Παρασκευή, 22 Απριλίου 2011
ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ
Φίλες και φίλοι, καλημέρα!
XΙΛΙΕΣ ΦΟΡΕΣ να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν! Μεγάλη Παρασκευή σήμερα και ο Χριστός στο καρφί!
ΠΡΙΝ ΧΑΡΑΞΕΙ η μέρα ξυπνούσε η μάνα μου κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Επρεπε να πάει να θυμιάσει σ’ όλες τις εκκλησίες του χωριού, αρχίζοντας πάντα απ’ τον γείτονα - άγιο, το Αγιο Πνεύμα. Επέστρεφε με γεμάτη την ποδιά νεραντζόφυλλα και νεραντζανθούς.
ΤΑ ΝΕΡΑΝΤΖΟΦΥΛΛΑ τα έβαζε στο νερό που έβραζε για να μας λούσει. Ακόμα νιώθω το τσούξιμο στα μάτια μου. Τους νεραντζανθούς μας θα μας τους έδινε να τους πάμε στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού για τον Επιτάφιο. Οταν θα γυρίζαμε στο σπίτι μετά τα Πάθη του Χριστού που θα λέγαμε.
ΣΗΜΕΡΟ ΜΑΥΡΟΣ ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα/ σήμερο ούλα χλίβονται και τα βουνά λυπούνται/ Σήμερο έβαλαν βουλή οι γι’ άνομοι Οβραίοι/ οι γι’ άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι/ για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον Πάντων Βασιλέα...
ΕΙΧΑΜΕ ΤΟΣΑ πολλά, μα τόσα πολλά, να κάναμε με τον Αντώνη, τον αδελφό μου, εκείνη τη μέρα. Ενα απ’ αυτά να πάμε κατά σειρά σ’ όλες τις εκκλησίες του χωριού που είχαν καμπάνα για να την παίξουμε, όταν και αν ερχόταν η σειρά μας. Ενα άλλο να κάνουμε μπρόβες για τη 'Ζωή εν τάφω' που θα λέγαμε το βράδυ. Ο ετήσιος ποδοσφαιρικός αγώνας με τα Βαφιανάκια στο Λιμνοπήγαδο ήρθε αργότερα. Οταν ήμασταν γυμνασιόπαιδα και πηγαίναμε στου Βάμου...
ΜΝΗΜΕΣ ΜΕΓΑΛΗΣ Παρασκευής. Μνήμες απ’ τους χαρμόσυνους Επιτάφιους των παιδικών μας χρόνων. Μνήμες της 'μη με λησμόνει ηλικίας'. Θα ζωντανέψουν κι εφέτος, Θεού θέλοντος (μεσημέρι Μεγάλης Πέμπτης γράφω τη στήλη) γι’ άλλη μια χρονιά. Πρώτη, ωστόσο, χρονιά, χωρίς τη μάνα μου...
Η ΖΩΗ ΠΩΣ θνήσκεις, πως και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και του Αδου τους νεκρούς εξανιστάς. Οταν θα ψάλλεται (μπορεί να το ψάλλω κι εγώ) τούτο το εγκώμιο μάνα, θα κοιτάξω στο στασίδι σου. Θα σε δω εκεί, το ξέρω...
'ΟΧΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ να φανταστούμε εικόνα με χανσενικό Χριστό στη Σπιναλόγκα. Αλλά όταν άκουγα τον πάπα Χρύσανθο να διαβάζει τα Πάθη, φανταζόμουν τον Χριστό με πληγές στο πρόσωπο σαν τις δικές μου πληγές. Ακολουθούσαμε κάθε χρόνο τον Επιτάφιο κλαίγοντας με λυγμούς γιατί νιώθαμε και τον πόνο του Χριστού και τον δικό μας πόνο. Στη Σπιναλόγκα φανταζόμουνα την ανάσταση να είναι τόσο όμορφη, σαν τη μέρα που θα γινόμουν καλά και θα έπαιρνα τη βάρκα να φύγω από το νησί' Μ.Δ. (Από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη 'Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη').
'ΟΤΑΝ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ ο Χριστός, λέει η παράδοση, η Παναγία καθόταν στην παρηγοριά, στο τραπέζι που γίνεται μετά τις κηδείες. Μια γυναίκα που έτυχε να περνά από κει την είδε και σχολίασε: «Ποιος είδε γιο στο σταυρό και μάνα στο τραπέζι;». Η Παναγία ακούγοντάς την της είπε: «Σύρε μάνα Καλή, μήτε να ψάλλεσαι μήτε να λειτουργιέσαι». Αν κρεμαστώ εγώ, θα κρεμαστούν μανάδες κι αν πνιγώ εγώ θα πνιγούν μανάδες. Μονάχα κάθομαι για να παρηγορηθούν όλες οι μανάδες'. Η μάνα Καλή έφυγε μετανιωμένη και λυπημένη. Αγιασε αλλά ενώ υπάρχει ως Αγία, δεν λειτουργιέται.
'Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ/ να σκύβω, την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου, ζεστό/ να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,/ κι ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ/ που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι./ Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,/ χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου, να μην την πεις./ Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν./ Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής./ Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν'.
Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη 'Οι πόνοι της Παναγίας'.
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ
ΠΡΙΝ ΧΑΡΑΞΕΙ η μέρα ξυπνούσε η μάνα μου κάθε Μεγάλη Παρασκευή. Επρεπε να πάει να θυμιάσει σ’ όλες τις εκκλησίες του χωριού, αρχίζοντας πάντα απ’ τον γείτονα - άγιο, το Αγιο Πνεύμα. Επέστρεφε με γεμάτη την ποδιά νεραντζόφυλλα και νεραντζανθούς.
ΤΑ ΝΕΡΑΝΤΖΟΦΥΛΛΑ τα έβαζε στο νερό που έβραζε για να μας λούσει. Ακόμα νιώθω το τσούξιμο στα μάτια μου. Τους νεραντζανθούς μας θα μας τους έδινε να τους πάμε στην εκκλησία του Τιμίου Σταυρού για τον Επιτάφιο. Οταν θα γυρίζαμε στο σπίτι μετά τα Πάθη του Χριστού που θα λέγαμε.
ΣΗΜΕΡΟ ΜΑΥΡΟΣ ουρανός, σήμερο μαύρη μέρα/ σήμερο ούλα χλίβονται και τα βουνά λυπούνται/ Σήμερο έβαλαν βουλή οι γι’ άνομοι Οβραίοι/ οι γι’ άνομοι και τα σκυλιά κι οι τρις καταραμένοι/ για να σταυρώσουν τον Χριστό, τον Πάντων Βασιλέα...
ΕΙΧΑΜΕ ΤΟΣΑ πολλά, μα τόσα πολλά, να κάναμε με τον Αντώνη, τον αδελφό μου, εκείνη τη μέρα. Ενα απ’ αυτά να πάμε κατά σειρά σ’ όλες τις εκκλησίες του χωριού που είχαν καμπάνα για να την παίξουμε, όταν και αν ερχόταν η σειρά μας. Ενα άλλο να κάνουμε μπρόβες για τη 'Ζωή εν τάφω' που θα λέγαμε το βράδυ. Ο ετήσιος ποδοσφαιρικός αγώνας με τα Βαφιανάκια στο Λιμνοπήγαδο ήρθε αργότερα. Οταν ήμασταν γυμνασιόπαιδα και πηγαίναμε στου Βάμου...
ΜΝΗΜΕΣ ΜΕΓΑΛΗΣ Παρασκευής. Μνήμες απ’ τους χαρμόσυνους Επιτάφιους των παιδικών μας χρόνων. Μνήμες της 'μη με λησμόνει ηλικίας'. Θα ζωντανέψουν κι εφέτος, Θεού θέλοντος (μεσημέρι Μεγάλης Πέμπτης γράφω τη στήλη) γι’ άλλη μια χρονιά. Πρώτη, ωστόσο, χρονιά, χωρίς τη μάνα μου...
Η ΖΩΗ ΠΩΣ θνήσκεις, πως και τάφω οικείς; Του θανάτου το βασίλειον λύεις δε και του Αδου τους νεκρούς εξανιστάς. Οταν θα ψάλλεται (μπορεί να το ψάλλω κι εγώ) τούτο το εγκώμιο μάνα, θα κοιτάξω στο στασίδι σου. Θα σε δω εκεί, το ξέρω...
'ΟΧΙ ΔΕΝ ΜΠΟΡΟΥΣΑΜΕ να φανταστούμε εικόνα με χανσενικό Χριστό στη Σπιναλόγκα. Αλλά όταν άκουγα τον πάπα Χρύσανθο να διαβάζει τα Πάθη, φανταζόμουν τον Χριστό με πληγές στο πρόσωπο σαν τις δικές μου πληγές. Ακολουθούσαμε κάθε χρόνο τον Επιτάφιο κλαίγοντας με λυγμούς γιατί νιώθαμε και τον πόνο του Χριστού και τον δικό μας πόνο. Στη Σπιναλόγκα φανταζόμουνα την ανάσταση να είναι τόσο όμορφη, σαν τη μέρα που θα γινόμουν καλά και θα έπαιρνα τη βάρκα να φύγω από το νησί' Μ.Δ. (Από το βιβλίο του Νίκου Ψιλάκη 'Λαϊκές τελετουργίες στην Κρήτη').
'ΟΤΑΝ ΣΤΑΥΡΩΘΗΚΕ ο Χριστός, λέει η παράδοση, η Παναγία καθόταν στην παρηγοριά, στο τραπέζι που γίνεται μετά τις κηδείες. Μια γυναίκα που έτυχε να περνά από κει την είδε και σχολίασε: «Ποιος είδε γιο στο σταυρό και μάνα στο τραπέζι;». Η Παναγία ακούγοντάς την της είπε: «Σύρε μάνα Καλή, μήτε να ψάλλεσαι μήτε να λειτουργιέσαι». Αν κρεμαστώ εγώ, θα κρεμαστούν μανάδες κι αν πνιγώ εγώ θα πνιγούν μανάδες. Μονάχα κάθομαι για να παρηγορηθούν όλες οι μανάδες'. Η μάνα Καλή έφυγε μετανιωμένη και λυπημένη. Αγιασε αλλά ενώ υπάρχει ως Αγία, δεν λειτουργιέται.
'Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ/ να σκύβω, την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου, ζεστό/ να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,/ κι ύστερα απ’ το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ/ που θα πηγαίνεις στο σκολειό με πλάκα και κοντύλι./ Κι αν κάποτε τα φρένα σου μ’ αλήθεια, φως της αστραπής,/ χτυπήσει ο Κύρης τ’ ουρανού, παιδάκι μου, να μην την πεις./ Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν./ Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής./ Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν'.
Από το ποίημα του Κώστα Βάρναλη 'Οι πόνοι της Παναγίας'.
ΧΑΙΡΕΤΩ ΣΑΣ ΚΙ ΑΓΑΠΩ ΣΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου