφος και στενός φίλος του αδερφού μου, που τώρα βρίσκεται στο ημισφαίριο της αιωνιότητας. Η παρουσία του μου φέρνει συνειρμικά εκείνον. Αυτό μου συνέβη και όταν άκουσα τη φωνή του στο τηλέφωνο, για να μου ζητήσει τη σημερινή συνεργασία. Η απάντηση ήρθε χωρίς άλλη σκέψη. Ναι.

  Μα καθώς εξέταζα το βιβλίο, που είχα να δουλέψω, ξαφνιάστηκα με τον τίτλο.  «Όπως το ψωμί». Μα τι να σημαίνει; Μισή είναι η φράση;  Τελικά  η απάντηση έρχεται διαβάζοντας το οπισθόφυλλο. Ο ποιητής έχει ανοίξει το άλμπουμ των εικόνων, των βιωμάτων και των αισθημάτων, της παιδικής του ηλικίας.  Σ’  αυτό κυριαρχεί η μορφή της Μάνας του, το πρόσωπο εκείνο, που καλώς λένε, σημαδεύει την προσωπική μας αιωνιότητα. Η Μάνα του, σε μια θύμηση λοιπόν, ζυμώνει με τα καθαγιασμένα χέρια της ψωμί κι  από καλό προζύμι, όπως το συνήθιζε στην καθημερινή της βιοπάλη. Το ψωμί, με αυτό το μυστηριακό στη διαδικασία του, όπως πάντα λαχταριστό. Κι ως το ψήνει μαγεύει το παιδί τότε, Βαγγέλη, που απολαμβάνει τις στιγμές και το ψωμί και με τις πέντε αισθήσεις του. Βλέπει και ακούει τη Μάνα να ζυμώνει, το οσμίζεται καθώς ψήνεται, το παίρνει ζεστό στα χέρια του και το γεύεται αχόρταγα. Μα δε σβήνουν εύκολα τέτοιες μνήμες. Σημαδεύουν κυριολεκτικά το είναι μας.

   Η Μάνα του Κακατσάκη, ούτως ή άλλως έχει ξεχωριστή θέση στο λόγο και στο έργο του, όπως τον έχουμε ζήσει κατά καιρούς. Σαν να παίρνει φως από την εικονική παρουσία της. Είναι συχνές και μοναδικές οι αναφορές του σ’ αυτήν. Δεν είναι βέβαια το πρόσωπο που στηρίζεται πάνω της, αλλά εκείνη που μάλλον τον βοήθησε να μη χρειάζεται στήριγμα, όπως συνέβη σε όλους μας. Έχει εξιδανικευθεί τελικά μέσα του και ό,τι πιάνει στα χέρια της είναι Ποίημα, είναι τέλειο. Δένει δε τη μορφή της βασικά με το ψωμί, με την άλλη βασική έννοια της ζωής, που περιβάλλεται από μια διαχρονική ιερότητα, είναι αναπόσπαστο κομμάτι των προσευχών μας και βάση της διατροφικής μας αλυσίδας.  Και καθώς οι ρίζες μας, αυτή η καταγωγή μας κυλάει στο αίμα μας,  τώρα μεγάλος πια, θέλει να ζυμώσει κι αυτός, να φτιάξει Ποιήματα, σαν της Μάνας,  με υλικά το πνεύμα, την ψυχή και το μολυβάκι του. Παίρνει για προζύμι πολύ συναίσθημα, βάζει τους φιλοσοφημένους προβληματισμούς του, για ό,τι συμβαίνει γύρω μας, τους καλοζυμώνει στο νου και στη σκέψη, τους καλοψήνει στην πυρά της καρδιάς, για να φέρουν αγωνιστικές προτάσεις, που θα οδηγήσουν σε δρόμους και τρόπους, για τον ιδανικό κόσμο. Αυτόν που  τελικά είναι πόθος, στόχος και πεθυμιά του.  Κι αφού το μέλλον του κάθε  παιδιού είναι έργο της Μάνας του, θα το πετύχει.

  Το βιβλίο που παρουσιάζουμε σήμερα, σχετικά μικρό σε όγκο, σε σαμουά χαρτί, είναι ξεχωριστό. Αποτελείται από τρεις ενότητες. Στην κάθε ενότητα, προτάσσεται ένας υπότιτλος, σχετικός με το περιεχόμενο και μια ανάλογη, αρκετά εύστοχη εικόνα, της άλλης φίλης της Αγγέλας Μάλμου. Τα ποιήματα, μικρά σε μέγεθος, μικρής φόρμας θα λέγαμε, από 8στιχα έως 14στιχα κυρίως και σε ελεύθερο στίχο, με κατανοητές λέξεις, πλέκουν σκέψεις και ιδέες. Ορθά ο Έμερσον παρατήρησε, πως η ποίηση, μας μαθαίνει πόσο μεγάλη  δύναμη έχουν ακόμη και λίγες λέξεις. Δεν απαιτείται βέβαια και λίγη δουλειά. Απεναντίας, απαιτείται γνώση και ευστροφία πνεύματος, για να καλύψει πολλά. Απαιτείται εύστοχος λόγος, για να διαχειριστεί το βάρος των λέξεων, λόγος που να συμπυκνώνει μέσα στο λίγο,  το πολύ. Χαρούμενες νότες τα ποιήματα-λογοπαίγνια. Το βιβλίο είναι εύχρηστο, μα προ πάντων  χρήσιμο, καθώς τολμά να πει με το όνομά τους θέματα, που άλλοι σιωπούν, προβάλει χριστιανικές αρχές, κάνει προτάσεις  για τη συναναστροφή, βγαλμένες από μια ευαίσθητη ψυχή.

  Η πρώτη ενότητα λοιπόν έχει τον τίτλο: Ανάμεσα στη Σκύλλα και τη Χάρυβδη το σαπιοκάραβό τους. Με ακρίβεια ποιητή και φαντασία ζωγράφου, συνδέει με θαυμαστό τρόπο διαχρονικούς και σύγχρονους προβληματισμούς με τα επίκαιρα  θέματα, σε φόντο το γκρίζο του κόσμου. Φαίνεται καθαρά η σφαιρική ενημέρωσή του, ο ώριμος προβληματισμός του, η κρίση με υπαινιγμούς συχνά καυστικούς, ενώ περισσεύει η ευαισθησία για τους πάσχοντες.  Η σύγχρονη Σκύλα και η Χάρυβδη, κατά τον ποιητή, είναι η οδύνη του σύμπαντος κόσμου στις δύσκολες μέρες μας. Είναι η παγκόσμια συνείδηση και τα απρόσωπα κέντρα αποφάσεων, που μετρούν κωδικούς και ποσοστά.  Είναι ο χρόνος που κυλά αδυσώπητα. Είναι η ίδια η σκληρή  κοινωνία γύρω μας, με βουή εντονότερη από τα ζεστά λόγια, μαζί με την καθημερινότητα που τρομάζει. Είναι οι ισχυροί της Γης, που μπροστά τους λουφάζουν λαοί. Είναι οι βόμβες που σκοτώνουν αθώους, όπου γης. Είναι το σημερινό πρόσωπο της Ευρώπης που στέκει κουφή, στον πόλεμο της Συρίας, στο νεκροταφείο της Μεσογείου, στη φρίκη της Ειδομένης.  Εκεί που βουλιάζουν όνειρα  στην άβυσσο, εκεί που παιδιά ψάχνουν ένα σπυρί ελπίδας, εκεί που αγκαλιές θρηνούν απώλειες.  Είναι η αδιαφορία για το συνάνθρωπο. Σε όλα τούτα η Σκύλα και η Χάρυβδη, τα μυθικά εκείνα τέρατα,  δάνεισαν τη μυστηριακή τους ανίκητη  δύναμη.

  Εκείνοι που πασχίζουν να γλιτώσουν από τα δόντια τους και να διαβούν το πέρασμα με το σαπιοκάραβό τους, πάλι κατά τον ποιητή, είναι  οι απλοί ταξιδιώτες της ζωής. Οι άνθρωποι της καθημερινότητας, της βιοπάλης και του μόχθου. Είναι όσοι αγωνίζονται απελπισμένα, να σπείρουν ιδέες αντίστασης, εκείνοι που ψάχνουν να βρουν, χωρίς ανταπόκριση,  ιστούς για σημαίες διαδήλωσης, αυτοί που υψώνουν απεγνωσμένα τα χέρια και ζητούν βοήθεια. Είναι οι συνταξιούχοι, είναι οι άνεργοι που κάνουν σπίτι τους την πλατεία, είναι οι ζητιάνοι κι όσοι αναζητούν τη τροφή τους στους κάδους απορριμμάτων, αυτή η σύγχρονη ντροπή της κοινωνίας μας, μα και τα προσφυγόπουλα, που πνίγονται στη Μεσόγειο, ή καταφέρνουν να φτάσουν στα κέντρα υποδοχής, συχνά ορφανά.  Είναι οι στρατιές των αστέγων, οι απολυμένοι, τα παιδιά των φαναριών, ο πολύς   λαός που ζει στη μοίρα του. Σαπιοκάραβο, λέει, έχει γίνει ολάκερο το είναι όλων τούτων, με τα καταρρακωμένα πρόσωπα, με τη σκισμένη καρδιά, με την εξευτελισμένη ύπαρξη, που βρέθηκαν στο πέρασμα της Σκύλας και της Χάρυβδης και πασχίζουν να γλυτώσουν από τα δόντια τους, όχι από δικές τους επιλογές. Αυτά όλα μαζί, πάντα κατά τον ποιητή, συνθέτουν την εικόνα μιας κοινωνίας, που χρειάζεται εθελοντές σαν το Σίμωνα τον Κυρηναίο, συνθέτουν το σύγχρονο σκηνικό της Σταύρωσης του Χριστού και  κάνουν πιο συχνές τις Μεγάλες Παρασκευές στο ημερολόγιό μας.

  Κάπου όμως αχνοφέγγει, από την αχτίδα της ελπίδας, που δε χάθηκε, αφού εμείς έχουμε ανάψει το κερί μας στο φως του ονείρου, όπως είναι  ο τίτλος της δεύτερης ενότητας του βιβλίου. Εδώ από άλλη σκοπιά, με άλλη διάθεση και  ευαισθησία, με έντονη τη θρησκευτικότητα, ο ποιητής μιλά πιο αισιόδοξα και φέρνει μηνύματα ελπίδας, που την προσφέρουν εικόνες της ζωής.  Μας ταρακουνά να αντιληφθούμε, πως το φως είναι εδώ,  μπροστά στα τυφλωμένα από τα πάθη μάτια μας. Πηγάζει από τα απλά και καθημερινά. Από το σπουργίτι που τιτιβίζει, από ένα τόσο δα καρπό της φύσης, από ένα χάδι τρυφερού χεριού, αρκεί να τα αντιληφθούν οι αισθήσεις, αυτές οι πατρίδες του κάθε ποιητή,  αρκεί να το νιώσει η καρδιά, αυτή η πατρίδα του κάθε ποιητή. Το φως του ονείρου, που έχουμε ανάψει το κερί μας, ξεκαθαρίζει ο ποιητής, πως δε ξέρει από περιορισμούς, δεν το σβήνουν ανεμοθύελλες. Το κρατά πάντα αναμμένο  ο ίδιος ο Χριστός, με την προσευχή του για μας, με την βάπτιση, που παίρνουμε οι χριστιανοί, με την Ανάστασή του, παραμερίζοντας τους σύγχρονους γραμματείς και φαρισαίους, εκείνους που νοιάζονται τάχατες για το καλό μας, και μιλούν για Ανάσταση, προσπερνώντας βιαστικά τη Σταύρωση. Και συνεχίζει με τη διαπίστωση, πως όποιος έχει ανάψει το κερί του στο φως του ονείρου, κρατά ψηλά τη σημαία της ευθύνης, κι όποιος υψώνει τα χέρια για προσευχή αποκτά δύναμη ζωής. Με την προσευχή πέφτουν αστέρια ελπίδας,  κελαηδούν αηδόνια αισιοδοξίας και ανθίζουν γιασεμιά  ομορφιάς. Σε άλλο ποίημα ο ποιητής μας, είναι σίγουρος αισιόδοξα, πως η πατρίδα μας έχει μέλλον. Εξ άλλου το ‘παν με τους κελαδισμούς τους τα χελιδόνια, αυτοί οι ταχυδρόμοι της ελπίδας, κουβαλώντας στα φτερά τους την άνοιξη, την ίδια τη χαρά, και έφεραν το μήνυμα, πως πέρασαν οι μπόρες του χειμώνα. Έμμεσα μιλούν για Ανάσταση. Δεν παραλείπει να δώσει τη σημασία της ευθύνης, αλλά και της αντίστασης και του αγώνα, ενάντια στη δύνη των καιρών, με σημαία την ανθρωπιά και σύμμαχο το φως του ήλιου.  Κλείνοντας την δεύτερη ενότητα δίνει μάθημα ζωής, αναφερόμενος σ’ αυτή την έννοια της αγίας  λιτότητας, που αν η ζωή μας πορεύεται στη σωστή γραμμή μάλλον η λιτότητα είναι η έννοια του μέτρου. Καλώς στα καθημερινά μας να έχουμε τα απαραίτητα, το περίσσιο όμως δε  χρειάζεται, είναι υπερβολή και σπατάλη. Παν μέτρο άριστο, για να θυμηθούμε και  τους προγόνους μας.

  Πολλές οι έννοιες που έθιξε στα ποιήματα αυτής της ενότητας, ακριβά τα μηνύματα, έντονη η αισιοδοξία, δυνατή η πίστη, καίριες οι συμβουλές. Μάλλον τα είπε όλα. Και τώρα, στην τρίτη ενότητα δηλώνει: Επιστρέφω στον ίσκιο του κυπαρισσιού μου. Σταυροδένουμε τις μνήμες με τις ρίζες.  Το κυπαρίσσι, εκεί στο Νίππος στον Αποκόρωνα, το χωριό του θα του χαρίσει στον ίσκιο του δροσιά ανάπαυσης, για αναπολήσεις και απολογισμό ζωής. Αρκετά συμβολικό και το πρώτο ποίημα της ενότητας, Ιθάκη. Νιώθει ένας σύγχρονος Οδυσσέας, γνώρισε και είδε τόπους, συναναστράφηκε πολλούς ανθρώπους, σήκωσε ως το τέλος την ευθύνη της εκπαιδευτικής του  προσφοράς, και τώρα φορτωμένος εικόνες και βιώματα, αποζητά να κλείσει ο κύκλος στη μητρίδα γη.  Η ποίηση τον γέμισε ομορφιά ζωντάνια και μυρωδιές σαν την άνοιξη. Κρατά στη μνήμη, όσα διαλέγει η ψυχή κι αφήνει στη λήθη τα υπόλοιπα. Δοξάζει το θεό, γιατί νιώθει το αόρατο χέρι του που τον προστατεύει, αλλά και που κατευθύνει τα βήματά του και θεωρεί, ότι στο μερίδιο της ζωής, πήρε όσα μπορούσε να διαχειριστεί. Εκεί στο χωριό του νοερά ανοίγει προσκυνητής μια-μια τις εκκλησιές και κατά τις ιερές τελετουργίες, νιώθει μετέωρες τις ψυχές των αγαπημένων του και σταυροδένει με τις ρίζες του τις αναμνήσεις, μιας και κρατά πάντα αναμμένο το κερί της μνήμης.  Πρώτη η Μάνα, το επιφώνημα για όλες τις χρήσεις, όπως λέει, και ακολουθεί ο φύλακας- άγγελος μαθητής του, που έφυγε νωρίς. Δε ξεχνά στις αθιβολές να περιλάβει και τη γυναίκα- λιμάνι της ζωής του, την Ευδοκία.  Είναι ξεκάθαρο, πως εδώ επιστρέφοντας είναι πλήρης αισθημάτων και ενθουσιασμένος βάνει τη καρδιά να αλλάξει ρόλους. Να γίνει καμπάνα για να διαλαλήσει την ελπίδα, φωτιά για να σκορπήσει λάμψη,  βρύση για να τρέχει ανθρωπιά, ρόδο για να σκορπά αρώματα, και χέρι για να ορκιστεί πως δε θα τον προδώσει.  Επιστρέφει τελικά στον ίσκιο του κυπαρισσιού, κλείνοντας ένα μεγάλο κύκλο χαραγμένο με έντονα χρώματα και πολλή ποίηση. Σταυροδένει τόπο, προγόνους, μνήμες για να γεμίσει η ψυχή ολάκερη.

   Κι αν ανησυχείς σημερινέ ποιητή, για το αποτέλεσμα του έργου σου, δανείζομαι παραφράζοντας στίχους του Καβάφη, από το ποίημα « Το πρώτο σκαλί». «Πρέπει  να ‘σαι περήφανος κι ευτυχισμένος. Και αυτό ακόμη  εδώ το έργο, πολύ απ’ τον κοινό τον κόσμο απέχει. Εδώ που έφτασες, λίγο δεν είναι, τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα». 

Καλοτάξιδο! 



* Νταγκουνάκη-Χαρτζουλάκη Ανθούλα , φιλόλογος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου