ΑΠ' ΤΟΝ ΜΟΝΟΛΟΓΟ ΕΝΟΣ ΜΗΤΡΟΚΤΟΝΟΥ
Γράφει ο Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης
Καθάρισε τα αίµατα µε µία σφουγγαρίστρα… Έπλυνε το πάτωµα χλωρίνη µην µείνει κάποιος λεκές!
Έσυρε πιο ‘κει τη µάνα και της έριξε ένα καθαρό σιδερωµένο σεντόνι να µην βλέπει τα µάτια της.
Κάθισε και άναψε τσιγάρο!
Η ώρα 6 το πρωί ,περίµενε… Περίµενε έως ότου να ξηµερώσει!
«Το πτώµα είναι βαρύ, ασήκωτο! Όπως ο καηµός της φτώχειας!
Κι η φτώχεια δεν παλεύεται…
∆εν παλεύεται και η ζωή κάποιες ώρες αλλά και τι να κάνεις;
Να αυτοκτονήσεις;
Μπορείς να πάρεις δεκαπέντε ασπιρίνες και να σε βρουν το πρωί τέζα… όπου σε βρουν!
Μπορεί στο σαλόνι, µπορεί στο παιδικό σου δωµάτιο, µπορεί στην κουζίνα µε το ποτήρι του κρασιού σπασµένο χίλια κοµµάτια κάτω στο πλακάκι.
Μπορεί και στην τουαλέτα!
Ίσως εκεί είναι ο καλύτερος τόπος να αφήσεις την ψυχή σου να πετάξει…
Έξω από το µισάνοιχτο τζαµάκι που βλέπει στον φωταγωγό!
Θα ανέβει ένα, δύο τρεις ορόφους και θα βρει τη διέξοδο ψηλά για τον ουρανό…
Η ψυχή όταν… εκτινάσσεται κάποιες τέτοιες ώρες έξω από το άψυχο κορµί, πάντα βρίσκει τον δρόµο της.
Πού διάολο το ξέρει; Κανένας δεν θα µας το πει ποτέ!
Αν είναι να φύγει η ψυχή µου και να ‘πα να συναντήσει τον γαλάζιο ουρανό, χίλιες φορές καλύτερα…
Τι να την κάνεις τη ζωή;
∆εν είναι για ανίδεους! ∆εν είναι για ανήξερους ή για ανεπίδεκτους µαθήσεως.
Άστη την καριόλα να φύγει να ’πα να βρει τον δρόµο της!
Χίλιες φορές να πεθάνω εγώ παρά να σκοτώσω τη µάνα που µε γέννησε, που µε ανάθρεψε, που µε πόνεσε, που µε τρέφει ακόµη ξενοδουλεύοντας από τ’ άγρια τα χαράµατα…
Ά ρε µάνα!».
Έσυρε πιο ‘κει τη µάνα και της έριξε ένα καθαρό σιδερωµένο σεντόνι να µην βλέπει τα µάτια της.
Κάθισε και άναψε τσιγάρο!
Η ώρα 6 το πρωί ,περίµενε… Περίµενε έως ότου να ξηµερώσει!
«Το πτώµα είναι βαρύ, ασήκωτο! Όπως ο καηµός της φτώχειας!
Κι η φτώχεια δεν παλεύεται…
∆εν παλεύεται και η ζωή κάποιες ώρες αλλά και τι να κάνεις;
Να αυτοκτονήσεις;
Μπορείς να πάρεις δεκαπέντε ασπιρίνες και να σε βρουν το πρωί τέζα… όπου σε βρουν!
Μπορεί στο σαλόνι, µπορεί στο παιδικό σου δωµάτιο, µπορεί στην κουζίνα µε το ποτήρι του κρασιού σπασµένο χίλια κοµµάτια κάτω στο πλακάκι.
Μπορεί και στην τουαλέτα!
Ίσως εκεί είναι ο καλύτερος τόπος να αφήσεις την ψυχή σου να πετάξει…
Έξω από το µισάνοιχτο τζαµάκι που βλέπει στον φωταγωγό!
Θα ανέβει ένα, δύο τρεις ορόφους και θα βρει τη διέξοδο ψηλά για τον ουρανό…
Η ψυχή όταν… εκτινάσσεται κάποιες τέτοιες ώρες έξω από το άψυχο κορµί, πάντα βρίσκει τον δρόµο της.
Πού διάολο το ξέρει; Κανένας δεν θα µας το πει ποτέ!
Αν είναι να φύγει η ψυχή µου και να ‘πα να συναντήσει τον γαλάζιο ουρανό, χίλιες φορές καλύτερα…
Τι να την κάνεις τη ζωή;
∆εν είναι για ανίδεους! ∆εν είναι για ανήξερους ή για ανεπίδεκτους µαθήσεως.
Άστη την καριόλα να φύγει να ’πα να βρει τον δρόµο της!
Χίλιες φορές να πεθάνω εγώ παρά να σκοτώσω τη µάνα που µε γέννησε, που µε ανάθρεψε, που µε πόνεσε, που µε τρέφει ακόµη ξενοδουλεύοντας από τ’ άγρια τα χαράµατα…
Ά ρε µάνα!».
Χανιώτικα νέα (Τετάρτη, 14.5.2024)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου