Πέμπτη 31 Οκτωβρίου 2024

ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ ΣΤΗΝ ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ

 Ελένη Χωρεάνθη Επιλέγω και παρουσιάζω συγγραφείς

Βαγγέλης Θ Κακατσάκης
Δάσκαλος/ποιητής/ πεζογράφος/ δημοσιογράφος


🟣 Ο της Δασκαλοσύνης γεωργός *🟣
👇Τον Βαγγέλης Κακατσάκη, “Τον της Δασκαλοσύνης Γεωργό”, όπως ο ίδιος αυτοχαρακτηρίστηκε σε ερώτησή μου, εκτός από τη μακροχρόνια συνεργασία του με τα ΧΑΝΙΩΤΙΚΑ ΝΕΑ, ως ποιητή τον γνωρίζω από τις συλλογές ποιημάτων του και από την ωραία και πολύ ενδιαφέρουσα συνεργασία μας στον προσφιλέστατο “Παιδότοπο”. Έχω υπόψιν μου και μια πρόσφατη, πρώτη, συλλογή εξαιρετικών διηγημάτων του. Έτσι για μια πιο καλή επαφή και γνωριμία, επέλεξα να κάνουμε μια πολύ σύντομη παρουσίασή του στο προφίλ μου και στο δικό μου blog ΣΧΕΔΙΑΣΜΑΤΑ, και του υπέβαλα μερικές ερωτήσεις / απορίες μου. Εκείνος πρόθυμα ανταποκρίθηκε:
*
👇Σας γνώρισα ως δάσκαλο - ποιητή. Ποια από τις δύο ιδιότητες πιστεύετε ότι σας εκφράζει περισσότερο; Και πώς το ερμηνεύετε αυτό.
👉Πρώτα πρώτα να σας ευχαριστήσω που με φιλοξενείτε στο ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ σας, δείχνοντας την αγάπη σας, για πολλοστή φορά στο πρόσωπό και στο όποιο έργο μου. τιμή για μένα. Ξέρω καλά την προσφορά σας στην Λογοτεχνία αλλά και στην Δασκαλοσύνη. Στην ερώτησή σας, τώρα. Πιστεύω ότι με εκφράζουν το ίδιο και οι δύο. Υπηρέτησα τη Δασκαλοσύνη 39 χρόνια, πώς να μην αγαπώ την ιδιότητα του δασκάλου; Άρχισα να γράφω ποιήματα όντας μαθητής της Γ΄ Γυμνασίου και έχουν εκδοθεί μέχρι τώρα σε βιβλία έξι ποιητικές μου συλλογές, ενώ πολλά ποιήματά μου είναι ανέκδοτα. Πώς να μην αγαπώ την ιδιότητα του ποιητή; Έτσι κι αλλιώς ο δάσκαλος για μένα είναι ποιητής και ο ποιητής δάσκαλος...
*
👇Τι έχετε αποκομίσει από την εμπειρία σας και θεωρείτε εμβληματικό το ρόλο “Δάσκαλος ποιητής”;
👉Όντως εμβληματικός ο ρόλος “δάσκαλος – ποιητής”.Ο δάσκαλος είναι ποιητής και ο ποιητής δάσκαλος, το πιστεύω μου. Κοινός τους παρονομαστής για μένα η λέξη γεωργός. Μου αρέσει πολύ η ενασχόληση με τη γη…
*
👇Ξαναδιαβάζοντας τα ποιήματα της “ΚΑΖΟΒΑΡ”, παρατηρώ τεράστια διαφορά από τα ποιήματα των άλλων συλλογών σας, τόσο ως προς τη θεματολογία και το περιεχόμενο, όσο και ως προς την τεχνική. Πού οφείλεται αυτή η στροφή;
👉Τα περισσότερα ποιήματα της “ΚΑΖΟΒΑΡ” γράφτηκαν τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, ύστερα από “Τα άλογα του χρόνου”, που είναι η πρώτη μου ποιητική συλλογή. Η όποια στροφή για σας στις επόμενες ποιητικές μου συλλογές έγινε “ανεπαισθήτως”, υπηρετώντας τις ανάγκες έκφρασης άλλων δεδομένων...
*
👇Η εμμονή να εστιάζετε σε θέματα που όχι μόνο άπτονται αλλά είναι συνυφασμένα με τη μοναχική/ μοναστηριακή ζωή και τα χελιδόνια, αλλά και σε μια βιωματική σχέση με την εκκλησία, πού οφείλεται;
👉Βιωματική η σχέση με την εκκλησία χάρις στην μητέρα μου, παιδιόθεν. Αδιανόητο γι αυτήν να μην μας πηγαίνει κάθε Κυριακή και κάθε μεγάλη γιορτή στην εκκλησία. Ήμουν μαθητής Δ΄ Δημοτικού, όταν ο παπάς του χωριού με έβαλε στο ψαλτήρι… Αυτό που επισημαίνετε το συναντά ο αναγνώστης στην τελευταία ποιητική μου συλλογή “Τα χελιδόνια του μοναχού”. Στον απόηχο μιας από τις επισκέψεις μου στο Άγιο Όρος η γραφή των περισσότερων ποιημάτων της…
*
👇Το πρόσφατο βιβλίο σας, η συλλογή “Πότες θα κάμει ξεστεριά…”, επτά διηγήματα, «μνήμες μιας άλλης Κρήτης..., ιδιαίτερα συγκλονιστικών ποιητικών διηγημάτων, αποκαλύπτουν έναν σπουδαίο πεζογράφο παράλληλα με τον ποιητή. Να περιμένουμε εκπλήξεις;
👉Τιμή για μένα τα λόγια σας για την “Ξεστεριά¨μου που, ειρήσθω εν παρόδω. πήρε πέρυσι το 1ο Βραβείο “Μάρκος Αυγέρης” Πεζού Λόγου της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών. Αγαπώ την πεζογραφία και την υπηρετώ, όπως την ποίηση, καθώς και την δημοσιογραφία, όντας για πολλά χρόνια τακτικός συνεργάτης της εφημερίδας “Χανιώτικα Νέα”. Χαρά για μένα να αξιωθώ στην έκδοση και άλλων βιβλίων μου…”
👇Είστε σαφέστατος και σας ευχαριστώ πολύ. Τιμή και χαρά μου να παρουσιάσω τον τιμημένο και με “Πρώτο Βραβείο” της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών”, για τη συλλογή διηγημάτων του “Πότες θα κάνει ξεστεριά”, σημαντικό σύγχρονο Χανιώτη Δάσκαλο Ποιητή, έναν ΄πανάξιο “γεωργό”, όχι μόνο της γης, όπως ευφυώς απαντά στην ερώτησή μου και “της...Δασκαλοσύνης γεωργό”.
*
👉Γεννήθηκε στα 1948 κι έζησε τα παιδικά και τα εφηβικά του χρόνια σε μια χώρα λεηλατημένη υλικά και ηθικά, αιμόφυρτη, φτωχή καταπληγωμένη από τις μεγάλες συμφορές και μετεμφυλιακά μίση. Η εφηβεία του συμπορεύεται με τις πολιτικοκοινωνικές ανακατατάξεις, τη δικτατορία των συνταγματαρχών, την επάνοδο της Δημοκρατίας στη χώρα και με όσα συν και πλην δημιούργησε η μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας από αγροτική σε νεοαστική και με όσα προκάλεσε ο νέος τρόπος ζωής με την περίφημη «παγκοσμιοποίηση» που ανάτρεψε τα πάντα και επέβαλε τους δικούς του όρους ζωής και συμπεριφοράς. Αιώνιες, βασικές αξίες καταπατήθηκαν, αλώθηκαν τα ιερά και τα όσια.
👉Μέσα σε τούτον το χώρο όπου συμβιούν οι πάντες, ο ποιητής, ευθύς εξαρχής, διαχωρίζει τη θέση του και αυτοσυστήνεται ως εάν ήταν ο πρώτος ζωντανός άνθρωπος που συνειδητοποίησε την ύπαρξή του ανάμεσα στο πολυώνυμο πλήθος, μέσα στο άναρχο χάος μιας «ακυβέρνητης πολιτείας» και τον ξεχωριστό του ρόλο που εκ των πραγμάτων έχει επιφορτιστεί να επιτελέσει στο θέατρο της καθημερινής ανθρώπινης περιπέτειας. Και ύψωσε το ανάστημά του για να δηλώσει πως υπάρχει έστω και ένας, ας είναι και «ο πρώτος ζωντανός» που θα αντισταθεί και θα σταθεί «γυμνός, ανυπόδητος και πένης» ενάντια σ’ εκείνους που μετέβαλαν την πατρίδα του σε πόλη Κάζοβαρ, «σε χώρα τυφλών, σακάτηδων, γερόντων» κραυγάζοντας:
«Ιδού εγώ! Ο πρώτος που χαστούκισε το χάος
Ο πρώτος που λούστηκε γυμνός στο ηλιοφώς
Ιδού εγώ
Ο πρώτος ζωντανός γυμνός, ανυπό
δητος και πένης,
σε χώρα τυφλών, σακάτηδων, γερόντων, / μόνος πορεύομαι.../ Ο έσχατος νεκρός.../...μόνος καθεύδω/
Ιδού εγώ!
Ο πρώτος και ο έσχατος άνθρωπος»
Πόσο μακριά έβλεπε ο ποιητής, πόσο ζούσε αυτό που συμβαίνει κάθε μέρα στον τόπο μας και στον κόσμο. Με τη δύναμη των όπλων τάχα για να παγιωθεί ειρήνη, έκαναν τον κόσμο Κάζοβαρ:
«...Αυτοί που έμπηξαν το μαχαίρι
στην πόρτα της δικής μας άνοιξης,
κρύφτηκαν μέσα στο πλήθος.
...Βαδίζουμε ξυπόλητοι
στην ανθρακιά των ονείρων μας.
… Πιο χαμηλά από τα δάκρυα,
δένουμε κόμπο τη σημαία μας.
Εδώ είμαστε!
Μόνοι, ανέστιοι κι ανυπόδητοι...
Λάβετε φάγετε /την αδυναμία μας!»
Ο ποιητής έχει το σθένος να δώσει απάντηση και σε κάθε κατηγορία για δήθεν ολιγωρία και σιωπή:
«…Μα εμείς ξέρουμε, γιατί / πήγαν χαμένες τόσες άνοιξες...
Ξέρουμε, /πόσο χώμα χρειάζεται / στη μικρή αυλή μας /για να ριζώσει
η αστραπή του ονείρου../...γιατί προσμένουμε την ανάσταση».
Τι κι αν προσπάθησαν να σπείρουν την απελπισία;
Εκείνοι οι γενναίοι πια άντρες:
« Αντι για ψωμί τις μέρες εκείνες
δείπνησαν τη λεβεντιά.
Ήπιαν το κρασί της δόξας,
έτσι χορτάτους τους βρήκε ο θάνατος.
Η Κρήτη φόρεσε το μαύρο τσεμπέρι της
κι έψαλλε το ‘Χριστός Ανέστη’.
Ο θάνατος αυτός ονομάστηκε
Αθανασία”.
👉Αφιερωμένο στα παιδιά του, τον Νεκτάριο και τον Θεοκλή, η συλλογή “Οπως το ψωμί”, 54 αφηγηματικών, ως επί το πλείστον, βιωματικών ποιημάτων που για να γίνουν ζυμώθηκαν οι λέξεις «όπως το ψωμί», περιγράφουν στιγμές και εικόνες από την απλή, τη γεμάτη από την ποίηση των απλών πραγμάτων καθημερινότητα των ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου σε πρώτο επίπεδο, αλλά μέσα από τις απλές, ανεπιτήδευτες ποιητικές εικόνες διοχετεύονται σύγχρονα μηνύματα και προβληματισμοί του ποιητή, όπως βιώνει τη σύγχρονη πραγματικότητα στην ωραία πόλη των Χανίων.
👉Ωστόσο, θέλει να βγει από το κέλυφος της μοναξιάς και ν’ ανοιχτεί στους ωκεανούς αναζητώντας λιμάνι για να δέσει το πλεούμενο που θα τον έφερνε σε μια καρδιά. Ως:
*
«Αλιεύς ελπίδων
σε φουρτουνιασμένες θάλασσες.
περιποιητής φυτών
στους γκρεμνούς της μη εξουσίας.
Ποιμήν αγαθών προβάτων
και διώκτης αιμοβόρων λύκων.
Ο ποιητής!
Αίρων την οδύνη του σύμπαντος κόσμου.
Σε ρόλο Σίμωνος Κυρηναίου.
Ο ποιητής»
*
👉Πότε «παίζοντας με τις λέξεις», υποσυνείδητα ίσως, μπορεί και συνειδητά, επαναλαμβάνει με άλλα λόγια: Στην αρχή μου είναι το τέλος μου, το τέλος μου είναι στην αρχή μου, σχηματίζοντας τον κύκλο της ζωής που αρχίζει με τη γέννηση και κλείνει με τον θάνατο. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει αρχή και τέλος όπως ορίζει ο καντηλανάφτης της ζωής, ο χρόνος. Καi για τον εξορκισμό των εντός και εκτός δαιμόνων του κακού:
*
«Ένα πρωτομαγιάτικο στεφάνι
στην πόρτα της πατρίδας.
Όπως παλιά.
Επειγόντως...»
*
👉Τίποτα δεν περνάει απαρατήρητο. Ο Κακατσάκης ζει τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Συγκινείται από όσα συμβαίνουν γύρω του. Ο θάνατος από πνιγμό ενός νέου, παλιού μαθητή του τον συγκλονίζει.
Η Μαρία, δεκαπεντάχρονη ανύπαντρη μητέρα, που πάει στην εκκλησία να «σαραντίσει» με την ευλογία του ιερέα, αλλά δεν τον βρίσκει και κάνει την Παναγιά να ντρέπεται για κείνη...Δεν είναι μόνο η μικρή Μαρία που συγκινεί τον ποιητή, είναι η δυστυχία της δεινοπαθούσας κοινωνίας που τη βλέπει παντού και απευθυνόμενος στον Κύριο των δυνάμεων:
*
«Στους συννεφιασμένους ουρανούς των καιρών μας.
Στα μετέωρα χέρια των ζητιάνων.
Στην καθημερινότητα που μας τρομάζει
(...)Παντού Σταυρωμένο σε βλέπουμε, Κύριε!
Κάθε μέρα Μεγάλη Παρασκευή...
*
👉 Όταν συνάντησε την Ευδοκία ο κόσμος έγινε πιο όμορφος πιο απλός στα μάτια του, η Ευδοκία ευδόκησε να γίνει ο δρόμος της ζωής του «η οδός η άγουσα» στον άγνωστο κόσμο των κρυμμένων μυστικών και ανεξήγητων μυστηρίων ώσπου ερευνώντας να ανακαλύψει τα σύμβολα / κλειδιά για να ανοίξει τη θύρα του παραδείσου και να εισέλθει στον κήπο της Εδέμ όπου θα συναντήσει την ποίηση για να συνεχίσει το ατελείωτο ταξίδι στις θάλασσες και τους ωκεανούς των λέξεων αλιεύοντας το υλικό και σμιλεύοντας το καλλιτεχνικό του έργο, το σώμα των στίχων που στοιχειώνει το έργο του:
«Επιμένω να ταξιδεύω
στη θάλασσα των ματιών σου
κι ας είναι (σ)κουρ(ι)ασμένη
η πυξίδα τού «σ’ αγαπώ».
Επιμένω ν’ αναζητώ
ένα σινιάλο σου
για να πιάσω λιμάνι,
να δέσω επιτέλους τη βάρκα μου...»
(Ενθάδε κείται, απόσπασμα)
Ωστόσο, όμως ο ποιητής δεν έχει αυταπάτες. Γνωρίζει πως η ζωή πάνω στη φλούδα της γης είναι πρόσκαιρη, η αιωνιότητα υπάρχει, αν υπάρχει, σε άλλη, ασύλληπτη διάσταση χώρου και χρόνου:
«Ωστόσο, το ξέρω.
Ταξιδεύοντας θα ‘ρθει
να με βρει ο θάνατος
μεσοπέλαγα.
Ωραίος τόπος τα μάτια σου
για το «ενθάδε κείται»
(Ενθάδε κείται, απόσπασμα)’
*
👉Τα χελιδόνια του μοναχού, που έφτασαν μόλις από την Κρήτη, έφεραν την άνοιξη και τη χαρά στην ψυχή μου. Ο καθάριος ήχος του χορού των αγγέλων και των χελιδονιών συλλειτουργούντων με τον μοναχό και οι ομορφιές της φθινοπωρινής φύσης που μοσκοβολάει ο βασιλικός, ευωδιάζουν οι βαρσάμοι κι ο αροσμαρής ολοχρονίς:
Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι
μα τ’ άρωμα τ’ αροσμαρή είναι που ξεχωρίζει,
μυρίζει αιωνιότητα
το τραγούδι του κορυδαλλού
π’ ολοχρονίς του χρόνου
τ’ αρέσει στον αροσμαρή να έχει τη φωλιά του –
εκεί κι αν νιώθει άρχοντας…”
👉Ποίηση ατόφια, αλλά πολυσήμαντη, εστιασμένη στα αμετακίνητα βάθρα της Ορθοδοξίας, υμνούσα και ευλογούσα τον Θεό και τους αγίους αυτού, ψάλλοντας με τον μοναχό και τους αγγέλους, συλλειτουργούσα με τα «Χελιδόνια του μοναχού». Η γραφή του είναι απλή, αλλά περιεκτική, όπως και η σκέψη του. Σύντομη και αποσπασματική, κοφτή, σπαθάτη. Έχει την καθαρότητα και την ομορφιά της φυσικής καθημερινής ομιλίας και την αθωότητα του πρωτογενούς αποφθεγματικού λόγου, αποτέλεσμα της στενής σχέσης του με την καθημερινότητα, τη φυσική ζωή στην ύπαιθρο και την απτή πραγματικότητα. Ακολουθεί τη φυσική ροή των πραγμάτων συντονίζοντας τους έξωθεν προσλαμβανόμενους ήχους με τους βηματισμούς της καρδιάς του, με το συναίσθημα. Εκφράζει τα διανοήματά του με ρέουσα καθημερινή ομιλία και καθαρές εικόνες:
“...Μόνος, γυμνός και ανυπόδητος,
με ποταμίσια, μέχρι πελμάτων γενειάδα,
και στην εικόνα του,
όντας, ωστόσο, στο εκκλησάκι του,
κάτω από τη σκιά ενός θεόρατου πλάτανου,
δίπλα σε μια αστείρευτη γάργαρη πηγή,
καταμεσής στην πλατεία του χωριού,
ν’ αφήνει καθημερινά το τέμπλο
και να προστρέχει σε βοήθεια των χωριανών,
η τωρινή του απασχόληση.
(«Ο Γυμνός άγιος»)
👉 Με πολλή άνεση συνδυάζει το γήινο με το ουράνιο απλά και φυσικά, Εντάσσει στην ποίησή του ό,τι τον θέλγει, όσα τον συγκινούν, όσα τον προβληματίζουν. Όλα όσα εμπίπτουν στην αντίληψη και την ευαισθησία του τα καταγράφει με άνεση, χωρίς να τον απασχολεί ιδιαίτερα η μορφή, αλλά η ουσία του ποιητικού του λόγου:
Ορθοδοξία είναι
και η ανοιχτή πόρτα για τον ζητιάνο
και η λειτουργία στην εκκλησία του εμείς
και ο σεβασμός στις όποιες επιλογές των άλλων
και ο πλούτος του μη κατέχειν
και η ενατένιση του ουρανού.
Ο Χριστός
στη θέση του εμπερίστατου συνανθρώπου.
Η ορθοδοξία είναι ορθοπραξία.
(«Ορθοδοξίας ανάγνωσμα»)
👉Η ποίηση του Βαγγέλη Κακατσάκη είναι γεμάτη εικόνες και βιώματα θρησκευτικού βίου, γεμάτη ψαλμωδίες, πετάγματα χελιδονιών, λαλιές πουλιών κι αρώματα:. Μοσχοβολάει βάρσαμο, βασιλικό κι αροσμαρή, ρέει κελαρυστή και λαμπερή κι ευφραίνει την ψυχή μας.
Μυρίζουν οι βασιλικοί, μυρίζουν κι οι βαρσάμοι
μα τ’ άρωμα τ’ αροσμαρή είναι που ξεχωρίζει,
μυρίζει αιωνιότητα
το τραγούδι του κορυδαλλού
π’ ολοχρονίς του χρόνου
τ’ αρέσει στον αροσμαρή να έχει τη φωλιά του –
εκεί κι αν νιώθει άρχοντας...
(«Άρωμα αροσμαρή»)
👉 Ξεκινώντας να γράψω τις εντυπώσεις μου για το Πότες θα κάμει ξεστεριά…, σκέπτομαι πως δεν είναι καθόλου τυχαίο που αγαπούν και τιμούν τον ποιητή τους οι συμπολίτες του. Το πιο σημαντικό στην περίπτωση του Βαγγέλη Κακατσάκη, ενός ανθρώπου με έντονη και ουσιαστική παρουσία στα πνευματικά πράγματα του τόπου του. Στα εφτά διηγήματα της συλλογής αναδεικνύεται μια άλλη πτυχή του ταλέντου του: του πεζογράφου, του διηγηματογράφου, πόσο δυναμικός φανερώνεται στα διηγήματά του ο γενναίος, αβίαστος και απρόσκοπτος, λιτός ποιητικός λόγος, διακοσμημένος με υπέροχα ιδιωματικά στοιχεία της ντοπιολαλιάς, ενταγμένα τόσο οργανικά στο κείμενο, αποτελούν αναπόσπαστα οργανικά μέλη της εκφραστικής του και μοσχοβολούν βασιλικό κι αροσμαρή. Κυρίως τον απασχολεί ο άνθρωπος και η μοίρα του τόπου του. Συγγραφέας ελληνοκεντρικός και ανθρωποκεντρικός, δεν μπορεί παρά να εστιάζει το ενδιαφέρον του στον άνθρωπο ως θύτη και θύμα, δημιουργό και καταστροφέα, και στον τόπο, στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Αλλά πάντα μέσα από το πρίσμα της αισιοδοξίας, ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές του καθημερινού βίου, συχνά αβίωτου των ηρώων του:
“...Η μέρα αναμάζωνε/ τους ύστερους απλοκαμούς της απ’ τα ψηλώματα/ κι ο Θοδωρομανόλης,/ ορθός απ’ ώρα στην ξώπορτα του σπιτιού του,/ αφρουκαζόταν/ τη μαύρη αναπνιά της νύχτας γύρω του./ Πρώτη φορά στη ζωή του/ ένιωθε μια παράξενη χαρά για τον ερχομό της./ Άλλες βραδιές, με το λιοβασίλεμα,/ κλειδωμαντάλωνε τα πορτοπαράθυρα/ κι έπεφτε σε συλλογή...”
Ο λυρισμός ρέει αβίαστα από μέσα του.
“…Η νύχτα τύλιξε γκαρδιακά/ το στημονερό αψηλό κορμί του Θοδωρομανόλη/ στη δροσουλιασμένη της αγκαλιά. Πάνω του ο ουρανός, περβόλι φυτεμένο με τάξη και μαστοριά/ απ’ τα χέρια του Μεγάλου γράφει: Ζευγά,/ συντρόφευε τα ζάλα του/ που τάχαιναν ολοένα/ κι έκαναν τα ογρά φύλλα του μονοπατιού/ να τριζοβολούν σαν πεθαμένα…”
Αλλού γράφει:
Τ”...α άστρα είχαν ξεφυτρώσει από ώρα στον ουρανό. Ξεστεριά! Οι κούμαροι και οι αροδαμοί μοσκομύριζαν. Πόσο μορφονιά ήτανε φέτος η άνοιξη! Η θαλασσινή αερινάδα ζόρισε απ’ το Φλεβάρη τα νια μπουμπούκια να προβάλουν τα κεφαλάκια τους. Με το έμπα τ’ Απρίλη που ’φτασε και το χαμπάρι του Σηκωμού, είχανε κιόλας στελειώσει έρωτα με τον ήλιο.
Κι αλλού:
“...Ξημέρωνε! Τα μπουμπούκια τίναζαν τα κεφαλάκια τους κι ετοιμάζονταν να πουν καλημέρα στον ήλιο. Για μια στιγμή, της πέρασε η ιδέα να πάρει τον κατήφορο, να γυρίσει στο σπίτι της. Οι δουλειές είχαν απομείνει πίσω. Οι όρνιθες ατάιστες. Τα κρεβάτια ξέστρωτα. Το σπίτι άνω κάτω. Μα τα πόδια της ήταν τόσο βαριά, για να κάμουν έναν τόσο μεγάλο δρόμο. Ο γκρεμνός έχασκε δυο βήματα μπροστά της και περίμενε το τέλος…”
Πρόκειται για γραφή ρέουσα, διανθισμένη πού και πού με την ιδιάζουσα τοπική φρασεολογία που την καθιστά εξαιρετικά ενδιαφέρουσα.
ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
Παλαιό Φάκηρο, ανανεωμένη δημοσίευση, 30. 10. 2024
*
Μπορείτε να διαβάσετε τη συνέντευξή μας και εδώ👇

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου