Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2019

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΜΟΥ

"Μπαίνοντας στην ψίχα του λόγου του Κακατσάκη τρεις είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται, ζει και δημιουργεί. Ο Τόπος, ο Θεός κι η Μάνα του. Είναι το σταθερό τρίπτυχο, το αξιακό, γεωγραφικό και ψυχοδυναμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αντλεί περιεχόμενο, μορφή και αξίες. Και η σχέση του με τους τρείς αυτούς Πόλους ζωής, είναι προσωπική και κατεξοχήν αγαπητική. Η μάνα - γυναίκα, που είναι όλες οι γυναίκες του τόπου μας, Ο Θεός σε εκκλησίες κι ερημοκλήσια κι ο Αποκόρωνας".
 Πόπη Λαμπρινέα - Γαβριλάκη (Εφ. "Ελευθερόπολις", φύλλο 95, Οκτωβρ. Νοέμβρ. Δεκέμβρ. 2019 https://www.armenoi.gr/images/2019d.pdf)

Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο
Ο ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΚΟΡΩΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ



Γράφει η Πόπη Λαμπρινέα - Γαβριλάκη
 Κάθε τόπος φτιάχνει τους μύθους του. Ρόλους - καλούπια, που περνούν από γενιά σε γενιά, προστατεύοντας και προάγοντας τ’ ανθρώπινα. Και καλείται εκάστοτε να βρεθεί ο κατάλληλος, να φορέσει αυτούς τους βαρείς κι ασήκωτους ρόλους, τα χρέη και τις προσδοκίες ολόκληρου του κοινωνικού ιστού του τόπου. Ένας τέτοιος ρόλος είναι η ζωή και το έργο του Βαγγέλη Κακατσάκη.             

Αυτά σκέφτομαι κρατώντας στα χέρια τις « Στάσεις» του, «Μια στάση εδώ, μια στάση εκεί», κι έχοντας δίπλα μου την τελευταία του ποιητική συλλογή, «Όπως το ψωμί». Αναρωτιέμαι - εστιάζοντας στη φράση του «Ποίηση είναι η συγκινησιακή χρήση της γλώσσας σε βαθμό υπέρτατο» - πού φορτίζεται σε υπέρτατο βαθμό και φορτίζει κι εμάς συγκινησιακά ο Κακατσάκης. Στην ποίηση ή στα πεζά του; Στο «Γράμματα στην Παναγιά» με τη λατρευτική και θρησκευτική συγκίνηση, στα δημοσιογραφικά ορόσημα και στάσεις ζωής «Πεταχτά» και «Μια στάση εδώ και μια εκεί», ή στις ποιητικές του συλλογές, «Κάζοβαρ», «Τα άλογα του χρόνου», «Όταν γίνεις ποίημα» ή το πιο πρόσφατο «Όπως το ψωμί»;  

Από τον πληθωρικό και συγκινησιακά φορτισμένο πεζό του λόγο, ως τα ονοματισμένα ποιήματά του, «χιλιοζυμωμένος» και «μοσχομυριστός» ο λόγος του. Ποιητής όταν αρθρογραφεί, κι αγκαλιάζει κάθε πτυχή ζωής στον Αποκόρωνα, - από τη χούφτα το χώμα του κάμπου και το πετραδάκι ανάπλαγα στις Μαδάρες, ως τα γάργαρα νερά των πηγών και την αλμύρα της θάλασσας -, ποιητής κι όταν πετά, σαν τη μέλισσα, από χωριό σε χωριό κι από πολιτιστικό γεγονός σε άλλο, εργάτης της πληροφόρησης. Ποιητής στην πρόζα, άλλο τόσο ποιητής και τεχνίτης στο στίχο.   
Αφήνοντας το παραπάνω ερώτημα και μπαίνοντας στην ψίχα του λόγου του Κακατσάκη τρεις είναι οι άξονες γύρω από τους οποίους περιστρέφεται, ζει και δημιουργεί. Ο Τόπος, ο Θεός κι η Μάνα του.

Είναι το σταθερό τρίπτυχο, το αξιακό, γεωγραφικό και ψυχοδυναμικό πλαίσιο μέσα από το οποίο αντλεί περιεχόμενο, μορφή και αξίες. Και η σχέση του με τους τρείς αυτούς Πόλους ζωής, είναι προσωπική και κατεξοχήν αγαπητική. Η μάνα - γυναίκα, που είναι όλες οι γυναίκες του τόπου μας, Ο Θεός σε εκκλησίες κι ερημοκλήσια κι ο Αποκόρωνας.
Αν και λέει πως ο δικός του Ιορδάνης είναι το Νίππος και η εκκλησία του Τιμίου Σταυρού, Ιορδάνης του είναι ο Αποκόρωνας. Είναι η «Πόλη» του, με την αρχετυπική έννοια του όρου, Πόλη ίσον Ναός και γύρω του οι πολίτες σε μια ιδανική σύνθεση αλληλεξάρτησης κι αλληλεπίδρασης, όπου τίποτα δε μένει ακίνητο, όλα ρέουν κι όλα χωρούν. Αυτού του Τόπου πολίτης ο Κακατσάκης μεταλλάζει απλά κι αθόρυβα την καθημερινότητα σε ποίηση.

Πλούσιος μεστός και ζεστός ο λόγος του, έρχεται κατευθείαν από τις ρίζες και τα βάθη της φυλής μας, κάνει «Μια στάση εδώ και μια εκεί», παρασύρει μικρά κι ευτελή, υψώνει τ’ ανθρώπινα.
Αγνά και καθαρά, σαν το χιόνι ψηλά στις χαράδρες Του Αγίου Πνεύματος τα εκφραστικά του μέσα, είτε ονοματίζει το δέος και το θαυμασμό μπροστά στο υψηλό, είτε αναδεικνύει το απλό και καθημερινό.
Χαρακτηριστικό του στίχου του το κάλλος και η κοσμιότητα. Εξιδανικεύει μέσα από θετικές διεργασίες κι ευεργετικές επεξεργασίες το Λόγο, ακόμη κι όταν τον χρησιμοποιεί καταγγελτικά. Κατ’ εξοχήν ακριβολόγος, γίνεται πληθωρικός και λυρικός όταν το βίωμα ασφυκτιά στο λιτό όριο της ποιητικής λογικής και τάξης.

Σκύβει με ωριμότητα και σοφία στη σκάφη και στο ζύμωμα, των στίχων του. Εστιάζει στη θετική πλευρά των πραγμάτων, στη ροή και το φως και αποφεύγει τα εσώτερα και τα σκοτεινά. Ο Στίχος και ο Λόγος του καταφέρνουν την ευτυχή συνάντησή με το οριακό σημείο ζωής και τέχνης και αφορά τους Πόνους και τους Καημούς όλου του Κόσμου.
 Υπαρξιακά μόνος ανάμεσα «στην κραυγή και τη σιωπή των λέξεων», παίρνει απόσταση από άναρθρες διαδηλώσεις και κραυγές, σταυρωμένος «ανάμεσα στη Σκύλλα και στη Χάρυβδη», «στους συννεφιασμένους ουρανούς των καιρών » και «στα μετέωρα χέρια των ζητιάνων και «Κυκλοφορεί χωρίς «ομπρέλα χειμώνα καιρό στο ψιλόβροχο της μοναξιάς του».

Το γράψιμο του είναι επιλογή, θέση και κατάθεση ζωής. Ζει για να γράφει και γράφει για να ζει. Απευθύνεται στο ευρύτερο αναγνωστικό κοινό και όλοι έχουν λόγο να τον διαβάσουν. Δεν φιλοδοξεί να εντυπωσιάσει με σχήματα περίπλοκα. Γράφει για το διπλανό άνθρωπο κι αναβαπτίζεται στη συγκίνηση του μοιράσματος μαζί του. Εκθέτει και εκτίθεται, αφιερώνει κι αφιερώνεται. Στο Θεό του πρώτα, μέσα από το πρόσωπο του Αρχιεπισκόπου, στη γυναίκα του ύστερα στην πιο τρυφερή και σοβαρή ποιητική του ομιλία, και τέλος σε φίλους του - ανάμεσα στους οποίους μου κάνει την τιμή να με συμπεριλαμβάνει.

Παραινετικός συνήθως, δε διστάζει να προστάξει, καλώντας «στον ίσκιο της σημαίας του ανθρώπου» σε αντίσταση. Μικρό παιδί, που «πεινάει» ορθογραφημένα κι ανορθόγραφα ο στίχος του. «Φοβισμένο σπουργίτι το μολύβι του» δειλιάζει κι οπισθοχωρεί μπροστά στο βάρος και την ουσία των λέξεων. Δηλώνει λάτρης του εμείς, «ένα φωνήεν μεταξύ δύο συμφώνων, ο εξ αδιανεμήτου πλούτος μας», για να καταλήξει στην προσωπική ευθύνη του καθενός μας. «Σε πρώτο ενικό κρίνονται όλα».

Και για να καταλήξω.
 Εκεί που φαίνεται να παίζει με τους στίχους και τις λέξεις παιγνίδια λεκτικά κι αβανταδόρικα, σε υποβάλλει να ξαναδείς τον περιβάλλοντα χώρο μέσα από τη δική του ματιά. Να ξανασυλλαβίσεις τις Πρώτες λέξεις αυτού του Κόσμου. Μάνα. Πατέρας, Αγάπη, Χώρος και Χρόνος, Θεός. Να ξαναδιαβάσεις μαζί του την χαμένη αθωότητα, την ουσία και αξία του Κόσμου. Έτσι ο στίχος του καταλήγει κατεξοχήν παρηγορητικός, αφού σε μια εποχή αμφισβήτησης και απομάγευσης των σταθερών του κόσμου, ο Βαγγέλης Κακατσάκης αίρεται πάνω από πολυπλοκότητες, εκπτώσεις κι επανεξετάσεις κι αναδεικνύει τον μικρόκοσμο του Αποκόρωνα σε καταλύτη και λίκνο πληρότητας, ειρήνης κι ασφάλειας, όπου μπαινοβγαίνει, όπως τα μυρμήγκια στην κορδέλα του Moebius, για να βγει και ν’ ανακαλύψει έκθαμβος το Μέγα Θαύμα του Σύμπαντος Κόσμου, όχι όπως είναι, αλλά όπως θα ήθελε κάθε ποιητής να είναι: Αράγιστο, Ασφαλή, Ολόκληρο κι Ένα.

Εφ. "Ελευθερόπολις", φύλλο 95, Οκτωβρ. Νοέμβρ. Δεκέμβρ. 2019



1 σχόλιο:

  1. Τι να πώ για την αγαπημένη μου συμμαθήτρια στο πάλαι ποτέ αλλά και νυν και αεί ένδοξο γυμνάσιο Βάμου, δασκάλα - ποιήτρια Πόπη Λαμπρινέα - Γαβριλάκη για το τόσο αγαπητικό για μένα και τον Αποκόρωνα κείμενό της στην "Ελευθερόπολι", την εφημερίδα των απανταχού Αρμενιανών Αποκορώνου! Πάντα υπόχρεος στην αγάπη σο, Πόπη! Από καρδιάς το ευχαριστώ μου, για το πρωτοχρονιάτικο δώρο σου! Πόσα δε μου θύμισες... Ζήτω η ΕΠΑΡΧΙΑ ΜΑΣ, που είναι η περίληψη του κόσμου! Καλή συνέχεια και σ'εσένα και στην "Ελευθερόπολι", που είναι το καλύτερο στο είδος του έντυπο, εξ όσων γνωρίζω.., ΚΑΛΗ ΚΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΧΡΟΝΙΑ!

    ΑπάντησηΔιαγραφή