Ο "ΘΕΙΟΣ" ΙΟΥΛΙΟΣ ΜΗΝΑΣ
Ο "Γιούλης" του Γιάννη Τσαρούχη |
«Γυμνός, Ιούλιο μήνα, το καταμεσήμερο. Σ’ ένα στενό κρεβάτι, ανάμεσα σε δυο σεντόνια χοντρά, ντρίλινα, με το μάγουλο πάνω στο μπράτσο μου που το γλείφω και γεύομαι την αρμύρα του. Κοιτάζω τον ασβέστη αντικρύ στον τοίχο της μικρής μου κάμαρας. Λίγο πιο ψηλά το ταβάνι με τα δοκάρια. Πιο χαμηλά την κασέλα όπου έχω αποθέσει όλα μου τα υπάρχοντα: δυο παντελόνια, τέσσερα πουκάμισα, κάτι ασπρόρουχα. Δίπλα, η καρέκλα με την πελώρια ψάθα. Xάμου, στ’ άσπρα και μαύρα πλακάκια, τα δυο μου σάνταλα. Εχω στο πλάι μου κι ένα βιβλίο. Γεννήθηκα για να ‘χω τόσα. Δεν μου λέει τίποτε να παραδοξολογώ. Από το ελάχιστο φτάνεις πιο σύντομα οπουδήποτε. Μόνο που ‘ναι πιο δύσκολο». Αυτά, κατ’ αρχάς, για τον Ιούλιο, τον “θείο” δηλαδή τον θεϊκό μήνα κατά Κ. Π. Καβάφη από τον Οδυσσέα Ελύτη στον “Μικρό Ναυτίλο” του. Ιούλιος και το ελληνικό καλοκαίρι στις δόξες του.
«Γέμισε χρυσάφι ο κάμπος/ γέμισαν τα μάτια θάμπος/ Φως το αλώνι του Αλωνάρη,/ ήλιο ξέχειλο και στάρι./ Τρεμουλιάζει, αχνός η μέρα/ μες στον διάφανον αιθέρα./ Και του τζίτζικα το πριόνι,/ όσο πάει και δυναμώνει./ Το θερμόμετρο ανεβαίνει,/ σπίτι του κανείς δε μένει./ Μπλουμ! Στη θάλασσα πηδάει/ όλη η Ελλάδα κολυμπάει». Το ποίημα “Ιούλιος” της Ρένας Καρθαίου που επιμένει να θυμίζει στους παλιότερους, αρχίζοντας εικόνες που εξακολουθούν να συσηλίζουν στα μάτια τους. Τι εποχές κι αυτές με τα “χρυσά” σπαρμένα, τ’ αλώνια, τις θεμωνιές και τον βολόσυρο. Πόσες και πόσες λέξεις δεν έχει φάει η… μαρμάγκα της εξέλιξης!
«Φορά η νύχτα στα μαλλιά του φεγγαριού την άλω/ να γίνει αγάπη διάφανη γυναίκα ποθητή/ από το κάστρο της Ωριάς στέλνει στερνό σινιάλο/ και περιμένει τρέμοντας Ιούλιο πορθητή.// Με της φωτιάς τα άλογα ο ήλιος ταξιδεύει/ σε παϊτόνι ολόχρυσο στους δρόμους τ’ ουρανού/ και μια ψυχή που καίγεται τον άνεμο αγναντεύει/ και χάνεται στα σύννεφα τσιγάρου πρωινού.// Ενα τσαμπάκι μέλισσες και λιάτικο σταφύλι/ είναι του μήνα Καίσαρα το βιος το αληθινό/ κι ο ποιητής που έψαχνε θαλασσινό τριφύλλι/ έγινε άσπρο ανέσπερο και φως εωθινό». “Πορθητής” ο Ιούλιος, επιμένει να τραγουδεί (του Ηλία Κατσούλη οι στίχοι) ο Παντελής Θαλασσινός, που, ειρήσθω εν παρόδω, θα είναι την Κυριακή 21 Ιουλίου, στο Θέατρο της Ανατολικής Τάφρου της Πόλης μας, καλεσμένος από τη Μητρόπολη Κυδωνίας και Αποκορώνου σ’ ένα μουσικό ταξίδι με σκοπό την ενίσχυση του φιλανθρωπικού της έργου.
Ιούλιος! Αχ αυτό το “λάμδα” του ήλιου, του ελληνικού ήλιου, που κουβαλεί στην πλάτη του!
ΟΔΟΣ ΑΛΕΞΗ ΖΕΡΒΑΝΟΥ
«Τον άνθρωπο χαίρομαι που βαδίζει ολόρθος/ με τα μάτια γιομάτα από φως/ με καρδιά που μετρά στην κλεψύδρα του χρόνου/ το υπέροχο μήνυμα,/ και χαράζει τα σύνορα σ’ αξημέρωτους δρόμους,/ που ακόμα δεν φάνηκαν στο μεγάλο ορίζοντα./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που στα χέρια ζυγιάζει,/ πλάι στις όχτες της νύχτας, το άγριο θαλασσόνερο,/ τις δύσκολες ώρες που φυσάνε οι άνεμοι/ και κυλούν ασταμάτητα στις ραβδώσεις της γης/ βουεροί καταρράχτες που ανελέητα δέρνουν την αγέρωχη μοίρα του./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που απλώνει το βήμα του/ σε πανάρχαιους χρόνους/ κι αυλακώνει τον άνεμο με ανάσα καυτή,/ με καθάρια τη νόηση και το βλέμμα γιομάτο ειρήνη./ Αυτόν που βαδίζει μ’ ανοιχτές δρασκελιές/ σε κυκλώπειους βράχους/ και τη νύχτα τη ζει, μα ποτέ δεν τη γεύεται./ Είναι ο χρόνος ακομμάτιαστος στη σκέψη του./ Ο τόπος του δεν έχει όνομα/ και το ταξίδι του είναι χωρίς λιμάνι./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που τα όστρακα ψάχνει/ μες στον απέραντο βυθό της νύχτας/ μέχρι να συναπαντηθεί με την Αχαιρουσία λίμνη,/ που αμέτρητες φορές,/ στ’ απύθμενα νερά της καθρεφτίστηκε,/ χωρίς να αναριγήσει την ώρα της αποδημίας/ σαν τα καλάμια του Ευρώτα./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που στη γέφυρα στέκει αλύγιστος/ -σαν βιγλάτορας άχρονος-/ σαν κυκλώνας που στα χέρια στροβιλίζει τον καιρό./ Ενας μικρός θεός που μες στους βάλτους ανασαίνει». Αλέξης Ζερβάνος.
«Τον άνθρωπο χαίρομαι που βαδίζει ολόρθος/ με τα μάτια γιομάτα από φως/ με καρδιά που μετρά στην κλεψύδρα του χρόνου/ το υπέροχο μήνυμα,/ και χαράζει τα σύνορα σ’ αξημέρωτους δρόμους,/ που ακόμα δεν φάνηκαν στο μεγάλο ορίζοντα./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που στα χέρια ζυγιάζει,/ πλάι στις όχτες της νύχτας, το άγριο θαλασσόνερο,/ τις δύσκολες ώρες που φυσάνε οι άνεμοι/ και κυλούν ασταμάτητα στις ραβδώσεις της γης/ βουεροί καταρράχτες που ανελέητα δέρνουν την αγέρωχη μοίρα του./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που απλώνει το βήμα του/ σε πανάρχαιους χρόνους/ κι αυλακώνει τον άνεμο με ανάσα καυτή,/ με καθάρια τη νόηση και το βλέμμα γιομάτο ειρήνη./ Αυτόν που βαδίζει μ’ ανοιχτές δρασκελιές/ σε κυκλώπειους βράχους/ και τη νύχτα τη ζει, μα ποτέ δεν τη γεύεται./ Είναι ο χρόνος ακομμάτιαστος στη σκέψη του./ Ο τόπος του δεν έχει όνομα/ και το ταξίδι του είναι χωρίς λιμάνι./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που τα όστρακα ψάχνει/ μες στον απέραντο βυθό της νύχτας/ μέχρι να συναπαντηθεί με την Αχαιρουσία λίμνη,/ που αμέτρητες φορές,/ στ’ απύθμενα νερά της καθρεφτίστηκε,/ χωρίς να αναριγήσει την ώρα της αποδημίας/ σαν τα καλάμια του Ευρώτα./ Τον άνθρωπο χαίρομαι που στη γέφυρα στέκει αλύγιστος/ -σαν βιγλάτορας άχρονος-/ σαν κυκλώνας που στα χέρια στροβιλίζει τον καιρό./ Ενας μικρός θεός που μες στους βάλτους ανασαίνει». Αλέξης Ζερβάνος.
Ατιτλο ποίημα το παραπάνω, κάτω απ’ την προαναγγελία του 3ετούς μνημοσύνου του ποιητή, που τελέστηκε την προπερασμένη Κυριακή 7 Ιουλίου στην εκκλησία του Προφήτη Ηλία, στο Ακρωτήρι. Οι ποιητές φεύγουν για τον Επουράνιο Παρνασσό, οι στίχοι τους, όμως, μένουν στον αιώνα. Και για να θυμίζουν σε μας τους “περιλειπόμενους”, αν μη τι άλλο, ότι έχουμε χρέος να δώσουμε τ’ όνομά τους στις οδούς που έμεναν. Οδός Γιώργη Μανουσάκη, οδός Μιχάλη Γρηγοράκη, οδός Αλέξη Ζερβάνου… Χρέος του… μολυβιού μου να επιμένει να το γράφει!
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 16.7.2019)
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 16.7.2019)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου