Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ Β'

ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ ΣΤΟ "ΔΙΑΣΤΙΧΟ"

Τιμή και χαρά για μένα η φιλοξενία της ποιητικής μου συλλογής  ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ στο ηλεκτρονικό περιοδικό για το Βιβλίο και τον Πολιτισμό ΔΙΑΣΤΙΧΟ. Από καρδιάς οι ευχαριστίες μου στην και καλή μου φίλη, καταξιωμένη συγγραφέα Ελένη Χωρεάνθη για την αγαπητική ματιά της και την εμπεριστατωμένη προσέγγιση των ποιημάτων μου και στον εξαίρετο λογοτέχνη Διευθυντή του περιοδικού Μάκη Τσίτα. Υπόχρεος στην αγάπη σου, γι' άλλη μια φορά, Ελένη! 



Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη*

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ: ΤΑ ΧΕΛΙΔΟΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ 

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη

H πρώτη συλλογή ποιημάτων του Βαγγέλη Κακατσάκη ήρθε από την Κρήτη, καλώντας μας στην ΚΑΖΟΒΑΡ, μια σύγχρονη πολυάνθρωπη, πολύχρωμη Βαβέλ, ιδεατή πόλη που βρίσκεται στο μυαλό του ποιητή, ο οποίος, ως «ο πρώτος και ο έσχατος άνθρωπος προσεγγίζει τα γεγονότα και προσπαθεί να ερμηνεύσει κάποιες από τις ανθρώπινες συμπεριφορές», όπως εξηγεί ο ίδιος και μας εισάγει στον ποιητικό του χώρο, στο δικό του καθημερινό ποιητικό σύμπαν.

Η δεύτερη επαφή που είχα με την ποίηση του Βαγγέλη Κακατσάκη ήταν με τη συλλογή του Όπως το ψωμί. Όταν την άνοιξα, μοσχοβόλησε θαρρείς το σπίτι από την αιθέρια μοσχοβολιά του ζυμωτού κρητικού, λαχταριστού ψωμιού που μόλις βγήκε από τον φούρνο!

Η τρίτη ποιητική του συλλογή, Τα χελιδόνια του μοναχού, που έφτασαν μόλις από την Κρήτη, έφεραν την άνοιξη και τη χαρά στην ψυχή μου. Ο καθάριος ήχος του χορού των αγγέλων και των χελιδονιών συλλειτουργούντων με τον μοναχό και οι ομορφιές της φθινοπωρινής φύσης θύμισαν τα έξοχα ποιητικά τοπία του Άγγελου Σικελιανού. Γιατί κι ο Κακατσάκης είναι ποιητής φυσιολάτρης, δεμένος με τη φύση, εμπνέεται από τη φύση. Η ποίησή του έχει κάτι αγνό, γνήσιο και ορμητικό, έναν αέρα βουνίσιο, γήινο, έχει χρώμα ελληνικό, κάτι από χώμα και νερό, ευωδιές της ελληνικής γης, λαλιές πουλιών και φτερουγίσματα χελιδονιών. Στο νησί του Ιονίου, στο χαρακτηριστικό ποίημα του Σικελιανού «Το πρωτοβρόχι», ο τόπος μυρίζει «χωματίλα, φλόμο, βάρσαμο και θυμάρι, αφάνα και αλιγαριά», στην Κρήτη, τη λεβεντογέννα νήσο του Κακατσάκη, για τον δάσκαλο ποιητή μοσκοβολάει ο βασιλικός, ευωδιάζουν οι βαρσάμοι κι ο αροσμαρής ολοχρονίς:

Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι
μα τ’ άρωμα τ’ αροσμαρή είναι που ξεχωρίζει,
μυρίζει αιωνιότητα
το τραγούδι του κορυδαλλού
π’ ολοχρονίς του χρόνου
τ’ αρέσει στον αροσμαρή να έχει τη φωλιά του –
εκεί κι αν νιώθει άρχοντας...
(«Άρωμα αροσμαρή»)

Πρόκειται για μια ποίηση ατόφια, αλλά πολυσήμαντη, εστιασμένη στα αμετακίνητα βάθρα της Ορθοδοξίας, υμνούσα και ευλογούσα τον Θεό και τους αγίους αυτού, ψάλλοντας με τον μοναχό και τους αγγέλους, συλλειτουργούσα με τα «Χελιδόνια του μοναχού».

Την πρόσφατη ποιητική συλλογή, Τα χελιδόνια του μοναχού, κυκλοφορεί, «για λογαριασμό του Κοινωφελούς Ιδρύματος “Αγία Σοφία”, η “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης – Πυξίδα της Πόλης”», σε εντυπωσιακή Β’ έντυπη έκδοση με χαρακτηριστικό εξώφυλλο, που παραπέμπει στο σύνολο των θεμάτων που αγαπάει ο αισθαντικός, διακεκριμένος Χανιώτης δάσκαλος ποιητής. Τον ποιητή Βαγγέλη Κακατσάκη τον ενδιαφέρουν και έχει εντρυφήσει, σχεδόν αποκλειστικά, σε θέματα που αφορούν ή αναφέρονται σε βιώματα θρησκευτικού περιεχομένου και μοναχικού βίου. Η έμπνευσή του οφείλεται εν πολλοίς στην αγαπητική σχέση που έχει με τη φύση και τη ζωή του μοναχού, την Εκκλησία, τα μοναστήρια και με τον μοναχικό βίο. Και δεν είναι διόλου περίεργο. Ούτως ή άλλως, ο ποιητής είναι μοναχικό άτομο, όσο κι αν αυτό δεν γίνεται αντιληπτό από το περιβάλλον του, ζει «μονάζων» τον δικό του χρόνο, στον δικό του χώρο, τον περισσότερο χρόνο βρίσκεται στις περιοχές του ποιητικού χρόνου, όπου βιώνει μια άλλη πραγματικότητα. Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου. Όποιον δρόμο κι αν ακολουθήσεις, άκρη δεν βρίσκεις, είναι τόσο βαθύς και πλατύς ο χώρος της ψυχής! Κι όσο κι αν προσπαθείς, άκρη δεν θα βρεις. Είναι ανεξερεύνητος.

Ωστόσο, αν και είναι φίλος, κοντολογίς, σύνοικος των μοναχών και των πουλιών, είναι και ποιητής των ανοιχτών οριζόντων και με την αχαλίνωτη φαντασία του πετάει μαζί με τα χελιδόνια του μοναχού, και χαίρεται χαράν μεγάλην τσιμπολογώντας δυσεύρετα ποιητικά ψίχουλα στους χώρους όπου συχνάζουν τα χελιδόνια και πορεύεται πάντα «με τη γεύση του ουρανού στον ουρανίσκο». Αγαπάει τους ανθρώπους, χαίρεται και συμπάσχει με τους συνανθρώπους του, εκ νεότητός του μετέχει στα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτιστικά δρώμενα, στην κοινωνική ζωή.

Ψαύοντας τους απαλούς, κατανοητούς στίχους του και φιλοσοφώντας, ανακαλύπτεις από πού αντλεί τη δύναμη του ποιητικού του λόγου και σε ποιες θεμελιώδεις αρχές στηρίζεται το ποιητικό του μόρφωμα. Η ποίησή του εστιάζεται στην πίστη και στην πατρίδα και λειτουργεί με θέσεις και αντιθέσεις, συσχετισμούς και συνοικήσεις αντιθέσεων και αντιθέτων. Μιλάει για σημαντικά πράγματα απλουστεύοντας τις προσεγγίσεις, συμμετέχοντας σχεδόν πάντα σε όσα συμβαίνουν γύρω του. Ζωγραφίζει με τους στίχους του έξοχες ακουστικές και οπτικές εικόνες και θα μπορούσε εύστοχα να χαρακτηριστεί εικονολάτρης και εικονογράφος ποιητής:

Ευαγγελίζου γη χαράν μεγάλην
ο δεξιός χορός,
με στεντόρεια φωνή
σε ήχο γήινο.
Αινείτε ουρανοί Θεού την δόξαν
ο αριστερός χορός
γλυκυτάτη τη φωνή
στο χρώμα του χώματος

Και ιδού
οι καπεταναίοι
των Αρμάτων και των Γραμμάτων
γονυπετείς ενώπιόν της.
Μαζεύει τα φτερά του
ο Αρχάγγελος κι αποχωρεί.

Δεν έχει αναστολές και διλήμματα στις σχέσεις του με τον Θεό, το ίδιο και με τα πλάσματα του Θεού, γιατί έχει δημιουργήσει σχέσεις αγάπης που απορρέουν αμφίδρομα από τη γνώση.

Η γραφή του είναι απλή, αλλά περιεκτική, όπως και η σκέψη του. Σύντομη και αποσπασματική, κοφτή, σπαθάτη. Έχει την καθαρότητα και την ομορφιά της φυσικής καθημερινής ομιλίας και την αθωότητα του πρωτογενούς αποφθεγματικού λόγου, αποτέλεσμα της στενής σχέσης του με την καθημερινότητα, τη φυσική ζωή στην ύπαιθρο και την απτή πραγματικότητα. Φαίνεται να μην τον ενδιαφέρουν οι κανόνες και οι αυστηροί ρυθμοί. Προτιμάει τη φυσική έκφραση, την αστόλιστη:

Καβάλα στο άσπρο του άλογο
φτάνει κι εφέτος,
εν ώρα λειτουργίας
όπως κάθε χρόνο.
Θαμπώνονται οι κοπελιές.
έτσι όπως τον βλέπουν
να μπαίνει στην εκκλησία του,
να κάνει τον σταυρό του,
να προσκυνά την εικόνα του Χριστού,
ν’ ανάβει κερί
και να πιάνει τη θέση του
στο αναλόγιο του αριστερού χορού.

Τροπαιοφόρος Μεγαλομάρτυς Γεώργιος,
πρεσβεύω Χριστώ τω Θεώ
σωθήναι τας ψυχάς υμών.
Τάξιμό του
να ψάλλει την ημέρα της γιορτής του,
σε πρώτο πρόσωπο,
μετά τη μικρή είσοδο.
το τέλος του απολυτίκιου του.
(«Το τάξιμο του Άι-Γιώργη»)

Το θρησκευτικό συναίσθημα και η εξάρτησή του από την ορθόδοξη χριστιανική πίστη είναι γεγονός αδιαμφισβήτητο και εκφράζεται με την ιδιοτυπία και τη μοναδικότητα της ατόφιας και ηθελημένα, ίσως, ακατέργαστης γραφής. Ακολουθεί τη φυσική ροή των πραγμάτων συντονίζοντας τους έξωθεν προσλαμβανόμενους ήχους με τους βηματισμούς της καρδιάς του, με το συναίσθημα. Εκφράζει τα διανοήματά του με ρέουσα καθημερινή ομιλία και καθαρές εικόνες:

Μόνος, γυμνός και ανυπόδητος,
με ποταμίσια μέχρι των πελμάτων γενειάδα.
Μια πρόχειρη καλύβα
να στεγάζει το σαρκίο του
στις αιφνίδιες καταιγίδες,
ένας καχεκτικός φοίνικας
για να προστατεύεται
από τη λάβρα του καλοκαιριού
και μια μικρή – πικρή πηγή
για να πίνει νερό
μια φορά την εβδομάδα,
οι μόνες απολαύσεις
που επέτρεπε στον εαυτό του
ο Όσιος Ονούφριος, ενόσω μόναζε,
εξήντα τόσα χρόνια,
ως πολίτης της αιγυπτιακής ερήμου,
κουβεντιάζοντας με τον Θεό.
[…]
Μόνος, γυμνός και ανυπόδητος,
με ποταμίσια, μέχρι πελμάτων γενειάδα,
και στην εικόνα του,
όντας, ωστόσο, στο εκκλησάκι του,
κάτω από τη σκιά ενός θεόρατου πλάτανου,
δίπλα σε μια αστείρευτη γάργαρη πηγή,
καταμεσής στην πλατεία του χωριού,
ν’ αφήνει καθημερινά το τέμπλο
και να προστρέχει σε βοήθεια των χωριανών,
η τωρινή του απασχόληση.
(«Ο Γυμνός άγιος»)

Δεν έχει αναστολές και διλήμματα στις σχέσεις του με τον Θεό, το ίδιο και με τα πλάσματα του Θεού, γιατί έχει δημιουργήσει σχέσεις αγάπης που απορρέουν αμφίδρομα από τη γνώση. Όσο πιο πολύ αγαπώ, τόσο πιο πολύ γνωρίζω. Και όσο πιο πολύ γνωρίζω, τόσο πιο πολύ αγαπώ.

Η ποίηση του Κακατσάκη, από περιωπής θεωρούμενη, εστιάζεται στον άνθρωπο και στη φύση. Με τοπικούς και χρονικούς διασκελισμούς γεφυρώνει χάσματα και ενώνει εποχές του ιστορικού βίου των Ελλήνων, αλλά δεν δυσκολεύεται να φέρει σ’ επαφή τους νεκρούς με τους ζωντανούς:

Καλεί τον φίλο του,                   
που έφυγε νωρίς για το Υπερπέραν,
στα συναπαντήματά του.
Βραδινές ώρες
έρχεται πάντοτε
ως υπήρξε
με τα ρούχα που τον έθαψαν.
Πίνουν κρασί [...]
τρώγοντας ψωμί και λάδι απ’ το ίδιο πιάτο
[…] λένε τα νέα των.
Όταν το ρολόι δείχνει μεσάνυχτα,
αντί για αντίο τραγουδούν:
Στον ουρανό γλεντίζουνε,
στον Άδη κάνουν γάμο.
Ο ζωντανός με τους ζωντανούς
κι ο πεθαμένος με τους πεθαμένους.
(«Συναπαντήματα»)

Με πολλή άνεση συνδυάζει το γήινο με το ουράνιο απλά και φυσικά, χρησιμοποιώντας λέξεις από τη ντοπιολαλιά, το θρησκευτικό γεγονός με το άρωμα του αροσμαρή και των βαρσάμων. Το τραγούδι του κορυδαλλού με την αιωνιότητα, το παιχνίδι με τις λέξεις συνιστά τρόπο ιδιότυπης γραφής. Αναζητάει την προέλευση των λέξεων, τη γένεση, την ετυμολογία, δημιουργεί συχνά αντιστοιχίες καταστάσεων και χαρακτήρων, ο ταπεινός από τη μια, ο υπερφίαλος από την άλλη, ο άστεγος τον συγκινεί, γράφει ποίηση υπακούοντας στην εσωτερική του κάθε φορά παρόρμηση, ποιητής του άμεσου, εικονογράφος του καθημερινού ασκητικού και μοναχικού βίου («Έχει ο Θεός»), ελαφρώς είρων και ειρωνικά καυστικός («Περί έρωτος»), με ιδιαίτερο τρόπο μνημονεύει και απομυθοποιεί τα πάντα. Εντάσσει στην ποίησή του ό,τι τον θέλγει, όσα τον συγκινούν, όσα τον προβληματίζουν. Όλα όσα εμπίπτουν στην αντίληψη και την ευαισθησία του τα καταγράφει με άνεση, χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα η μορφή, αλλά η ουσία του ποιητικού του λόγου:

Ορθοδοξία είναι
και η ανοιχτή πόρτα για τον ζητιάνο
και η λειτουργία στην εκκλησία του εμείς
και ο σεβασμός στις όποιες επιλογές των άλλων
και ο πλούτος του μη κατέχειν
και η ενατένιση του ουρανού.
Ο Χριστός
στη θέση του εμπερίστατου συνανθρώπου.
Η ορθοδοξία είναι ορθοπραξία.
(«Ορθοδοξίας ανάγνωσμα»)

Η ποίηση του Βαγγέλη Κακατσάκη, θα το ξαναπώ, είναι γεμάτη εικόνες και βιώματα θρησκευτικού βίου, γεμάτη ψαλμωδίες, πετάγματα χελιδονιών, λαλιές πουλιών κι αρώματα βαρσάμων, βασιλικών και μυρωδιές αροσμαρή:

Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι
μα τ’ άρωμα τ’ αροσμαρή είναι που ξεχωρίζει,
μυρίζει αιωνιότητα
το τραγούδι του κορυδαλλού
π’ ολοχρονίς του χρόνου

τ’ αρέσει στον αροσμαρή να έχει τη φωλιά του –
εκεί κι αν νιώθει άρχοντας...
(«Άρωμα αροσμαρή»)

Ποίηση που μοσχοβολάει βάρσαμο και βασιλικό κι αροσμαρή, ρέει κελαρυστή και λαμπερή κι ευφραίνει την ψυχή μας. Με την ομορφιά, την υποβλητικότητα και τη δύναμη της αλήθειας της μας λυτρώνει, ρίχνει ορθοδοξίας φως στην ψυχή μας.

 

Τα χελιδόνια του μοναχού
Β’ έκδοση
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Εκδόσεις Πυξίδα
88 σελ.
ISBN 978-618-5364-18-2

https://diastixo.gr/kritikes/poihsh/15394-chelidonia-monachou

 

 






Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου