Γράφει η Ευδοκία Σκορδαλά- Κακατσάκη
Καθώς η πόλη φτιασιδώνεται περιμένοντας τη γέννηση του μικρού Χριστού, γυρίζω πίσω . Σ’ ό,τι παλιό, γνώριμο, τρυφερό, απλό κι αγαπημένο. Στην ιδιαίτερη πατρίδα μου, στην παιδική μου ηλικία γυρίζω. Και στα δυο. Τώρα πια αυτά τα δυο έγιναν ένα…
Και ξαναζώ άγουρα όνειρα, άκουρες ελπίδες, έφηβες προσμονές. Και ξαναβρίσκομαι ανάμεσα στα ωραία κι ακέραια πρόσωπα των συμμαθητριών μου. Της Κατερίνας, της Άννας, της Ρούλας, της Τασούλας, της Στέλλας, της Σούλας, της… Και ξαναμπαίνω σε κείνη την μεγάλη ψηλοτάβανη αίθουσα της Στ΄τάξης του Γυμνασίου Θηλέων Αλεξανδρούπολης. Που ώρες- ώρες ο θρακιώτης άνεμος μπουκάροντας από τα ανοιχτά παράθυρα άρπαζε τις κουρτίνες στα χέρια του, τις τραβούσε έξω, τις σήκωνε ψηλά και τις ανέμιζε σαν φτερούγες μυθικού πουλιού και σαν πανιά ενός παράξενου καραβιού, αραγμένου στην αυλή του Άι-Νικόλα… Τσούρμο του καραβιού, χαρούμενο και φασαριόζικο εμείς, μετατρέπαμε , κυρίως στα διαλείμματα την τάξη σε αταξία και χάβρα των ιουδαίων.
Έτσι και κείνο το διάλειμμα, της τελευταίας μέρας πριν τις χριστουγεννιάτικες διακοπές. Χάβρα η τάξη μας και όρεξη για μάθημα, καμία. Όλο και κάποιο στολίδι προσθέταμε στην αίθουσα, τραγουδούσαμε τα κάλαντα, απαγγέλλαμε ποιήματα, παρακολουθούσαμε με ξεφωνητά και γέλια το δίδυμο Σούλας- Στέλλας που ανεβασμένες πάνω στα θρανία δίνανε παράσταση με ανέκδοτα, σατυρικά και μιμήσεις των καθηγητών, φουσκώναμε μέχρι…σκασμού φούσκες! Οι μόνες που δούλευαν, και μάλιστα σιωπηλά, η Κατερίνα και η Άννα. Ζωγράφιζαν με κιμωλίες πάνω στους δυο τεράστιους πράσινους πίνακες φάτνες και αγγέλους, αγιοβασίληδες και έλατα, καμπανούλες και κλαράκια γκυ. Ήταν η πέμπτη φορά, αν θυμάμαι καλά, που τα ζωγράφιζαν! Γιατί οι ζωγραφιές τους τις προηγούμενες φορές είχαν την τύχη του γεφυριού της Άρτας! Στα διαλείμματα τις …έχτιζαν, στην ώρα των μαθημάτων… γκρεμιζόταν! Από τα άπονα και…αφιλότεχνα χέρια των καθηγητών! Κι ας ήταν πραγματικά αριστουργήματα! Κι ας γράφαμε στην άκρη του πίνακα το δίστιχο
« Άγιος Βασίλης έρχεται με δώρα φορτωμένος
κι αν θα μας εξετάσετε θα φύγει θυμωμένος!»
Το …βιολί τους οι καθηγητές μας. Έσβηναν τις ζωγραφιές, εξέταζαν, παρέδιδαν και ασχήμαιναν τους πίνακες με άχαρες αλγεβρικές εξισώσεις και χημικές αντιδράσεις. Έτσι το πανηγύρι και η χαρά του διαλείμματος γινόταν βάσανο και βραχνάς για τις …τυχερές που εξετάζονταν…
Και έφτασε επιτέλους η καλύτερη ώρα της σχολικής χρονιάς! Η καλυτερότερη θα λέγανε τα σημερινά παιδιά. Η ώρα του εθίμου της τάξης. Το έθιμο, ιδέα της Αλεξάνδρας της φιλολόγου μας, που το τηρούσαμε με θρησκευτική ευλάβεια όλες τις χρονιές, ήταν η ανταλλαγή δώρων. Με το που ξεμύτιζε ο Δεκέμβρης, κληρώναμε τα ονόματά μας. Κι ως την τελευταία στιγμή, κρατούσαμε μυστικό, ακόμα κι από την κολλητή μας, το όνομα της συμμαθήτριας που μας έτυχε για να της προσφέρουμε το δώρο μας. Και περιμέναμε όλες με λαχτάρα τη στιγμή, που με μια αγκαλιά και δυο φιλιά θα δίναμε και θα παίρναμε τα μικρά μας δώρα. Θα δίναμε και θα παίρναμε ένα ανυπολόγιστα μεγάλο μερτικό χαράς!.. Άλλες εποχές. Κι αλλιώς και μ’ αλλιώτικα μετράδια μετρούσαμε τις χαρές και τις λύπες…
Η Αλεξάνδρα μπήκε στην τάξη χαμογελαστή, κρατώντας το δικό της δώρο. Πάντα έμπαινε και το δικό της όνομα στην κληρωτίδα.
Κι άρχισε η…ιεροτελεστία της ανταλλαγής που περιείχε σοβαρό, έως και… επίσημο ύφος, αργό βήμα της δωρήτριας προς το θρανίο της αποδέκτου, προσφορά του δώρου με αγκαλιά και φιλιά, άνοιγμα του δώρου, ύψωση και έκθεσή του σε κοινή θέα, φωνές επιδοκιμασίας, χειροκροτήματα, χαμός!...Και φτου κι απ’ την αρχή ώσπου όλες να πάρουν και να δώσουν τα δώρα τους. Όταν ήρθε η σειρά μου έδωσα το δώρο μου. Μα όσο κι αν παιδεύω το μυαλό μου, δεν μπορώ να θυμηθώ ούτε σε ποια, ούτε τι χάρισα!…Μα μπορώ, σα να το έχω μπροστά μου, να περιγράψω με κάθε λεπτομέρεια το δώρο που μου χάρισαν! Η θύμηση φυλάει ολοζώντανη κι ανέπαφη τη σκηνή. Και κάτι τέτοιες μέρες κλείνω τα μάτια και την ξαναζώ! Μ’ όλη την ένταση την συγκίνηση και τη χαρά!… Κι ας πέρασαν τόσα χρόνια…
Ήταν, θυμάμαι, η σειρά της Ρούλας, της κολλητής μου να δώσει το δώρο της. Καθόταν στο τελευταίο θρανίο και σηκώθηκε κρατώντας ένα μεγάλο θαλασσί πακέτο με ροζ φιόγκους! Προχώρησε ανάμεσα στα θρανία με το κοφτό γρήγορο βήμα της κι ήταν ολόκληρη μια έκρηξη χαράς! Μια ασυνήθιστη χαρά παιζογελούσε στο οβάλ κοριτσίστικο πρόσωπό της, στα ίσια καστανά μαλλιά της, στα καθαρά μεγάλα μάτια της! Την παρακολουθούσα με καμάρι. Πρώτη φορά την ένιωθα τόσο χαρούμενη!..
Όταν η Ρούλα έφτασε μπροστά μου, κοντοστάθηκε, μ’ αγκάλιασε, μούδωσε δυο πεταχτά φιλιά, κάτι μου ψιθύρισε και έφυγε αφήνοντας το πακέτο της πάνω στο θρανίο μου!... Και τα έχασα! Κι η καρδιά μου τρελάθηκε κι άρχισε να παίζει σαν ταμπούρλο παρέλασης όταν ξετύλιξα το πακέτο! Γιατί μέσα στα χέρια μου κύλησε η θάλασσα μ’ όλα τα ατλάζια της! Γιατί μέσα στα χέρια μου κρατούσα τον ουρανό με το φεγγάρι κι όλα τ’ αστέρια του μαζί! Κρατούσα στα χέρια μου και χάιδευα το πιο φίνο, το πιο απαλό ύφασμα του κόσμου! Ένα ύφασμα που ούτε στα πιο τρελά όνειρά μου δεν είχα τολμήσει να λαχταρήσω! Μοχεράκι, σε γλυκό σιελ χρώμα, με ασπρό μαυρες ψιχάλες! Μαζί του ένα κομμάτι γυαλιστερή γαλάζια φόδρα! Κι ένα κομμάτι μπλε βαθύ βελουδένιο! Είχε και μια καρτούλα μέσα με τα ολοστρόγγυλα γράμματα της Ρούλας. Μα όσο κι αν προσπάθησα δεν κατάφερα να την διαβάσω εκείνη τη στιγμή. Χοροπηδούσαν κι άλλαζαν συνέχεια μορφή τα γράμματα έτσι που έτρεμαν τα χέρια μου, έτσι που ένα ποτάμι δάκρυα, δάκρυα χαράς πλημμύρισε τα μάτια μου! …
……………………………………………………………………………………….
…Αργότερα το ύφασμα έγινε από τα χέρια της μαμάς της Ρούλας ένα υπέροχο φουστάνι! Ακόμα το βλέπω! Εβαζέ, ως τα γόνατα, γαρνιρισμένες οι μανσέτες και το στρογγυλό γιακαδάκι του με το βαθύ μπλε βελούδο κι ένα γουστόζικο φιογκάκι! Ήταν το πιο όμορφο φουστάνι που φόρεσα ποτέ! Και το πιο αγαπημένο. Το φόρεσα και το ξαναφόρεσα. Και το χάρηκα σ’ όλα τα χρόνια της φοιτητικής μου ζωής και βάλε!... Έτσι… έπιασε η ευχή που είχε γράψει η Ρούλα στην κάρτα : «Χρόνια πολλά! Θα σου το ράψει η μαμά μου το φουστάνι! Να το φοράς όταν θα είσαι φοιτήτρια! Με όλη μου την αγάπη, Ρούλα.»….
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου