Δευτέρα 12 Σεπτεμβρίου 2022

ΔΙΑΦΟΡΑ

ΟΤΑΝ ΗΜΑΣΤΑΝ ΣΤΗΝ ΕΔΡΑ... - ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΑΛΛΩΝ ΕΠΟΧΩΝ

ΦΩΤΟ: Ο Δάσκαλος Σύμβολο, ο Γέρω - Δάσκαλος (γενν. 1921) Βασίλης Ιγγλεζάκης 

Με αφορμή το χτύπημα του πρώτου κουδουνιού για την φετινή σχολική χρονιά ο δημοσιογράφος της εφ. "Χανιώτικα νέα" Δημήτρης Μαριδάκης ζήτησε από τρεις παλιούς δασκάλους διαφορετικών γενεών, τον Βασίλη Ιγγλεζάκη, την Κλειώ Κουτουλάκη - Χαρωνίτη κι εμένα να ζωντανέψουμε το σχολείο των δικών μας, περασμένων εποχών. Για να θυμηθούν οι παλιότεροι και να γνωρίσουν οι νεότεροι.... (Δείτε https://www.haniotika-nea.gr/to-scholeio-mias-allis-epochis/  και βέβαια ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ μου ) ΑΠΟ ΚΑΡΔΙΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΕΣ, ΔΗΜΗΤΡΗ! Υπέροχος, όπως πάντα άλλωστε! 


ΤΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΙΑΣ ΑΛΛΗΣ ΕΠΟΧΗΣ 

ΠΑΛΙΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΜΑΣ ΞΕΝΑΓΟΥΝ ΣΕ ΤΑΞΕΙΣ ΠΕΡΑΣΜΕΝΩΝ ΧΡΟΝΩΝ

Γράφει ο Δημήτρης Μαριδάκης 


Δάσκαλοι που είχαν να κάνουν με δεκάδες παιδιά μέσα στην τάξη. Ποδιές και ενδεικτικά. Φτώχεια και μαθητές που περπατούσαν χιλιόμετρα καθημερινά για να φτάσουν μέχρι το θρανίο τους. Εποπτικά μέσα περιορισμένα έως ανύπαρκτα. Επιθεωρητές φόβητρα… Το σχολείο μιας άλλης εποχής δεν μοιάζει σε τίποτα σχεδόν με το σημερινό. Μερικές δεκαετίες πριν η γνώση “φύτρωνε” μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες και εκπαιδευτικοί και μαθητές είχαν να αντιμετωπίσουν πολλές και διαφορετικές προκλήσεις.


Κατά το παρελθόν ελάχιστα μέσα διάθεταν οι δάσκαλοι για να επιτελέσουν το εκπαιδευτικό τους έργο, ενώ τα σχολικά κτήρια διέθεταν λιγοστές αίθουσες. Στη φωτογραφία διακρίνεται το παλιό Δημοτικό Σχολείο Κοντομαρίου.

Λίγο πριν τον πρώτο κουδούνι για τη φετινή σχολική χρονιά οι “διαδρομές” ζήτησαν από τρεις παλιούς εκπαιδευτικούς, διαφορετικών γενεών, να θυμηθούν και να ζωντανέψουν το σχολείο των περασμένων δεκαετιών. Για να θυμηθούν οι παλιοί και να γνωρίσουν οι νεότεροι…

ΤΑΞΗ ΜΕ… 102 ΜΑΘΗΤΕΣ


Ο συνταξιούχος δάσκαλος Βασίλης Ιγγλεζάκης, ο οποίος πρωτοδιορίστηκε τον Σεπτέμβριο του 1943

Ο Βασίλης Ιγγλεζάκης αποτελεί έναν εκπαιδευτικό – σύμβολο για την εκπαιδευτική κοινότητα των Χανίων. Περπατώντας στα 102 του χρόνια σήμερα κι έχοντας πρωτοδιοριστεί ως δάσκαλος τον Σεπτέμβριο του 1943, έχει παραστάσεις και μνήμες από ένα σχολείο που πάλευε μέσα σε πολύ σκοτεινές και δύσκολες ιστορικές περιόδους να μεταφέρει τον σπόρο της γνώσης στα νέα παιδιά.
«Το ’43 διορίστηκα στο δημοτικό σχολείο της Γλώσσας Κισσάμου. Μετά μετατέθηκα στο σχολείο της Επισκοπής Κισσάμου όπου βρέθηκα μπροστά σε ένα πλήθος 102 μαθητών εντελώς μόνος!», θυμάται ο κ. Βασίλης και προσθέτει ότι κλήθηκε να διδάξει τα παιδιά από τον Σεπτέμβριο έως και τον Απρίλιο χωρίς να υπάρχει κανείς άλλος εκπαιδευτικός. Σημειώνει μάλιστα ότι όταν ο τότε επιθεωρητής ήρθε στο σχολείο και αντίκρισε αυτή την κατάσταση έμεινε έκπληκτος: «Κοίταξε αριστερά στη μία αίθουσα και είδε Α’ και Β΄τάξη 42 μαθητές. Κοίταξε δεξιά και είδε Δ’- ΣΤ’ τάξη 60 μαθητές. Έκανε το σταυρό του! Τότε με ρώτησε γιατί δεν είχα υποβάλλει κάποια αναφορά και τού απάντησα ότι είχα υποβάλλει 3 αναφορές κι είχαμε πραγματοποιήσει και διαμαρτυρία! Μετά από μια εβδομάδα ήρθε στο σχολείο ένας ακόμα εκπαιδευτικός».
Το μάθημα βέβαια κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν ένας άθλος: «Έδινα σιωπηρές εργασίες σε κάποιες τάξεις και έκανα μάθημα στις άλλες. Πώς αλλιώς;», σχολιάζει ο κ. Βασίλης.

ΝΕΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΜΕ ΑΥΤΕΠΙΣΤΑΣΙΑ


Μαθητές παίζουν μακριά γαϊδούρα.

Το οδοιπορικό του νεαρού δασκάλου τότε συνεχίστηκε στο Βασιλόπουλο, τα Ραβδούχα, την Κουκουναρά και μετά για 9 χρόνια στον τόπο καταγωγής του στα Ζυμβραγού. Εκεί το 1956 πήρε μια σημαντική απόφαση που δείχνει τον πολύπλευρο αγώνα που έκαναν παλιά οι εκπαιδευτικοί προκειμένου να στηρίξουν το έργο τους: «Είχαμε ένα παλαιό σχολείο και πήρα την απόφαση να το γκρεμίσουμε και να το χτίσουμε ξανά», σημειώνει ο κ. Βασίλης και θυμάται ότι συνοδοιπόρος και συμπαραστάτης του σε αυτή του την απόφαση υπήρξε ο μακαριστός μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος. «Έκανα τον σταυρό μου και το γκρέμισα λοιπόν με την υπόσχεση να το κάνω καινούργιο. Στη συνέχεια ανέλαβα την αυτεπιστασία και προχωρήσαμε στην ανέγερση του νέου σχολείου που υπάρχει μέχρι και σήμερα. Δυστυχώς βέβαια παρότι σήμερα υπάρχει το σχολείο και το προσέχουν οι χωριανοί, δεν υπάρχουν μαθητές», σημειώνει με πίκρα ο κ. Βασίλης.

ΧΑΡΤΕΣ ΠΟΥ ΑΓΟΡΑΣΤΗΚΑΝ ΜΕ ΕΛΙΕΣ


Συχνά οι παλιοί δάσκαλοι ανέθεταν στους μαθητές να
Μαθηές παίζουν μακριά γαϊδούρα.
φροντίσουν τον περιβάλλοντα χώρο του σχολείου.

Οι μεταπολεμικές δεκαετίες στην Ελλάδα χαρακτηρίζονταν από μεγάλη ανέχεια και τα σχολεία αποτελούν διαχρονικά έναν καθρέπτη της κοινωνίας.
«Τα εποπτικά μέσα που διαθέταμε ήταν φτωχά. Εγώ αναγκάστηκα και έβαζα τα παιδιά -σε συνεννόηση με τους ιδιοκτήτες των χωραφιών- να μαζεύουν τα απολίδια των ελιών για να τα πουλήσουμε και να πάρουμε χάρτες κ.λπ.», αναφέρει ο κ. Βασίλης. Την ίδια εποχή μαθητές έφερναν ξύλα για τη σόμπα του σχολείου, ενώ ο παλιός δάσκαλος έχει να θυμάται ένα ακόμα περιστατικό που αποτυπώνει την φτώχεια που επικρατούσε εκείνα τα χρόνια: «Ηταν 5-6 παιδιά που οι οικογένειές τους ήταν πολύ φτωχές. Θυμάμαι λοιπόν που κάποια φορά τα έβαλα κάτω και πήρα ξαμάρι (σχέδιο του ποδιού). Μετά είπα στον πατέρα μου όταν θα πάει στην πόλη να πάει να βρει τον τάδε και να τον ρωτήσει αν μπορεί να φτιάξει έστω και πέδιλα γι’ αυτά τα παιδιά. Θυμάμαι λοιπόν ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα και τις παραμονές τους τα δώσαμε…».

Υπηρετώντας στο μεταίχμιο μιας νέας εποχής


Ο δάσκαλος Βαγγέλης Κακατσάκης πρωτοδιόριστος στο 1/θέσιο δημοτικό σχολείο στις Στροβλές μαζί με τους μαθητές του.

Ο συνταξιούχος δάσκαλος Βαγγέλης Κακατσάκης βρέθηκε ως πρωτοδιόριστος στα μέσα της δεκαετίας του ’70 στο δημοτικό σχολείο στις Στροβλές, για να πάει στη συνέχεια στα Πλακάλωνα, στο Βαμβακόπουλο, το Δαράτσο και μετά μέσα στην πόλη των Χανίων.
Νωρίτερα, όμως είχε βρεθεί στο οικοτροφείο αρρένων που είχε δημιουργήσει ο μακαριστός μητροπολίτης Κισσάμου και Σελίνου Ειρηναίος, έχοντας, με μόλις ακόμα ένα άτομο, την ευθύνη 250 παιδιών! «Γι’ αυτό όταν διορίστηκα πια στις Στροβλές στην Κίσσαμο και βρέθηκα σε μια αίθουσα με 37 παιδιά -από όλες τις τάξεις βέβαια — αυτό μου φάνηκε παιχνίδι!», σημειώνει ο κ. Βαγγέλης.
«Είναι η εποχή που μόλις είχε καθιερωθεί το πρωινό ωράριο και είχαμε σταματήσει να πηγαίνουμε και απόγευμα. Συνεχίσαμε βέβαια για κάποιο καιρό να κάνουμε και Σάββατο μάθημα μέχρι να καταργηθεί κι αυτό. Εγώ βέβαια τότε κρατούσα τα παιδιά πάντα λίγο παραπάνω, όπως και τα βράδια γύριζα από σπίτι σε σπίτι και βοηθούσα τους πιο αδύνατους μαθητές», θυμάται ο κ. Βαγγέλης.

ΠΕΡΠΑΤΩΝΤΑΣ ΧΙΛΙΟΜΕΤΡΑ

Τα χρόνια εκείνα οι άνθρωποι στα χωριά εκτιμούσαν το σχολείο καθώς αυτό αποτελούσε έναν πυλώνα πολιτισμού, υπογραμμίζει ο κ. Βαγγέλης και προσθέτει ότι ο ίδιος εισέπραξε μεγάλη αγάπη από τους χωριανούς στις Στροβλές. Η μάθηση βέβαια κάθε άλλο παρά εύκολη υπόθεση ήταν για πολλά παιδιά που αναγκάζονταν να έρχονται στο σχολείο από χιλιόμετρα μακριά με τα πόδια: «Ηταν μαθητές που έρχονταν στις Στροβλές από τους Αλιγούς, περπατώντας με τα πόδια γύρω στα 4 χιλιόμετρα για να έρθουν κι άλλα 4 για να γυρίσουν. Μια μέρα λοιπόν, όταν σχολάσαμε, τα ακολούθησα στο γυρισμό και πήγαμε στο χωριό τους. Περίμενα να γυρίσουν οι γονείς τους από τις ελιές και όταν μαζεύτηκαν καθίσαμε στο καφενείο. Τους είπα λοιπόν ότι θα πρέπει κάθε μέρα ένας χωριανός με αυτοκίνητο να τα φέρνει στο σχολείο. Ετσι κι έγινε. Συνεννοήθηκαν και έκτοτε οι μαθητές από τους Αλιγούς έρχονταν με ένα αγροτικό κάθε μέρα».

Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΕΠΙΘΕΩΡΗΤΗ

Πέρα από τις ελλείψεις και τις αντικειμενικές δυσκολίες, οι εκπαιδευτικοί εκείνα τα χρόνια είχαν να “αναμετρηθούν” και με τον θεσμό του επιθεωρητή: «Ο επιθεωρητής ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Μπορούσε να επηρεάσει τη σταδιοδρομία ενός δασκάλου. Θυμάμαι όταν είχα διοριστεί στο Βαμβακόπουλο είχε έρθει ο επιθεωρητής για να με επιθεωρήσει. Τότε λοιπόν εγώ είχα μούσια κάτι που θεωρούνταν έγκλημα καθοσιώσεως. Γύρισε αυτός λοιπόν και είπε προς τα παιδιά: “Τι χάλια είναι αυτά! Μα τι να περιμένει κανείς, σαν τον δάσκαλό σας είστε κι εσείς!”».

ΠΡΟΣ ΕΝΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ

«Βέβαια όσο φώναζαν αυτοί τόσο εμείς, οι νέοι δάσκαλοι εκείνης της εποχής, τούς μπαίναμε», σημειώνει συνεχίζοντας ο κ. Βαγγέλης.
Ήταν τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης μετά την πτώση της χούντας και σιγά-σιγά το σχολείο είχε αρχίσει τότε να αποκτά πιο σύγχρονα χαρακτηριστικά.
Οι μαθητές βέβαια, κορίτσια και αγόρια, φορούσαν ακόμα μπλε ποδιές, ενώ σταδιακά οι μέθοδοι και οι πρακτικές πειθαρχίας που βασίζονταν στο ξύλο άρχισαν να αμφισβητούνται.
«Είχε ξεκινήσει μια δημοκρατικοποίηση της παιδείας. Υπήρχαν οι αρχές των νέων παιδαγωγών, υπήρχαν νέες ιδέες, θεωρητικά ρεύματα και παραδείγματα από το εξωτερικό για ένα σχολείο ανοιχτό στην κοινωνία και στη ζωή. Υπήρχε η ανάδυση του συνδικαλισμού και το αίτημα να σταματήσει ο θεσμός του επιθεωρητή και να καθιερωθεί ο θεσμός του συμβούλου, υπήρχε ομάδα νέων που συμμετείχε όλη η Αριστερά και το Κέντρο, γινόταν αγώνας για την αναγνώριση των πολιτικών δικαιωμάτων κ.λπ. Μέχρι τότε δεν μπορούσες να πεις ότι είσαι ΚΚΕ ή ΠΑΣΟΚ. Ήταν έγκλημα καθοσιώσεως. Υπήρχε δηλαδή μια καταπίεση που σιγά-σιγά έφυγε και μπήκαμε σε μια άλλη εποχή», θυμάται ο κ. Βαγγέλης.

Σεβασμός και… πολλαπλά καθήκοντα


Η δασκάλα Κλειώ Κουτουλάκη – Χαρωνίτη με μαθητές κατά τη διάρκεια γυμναστικών επιδείξεων το 1972
την εποχή που υπηρετούσε στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Χανίων.

Η δασκάλα Κλειώ Κουτουλάκη – Χαρωνίτη ξεκίνησε τη σταδιοδρομία της ως αναπληρώτρια στις αρχές της δεκαετίας του ’60 στο Δημοτικό Σχολείο της Σκλαβοπούλας στο Σέλινο ενώ μετά διορίστηκε το 1963 στο Δημοτικό Σχολείο της Σπηλιάς στην Κίσσαμο πριν μετατεθεί στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Χανίων.
Τα χρόνια εκείνα ο δάσκαλος ή η δασκάλα ήταν σημαίνοντα πρόσωπα για τις τοπικές κοινωνίες των χωριών, ενώ συχνά αναλάμβαναν να διεκπεραιώσουν και πολλά καθήκοντα πέρα από τα εκπαιδευτικά. «Εκείνη την εποχή οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι να μένουν στα χωριά που υπηρετούσαν. Πολλά σχολεία είχαν μάλιστα μία αίθουσα που προσφερόταν στον δάσκαλο για να μείνει. Και βέβαια ήξερα κι από τον πατέρα μου που ήταν εκπαιδευτικός ότι ο δάσκαλος τα παλιά τα χρόνια ήταν και λίγο ψάλτης, λίγο γεωπόνος, λίγο γιατρός, λίγο διαμεσολαβητής όταν κάποιοι μάλωναν κ.λπ.», σημειώνει η κα Κλειώ, ενώ θυμάται ότι η ίδια ως νεοδιόριστη είχε αναλάβει να κουρεύει τα παιδιά κάθε Τετάρτη, με τους μαθητές να προσέρχονται στο αυτοσχέδιο “κουρείο” με σπιτικά καλούδια ως αντίδωρο.
Η σημασία, ο σεβασμός και η αγάπη που έχαιραν στις τοπικές κοινωνίες οι εκπαιδευτικοί που επιτελούσαν με ευσυνειδησία το έργο τους αποτυπώνονταν συχνά και με συγκεκριμένες χειρονομίες: «Θυμάμαι όταν έφευγα από τη Σκλαβοπούλα οι χωριανοί είχαν φορτώσει ένα μουλάρι με κουλούρια, ξεροτήγανα κ.ά.», μας λέει με συγκίνηση η παλιά δασκάλα.

ΔΑΣΚΑΛΟΙ – “ΜΑΕΣΤΡΟΙ”


Θεατρικά δρώμενα και επετειακές εκδηλώσεις έμεναν για πάντα χαραγμένα στη μνήμη των μαθητών σε μια εποχή που δεν υπήρχε η πληθώρα των εκπαιδευτικών προγραμμάτων και δραστηριοτήτων που συναντάμε σήμερα.

Η κα Κλειώ γυρίζοντας το ρολόι του χρόνου πίσω σημειώνει τις τεράστιες διαφορές και προκλήσεις που είχαν να αντιμετωπίσουν οι παλιοί δάσκαλοι σε σχέση με τους σημερινούς εκπαιδευτικούς: «Πριν κάποια χρόνια με κάλεσαν στο 2ο Δημοτικό Σχολείο Χανίων, όπου υπηρέτησα για πολλά χρόνια, να μιλήσω στους μαθητές για την ιστορία του σχολείου. Θυμάμαι ήταν πολλές νεαρές δασκάλες οι οποίες με ρώτησαν κάποια στιγμή πόσους μαθητές είχα. Τούς απάντησα κι εγώ ότι είχα και 53 μαθητές. “Σε όλο το σχολείο;”, ήταν η απορία τους. “Οχι βέβαια, στην τάξη μου”, τούς εξήγησα. “Και ποιο μάθημα κάνατε;”, ήταν η επόμενη ερώτηση. “Μα όλα φυσικά!”. Τούς φάνηκε περίεργο ότι διδάσκαμε και γυμναστική και μουσική και καλλιτεχνικά κ.λπ.». Για την κυρία Κλειώ, ωστόσο, οι αντικειμενικές δυσκολίες που εμποδίζουν συχνά το εκπαιδευτικό έργο μπορούν να ξεπεραστούν αν ένας δάσκαλος αγαπάει αυτό που κάνει και νοιάζεται για τα παιδιά. «Όλοι οι μαθητές έχουν κάτι καλό. Το ζήτημα είναι ο δάσκαλος να βρει και να αγγίξει τις ευαίσθητες χορδές του κάθε παιδιού», σημειώνει, ενώ φέρνει στη μνήμη της ένα ξεχωριστό περιστατικό που δείχνει πως εκείνα τα χρόνια -όπως και σήμερα- οι εκπαιδευτικοί καλούνται να διαχειριστούν με ευαισθησία προβλήματα που προκαλούνται από κοινωνικές προκαταλήψεις κ.ά.: «Μια μέρα μπήκε ο διευθυντής στην τάξη με ένα παιδί που ήταν Ρομά και μας ανακοίνωσε ότι θα ανήκει στην τάξη μας. Ρώτησα λοιπόν τα παιδιά ποιο θέλει να καθίσει στο θρανίο με αυτό το παιδί αλλά κανένα δεν ήθελε. Τους είπα λοιπόν κι εγώ ότι αφού δεν τον θέλει κανείς θα τον έχω εγώ δικό μου φίλο και έφερα μια καρέκλα και τον κάθισα δίπλα μου στην έδρα. Οταν είδαν, λοιπόν, τα παιδιά αυτή τη συμπεριφορά τότε άρχισαν κι αυτά σιγά – σιγά να σηκώνουν το χέρι τους και να ζητάνε να καθίσει μαζί τους. Λίγες ημέρες αργότερα, αυτό το παιδί άρχισε να με ρωτάει που είναι το σπίτι μου. Όταν τον ρώτησα γιατί θέλει να μάθει, μου απάντησε ότι ήθελε να φέρει στο σπίτι μου τη μαϊμού τού μπαμπά του για να μου χορέψει. Ήταν το πολυτιμότερο πράγμα που είχαν στο σπίτι τους και ήθελε με αυτό τον τρόπο να με ευχαριστήσει…», τόνισε η κα Κλειώ.

Ευχαριστίες

Για τη συγγραφή του ρεπορτάζ πολύτιμη υπήρξε η συμβολή της προέδρου του Συλλόγου Φίλων του Μουσείου Σχολικής Ζωής Μαρίας Δρακάκη, από τον υπεύθυνο του αρχειακού υλικού του Μουσείου Δημήτρη Καρτσάκη, οι οποίοι παραχώρησαν στις “διαδρομές” φωτογραφικό υλικό από το Μουσείο.


 https://www.haniotika-nea.gr/to-scholeio-mias-allis-epochis/




 




















1 σχόλιο:

  1. Η δασκαλοσύνη, της εποχής μας ΦΙΛΕ ΜΟΥ, στηριζότανε σε δύο αρχές, που θόλωσαν στην πορεία προς τον ακραίο καταναλωτισμό και μετά την επικράτηση της-σχετικής-συντεχνιακής αντίληψης στον κλάδο. Η πρώτη αρχή έλεγε, ότι υπάρχουμε ως δάσκαλοι, επειδή υπάρχουν οι μαθητές μας. Συνεπώς-ανεξάρτητα από αριθμούς, συνθήκες και συγκυρίες-δεν επιλέγουμε δασκαλοσύνη, αν δεν υπηρετούμε την ελεύθερη έκφραση και δημιουργική ανάπτυξη των μαθητών μας. Η δεύτερη αρχή-εξίσου ισχυρή-μας έλεγε, ότι η δασκαλοσύνη ταυτίζεται με την ΠΑΙΔΑΓΩΓΙΚΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. Την ελευθερία, δηλαδή, που διαπαιδαγωγεί δημιουργικά ελεύθερους μαθητές, μ’ ό,τι αυτό σημαίνει για το μέλλον!
    Τι ωραία η έννοια της δασκαλοσύνης, ΦΙΛΕ ΜΟΥ, που από σένα πρωτοάκουσα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή