( Ομιλία Γενικού Διευθυντή τουΕθνικού Ιδρύματος Ερευνών & Μελετών
«Ελευθέριος κ. Βενιζέλος» Νικόλαου Εμμ. Παπαδάκη.
Εμπρόσνερος Αποκορώνου, 17 Αυγούστου 2018 )
Από το 1931 όσο ήταν ακόμα πρωθυπουργός η ασφάλεια του Βενιζέλου αλλά και οι αγγλικές μυστικές υπηρεσίες βρίσκονταν στα ίχνη υποψήφιων δολοφόνων που σχετίζονταν με την αυλή του έκπτωτου βασιλιά Γεωργίου Β΄ στο Λονδίνο. Ο Γεώργιος είχε δεχθεί αυστηρή προειδοποίηση από τον Άγγλο υπουργό Εξωτερικών να εγκαταλείψει τα σκοτεινά του σχέδια. Ο Βενιζέλος μετά την εκλογική του ήττα τον Μάρτιο του 1933, ως αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης, ζούσε πλέον υπό τη διαρκή απειλή δολοφονίας του. Η εξόντωσή του προπαγανδιζόταν ανοιχτά από τον αντιβενιζελικό Τύπο σαν εθνική ανάγκη.
Την άνοιξη του 1933 είχαν σχεδιαστεί δύο απόπειρες κατά
της ζωής του: μία στο Φάληρο, κατά τη διάρκεια της μετάβασής του στο κτήμα του
γιου του, Κυριάκου, και μία στις 15 Μαΐου, από τα γυναικεία θεωρεία της Βουλής,
από όπου η επιχείρηση ήταν ευκολότερη. Τα σχέδια δεν πραγματοποιήθηκαν για
τυχαίους λόγους.
Το βράδυ της 6ης Ιουνίου ο Βενιζέλος και η Έλενα ήταν
καλεσμένοι στο σπίτι του Στέφανου και της Πηνελόπης Δέλτα στην Κηφισιά. Στο
τραπέζι ήταν άκεφος, νευρικός και απογοητευμένος από τις απρέπειες των
αντιπάλων του στη Βουλή. Τον είχαν εξοργίσει, στερώντας του τον λόγο, ενώ
καθημερινά δεχόταν προειδοποιήσεις για επικείμενη δολοφονία του. Σε αυτούς που
σχεδόν τον ικέτευαν, γράφει η Δέλτα, να μη βγαίνει τα βράδια από το σπίτι του,
απαντούσε: «Τί! Θὰ τοὺς δείξω πώς φοβοῦμαι;». Και συμπλήρωνε γελώντας: «Ce sont les risques du métier» (Αυτοί είναι οι κίνδυνοι του επαγγέλματος). Τη συνήθεια
να μην παραβιάζει το ωράριό του την τήρησε και εκείνο το βράδυ: «Ἑλενάκι, εἶναι
ὥρα μας», είπε στη γυναίκα του, δείχνοντας το ρολόι. Γύρω στις 11 έφυγαν για
την Αθήνα. Στην Πάκαρντ του προέδρου, ένα αυτοκίνητο εξαιρετικά ταχύ για την
εποχή και με ενισχυμένη θωράκιση, επιβιβάσθηκαν το ζεύγος Βενιζέλου, ο οδηγός
Γιάννης Νικολάου και ο αστυνομικός Μιχάλης Κουφογιαννάκης. Πίσω του ακολουθούσε
το δεύτερο αυτοκίνητο, ένα δίπορτο Λίνκολν-Φορντ, ακατάλληλο για τέτοια
αποστολή, με επιβάτες τους άνδρες της ασφάλειάς του, Ανδρέα Γυπαράκη, Ανδρέα
Λεμπιδάκη και Ιωάννη Μαρκάκη.
Τα δύο αυτοκίνητα ταξίδευαν με χαμηλή ταχύτητα. Σχεδόν
είχαν περάσει τον Παράδεισο Αμαρουσίου όταν ξαφνικά ξεροί, συνεχόμενοι κρότοι,
μαζί με λάμψεις, τάραξαν την ησυχία της νύχτας. Μια μεγάλη ανοικτή Κάντιλακ, με
πολλούς επιβάτες, προσπέρασε με ιλιγγιώδη ταχύτητα και σβηστά φώτα τη Φορντ της
ασφάλειας και συνέχισε να κινείται ανάμεσα στα δύο αυτοκίνητα, ανοίγοντας
ταυτόχρονα πυρ εναντίον τους. Από τα καταιγιστικά πυρά πρώτος τραυματίστηκε στο
αριστερό χέρι ο οδηγός της Πάκαρντ. Ο Μαρκάκης δέχθηκε έξι βλήματα στο κεφάλι
και άρχισε να ψυχορραγεί, ενώ ο ένας οπίσθιος τροχός της Φορντ αχρηστεύθηκε από
τους πυροβολισμούς.
Η αντίδραση του Βενιζέλου υπήρξε ακαριαία. Αγκάλιασε την
Έλενα και έπεσαν μαζί στο δάπεδο του αυτοκινήτου, ενώ άρχισε να φωνάζει
απεγνωσμένα στον οδηγό: «Φύγε, Γιάννη, φύγε!». Ο Νικολάου μετά τον τραυματισμό
του μπορούσε να χρησιμοποιήσει μόνο το ένα χέρι· παρ’ όλα αυτά πάτησε τέρμα το
γκάζι και με μεγάλη ταχύτητα απομακρύνθηκε προς στιγμήν από τους δολοφόνους. Η
κατάσταση ήταν πολύ κρίσιμη: από τις σφαίρες αχρηστεύτηκε ένας τροχός, ενώ
θρυμματισμένα γυαλιά πετάγονταν στην καμπίνα του αυτοκινήτου. Η ταχύτητα της
Πάκαρντ μειώθηκε πάλι, με αποτέλεσμα η Κάντιλακ να πλησιάσει σε απόσταση
αναπνοής. Πιστόλια, επαναληπτικά τουφέκια και μάνλιχερ άρχισαν να ξερνούν ξανά
φωτιά και ατσάλι. Το αυτοκίνητο είχε γίνει κόσκινο και μερικές σφαίρες χώθηκαν
στις πλάτες των καθισμάτων. Είχαν πλησιάσει στο Γηροκομείο και ο Βενιζέλος
ενθάρρυνε τον Νικολάου: «Κάνε γρήγορα, Γιάννη, και γλιτώσαμε». Έτσι και έγινε.
Η γκανγκστερική επίθεση σταμάτησε. Οι δράστες είτε πίστεψαν ότι είχαν επιτύχει
τον σκοπό τους είτε φοβήθηκαν να συνεχίσουν, διότι είχαν εισέλθει πλέον στην
πόλη. Κατευθύνθηκαν στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και εξαφανίστηκαν.
Οι εφημερεύοντες γιατροί του «Ευαγγελισμού» δεν πίστευαν
στα μάτια τους. Μπροστά τους στεκόταν ένας Βενιζέλος κατάχλωμος, με τα χέρια
του ματωμένα από τα τραύματα της Έλενας, που είχε δεχθεί σφαίρες στους μηρούς,
την κοιλιακή χώρα και το χέρι. Παραδίπλα στεκόταν ο Νικολάου με σμπαραλιασμένο
το αριστερό χέρι. Σε λίγο έφτασε και η Φορντ με τον ετοιμοθάνατο Μαρκάκη. Στο
αυτοκίνητο του Βενιζέλου καταμετρήθηκαν σημάδια από 66 σφαίρες. Οι επιβάτες του
είχαν γλιτώσει σαν από θαύμα. Η ανάκριση αποκάλυψε ότι ο πρόωρος πυροβολισμός
ενός από τους εκτελεστές χάλασε τα σχέδια των επίδοξων δολοφόνων. Το δικαστικό βούλευμα
έφερε στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες: η εγκληματική συμμορία θα σκότωνε
πρώτα τον οδηγό και κατόπιν ο λήσταρχος Καραθανάσης, που επέβαινε στην
Κάντιλακ, θα αποκεφάλιζε τον Βενιζέλο με ένα μεγάλο μαχαίρι.
Η είδηση διαδόθηκε με ταχύτητα ωστικού κύματος· ο
αντίκτυπος ήταν φοβερός. Δεν είχε ξημερώσει ακόμα και πλήθη οργισμένων πολιτών
άρχισαν να συρρέουν στον «Ευαγγελισμό». Ο υπουργός Οικονομικών, Γεώργιος
Πεσμαζόγλου, τόλμησε να προσέλθει στον «Ευαγγελισμό» για να εκφράσει τη λύπη
της κυβέρνησης για την απόπειρα. Η παρουσία του προκάλεσε την εξέγερση των
αδιάλλακτων της Δεξιάς, που ζήτησαν την παραίτησή του. Ο Πεσμαζόγλου, σε μια
πράξη ασυνήθιστης ευπρέπειας, πήγε ξανά στο νοσοκομείο, την ώρα που η Έλενα
υποβαλλόταν σε εγχείριση για να της αφαιρεθούν τα βλήματα. Ο Βενιζέλος
συγκινήθηκε και του άνοιξε την καρδιά του: «Καταλαβαίνετε, βεβαίως, εἰς ποίαν
ψυχολογικὴ κατάστασι εὑρίσκομαι […] παρ’ ὅλα ὅσα ἔκανα διὰ τὴν πατρίδα μας,
βλέπω τοὺς ἡμίσεις Ἕλληνας νὰ μὲ κυνηγοῦν μὲ ἕνα πιστόλι».
Πράγματι, επί σειρά ετών, αντιβενιζελικές εφημερίδες
είχαν για λάβαρο την ανατριχιαστική φράση «Δυστυχῶς διὰ τὴν Ἑλλάδα ζῇ ἀκόμη»,
χωρίς να βρεθεί έστω ένας αρχηγός να την αποκηρύξει. Τα ελατήρια του εγκλήματος
είναι πολιτικά, είπε στον ανακριτή ο Βενιζέλος, με εκτελεστικά όργανα επίορκους
αστυνομικούς και συντονιστή τον ίδιο τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, Ιωάννη
Πολυχρονόπουλο.
Από την πρώτη στιγμή η δικαιοσύνη είχε στα χέρια της
σοβαρά στοιχεία για άμεση εμπλοκή της ηγεσίας των σωμάτων Ασφαλείας στο
έγκλημα. Ήταν μια σχεδιασμένη λεπτομερειακά γκανγκστερική επιχείρηση. Πίσω της
κρύβονταν χρηματοδότες που είχαν διαθέσει εκατομμύρια για την αγορά όπλων και
την πληρωμή των εκτελεστών. Την Κάντιλακ, που βρέθηκε καμένη στη Μαλακάσα, την
είχε αγοράσει ο αδελφός του Πολυχρονόπουλου, Νίκος. Έτσι, ο ανακριτής
Τζωρτζάκης εξέδωσε εντάλματα συλλήψεως του Πολυχρονόπουλου, του αδελφού του, του
διοικητή της Ειδικής Ασφάλειας, Αργύρη Δικαίου, και δύο υπαστυνόμων. Στον μακρύ
κατάλογο περιλαμβάνονταν και άνθρωποι του υποκόσμου, που είχαν συνεργήσει στην
απόπειρα. Ο λήσταρχος Καραθανάσης προστατεύθηκε από την αστυνομία και για ένα
διάστημα απέφυγε τη σύλληψη. Η κυβέρνηση δέχθηκε καίριο πλήγμα όταν
αποκαλύφθηκε ότι ο Πολυχρονόπουλος ήταν προσωπική επιλογή του πρωθυπουργού Τσαλδάρη.
Την ίδια ώρα, έξαλλα αντιβενιζελικά φύλλα εξυμνούσαν την
απόπειρα. Στις 9 Ιουνίου, οπότε και ανακοινώθηκε η σύλληψη του Πολυχρονόπουλου,
η εφημερίδα Ελληνική χαρακτήριζε τη συμμορία των
επίδοξων δολοφόνων «γίγαντες τοῦ ἀντιβενιζελισμοῦ», το όνομα των οποίων
επρόκειτο να γραφεί με χρυσά γράμματα στην ελληνική Ιστορία, προτρέποντας τους
αναγνώστες της να εμπνευσθούν από το παράδειγμά τους. Σε λίγο ο πολιτικός
υπόκοσμος απέκτησε την εφημερίδα του. Ο Πολυχρονόπουλος άρχισε να εκδίδει, μέσα
από τη φυλακή, την εφημερίδα Λαϊκός Αγών, που
προπαγάνδιζε ριζικές λύσεις: «Ὁ πανάθλιος γέρων τῆς Χαλέπας νὰ ὁδηγηθῇ εἰς τὴν ἀγχόνην
ἢ εἰς τὸ φρενοκομεῖον». Και ζητούσε αίμα, υποσχόμενος ότι «αὐτὴ τὴ φορὰ θὰ τοῦ
κοπῇ [του Βενιζέλου] σύρριζα ὁ τράχηλος».
Η απόπειρα ήταν καλά σχεδιασμένη. Το γεγονός αυτό, σε
συνδυασμό με την οργανωμένη προπαγάνδα που ακολούθησε, έδειχνε ότι δεν μπορούσε
να εκπορεύεται μόνο από τον Πολυχρονόπουλο· διάχυτη ήταν η υποψία ότι οι
εντολές είχαν δοθεί από ψηλά. Οι φήμες οργίαζαν.
Από τις ανακρίσεις προέκυψαν, σοβαρές ενδείξεις εις βάρος
του υπουργού Εσωτερικών, Ιωάννη Ράλλη, που ήταν πολιτικός προϊστάμενος των
σωμάτων Ασφαλείας, και του βουλευτή Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη.
Τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους ο ανακριτής Τζωρτζάκης
ζήτησε την άρση της ασυλίας του βουλευτή Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, διότι είχαν
προκύψει κρίσιμα στοιχεία εναντίον του για ηθική αυτουργία στην απόπειρα. Σε
λίγες μέρες η κυβέρνηση αντικατέστησε τον Τζωρτζάκη με τη φαιδρή δικαιολογία
ότι καθυστερούσε την ανακριτική διαδικασία. Τη θέση του πήρε ο εφέτης Καλέλης,
ο οποίος ζήτησε την άρση της ασυλίας και του Ιωάννη Ράλλη. Για την ενοχή
Μαυρομιχάλη και Ράλλη υπήρχαν σοβαρές ενδείξεις, όμως η αστυνομία είχε
φροντίσει να εξαφανίσει τα σχετικά στοιχεία. Έτσι, ένοχοι διέφευγαν τη σύλληψη
και μάρτυρες αστυνομικοί αρνούνταν να καταθέσουν, ενώ όσοι τόλμησαν να το
κάνουν υπέστησαν δυσμενείς μεταθέσεις. Η άρνηση των διωκτικών αρχών να
συνεργαστούν με τη δικαιοσύνη στο ανακριτικό έργο διευκόλυνε τη θέση των
φυσικών αυτουργών, που κρατούσαν το στόμα τους κλειστό. Κυβέρνηση και αστυνομία
συνεργάζονταν σε ένα όργιο συγκάλυψης των ενόχων. Όσον αφορά τον άλλο «γίγαντα
τοῦ ἀντιβενιζελισμοῦ», τον λήσταρχο Καραθανάση, η προσκείμενη στον Τσαλδάρη
εφημερίδα Ελληνικόν Μέλλον τον εντόπισε σε μια
σπηλιά του Παρνασσού, όπου κρυβόταν, και του πήρε συνέντευξη.
Σε λίγες μέρες ακολούθησε ο θάνατος του Μαρκάκη που
συντάραξε τον Βενιζέλο. Μέχρι να πεθάνει, καθόταν με τις ώρες στο προσκεφάλι
του. Η νεκρώσιμη ακολουθία τελέσθηκε στις 7 το πρωί στην εκκλησία του
νοσοκομείου, διότι η αστυνομία έτρεμε τις αντιδράσεις των Κρητικών. Ο Βενιζέλος
φορούσε μαύρη γραβάτα και πένθιμο περιβραχιόνιο. Η έκφραση του προσώπου του
έδειχνε άνθρωπο που είχε χάσει κάποιον στενό συγγενή του.
Είδα το Βενιζέλο με πένθος
στο αριστερό χέρι. Ρώτησα: «Γιατί το
φορείτε;». Μου αποκρίθηκε: «Έχω ένα
δικό μου πένθος». Του είπα: «Ξέρω, το
φορείτε για το Μαρκάκη». Και ύστερα είπε θλιμμένος: «Ναι... Τι έφταιξε... να πάγει για μένα...».
Και πήγε ο Βενιζέλος στην
εκκλησία του “Ευαγγελισμού”, στις 6 το πρωί, γιατί τον ειδοποίησε η αστυνομία
πως θα τον θάψουν στον Πειραιά, πως δεν θα επιτρέψουν να γίνει η κηδεία στην
Αθήνα, μην αγριέψουν οι Κρητικοί, και πως πρέπει πολύ πρωί να τον σηκώσουν.
Ήταν θωρακισμένα αυτοκίνητα έξω από την εκκλησία, γεμάτα αστυνομικούς,
χωροφύλακες και όπλα. Ήταν και μερικοί Κρητικοί, συγγενείς και φίλοι του
νεκρού. Κ’ έξαφνα κλείδωσαν οι Κρητικοί την πόρτα της εκκλησίας. Χτυπούσαν οι
αστυνόμοι να μπουν μέσα, και οι Κρητικοί σιωπηλοί, αγριεμένοι, κοίταζαν την
πόρτα και δεν άνοιγαν. Το άκουσε ο Βενιζέλος και τους είπε: «Παιδιά, ησυχία! Αφήσετε την αστυνομία να
μπει μέσα, αφήσετε να γίνουν τα πράγματα ήσυχα. Μου υποσχέθηκαν πως σαν
τελειώσει η νεκρώσιμη ακολουθία, θα πάρετε το νεκρό στο σπίτι του, να τον
μοιρολογήσετε, κατά το κρητικό έθιμο».
Και υπάκουσαν οι Κρητικοί
και άνοιξαν την πόρτα κ’ έγινε, παρουσία των αστυνομικών, η νεκρώσιμη
ακολουθία. Μα μόλις τελείωσε, παρέλαβε η αστυνομία το νεκρό, συνοδευόμενοι με
τανκς και όπλα, τάχα πως τον παν στο σπίτι του στον Πειραιά, και τρεχάτα τον
κατέβασαν κατευθείαν στο νεκροταφείο Πειραιώς, έκλεισαν τις πόρτες, χωρίς ν’
αφήσουν ούτε έναν Κρητικό να μπει μέσα, και τον έθαψαν, τον παράχωσαν κρυφά.
Κανένας δεν έμαθε που τον έθαψαν. Εγέλασαν και τους συγγενείς και το Βενιζέλο,
απέναντι του οποίου η κυβέρνηση Τσαλδάρη αθέτησε το λόγο της άλλη μια φορά.
Σα ρώτησα το Βενιζέλο, αν
ήταν αληθινή αυτή όλη η ιστορία που είχα ακούσει, άσπρισε από το θυμό του. – «Αληθέστατη», μου είπε. «Και τους πίστεψα αυτούς! Και στάθηκα αιτία
να γελαστούν οι δυστυχισμένοι συγγενείς του, τους γέλασα δηλαδή κ’ εγώ, τους
πήρα στο λαιμό μου, τους υποσχέθηκα πως θα τον μοιρολογήσουν και θα τον θάψουν
κατά το έθιμο τους. Και τον παράχωσαν κρυφά και δόλια! Και με γέλασαν! Και δεν
ντράπηκαν! Δεν ντράπηκαν, κυρία Δέλτα, να παραβούν λόγο και υποσχέσεις!...».
Είχαν περάσει δεκαέξι ολόκληροι μήνες από τη δολοφονική
απόπειρα εναντίον του Βενιζέλου και τη δολοφονία Μαρκάκη και ο Καραθανάσης
παρέμενε ασύλληπτος. Στα τέλη Σεπτεμβρίου ο επικεφαλής της ασφάλειας του
Βενιζέλου, Ανδρέας Γυπαράκης, έκανε ένα ταξίδι-αστραπή στα Χανιά και αποκάλυψε
στον πρόεδρο ότι είχε εντοπίσει τα ίχνη του Καραθανάση. Κρυβόταν σε ένα
πορνείο, όπου, από αιμοσταγής λήσταρχος, είχε μεταβληθεί σε μαστροπό. Όπως
διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, οι διωκτικές αρχές γνώριζαν το κρησφύγετό του και
ο ίδιος ο αρχηγός της χωροφυλακής, υποστράτηγος Μπαρμπάτσης, είχε δώσει εντολή
στους διοικητές των κοντινών αστυνομικών σταθμών να του παρέχουν κάλυψη και
προστασία. Ο Βενιζέλος δεν χρειάστηκε να σκεφτεί πολύ. Ζήτησε από τον Γυπαράκη
να μη διαρρεύσει η πληροφορία στην αστυνομία και η σύλληψη να πραγματοποιηθεί
από την προσωπική του ασφάλεια. Έπειτα τον κοίταξε με το διαπεραστικό του
βλέμμα και του είπε: «Πρόσεξε, Ανδρέα, μην τον σκοτώσεις!».
Το πρωί της 23ης Οκτωβρίου 1933, όταν
ο Καραθανάσης βγήκε από το καταφύγιό του, αντίκρισε πιστόλια να τον σημαδεύουν.
Δεν έφερε αντίσταση και συνελήφθη. Αμέσως μετά, οι δέκα αποφασισμένοι άνδρες
που είχαν οργανώσει την επιχείρηση τον παρέδωσαν στον εισαγγελέα Εφετών Γαρέζο,
ο οποίος εκτελούσε χρέη αρχηγού της αστυνομίας. Η είδηση προξένησε σοβαρούς
κλυδωνισμούς στην κυβέρνηση. Ο υπουργός Εσωτερικών, Δημήτριος Γιαννόπουλος,
είχε την ευθιξία να παραιτηθεί. Αντίθετα, ο αρχηγός της χωροφυλακής παρέμεινε
αμετακίνητος στη θέση του.
Η αδράνεια της αστυνομίας στην καταδίωξη των αυτουργών
της απόπειρας, το προστατευτικό δίχτυ που είχε απλώσει γύρω από τον Καραθανάση
και η σύλληψή του από ιδιώτες, η επιβολή τρομοκρατίας και η απαξίωση του
Κοινοβουλίου, αποτελούσαν ψηφίδες που συνέθεταν τη συνωμοσία εις βάρος της δημοκρατίας,
όπως διακήρυσσαν οι Φιλελεύθεροι, η οποία έθετε σε κίνδυνο ακόμα και τη ζωή του
Βενιζέλου. Ο ίδιος έγραφε από τα Χανιά στην Έλενα:
«Σοῦ ἐτηλεγράφησα τὴν σύλληψιν τοῦ Καραθανάση ἀπὸ πολίτας
καὶ τὴν παράδοσίν του εἰς τὴν Ἀστυνομίαν. Ποία θεία δίκη! Ἀρχηγὸς ἐκείνων ποὺ τὸν
συνέλαβαν ἦταν ὁ Γυπαράκης […]. Οἱ κυβερνητικοὶ μαίνονται, διότι ἡ σύλληψις αὐτὴ
ἀπὸ ἰδιώτας ἐξευτελίζει τὰς Ἀρχάς. […] Ἐγὼ δὲν ἐπανέρχομαι εἰς τὰς Ἀθήνας, ἐφ’ ὅσον
ὑπάρχει ἡ παροῦσα Κυβέρνησις τῶν δολοφόνων. Τοὺς ὀνομάζω ἔτσι, ἐφ’ ὅσον ὁ
Πρωθυπουργὸς ἀρνεῖται νὰ στιγματίσῃ τὰ κηρύγματα τῶν φιλικῶν του ἐφημερίδων, ὅτι
πρέπει νὰ σκοτωθῶ».
Η διαλεύκανση της απόπειρας αντιμετώπιζε τη συστηματική
υπονόμευση της κυβέρνησης και των διωκτικών αρχών. Υπό τις συνθήκες αυτές, οι
δικαστικές αρχές, που κινούνταν αναγκαστικά σε ένα σκοτεινό και δύσβατο πεδίο,
παρέπεμψαν στο κακουργιοδικείο για ηθική αυτουργία σε φόνο, απόπειρα φόνου και
άλλα αδικήματα τον Ιωάννη Πολυχρονόπουλο και τον Αργύρη Δικαίο, καθώς και τον
Γεώργιο Καραθανάση και τον Νικόλαο Πολυχρονόπουλο ως φυσικούς αυτουργούς.
Επίσης, δεκατρείς αστυνομικοί και άνθρωποι του υποκόσμου παραπέμφθηκαν ως
συνεργοί.
Η δικαιοσύνη στάθηκε αδύνατο να ρίξει
φως στις σκοτεινές συνωμοσίες και να διαλευκάνει την εμπλοκή των πολιτικών που
ήταν οι ηθικοί αυτουργοί. Επίσης, παρά τις ενδείξεις, δεν κατόρθωσε να
προσδιορίσει τον χρηματοδότη που βρισκόταν πίσω από το έγκλημα, παρότι, όπως
αποδεχόταν το παραπεμπτικό βούλευμα, για την οργάνωση της γκανγκστερικής
επιχείρησης διατέθηκαν δύο εκατομμύρια δραχμές. Το βούλευμα δεχόταν ότι, κατά
την περίοδο 1928-1932, ο Ιωάννης Ράλλης, ο Αθανάσιος Φίλωνος (στενός συνεργάτης
του εξόριστου βασιλιά), ο Μιλτιάδης Μποσίνης, ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης είχαν
οργανώσει συνωμοτική ομάδα για την εξόντωση του Βενιζέλου. Ακόμα, έδειχνε ότι
πριν από τις 6 Ιουνίου είχαν σχεδιαστεί δύο δολοφονικές απόπειρες, με
εκτελεστές δύο αξιωματικούς του ελληνικού στρατού που ήταν δεινοί σκοπευτές. Ο
καθένας τους θα λάμβανε ως αμοιβή ένα εκατομμύριο δραχμές.
Ο εισαγγελέας Εφετών Αντ. Ρηγανάκος, απτόητος, παρά τα
τεράστια εμπόδια που συναντούσε στον δρόμο του, όρισε η δίκη να ξεκινήσει στις
24 Νοεμβρίου στο Κακουργιοδικείο Πειραιά· για τυπικούς λόγους, αναβλήθηκε για
τις 22 Δεκεμβρίου. Δύο μέρες πριν από την έναρξή της το παρακράτος έδρασε: η
έκρηξη αυτοσχέδιων βομβών έξω από τα σπίτια των ενόρκων αποτελούσε μια σαφή
προειδοποίηση. Υπό καθεστώς αφόρητης τρομοκρατίας και κάτω από ασφυκτικές
πιέσεις και απειλές, οι ένορκοι εγκατέλειψαν πανικόβλητοι τη δίκη, η οποία,
κατόπιν αυτού, αναβλήθηκε ξανά, για τις 22 Φεβρουαρίου 1935.
Η εισβολή της τρομοκρατίας μέσα στο
ίδιο το δικαστήριο και η νέα αναβολή της δίκης πυροδότησε θυελλώδεις
αντιδράσεις από την πλευρά της αντιπολίτευσης. Ο Παπαναστασίου χωρίς
περιστροφές, απείλησε με επανάσταση. Πολύ γρήγορα, η κυβέρνηση φρόντισε να
απαλλαγεί από τον Ρηγανάκο. Η ακεραιότητά του και η επιμονή του να ρίξει φως
στην υπόθεση τον είχαν καταστήσει επικίνδυνο για την κυβέρνηση και τους
κατηγορούμενους. Ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σπυρίδων Ταλιαδούρος, τον μετέθεσε
στην Κέρκυρα, με την προσχηματική δικαιολογία ότι είχε συμπληρώσει τριετή
θητεία στην Αθήνα.
Μετά το αποτυχημένο κίνημα του 1935 οι εξελίξεις στην Αθήνα έδειχναν να δικαιώνουν τον
Βενιζέλο: διωγμοί, τρομοκρατία, στρατοδικεία. Ο αντιβενιζελικός Τύπος
υπερθεμάτιζε σε ένα πογκρόμ κατά των βενιζελικών, με προτροπές όπως να τους
απαγορευθεί η κυκλοφορία στα πεζοδρόμια ή να δέσουν από τον λαιμό τους
πρόσφυγες στις ράγες της σιδηροδρομικής γραμμής για να τους αποκεφαλίζουν οι
συρμοί. Και διεξήγαγε, πλέον, μια ανοικτή εκστρατεία υπέρ της δικτατορίας.
«Δικτατορίαν, Δικτατορίαν ή Διευθυντήριον», προπαγάνδιζε ο Βλάχος από την Καθημερινή: «Ὁ Λαὸς λοιπὸν ἀσθενεῖ. Ἔχει Βενιζελισμόν, ἔχει
γάγγραιναν. Πρέπει νὰ εἰσαχθῇ εἰς Νοσοκομεῖον τὸ ὁποῖον θὰ λέγεται Δικτατορία, ἢ
Διευθυντήριον, καὶ ἐκεῖ νὰ ὑποστῇ ἐγχείρησιν σοβαράν: Ἀκρωτηριασμὸν τῶν Ἐλευθεριῶν
του».
Τον Απρίλιο του 1935, μέσα σε έναν μήνα από το ξέσπασμα
του κινήματος δηλαδή, η άκρα δεξιά πτέρυγα των νικητών είχε καταφέρει να
θεμελιώσει το αντιβενιζελικό κράτος πάνω στην τρομοκρατία, τις καταδίκες σε
θάνατο και τις εκτελέσεις.
Εκτός όμως από καταδίκες, την περίοδο αυτή το
αντιβενιζελικό κράτος μεθοδεύει και αθωωτικές αποφάσεις. Τον Μάρτιο, παρά την
πρόταση του εισαγγελέα Γαρέζου να κηρυχθούν ένοχοι οι περισσότεροι
κατηγορούμενοι για τη δολοφονική απόπειρα κατά του Βενιζέλου (για τον
Καραθανάση πρότεινε να καταδικασθεί εις θάνατον), το δικαστήριο τους αθώωσε
όλους.
Οι πολιτικές εξελίξεις από εδώ και εμπρός είναι
καταιγιστικές. Ο Βενιζέλος είναι εξόριστος στο Παρίσι καταδικασμένος ερήμην
σε θάνατο, ενώ στις 3 Νοεμβρίου 1935,
κάτω από συνθήκες τρομοκρατίας, λογοκρισίας και αστυνομικής επιτήρησης διεξήχθη
δημοψήφισμα. Η βία και η νοθεία έβγαλε από την κάλπη ένα εξωφρενικό αποτέλεσμα:
97,9% υπέρ της βασιλείας. Η επάνοδος του Βασιλιά Γεωργίου Β΄ στο θρόνο και ο
θάνατος του Βενιζέλου άνοιξαν πλέον τις πόρτες για την κήρυξη της δικτατορίας
του Μεταξά, τον Αύγουστο του 1936.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου