Δευτέρα 2 Μαρτίου 2020

ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΕΙΣ ΠΟΙΗΣΗΣ

ΝΙΚΟΣ ΨΙΛΑΚΗΣ
               ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΙΚΟΥ ΕΡΓΟΥ ΤΟΥ ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ* 

"Αρπάζουμε στις χούφτες μας το σκοτάδι

και πασχίζουμε να το κάνουμε φως"



Ξέρω πως είναι δύσκολο να μιλά κανείς για την ποίηση, καλύτερα να την απολαμβάνει, να προσπαθεί ν' αποκρυπτογραφεί τους κώδικες των ποιητών και ν' ανακαλύπτει, μέσα από τη μαγεία των λέξεων, ακόμη και τον ίδιο τον εαυτό του. 
Ίσως να ήταν καλύτερα να μην ακουστούν απόψε λόγια δικά μου· να δίναμε τον λόγο στην ποίηση, μονάχα στην ποίηση, εκείνη γνωρίζει καλά να ξεδιπλώνει το άρρητο και να φανερώνει το μη ορατό. Ίσως να ήταν καλύτερα, λοιπόν, να αφεθούμε κι απόψε στη δική της σαγήνη, να την αφήσομε ν' αποκαλύψει τον κόσμο ενός ποιητή που με σεμνότητα και ήθος καταθέτει τον οβολό της ψυχής του τώρα και σχεδόν μισόν αιώνα στο μεγάλο αποθετήριο του πολιτισμού μας. Βαγγέλης Κακατσάκης ονομάζεται ο ποιητής, γεννημένος και μεγαλωμένος στην Κρήτη, σε τόπους μνήμης και χώρους όπου ακόμη ακούγεται η μουσική των λέξεων σε μιαν απόλυτη συμφωνία με τη μουσική της φύσης. Αυτήν τη μουσική αφουγκράστηκα κι εγώ, με τους δικούς του στίχους ταξίδεψα, κι αυτό το ταξίδι θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας απόψε.  

Ευχαριστώ τον αγαπητό φίλο, τον ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη, που μου έδωσε την ευκαιρία ν' αναφερθώ, έστω και με λόγια φτωχά, στην ποιητική του διαδρομή. Δεν θα πω πολλά. Θα προσπαθήσω μονάχα να ψηλαφίσω, ν' ακουμπήσω με σεβασμό ένα σπουδαίο ποιητικό έργο, μια και είναι μάλλον αδύνατο να προχωρήσω σε μια συνολική θεώρησή του· άλλωστε, κάθε σελίδα και κάθε πτυχή του θα μπορούσε ν' αποτελέσει και θέμα ιδιαίτερης μελέτης.
 Τον ευχαριστώ, ακόμη, γιατί μου πρόσφερε την ευκαιρία να διαβάσω ολόκληρο το έργο του και, μάλιστα, ταξινομημένο χρονολογικά, να παρακολουθήσω την εξελικτική του διαδρομή, την πορεία του σε δύσβατα μονοπάτια και σε δρόμους που δεν υπήρχαν, δηλαδή σε δρόμους που ανοίγουν οι ποιητές. Έτσι γίνεται πάντα. Έχοντας τη θεία δωρεά να προσεγγίζουν τις άδηλες πλευρές του κόσμου, οι ποιητές μπορούν να πλάθουν και ν' αναπλάθουν το ζυμάρι της μνήμης, να πλάθουν και ν' αναπλάθουν τον ίδιο τον κόσμο. 

Είναι ευτυχισμένοι οι τόποι που γεννούν ποιητές. Μέσα από την αρμονία του λόγου διασώσουν την ιδιοσυστασία τους, όπως διασώζουν και τα χαρακτηριστικά τα οποία διαμόρφωσαν εν τέλει την οπτική του πνευματικού δημιουργού, δηλαδή την ουσία του ίδιου του πολιτισμού τους. Και ο Κακατσάκης ξέρει να διαλέγεται με τον τόπο, ακόμη και όταν δεν είναι ορατό με μια πρώτη ματιά, ο τόπος είναι παρών σ' έναν αέναο διάλογο με φωνές που μπορεί και να μην εκφράζονται με φθόγγους. Είναι τα πράγματα που δεν μπορούν να ειπωθούν αλλιώς παρά μόνο με ποίηση:

Αν δεν δώσετε εντολή 
να σταματήσει το μαγγανοπήγαδο
θα ξεγυμνώσω την ποίηση
απ' τα φανταχτερά φορέματα 
και θα ντύσω τις κραυγές που ενεδρεύουν
στα κυκλάμινα. (Άλογα, 90)

Και την ξεγύμνωσε ο Κακατσάκης την ποίηση από τα φανταχτερά της φορέματα, και της αφαίρεσε τις πομπώδεις λέξεις και τις πομπώδεις εκφράσεις και την έφερε καθαρή σαν τον αποκορωνιώτικο αέρα στα μάτια μας, έτσι που ν' ακούγεται καθαρά η φωνή του κυκλάμινου, έτσι που να βλέπει τον άνθρωπο που κουβαλά μέσα του την έρημο και να προσπαθεί να τον πείσει ότι, μαζί με την έρημο, κουβαλά και τις φοινικιές της. (Άλογα, 89) 
Εκεί που ζητήσαμε τον Θεό 
φύτρωσε ένα λουλούδι, μας λέει, ξεδιπλώνοντας την υπέροχη εικόνα μπροστά μας, έτσι σαν μάθημα, σαν μύηση, ίσως και σαν αποκάλυψη.  
Μεγάλη χαρά να πάρω για πρώτη φορά στα χέρια μου τα Άλογα του Χρόνου, ένα πυκνό βιβλίο 100 σελίδων, τυπωμένο το 1973, στα χρόνια της μεγάλης ορμής και της νιότης, όταν ο ποιητής βλέπει το όνειρο να σταυρώνεται και διαπιστώνει με τρόπο που δεν χωρεί αμφισβήτηση ότι...

Οι άγγελοι ζήτησαν νερό 
κι οι άνθρωποι τους έδιωξαν. 

Δυο φωνές, δυο κόσμοι. Άγγελοι και άνθρωποι. Δεν ξέρω γιατί μου ήρθε στο μυαλό ο σαφής διαχωρισμός της βυζαντινής αγιογραφίας, που τόσο γαληνά μεταφέρθηκε από τον Θεοτοκόπουλο στην Ταφή του Κόμητος Οργκάθ, δυο κόσμοι και δυο τρόποι. 

Ο άλλος άνθρωπος με κοίταζε με τα καρφιά στα χέρια 
έτοιμος να μ' οδηγήσει σε Κρανίου Τόπον. 

Απόψε ήταν της Σταύρωσης
Το χώμα ήταν πολύ υγρό για ν' αντέξει τη θέρμη της. (Άλογα, 13)

Σ' αυτά τα μεστά νοημάτων ποιήματα ο Βαγγέλης Κακατσάκης μεταφέρει όχι μόνο το συναίσθημα, όχι μόνο τη συγκίνηση και την ένταση της ψυχής, αλλά και το βίωμα, και τη στάση ζωής, και όλα εκείνα που τον μεγάλωσαν. Ο ποιητής δεν είναι ο απλός παρατηρητής που κοιτάζει τον κόσμο, είναι ο συμμετέχων, είναι το κύτταρο που πάλλεται, ο σφυγμός της καρδιάς ενός ζώντος οργανισμού που μετρά την ηλικία του σε αιώνες. Κι ας έρχεται κάποτε κάποτε να μας θυμίσει τη συλλογική μας ευθύνη.

Απόψε σκορπίσαμε τη στάχτη που μαζεύαμε τόσα χρόνια. 
Η καρδιά μας δεν άντεξε τη διαφάνεια 
και μάτωσε.  (Άλογα, 17)

Όταν ξεχνάς να μετράς τις ώρες 
οι νύκτες παίρνουν το χρώμα της φθοράς. 
Είναι τα κλάματα μικρών παιδιών. (Άλογα, 62) 

Το πρώτο ποιητικό του βιβλίο, Τα Άλογα του χρόνου, είναι αφιερωμένο στη μούσα του, στην Ευδοκία. Ωστόσο, η Ευδοκία είναι παντού, άλλοτε φανερώνεται μ' ένα παιδιάστικο χαμόγελο του ποιητή, ίσως και δικό της, άλλοτε κρύβεται τάχατες πίσω από εικόνες και λέξεις. Ποίηση είναι και ο έρωτας, ποίηση που δίνει φτερά. 

Βάφτισα την καρδιά μου
στην κολυμπήθρα των ματιών σου. 
Γι' αυτό
τώρα που θα στη μοιράσω 
για αντίδωρο, 
να ξέρεις πως μεταλαβαίνεις
το σώμα και το αίμα της Αγάπης! 

Τα άλλα τρία βιβλία του Βαγγέλη Κακατσάκη - Όταν γίνεις ποίημα, Κάζοβαρ, και Όπως το ψωμί - εκδόθηκαν χρόνια μετά Τα Άλογα του χρόνου. Δεν είναι δύσκολο, όμως, να δει κανείς τη συνέχεια, ίσως και την ωρίμανση του ποιητή που, χωρίς να αλλάζει τους κώδικές του, μπορεί να εστιάζει με περισσότερη επιμονή στη λεπτομέρεια κι αυτήν να τη μεταπλάθει σε ολότητα, ο μικρόκοσμος πλαταίνει και φαρδαίνει για να χωρέσει όλη την ουσία της ζωής και ν' αποδώσει το νόημά της. 
Έτσι, αδιάσπαστος, πορεύεται ο κόσμος, με το κάθε πλάσμα να διατηρεί τον αρχέγονο ρόλο του, με όλους τους ρόλους να συνθέτουν την αρμονία. Έτσι πορεύεται, θαρρώ, κι ο ποιητής, συνθέτοντας τη δική του αρμονία, ο νεαρός ποιητής του '73 που διατηρεί ακόμη στην ψυχή του τον έφηβο, ο ποιητής που συνεχίζει να βλέπει με τα παιδικά του μάτια τον κόσμο, ο ποιητής που μέρα με τη μέρα αρθρώνει τη δική του συμβολική γλώσσα, ο ποιητής που ξέρει ότι το ποίημα βρίσκεται παντού, όπου σταθείς κι όπου κοιτάξεις, ότι η φωνή του κυκλάμινου μπορεί και πρέπει να γίνει ηχώ της δικής του φωνής. 

Όταν άφηνε η μέρα 
την τελευταία της πνοή
σταύρωσαν ένα κυκλάμινο 
επειδή πολύ αγάπησε την ομορφιά. (Κάζοβαρ 10)

Άραγε, υπάρχει ποίηση χωρίς ομορφιά; Υπάρχει ομορφιά χωρίς ποίηση; Ακόμη κι όταν βλέπει τα στεφάνια των ηρώων πεταμένα στις λάσπες ή τα φωτοστέφανα των αγίων ριγμένα στο βούρκο, η ποίηση του Βαγγέλη έχει τον τρόπο ν' ακολουθήσει το φως. Τούτος ο κόσμος είναι μια σύνθεση αντιθέτων, αλλά κι η αρμονία τι είναι; Αναλογίζομαι πόσο δίκιο είχε ο Γουάλας Στίβενς, ο σπουδαίος αυτός Αμερικανός δημιουργός, όταν έγραφε ότι ο ποιητής είναι ο ιερέας του αόρατου. 

Ξάφνιασμα τρομερό που κι κείνο ξυπνά μνήμες η ποιητική παράθεση ενός αριθμού τηλεφώνου. 2, 8, 2, 5, 0, 5, 1. Δάκρυσα, Βαγγέλη, όταν το διάβασα για πρώτη φορά. Ήταν το τηλέφωνο της μητέρας του. Ο ποιητής σχηματίζει τον αριθμό στο καντράν της μνήμης, αλλά το τηλέφωνο δεν απαντά. Η μητέρα έχει ταξιδέψει εκεί που η επικοινωνία των ψυχών δεν χρειάζεται τηλέφωνα. Δάκρυσα, Βαγγέλη, γιατί κάποτε, ασυναίσθητα ίσως, κάλεσα κι εγώ το τηλέφωνο της δικής μου Μεγάλης Απούσας, της Μεγάλης Εσαεί Παρούσας. Όχι δεν είναι μόνον οι αριθμοί που γίνονται ποίημα, είναι οι ψυχές που γίνονται ποίημα, είναι τα νάματα ενός πολιτισμού που από τα γενοφάσκια μας δίδαξε τη συνέχεια, μαζί και την ενότητα του κόσμου. Οι νεκροί δεν είναι απόντες, το αόρατο που συνέχει τους κόσμους είναι ορατό για μας που είδαμε τις γυναίκες να στολίζουν επιταφίους, για τα παιδιά που προσκύνησαν το εικονοστάσι της μνήμης. Και προπάντων είναι ορατό για σένα, ω ποιητή! 
Με πόση αγάπη και πόσο φως προσεγγίζει την αλήθεια της μνήμης ο Κακατσάκης! 

Το ξέρω πως δεν θα σε βρω, μάνα,
Πρέπει όμως να σου δώσω αναφορά, 
λέει κι αναριγά όποιος καταφέρνει να προσεγγίσει το κοινό μας το βίωμα... Δίνομε αναφορά και σ' εκείνους που νομίζομε ως απόντες, η τάξη του κόσμου ορίζεται από τη γραμμή της συνέχειας, αλίμονό μας αν ο κρίκος αποκοπεί, αλίμονο κι αν δεν μπορέσομε να κοιτάξομε στον καθρέφτη του χρόνου και να δούμε τις μορφές που επαναλαμβάνονται, τις αξίες που άλλοτε γίνονται ορόσημα και άλλοτε ποιήματα, αλίμονο αν δεν μπορούμε ν' ακούσομε τις φωνές των προγόνων. Είναι το ποίημα που μετουσιώνεται σε θυμίαμα, το ποίημα που γίνεται βάλσαμο, το ποίημα που αντιστέκεται στην οδύνη της απώλειας, το ποίημα που μετατρέπει την οδύνη σε καρτερία, την καρτερία σε αγάπη, την αγάπη σε φως.

Κάποτε το τηλέφωνο θ' απαντήσει 
θα το ακούσει όπου κι αν βρίσκεται
και θα τρέξει να το σηκώσει η ίδια.
Την ξέρω εγώ καλά τη μάνα μου. 

Αυτός είναι ο ποιητής. Ο άνθρωπος που επικοινωνεί με το άδηλο. Στο ποιητικό του σύμπαν έχουν όλοι και όλα θέση. Ένα λουλούδι, μια σταγόνα της βροχής, ένα δέντρο, μια φωνή, ένα κερί που ανάβει, ένα ποτάμι, ένα φύσημα του ανέμου. Μέσα από απλούς κώδικες, απόλυτα προσιτούς και κατανοητούς από το ευρύτερο κοινό, αναδεικνύονται οι αξίες του πολιτισμού μας, αναδεικνύεται η ουσία του, και ο στίχος διεισδύει βαθιά στην ψυχοσύνθεση ενός λαού μέρος και μέτοχος του οποίου είναι ο ποιητής. Είναι εντυπωσιακή η ευχέρεια με την οποία χειρίζεται τις λεπτές αποχρώσεις αυτού του πολιτισμού ο Βαγγέλης, είναι, παράλληλα, και εντυπωσιακός ο τρόπος με τον οποίο καταργεί τα όρια ανάμεσα στο αισθητό και το νοητό, το υπερ-αισθητό που μπορούμε και υπερβατικό να το πούμε, ιδιαίτερα στην εξαιρετικής ευαισθησίας συλλογή του Όταν γίνεις ποίημα.  

Ποίηση πολύχρωμη και πολύτροπη, με τα αισθητικά ρεύματα που τον γαλούχησαν να διαμορφώνουν την ταυτότητα και τον χαρακτήρα δημιουργώντας μια προσωπική γλώσσα, ένα ύφος κι έναν τρόπο γραφής μέσα από τον οποίο αναδεικνύονται τα δομικά υλικά της ποίησης, μέσα από τον οποίο αναδύεται η πολύσημη λέξη. Με λέξεις χτίζει το καλύβι του ο ποιητής, με λέξεις ακουμπά τον κόσμο, με λέξεις προσπαθεί να τον αλλάξει. Και σ' αυτό το καλύβι χωράμε όλοι, όλοι όσοι μπορούν ακόμη ν' αναζητούν καταφύγιο στην ποίηση. 
Ο Κακατσάκης μεταπλάθει τα πράγματα, δεν αναπαράγει απλώς όσα έμαθε κι όσα σπούδασε είτε στα θρανία, είτε στην έδρα, είτε στον υπέροχο φυσικό κόσμο, είτε στο κοινωνικό περιβάλλον, αφαιρεί και προσθέτει, παρεμβαίνει στα πράγματα με την ευγένεια μιας τέχνης που την ξέρει καλά, και την ξέρει για πολλούς λόγους, ακόμη κι επειδή στο DNA ετούτου του λαού είναι να μιλά με τον στίχο, είναι να γεννά ραψωδούς, είναι να μιλά με μια γλώσσα συμβολική με την οποία μπορεί να πει τα πάντα, ή και ν' αφουγκραστεί τα πάντα, ν' ακούσει τις μυστικές φωνές που μας έρχονται ακόμη κι από ένα απώτατο παρελθόν για να ενοποιήσουν τον χρόνο και να φανερώσουν τη δική τους ενότητα. Άλλωστε, αυτό κάνει η ποίηση, προσδίδει καινούργιες διαστάσεις στα πράγματα, τα φέρνει πιο κοντά χωρίς να τα φωτίζει με άπλετο φως. Κάποτε, ένας σπουδαίος ψυχολόγος, ο Σίγκμουντ Φρόυντ, είπε την απίστευτη φράση: "Όπου κι αν πήγα με τις θεωρίες μου συναντούσα κι έναν ποιητή, πάντα ένας ποιητής είχε ήδη πάει εκεί". Κι ένας επίσης σπουδαίος μελετητής του πολιτισμού μας, ο Τζωρτζ Τόμσον, προσπαθώντας να τεκμηριώσει τη λατρεία της Άρτεμης στη σπηλιά της Παναγιάς της Αρκουδιώτισσας στο Ακρωτήρι των Χανίων, αναζήτησε πατήματα στους ποιητές. Ήξερε ο Τόμσον ότι κάποιος ποιητής θα είχε πει, με τη γλώσσα της δικής του αλήθειας, την αλήθεια που δύσκολα μπορούσαν να τεκμηριώσουν οι επιστήμονες. 

Θα τελειώσω με μιαν ευχή στον Βαγγέλη: να συνεχίσει. Να συνεχίσει να είναι ερωτευμένος με την Ευδοκία του, με τα παιδόγγονά του, με τα μανουσάκια και τα κυκλάμινα, με τις λέξεις. Και θα κλείσω με δυο στίχους, ο ένας ανήκει σ' έναν αξέχαστο ποιητή, που είχα την καλή τύχη να τον γνωρίσω κι ακόμη ηχεί στ' αυτιά μου ο αντίλαλος της φωνής του, τον Νικηφόρο Βρεττάκο. 

Αν δε μου ’δινες την ποίηση, Κύριε, 
δε θα ’χα τίποτα για να ζήσω.

Ο άλλος είναι του Βαγγέλη:

Εμείς δεν κλαίμε 
δεν απογοητευόμαστε 
δεν παρακαλούμε 
δεν μένουμε στις ευχές. 
Αρπάζουμε στις χούφτες μας το σκοτάδι
και πασχίζουμε να το κάνουμε φως.

* Πολύκεντρο Δήμου Ηρακλείου, 17 Φεβρουαρίου 2020 .Στη φωτογραφία από αριστερά: Νίκος Ψιλάκης, Ζαχαρίας Κοτσακός και Κωστής Λαγουδιανάκης



1 σχόλιο:

  1. Τιμἠ μεγάλη για μένα να ασχολείται με το όποιο ποιητικό μου έργο ο διαππρεπής δημοσιογράφος και καταξιωμένος ανά το πανελλήνιο και διεθνώς συγγραφέας, πνευματικό καντούνι του τόπου μας,Νίκος Ψιλάκης. Υπ΄χρος στην αγάπη σου, φίλε!

    ΑπάντησηΔιαγραφή