Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2020

ΟΠΩΣ ΤΟ ΨΩΜΙ

Η Ε. ΧΩΡΕΑΝΘΗ ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΗΤΗ Β. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ ΣΤΟ "ΔΙΑΣΤΙΧΟ"

(Ο Β. Κακατσάκης) πότε παίζοντας με τις λέξεις, υποσυνείδητα ίσως, μπορεί και συνειδητά, επαναλαμβάνει με άλλα λόγια: Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, το τέλος μου είναι στην αρχή μου, σχηματίζοντας τον κύκλο της ζωής που αρχίζει με τη γέννηση και κλείνει με τον θάνατο.
Ελένη Χωρεάνθη






https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/13422-opos-to-psomi



Αφιερωμένο στα παιδιά του, τον Νεκτάριο και τον Θεοκλή, το τέταρτο ποιητικό βιβλίο του Χανιώτη ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Πολιτιστικής Εταιρείας Κρήτης – «Πυξίδα της πόλης» Χανίων. Ο πίνακας στο εξώφυλλο, με το ψωμί που βγάζουν ψημένο από τον φούρνο του χωριού και μοσχοβολάει ο τόπος, είναι έργο της Αγγέλας Μάλμου, όπως και τα τέσσερα ασπρόμαυρα εσωτερικά εικαστικά σχέδια.

Πρόκειται για μια συλλογή 54 αφηγηματικών, ως επί το πλείστον, βιωματικών ποιημάτων που για να γίνουν ζυμώθηκαν οι λέξεις «όπως το ψωμί», περιγράφουν στιγμές και εικόνες από την απλή, τη γεμάτη από την ποίηση των απλών πραγμάτων καθημερινότητα των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου σε πρώτο επίπεδο, αλλά μέσα από τις απλές, ανεπιτήδευτες ποιητικές εικόνες διοχετεύονται σύγχρονα μηνύματα και προβληματισμοί του ποιητή, όπως βιώνει τη σύγχρονη πραγματικότητα στην ωραία πόλη των Χανίων.
Ωστόσο, θέλει να βγει από το κέλυφος της μοναξιάς και ν’ ανοιχτεί στους ωκεανούς αναζητώντας λιμάνι για να δέσει το πλεούμενο που θα τον έφερνε σε μια καρδιά. Μια καρδιά ορόσημο και σταθερό σημείο του αισθηματικού και του πραγματικού του κόσμου, ορμητήριο και αφετηρία των αιώνιων αναζητήσεών του, ο δάσκαλος ποιητής Βαγγέλης Κακατσάκης. Όμως ίσαμε να φτάσει στο ευρύχωρο, φιλόξενο λιμάνι, έκανε και κάνει πολλές διαδρομές, μετήλθε πολλούς τρόπους και δρόμους έκφρασης και δημιουργίας, χτίζοντας και γκρεμίζοντας απόρθητα κάστρα ώσπου να γίνει ποιητής, υπήρξε:
Αλιεύς ελπίδων
σε φουρτουνιασμένες θάλασσες.
περιποιητής φυτών
στους γκρεμνούς της μη εξουσίας.
Ποιμήν αγαθών προβάτων
και διώκτης αιμοβόρων λύκων.
Ο ποιητής!
Αίρων την οδύνη του σύμπαντος κόσμου.
Σε ρόλο Σίμωνος Κυρηναίου.
Ο ποιητής
(«Σε ρόλο Σίμωνος Κυρηναίου»)
Πότε παίζοντας με τις λέξεις, υποσυνείδητα ίσως, μπορεί και συνειδητά, επαναλαμβάνει με άλλα λόγια: Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, το τέλος μου είναι στην αρχή μου, σχηματίζοντας τον κύκλο της ζωής που αρχίζει με τη γέννηση και κλείνει με τον θάνατο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αρχή και τέλος όπως ορίζει ο καντηλανάφτης της ζωής, ο χρόνος. Και για τον εξορκισμό των εντός και εκτός δαιμόνων του κακού:
Ένα πρωτομαγιάτικο στεφάνι
στην πόρτα της πατρίδας.
Όπως παλιά.
Επειγόντως...
(«Πρωτομαγιά»)



Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, το τέλος μου είναι στην αρχή μου, σχηματίζοντας τον κύκλο της ζωής που αρχίζει με τη γέννηση και κλείνει με τον θάνατο.

Αλλά και με «Το αλλοπρόσαλλο λάμδα» δημιουργεί ενδιαφέροντες σχηματισμούς με σημειολογική σημασία, όπως:
Εδώ Λέσβος, εκεί Λαμπεντούζα.
[...] Εδώ το λάμδα της ελπίδας.
Εκεί το λάμδα της θάλασσας
[…]
Πάντα υγρό, πάντα αλλοπρόσαλλο,
ενίοτε ανελέητο
και ενίοτε αλληλέγγυο
το λάμδα!
(«Το αλλοπρόσαλλο λάμδα»)

Η πλατεία είναι ο χώρος των ηλικιωμένων, των συνταξιούχων. Εκεί με τη συντροφικότητα και την αλληλεγγύη κάθε μορφής αισθάνονται ασφαλείς, καθώς ο ένας ακουμπάει την καρδιά του στην καρδιά του άλλου, μοιράζονται τη χαρά και τη λύπη τους, ξαναθυμούνται τα παλιά, την περασμένη τους ζωή. Και ανάμεσα σε μια «Καλημέρα, Καληνύχτα», μ’ ένα τσιγάρο διασκεδάζουνε τη σχόλη τους και είναι ευτυχισμένοι. Και ομολογούν:
δόξα τω Θεώ καλά περνάμε
Τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο. Ο Κακατσάκης ζει τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Συγκινείται από όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο θάνατος από πνιγμό ενός νέου, παλιού μαθητή του, τον συγκλονίζει. Τον θυμάται χαρούμενο παιδόπουλο να τρεχοβολάει στην αυλή του σχολείου και στα 22 του χρόνια τον βλέπει να φεύγει «ντυμένος με το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας» και γράφει ένα από τα δυνατότερά του ποιήματα:
...Ντυμένος με το βαθύ γαλάζιο της θάλασσας,
Φεύγει για το δίχως επιστροφή ταξίδι ο Νικόλας.
Τον υποδέχεται το ανοιχτό γαλάζιο του ουρανού
και ο Θεός τον διορίζει φύλακα-άγγελο
του μέλλοντος διαρκείας.
Για όλα τα παιδιά του κόσμου
που τα μάτια τους κυβερνά η σοροκάδα.
(«Του ανέμου», απόσπασμα)

Η Μαρία, δεκαπεντάχρονη ανύπαντρη μητέρα, που πάει στην εκκλησία να «σαραντίσει» με την ευλογία του ιερέα, αλλά δεν τον βρίσκει και κάνει την Παναγιά να ντρέπεται για κείνη... Δεν είναι μόνο η μικρή Μαρία που συγκινεί τον ποιητή, είναι η δυστυχία της δεινοπαθούσας κοινωνίας που τη βλέπει παντού και απευθυνόμενος στον Κύριο των δυνάμεων:

Στους συννεφιασμένους ουρανούς των καιρών μας.
Στα μετέωρα χέρια των ζητιάνων.
Στην καθημερινότητα που μας τρομάζει
[…]
Παντού Σταυρωμένο σε βλέπουμε, Κύριε!
Κάθε μέρα Μεγάλη Παρασκευή...
(«Παντού Σταυρωμένος», απόσπασμα)
Όταν συνάντησε την Ευδοκία ο κόσμος έγινε πιο όμορφος, πιο απλός στα μάτια του, η Ευδοκία ευδόκησε να γίνει ο δρόμος της ζωής του, «η οδός η άγουσα» στον άγνωστο κόσμο των κρυμμένων μυστικών και ανεξήγητων μυστηρίων, ώσπου ερευνώντας να ανακαλύψει τα σύμβολα/κλειδιά για να ανοίξει τη θύρα του παραδείσου και να εισέλθει στον κήπο της Εδέμ, όπου θα συναντήσει την ποίηση για να συνεχίσει το ατελείωτο ταξίδι στις θάλασσες και τους ωκεανούς των λέξεων, αλιεύοντας το υλικό και σμιλεύοντας το καλλιτεχνικό του έργο, το σώμα των στίχων που στοιχειώνει το έργο του:
Επιμένω να ταξιδεύω
στη θάλασσα των ματιών σου
κι ας είναι (σ)κουρ(ι)ασμένη
η πυξίδα τού «σ’ αγαπώ».
Επιμένω ν’ αναζητώ
ένα σινιάλο σου
για να πιάσω λιμάνι,
να δέσω επιτέλους τη βάρκα μου...
(«Ενθάδε κείται», απόσπασμα)
Ωστόσο, ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει πως η ζωή πάνω στη φλούδα της γης είναι πρόσκαιρη, η αιωνιότητα υπάρχει, αν υπάρχει, σε άλλη, ασύλληπτη διάσταση χώρου και χρόνου. Όλες οι υπάρξεις που ατενίζουν το φως του ήλιου είναι διαστατές, δεν είναι αδιάστατες. Έχουν αρχή, μέση και τέλος, ακολουθούν τους κανόνες της αρχαίας τραγωδίας. Η μοναξιά τον τρομάζει. Επιλέγει πάλι, μάλλον καταφεύγει στη θάλασσα των ματιών της Ευδοκίας, που «ευδόκησε» να βρεθεί στον δύσκολο, κακοτράχαλο δρόμο του, γιατί ξέρει πολύ καλά πως τον περιμένει μεσοστρατίς ο μαύρος καβαλάρης, αλλά δεν τον φοβάται, γιατί είναι βέβαιος πως η βάρκα του τον περιμένει πάντα δεμένη εκεί, για να τον ταξιδεύει στην όποια αιωνιότητα:
Ωστόσο, το ξέρω.
Ταξιδεύοντας θα ’ρθει
να με βρει ο θάνατος
μεσοπέλαγα.
Ωραίος τόπος τα μάτια σου
για το «ενθάδε κείται»
(«Ενθάδε κείται», απόσπασμα)

Όπως το ψωμί
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
εικονογράφηση: Αγγέλα Μάλμου
Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης «Πυξίδα της πόλης»
76 σελ.
ISBN 978-618-83228-7-5
Τιμή €8,00


https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/13422-opos-to-psomi


1 σχόλιο:

  1. Και απ'αυτή την θέση ένα μεγάλο ΕΥΥΧΑΡΙΣΤΩ στην Ελένη Χωρεάνθη για την αγαπητική παρουσίαση του ΨΩΜΙΟΥ ΜΟΥ στο diastixo.gr . Τιμή μεγάλη και χαρά για μένα το ό, τι μετά την ΚΑΖΟΒΑΡ ασχολήθηκε με άλλη μια ποιητιή μου συλλογή! ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΕ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΕ, ΚΑΛΗ ΜΟΥ ΦΙΛΗ! ΜΥΡΙΖΟΥΝ ΟΙ ΒΑΣΙΛΙΚΟΙ.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή