ΣΤΟ ΝΗΣΙ, ΘΑ ΤΟΥ 'ΛΕΓΕ...
(ΠΑΜΕ ΣΥΜΗ ΜΕ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΛΑΙΤΖΟΓΟΥ)*
Δεν έκανα ταξίδια μακρινά
ΚΑΘΟΜΟΥΝ τ’απογεύματα παράμερα, σιγοπίνοντας έναν καφέ της μοναξιάς ή ένα ουζάκι. Ξεφύλλιζα αδιάφορα μια εφημερίδα. Όμως, τέντωνα τ΄αυτιά για να ακούσω τις αλλόκοτες για μένα αφηγήσεις τους. Ξέκλεβα ιστορίες από τα ταξίδια τους! Όντας βέβαια νιόφερτος, δεν κατέγραψα καμιά από αυτές, ώστε με τον καιρό να την αναπλάσω. Έτσι, αυτό που μού’ μεινε από τα νοερά εκείνα “ταξίδια”, είναι ο απόηχος μιας πίκρας και η νοσταλγία από τα όμορφα χρόνια στο νησί -τη Σύμη. Όλα σήμερα είναι συμπυκνωμένα σε παλιές φωτογραφίες και θαλασσινά ενθυμήματα.
ΩΡΑΙΑ τα “ταξίδια” των απόκληρων θαλασσινών της Σύμης: φορτωμένα από περίεργες λέξεις και εικόνες. Μιλούσαν για παλιές μπρατσέρες ή γολέτες, για καραβόσκαρα με λατίνια (=πανιά), για καγκάβες (=μεταλλικά δίχτυα που σάρωναν τους βυθούς για σφουγγάρια). Πήγαιναν στη μπαρμπαριά, στο Τούνεζι, στη Μάλτα. Φεύγανε τ΄Αη Γιωργιού και γύριζαν τ΄Αη-Νικήτα, γεμάτοι “μαϊδιά” (=χρήματα) και πραμάτειες. Μιλούσαν για αρμούς και αρμάτωμα των καραβιών, για τ’ άρμπουρα, για σκάφανδρα, για ανεμόσκαλες και επικίνδυνα αφρικανικά αραξοβόλια, για μπουνάτσες, για γυναίκες.
ΑΔΥΝΑΤΟΥΣΑ να ξεκρίνω πού άρχιζε η πραγματικότητα και πού τέλειωνε η μυθοπλασία τους, γιατί κι οι τόποι των ιστοριών τους μού ήταν άγνωστοι. Ο τρόπος πάλι της αφήγησής τους χανόταν στη μαγεία μιας ονειρικής περιγραφής στην αργόσυρτη γλώσσα των Σειρήνων. Φανταζόμουν τις θάλασσές τους κάτι ανάμεσα σε Βέρν, Καρκαβίτσα, Χεμινγουέϊ ή Μέλβιλ. Την πραγματική εικόνα των “ταξιδιών” τους μου έδωσαν αργότερα οι δωδεκανήσιοι συγγραφείς, Γιάννης Μαγκλής (“Τα αδέρφια μου, οι άνθρωποι”, 1994), Νίκος Κάσδαγλης (“Δρόμοι της στεριάς και της Θάλασσα”, 1988) και τοπικές εφημερίδες (“Η Φωνή της Σύμης”, “Ο Συμιακός”) που μου στέλνανε.
ΠΟΛΛΟΙ Συμιακοί ναυτικοί του καφενέ, λιοκαμμένοι, χαραγμένοι από το αλάτι, τη σκληρή δουλειά και το άγριο πέρασμα του χρόνου, υπήρξαν δεινοί σφουγγαράδες. Έφερναν σφουγγάρια και μεγάλες (σ)πίνες (“κουσια”) που έβλεπες, ξεραμένες πια, να στολίζουν τον καφενέ. Άλλοι κουβαλούσαν μαυρισμένα γιούσουρι, κομμάτια από τεράστια κοχύλια, πετρωμένα κοράλια… Μερικοί πάλι μιλούσαν για ονειρικά “πλάσματα” της θάλασσας με πρωτάκουστα ονόματα. Έπιαναν και κανένα συμιακό τραγούδι, όταν ο βιολιτζής σήκωνε το βιολί στον ώμο του και τότε συγκλονιζόταν η ψυχή μου από τις ραγισμένες νότες, τις λέξεις και τους χορούς τους:
ταξίδεψε η καρδιά κι αυτό μου φτάνει
σε όνειρα σ’ αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει…” (1)
ΣΥΝΑΝΤΟΥΣΑ τακτικά ξέμπαρκους ναυτικούς στον καφενέ της Εύας ή του Μπαλή, στη Σύμη. Θά’τανε Νοέμβρης του ’70 ή του ’71. Μές σε καπνούς από τσιγάρα, τηγανητά ψάρια, κρασοκατάνυξη και “εβίβα”, οι παλιοί θαλασσινοί ξωμάχοι λέγανε τις ιστορίες τους. Στον καφενέ δεν άκουγες παρά τη γλυκόηχη κυματιστή ντοπιολαλιά των Συμιακών που με γοήτευε αφάνταστα. Κι ας μη την καλοκαταλάβαινα!σε όνειρα σ’ αισθήματα υγρά
το μυστικό τον κόσμο ν’ ανασάνει…” (1)
ΚΑΘΟΜΟΥΝ τ’απογεύματα παράμερα, σιγοπίνοντας έναν καφέ της μοναξιάς ή ένα ουζάκι. Ξεφύλλιζα αδιάφορα μια εφημερίδα. Όμως, τέντωνα τ΄αυτιά για να ακούσω τις αλλόκοτες για μένα αφηγήσεις τους. Ξέκλεβα ιστορίες από τα ταξίδια τους! Όντας βέβαια νιόφερτος, δεν κατέγραψα καμιά από αυτές, ώστε με τον καιρό να την αναπλάσω. Έτσι, αυτό που μού’ μεινε από τα νοερά εκείνα “ταξίδια”, είναι ο απόηχος μιας πίκρας και η νοσταλγία από τα όμορφα χρόνια στο νησί -τη Σύμη. Όλα σήμερα είναι συμπυκνωμένα σε παλιές φωτογραφίες και θαλασσινά ενθυμήματα.
ΩΡΑΙΑ τα “ταξίδια” των απόκληρων θαλασσινών της Σύμης: φορτωμένα από περίεργες λέξεις και εικόνες. Μιλούσαν για παλιές μπρατσέρες ή γολέτες, για καραβόσκαρα με λατίνια (=πανιά), για καγκάβες (=μεταλλικά δίχτυα που σάρωναν τους βυθούς για σφουγγάρια). Πήγαιναν στη μπαρμπαριά, στο Τούνεζι, στη Μάλτα. Φεύγανε τ΄Αη Γιωργιού και γύριζαν τ΄Αη-Νικήτα, γεμάτοι “μαϊδιά” (=χρήματα) και πραμάτειες. Μιλούσαν για αρμούς και αρμάτωμα των καραβιών, για τ’ άρμπουρα, για σκάφανδρα, για ανεμόσκαλες και επικίνδυνα αφρικανικά αραξοβόλια, για μπουνάτσες, για γυναίκες.
ΑΔΥΝΑΤΟΥΣΑ να ξεκρίνω πού άρχιζε η πραγματικότητα και πού τέλειωνε η μυθοπλασία τους, γιατί κι οι τόποι των ιστοριών τους μού ήταν άγνωστοι. Ο τρόπος πάλι της αφήγησής τους χανόταν στη μαγεία μιας ονειρικής περιγραφής στην αργόσυρτη γλώσσα των Σειρήνων. Φανταζόμουν τις θάλασσές τους κάτι ανάμεσα σε Βέρν, Καρκαβίτσα, Χεμινγουέϊ ή Μέλβιλ. Την πραγματική εικόνα των “ταξιδιών” τους μου έδωσαν αργότερα οι δωδεκανήσιοι συγγραφείς, Γιάννης Μαγκλής (“Τα αδέρφια μου, οι άνθρωποι”, 1994), Νίκος Κάσδαγλης (“Δρόμοι της στεριάς και της Θάλασσα”, 1988) και τοπικές εφημερίδες (“Η Φωνή της Σύμης”, “Ο Συμιακός”) που μου στέλνανε.
ΠΟΛΛΟΙ Συμιακοί ναυτικοί του καφενέ, λιοκαμμένοι, χαραγμένοι από το αλάτι, τη σκληρή δουλειά και το άγριο πέρασμα του χρόνου, υπήρξαν δεινοί σφουγγαράδες. Έφερναν σφουγγάρια και μεγάλες (σ)πίνες (“κουσια”) που έβλεπες, ξεραμένες πια, να στολίζουν τον καφενέ. Άλλοι κουβαλούσαν μαυρισμένα γιούσουρι, κομμάτια από τεράστια κοχύλια, πετρωμένα κοράλια… Μερικοί πάλι μιλούσαν για ονειρικά “πλάσματα” της θάλασσας με πρωτάκουστα ονόματα. Έπιαναν και κανένα συμιακό τραγούδι, όταν ο βιολιτζής σήκωνε το βιολί στον ώμο του και τότε συγκλονιζόταν η ψυχή μου από τις ραγισμένες νότες, τις λέξεις και τους χορούς τους:
“Της μπαρμπαριάς το πέλαβ(γ)ο
της Μαρτας (Μάλτας) το καν-νάλ-λι
να φάει το κορμάκιμ μου,
αν αγαπήσω άλλη”
της Μαρτας (Μάλτας) το καν-νάλ-λι
να φάει το κορμάκιμ μου,
αν αγαπήσω άλλη”
… ΣΤΕΡΙΑΝΟΣ εγώ, Μακεδόνας, δεν καταλάβαινα πολλά από ττα δρώμενα μπροστά μου. Ούτε είχα την ευλογημένη περιέργεια που θα μ΄έσμπρωχνε να βυθιστώ στις παραδόσεις της ναυτικής ζωής τους. Ένιωθα ξένος!
ΣΕ ΚΑΘΕ αφήγηση ή τραγούδι τους, έβγαινε βαρύς ο αναστεναγμός. Σε κάθε γουλιά πιοτού, έφευγε και μια βρισιά για την πουτάνα τη ζωή που “τά ΄φερε έτσι” κι όχι όπως τους υποσχόταν όσο ήσαν παλικαρόπουλα… Ζήσανε έντονα την περίοδο της μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας που περνούσε από τον κόσμο της πρωτόγονης παραγωγής (θαλασσινά σφουγγάρια δυτών, καράβια με πανιά) στην εποχή της κυριαρχίας του πλαστικού και των βενζινομηχανών (τεχνητά σφουγγάρια, βενζινοκίνητα καϊκια). Η ναυτοσύνη της Σύμης περνούσε την κρίση της όπως και σε όλη η χώρα. Ένα μεταίχμιο αλλαγής που έσβηνε τη ζωή στα νησιά που κάποτε είχαν ακμάσει με το εμπόριο των σφουγγαριών και τις εξωτικές ”καλές πραμάτειες” που γέμιζαν τα σπίτια τους (2).
ΤΩΡΑ, μετά από χρόνια, όντας στο νησί του Μίνωα, μετανιώνω που δεν καθόμουν να “κουβεδιάζω” και να ηχογραφώ τα λεγόμενά τους… Ξαναβρήκα αργότερα εικόνες παλιών Συμιακών σε πεζά και στίχους ποιημάτων του Ν. Καββαδία, του Δημ. Αντωνίου και άλλων. Όμως, άλλο η λογοτεχνία κι άλλο η ίδια η ζωή με τις “ολοζώντανες” ιστορίες της… Τα παιδιά των Συμιακών, οι μαθητές μου, σπούδασαν γιατί ήταν ανοιχτόμυαλοι νέοι. Πολλοί, χωρίς καν φροντιστήριο! Λατρεύοντας από τα μικράτα τους τη θάλασσα και την προγονική παράδοση του τόπου τους, ανέδειξαν τη Σύμη σε όλη την Ελλάδα. Λαμπροί επιστήμονες, κάθε καλοκαίρι ανταμώνουν στα πανηγύρια, στα θεατρικά του Αντωνόγλου, στις εκδηλώσεις του νησιού. Κάποιες φορές θυμούνται και το “πέρασμά” μας απ΄το νησί: τηλεφωνιόμαστε, μιλάμε με τις ώρες, μαθαίνουμε νέα τους. Χαιρόμαστε που τα λέμε. Σαν χθες…
ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ γράφονται με αφορμή το άκουσμα ενός από τα πιο νοσταλγικά τραγούδια μου! Όχι βέβαια το “Μέρα μέρωσε…” που έβαζε πρωί-πρωί στη διαπασών ο καπετάνιος του “Κατιδενιού” μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύμης και ξυπνώντας έτσι όλους μας. Το τραγούδι που άκουγα τις προάλλες ήταν συνυφασμένο με τη ζωή των παλιών συμιακών σφουγγαράδων που είχαν σταματήσει να ταξιδεύουν και ζούσαν με αναμνήσεις και ανεκπλήρωτους καημούς: εκεί ανάμεσα στον καπνό ενός τσιγάρου, μιας γουλιάς ρακής κι ενός λυγμού της λύρας τους στο παλιό καφενέ:
ΣΕ ΚΑΘΕ αφήγηση ή τραγούδι τους, έβγαινε βαρύς ο αναστεναγμός. Σε κάθε γουλιά πιοτού, έφευγε και μια βρισιά για την πουτάνα τη ζωή που “τά ΄φερε έτσι” κι όχι όπως τους υποσχόταν όσο ήσαν παλικαρόπουλα… Ζήσανε έντονα την περίοδο της μετάλλαξης της ελληνικής κοινωνίας που περνούσε από τον κόσμο της πρωτόγονης παραγωγής (θαλασσινά σφουγγάρια δυτών, καράβια με πανιά) στην εποχή της κυριαρχίας του πλαστικού και των βενζινομηχανών (τεχνητά σφουγγάρια, βενζινοκίνητα καϊκια). Η ναυτοσύνη της Σύμης περνούσε την κρίση της όπως και σε όλη η χώρα. Ένα μεταίχμιο αλλαγής που έσβηνε τη ζωή στα νησιά που κάποτε είχαν ακμάσει με το εμπόριο των σφουγγαριών και τις εξωτικές ”καλές πραμάτειες” που γέμιζαν τα σπίτια τους (2).
ΤΩΡΑ, μετά από χρόνια, όντας στο νησί του Μίνωα, μετανιώνω που δεν καθόμουν να “κουβεδιάζω” και να ηχογραφώ τα λεγόμενά τους… Ξαναβρήκα αργότερα εικόνες παλιών Συμιακών σε πεζά και στίχους ποιημάτων του Ν. Καββαδία, του Δημ. Αντωνίου και άλλων. Όμως, άλλο η λογοτεχνία κι άλλο η ίδια η ζωή με τις “ολοζώντανες” ιστορίες της… Τα παιδιά των Συμιακών, οι μαθητές μου, σπούδασαν γιατί ήταν ανοιχτόμυαλοι νέοι. Πολλοί, χωρίς καν φροντιστήριο! Λατρεύοντας από τα μικράτα τους τη θάλασσα και την προγονική παράδοση του τόπου τους, ανέδειξαν τη Σύμη σε όλη την Ελλάδα. Λαμπροί επιστήμονες, κάθε καλοκαίρι ανταμώνουν στα πανηγύρια, στα θεατρικά του Αντωνόγλου, στις εκδηλώσεις του νησιού. Κάποιες φορές θυμούνται και το “πέρασμά” μας απ΄το νησί: τηλεφωνιόμαστε, μιλάμε με τις ώρες, μαθαίνουμε νέα τους. Χαιρόμαστε που τα λέμε. Σαν χθες…
ΤΑ ΠΑΡΑΠΑΝΩ γράφονται με αφορμή το άκουσμα ενός από τα πιο νοσταλγικά τραγούδια μου! Όχι βέβαια το “Μέρα μέρωσε…” που έβαζε πρωί-πρωί στη διαπασών ο καπετάνιος του “Κατιδενιού” μπαίνοντας στο λιμάνι της Σύμης και ξυπνώντας έτσι όλους μας. Το τραγούδι που άκουγα τις προάλλες ήταν συνυφασμένο με τη ζωή των παλιών συμιακών σφουγγαράδων που είχαν σταματήσει να ταξιδεύουν και ζούσαν με αναμνήσεις και ανεκπλήρωτους καημούς: εκεί ανάμεσα στον καπνό ενός τσιγάρου, μιας γουλιάς ρακής κι ενός λυγμού της λύρας τους στο παλιό καφενέ:
“…Έχω έναν καφενέ που ακούει όλο τα ίδια
για μπάρκα και ταξίδια,/αυτών που μένουνε.
Αυτών που μένουνε και περιμένουνε
Έχω έναν καφενέ, ένα παλιό ρημάδι
Αχ, να ’τανε καράβι,/γι αυτούς που μένουνε
Γι αυτούς που μένουνε και περιμένουνε” (3)
για μπάρκα και ταξίδια,/αυτών που μένουνε.
Αυτών που μένουνε και περιμένουνε
Έχω έναν καφενέ, ένα παλιό ρημάδι
Αχ, να ’τανε καράβι,/γι αυτούς που μένουνε
Γι αυτούς που μένουνε και περιμένουνε” (3)
Η ΠΕΝΤΑΧΡΟΝΗ εκπαιδευτική θητεία μου στο νησί του ομηρικού Νιρέα υπήρξε ένα από τα ωραιότερα “ταξίδια” μου. Ίσως το ωραιότερο, γιατί, παρά τις στερήσεις στο νησί, το “ταξίδι” εκείνο μού’ δωσε την αφορμή για μια σιωπηλή εγκατάβαση στο είναι μου. “Ταξίδι” εσωτερικό που έβγαλε στην επιφάνεια άγνοιες, δισταγμούς, φοβίες, ανωριμότητες. Ωραίο “ταξίδι” αυτογνωσίας που μου χάρισε όχι μόνο πλούτο γνώσεων, αναμνήσεων και συμπεριφορών, αλλά και τον πιο υπέροχο άνθρωπο της ζωής μου-τη σύντροφό μου. (8/11/19)
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ:
-(1) Τραγούδι: “Μικρή Πατρίδα” (1996), σε μουσική Γ.Ανδρέου, στίχους Παρασκευά Καρασούλου και ερμηνευτές διαδοχικά τους Παντελή Θαλασσινό, Γ. Νταλάρα, Χρ. Θηβαίο, Χ. Αλεξίου, Μάριο Φραγκούλη.
-(2) Το Ναυτικό Μουσείο Σύμης (τηλ. 22410 72363) βρίσκεται πίσω από την κεντρική πλατεία του Γιαλού, τον Κάμπο, σε ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτήριο. Η παλιά σπογγαλιεία ξετυλίγεται μπροστά σας: σκάφανδρα, μηχανές καταδύσεων, σφουγγάρια σε όλα τα σχέδια και είδη, ομοιώματα σπογγαλιευτικών σκαφών που αναβιώνουν την άλλοτε χρυσή εποχή της σπογγαλιείας -όταν η Σύμη ήταν πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων. «Ιστορίες του υγρού στοιχείου» σε μουσειακή μορφή αφηγούνται ό,τι αποσπασματικά άκουγα πριν πολλές δεκαετίες στους καφενέδες του νησιού.
-(3) “Έχω ένα καφενέ”: Τραγούδι με τον Γ. Νταλάρα, σε μουσική Μ. Λοϊζου και στίχους Λ. Παπαδόπουλου (1970)
http://www.haniotika-nea.gr/sto-nisi-tha-toy-lege/
* Δικός μου ο υπότιτλος . Μαγικό το γράψιμο του φίλου Σταύρου Καλαιτζόγλου στη στήλη του ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ (Χανιώτικα νέα, 11. 11, 2019), χαρά μου η αναδημοσίευση...
-(1) Τραγούδι: “Μικρή Πατρίδα” (1996), σε μουσική Γ.Ανδρέου, στίχους Παρασκευά Καρασούλου και ερμηνευτές διαδοχικά τους Παντελή Θαλασσινό, Γ. Νταλάρα, Χρ. Θηβαίο, Χ. Αλεξίου, Μάριο Φραγκούλη.
-(2) Το Ναυτικό Μουσείο Σύμης (τηλ. 22410 72363) βρίσκεται πίσω από την κεντρική πλατεία του Γιαλού, τον Κάμπο, σε ένα εντυπωσιακό νεοκλασικό κτήριο. Η παλιά σπογγαλιεία ξετυλίγεται μπροστά σας: σκάφανδρα, μηχανές καταδύσεων, σφουγγάρια σε όλα τα σχέδια και είδη, ομοιώματα σπογγαλιευτικών σκαφών που αναβιώνουν την άλλοτε χρυσή εποχή της σπογγαλιείας -όταν η Σύμη ήταν πρωτεύουσα των Δωδεκανήσων. «Ιστορίες του υγρού στοιχείου» σε μουσειακή μορφή αφηγούνται ό,τι αποσπασματικά άκουγα πριν πολλές δεκαετίες στους καφενέδες του νησιού.
-(3) “Έχω ένα καφενέ”: Τραγούδι με τον Γ. Νταλάρα, σε μουσική Μ. Λοϊζου και στίχους Λ. Παπαδόπουλου (1970)
http://www.haniotika-nea.gr/sto-nisi-tha-toy-lege/
* Δικός μου ο υπότιτλος . Μαγικό το γράψιμο του φίλου Σταύρου Καλαιτζόγλου στη στήλη του ΠΕΡΙΔΙΑΒΑΖΟΝΤΑΣ (Χανιώτικα νέα, 11. 11, 2019), χαρά μου η αναδημοσίευση...
Για ΣΤΑΥΡΟ ΚΑΛΑΙΤΖΟΓΛΟΥΚαλή εβδομάδα! Το διἀβασα τρεις φορέςΤη δεύτερη με το μολύβι στο χέρι, ήταν πολλά αυτά που σημείωσα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝα έχεις τη υγειά σου! Η αναφορά στη Χριστίνα με ... ισοπέδωσε
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ!