Πέμπτη 30 Αυγούστου 2018

ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΦΕΥΓΟΥΝ


ΣΤΟ ΕΤΗΣΙΟ ΜΝΗΜΟΣΥΝΟ ΤΗΣ ΧΡΥΣΑΣ ΜΙΝΟΥΔΑΚΗ*




Γράφει η Ευδοκία Σκορδαλά  Κακατσάκη
Αγαπημένο μου Χρυσουλιό, τούτο το πρωινό του Σαββάτου, μπροστά στο δίσκο με τα κόλλυβα, ανάμεσα στη μελωδία του «αιωνία η μνήμη αυτής» και τους ήχους του θυμιατού και της καμπάνας, μέσα στις φλόγες των κεριών και τη μοσχοβολιά του λιβανιού, θυμήθηκα τον Απόστολο της εξοδίου ακολουθίας. Κι  ένιωσα να χάνονται τα όρια μεταξύ  ουρανού και γης, να σμίγει η  πάνω θάλασσα με την κάτω, να ανταμώνουν οι ζωντανοί με τους κεκοιμημένους. Και σε «είδα», ορθόκορμη κι ολοζώντανη και αναλλοίωτη ανάμεσά μας! Κι ο θάνατός σου, αθέατος! Σαν να μην άγγιξε ποτέ την ωραία μορφή σου, την ηλιοστάλλαχτη ματιά και το χαμόγελό σου!  

Θάλασσα οι μνήμες και τα συναισθήματα που κατακλύζουν τούτη την ώρα την ψυχή μου. Κι οι λέξεις, μελίσσι πολύβουο και καλόγνωμο, πολιορκούν το μυαλό μου. Θέλουν να μπουν σε μια σειρά για να ξομπλιάσουν την μορφή σου.  Για  να μιλήσουν  για  το ήθος και την  ευπρέπεια του χαρακτήρα σου, να μαρτυρήσουν  την ωραιότητα της ψυχής σου. Λέξεις αληθινές, δυνατές, όμορφες, αυθεντικές. Όπως το χαμόγελο, η τρυφερότητα, η ανθρωπιά, η υπομονή, η καρτερικότητα, η λεβεντιά, η αρχοντιά, η γενναιότητα, η περηφάνια, η αξιοπρέπεια. Η πίστη, η ελπίδα  και η αγάπη σου. Που δεν σε άφησαν ποτέ να πεις ένα «γιατί», να παραπονεθείς, να βαρυγκωμήσεις, να κλαφτείς! Να ‘ξερες πόσο πολύ σε καμάρωνα και σε θαύμαζα για όλα  τούτα! Και λέξεις στέρεες και ουσιαστικές. Όπως τα ρήματα παλεύω, αντέχω, νοιάζομαι, συμπάσχω, συμπονώ, αγαπώ! Άμετρη η έγνοια κι η αγάπη σου για όλους! Για το μονάκριβο γιο σου τον Φίλιππο. Για τους γονείς και τ’ αδέλφια σου. Για τα ανίψια και τα ξαδέλφια σου. Για θείους, φίλους και γνωστούς. Για τον Μπρούνο, τον μικρό, τετράποδο φίλο σου! Για μένα! Μου τηλεφωνούσες συχνά. Να ρωτήσεις  αν πονώ! Ποιος; Εσύ! Που έφτασες να μην μπορείς ν’ αλλάξεις  πλευρό στο κρεβάτι! Πόση αμηχανία ένιωθα ακούγοντας την φωνή σου! 

Πόση ευγνωμοσύνη που κρατούσες όρθιο το γεφύρι της επικοινωνίας ανάμεσά μας! Πόση χαρά που κοινωνούσα την μεγαλοψυχία σου! Πόση ντροπή που δεν κατάφερνα να είμαι όσο έπρεπε δίπλα σου, κοντά σου! Να σου συμπαραστέκομαι, που χρόνια καθηλωμένη, πάλευες αγόγγυστα, σηκώνοντας στους  λιγνούς σου ώμους, έναν βαρύ κι ασήκωτο σταυρό, την αρρώστια σου. Κι όσο η αγιάτρευτη αρρώστια, σταυρός και φωτιά και θύελλα μαζί, βάραιναν, έκαιγαν, κατάτρωγαν κι αφάνιζαν το αδύναμο σώμα σου, όσο λίγνευε κι έλειωνε το κορμί σου, τόσο τα μάτια σου έλαμπαν κι η ψυχή σου τράνευε. Γιατί μια λεύτερη γερακίνα ψυχή κι ένας νους, περήφανος αετός, κατοικούσαν στ’ ανήμπορο  καθηλωμένο κορμί σου. Λες κι είχες μέσα στα στήθια σου έναν άλλο κόσμο όμορφο έναν ουρανό ασυννέφιαστο με χιλιάδες ουράνια τόξα πάνω του! Γι αυτό κι είχες ένα μόνιμο ήλιο- χαμόγελο στα χείλη σου.  Γι αυτό κι ως το τέλος  ηλιοστάλλαχτη ήταν η ματιά και γλυκός ο λόγος σου.  

Κι ύστερα ήρθανε θάνατοι απανωτοί. Του πρωτοξάδελφου, του πατέρα, της μάνας, του αδελφού σου. Πόσο ν’ αντέξεις ακόμα;  Κι ίσως τότε, μέσα στον αβάσταχτο  πόνο για τον θάνατο τόσων δικών σου αγαπημένων, ψυχανεμίστηκες με χαρά, να φυτρώνουν  στους ώμους σου φτερούγες αγγέλων!  Κι αφέθηκες, πάει ένας χρόνος από τότε, να  σηκώσουν τον σταυρό σου κι εσένα. Και να σε πάρουν εκεί, όπου δεν υπάρχει πόνος, λύπη και στεναγμός. Αλλά χαρά αναστάσιμη και ζωή αιώνια.



* Ομιλία που εκφωνήθηκε στο Ενοριακό Κέντρο του Αγίου Παντελεήμονα Αμπεριάς Χανίων το Σἀββατο, 25 Αυγούστου 2018)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου