ΜΝΗΜΟΝΕΥΕΤΕ ΔΙΟΝΥΣΙΟ ΣΟΛΩΜΟ
«Και συ αθάνατη, εσύ θεία,/ που ό,τι θέλεις ημπορείς,/ εις τον κάμπο, Ελευθερία,/ ματωμένη περπατείς.// Στη σκιά χειροπιασμένες,/ στη σκιά βλέπω κι εγώ/ κρινοδάχτυλες παρθένες/ όπου κάνουνε χορό.// Στο χορό γλυκογυρίζουν/ ωραία μάτια ερωτικά/ και εις την αύρα κυματίζουν/ μαύρα, ολόχρυσα μαλλιά.// Η ψυχή μου αναγαλλιάζει, πως ο κόρφος καθεμιάς/ γλυκοβύζαστο ετοιμάζει/ γάλα ανδρείας και ελευθεριάς”. Από τον Υμνο εις την Ελευθερίαν.
“Τονε βλέπω! Του προβαίνουν/ άλλα φάσματα γοργά,/ που ακατάπαυστα πληθαίνουν/ σφόδρα και είναι ελληνικά.// Για την ποθητήν Ελλάδα/ τόσο πρόθυμα ρωτούν,/ σαν να εζήτααν τη γλυκάδα του φωτός να ξαναϊδούν.// Κλάψες άμετρα χυμένες,/ χέρια απλότεμα, κραυγές,/ που απ’ τσ’ αντίλαλους πωμένες/ είναι πλέον τρομαχτικές.// Κειος σεβάσμια προχωρώντας/ και με ανήσυχες ματιές,/ τα προσώπατα κυττώντας/ και κυττώντας ταις πληγές.// Η Διχόνοια κατατρέχει/ την Ελλάδα· αν νικηθεί,/ μα τον κόσμο που μας έχει,/ τ’ όνομα σας ξαναζεί». Από το λυρικό ποίημα “Ες το θάνατο του Λορδ. Μπάιρον.”
“Στων Ψαρών την ολόμαυρη ράχη/ περπατώντας η Δόξα μονάχη,/ μελετά τα λαμπρά παλληκάρια/ και στην κόμη στεφάνι φορεί/ γενωμένο από λίγα χορτάρια/ που είχαν μείνει στην έρημη γη”. Το επίγραμμα “Η καταστροφή των Ψαρών”.
“1. Και εσυνέβηκε αυτές τες ημέρες οπού οι Τούρκοι επολιορκούσαν το Μισολόγγι, και συχνά ολημερνίς και κάποτε ολονυχτίς έτρεμε η Ζάκυθο από το κανόνισμα το πολύ./ 2. Και κάποιες γυναίκες Μισολογγίτισες επαρπατούσαν γυρεύοντας για τους άνδρες τους, για τα παιδιά τους, για τα αδέλφια τους που επολεμούσανε./ 3. Στην αρχή εντρεπόντανε να βγουνε και επροσμένανε το σκοτάδι για ν’ απλώσουν το χέρι επειδή δεν ήτανε μαθημένες./ 4. Και είχανε δούλους και είχανε σε πολλές πεδιάδες και γίδια και πρόβατα και βόιδα πολλά./ 5. Ακολούθως εβιαζότανε και εσυχνοτηράζανε από το παρεθύρι τον ήλιο πότε να βασιλέψει για να βγουνε./ 6. Αλλά όταν επερισσέψανε οι χρείες εχάσανε την ντροπή, ετρέχανε ολημερνίς./ 7. Και όταν εκουραζόντανε εκαθόντανε στ’ ακρογιάλι κι ακούανε γιατί εφοβόντανε μην πέσει το Μισολόγγι./ 8. Και τες έβλεπε ο κόσμος να τρέχουνε τα τρίστρατα, τα σταυροδρόμια, τα σπίτια, τα ανώγια και τα χαμώγια, τες εκκλησίες, τα ξωκλήσια γυρεύοντας./ 9. Και ελαβαίνανε χρήματα, πανιά για τους λαβωμένους./ 10. Και δεν τους έλεγε κανένας το όχι, γιατί οι ρώτησες των γυναικών ήτανε τες περσότερες φορές συντροφευμένες από τες κανονιές του Μισολογγιού και η γη έτρεμε απο κάτου από τα πόδια μας/ 11. Και οι πλέον πάμφτωχοι εβγάνανε το οβολάκι τους και το δίνανε και εκάνανε το σταυρό τους κοιτάζοντας κατά το Μισολόγγι και κλαίγοντας”. “Οι Μισολογγίτισσες” από τη “Γυναίκα της Ζάκυθος”.
“Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στην δόξα,/ κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου/ με λογισμό και μ’ όνειρο, τι χαρ’ έχουν τα μάτια,/ τα μάτια τούτα να σ’ ιδούν μες στο πανέρμο δάσος,/ που ξάφνω σου τριγύρισε τ’ αθάνατα ποδάρια/ (κύτα) με φύλλα της Λαμπρής,/ με φύλλα των Βαϊώνε!/ Το θεϊκό σου πάτημε δεν άκουσα,/ δεν είδα,/ ατάραχη σαν ουρανός μ’ όλα τα κάλλη πόχει,/ που μέρη τόσα φαίνονται και μέρη ‘ναι κρυμμένα·/ αλλά, θεά, δεν ημπορώ ν’ ακούσω τη φωνή σου/ κι ευθύς εγώ του Ελληνικού κόσμου να τη χαρίσω;/ Δόξα ‘χ η μαύρη πέτρα του και το ξερό χορτάρι”. Από τους “Ελεύθερος Πολιορκημένους”.
«Δεν ξέρω αν βρίσκεται σ’ άλλη λογοτεχνία ποιητής μ’ έργα έτσι λιγοστά κι έτσι μισοκάμωτα, όμοια γερός και πλούσιος και σημαντικός σαν το Σολωμό. Ο Σολωμός αν δεν κράτησεν όπλο, με τη λύρα πλήρωσε το μεγάλο φόρο προς την πατρίδα». Ετσι αρχίζει τους “Στοχασμούς” του για τον… Οικουμενικό Πατριάρχη της Νεοελληνικής Ποίησης ο Κωστής Παλαμάς. Στον απόηχο του χθεσινού εορτασμού της 25ης Μαρτίου τον μνημονεύουμε στις σημερινές στάσεις. «Μνημονεύετε Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη», η παραγγελιά του Οδυσσέα Ελύτη… Μην ξεχνιόμαστε!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου