Γράφει η
Ευδοκία Σκορδαλά-Κακατσάκη
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Βρέχει. Βρέχει συνέχεια απ’ το πρωί. Φαί νεται πως οι Άγγελοι εδώ είναι πολύ λυπημένοι.Γι αυτό κλαίνε απαρηγό ρητα, σκέφτεται η μικρή Ελπίδα.
Και της Έλπίδας η καρδούλα είναι πολύ λυπημένη. Και κλαίει για πολλά πράγματα: Για τον μπαμπά που έφυγε. Για τη μαμά που είναι άρρωστη. Για το χιόνι που δεν έπεσε στη μεγάλη πολιτεία.Για το χριστουγεννιά τικο δέντρο που δεν στόλισαν.Για τα κάλλαντα που δεν είπε και κανένα παιδί δεν ήρθε να τα πει στην παράγκα τους. Για τον Άι- Βασίλη,που
δεν ελπίζει πως θα έρθει!...Αφού όλα, μα όλα, είναι αλλιώτικα φέτος.Λες
και κάποιος αναποδογύρισε τον κόσμο!
Στο νησί τους, κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, όλα είναι κατάλευκα.Γιατί οι Άγγελοι εκεί δεν κλαίνε.Οι Άγγελοι εκεί είναι χαρούμενοι και …χορεύουν! Χορεύουν κι απ’ τα χιονένια τους φτερά πέφτουν αστρα φτερές νιφάδες και ντύνουν στα κάτασπρα απ’ άκρη σ’ άκρη ολάκερο το νησί !
Εδώ βρέχει, βρέχει,βρέχει…Κι η κόκκινη λάσπη,που ζώνει σαν κακο φορμισμένη πληγή τις παράγκες, είναι θλιβερή …
Στο χωριό, μια ανάσα από το σπίτι τους,είναι το δάσος με τα πεύκα και τα κυπαρίσσια. Ο μπαμπάς έκοβε κάθε χρόνο δυο καταπράσινες φούντες. Κι η μαμά τις στόλιζε με χίλια δυο στολίδια..με αμύγδαλα και κάστανα και καρύδια, ακόμα και με μικρούλια μυρωδάτα μανταρίνια ,που τα τύλι γε όμορφα-όμορφα με πολύχρωμα χρυσόχαρτα!…Πόσο χαρούμενο ήταν το δέντρο τους με κείνα τα στολίδια!..
Εδώ τα χριστουγεννιάτικα δέντρα στέκονται λυπημένα στις άκρες των δρόμων.Κι οι άνθρωποι τα πουλούν και τ’ αγοράζουν ,καρφωμένα σαν το Χριστό πάνω σε…σταυρούς! Όσο για τον Άι- Βασίλη, καλύτερα να μην έρθει φέτος, σκέφτεται η Ελπίδα.Ντρέπεται που δεν έχουν τίποτα να τον φιλέψουν και τζάκι να ζεσταθεί και να στεγνώσει. Μια ξυλόσομπα έχουν, που καπνίζει συνέχεια σαν…απελπισμένη! « Καλύτερα να μην έρθει!» αποφασίζει στιγμές-στιγμές η Ελπίδα με παράπονο…
Παραμονή Πρωτοχρονιάς. Τη μέρα διαδέχτηκε η νύχτα. Και τη βρο χή, ένας παράξενος αγέρας ,που πότε σφυρίζει και κλωτσά άγρια τη μικρή τους πόρτα και πότε ημερεύει και την χτυπά μαλακά «τακ-τακ-τακ», σαν άνθρωπος που ζητά να του ανοίξουν.
-Λες να ήρθε;καρδιοχτυπά η Ελπίδα και αναρωτιέται σε κάθε «τακ-τακ» .
Κάθισμένη μπροστά στην ξυλόσομπα, συλλογιέται τον μπαμπά, το χωριό τους, τους αγγέλους που χορεύουν,το χιόνι, τους μικρούς της φίλους την Αγγελούδα και τον Αντώνη, που μαζί έλεγαν τα κάλαντα… Τη μαμά που πηγαινοερχόταν για τη λάτρα του σπιτιού και σιγοτραγου
δούσε , «Αγιος Βασίλης έρχεται κι όλους μας καταδέχεται !». Το δέντρο, που στραφτάλιζε μπρος στο αναμμένο τζάκι τους ! Τα κούτσουρα που τριζοβολούσαν.Τη βασιλόπιτα που, πλουμισμένη με ζυμαρένια πουλιά και λιόκλαδα ,πλασμένα από τα επιδέξια χέρια της μαμάς ,μοσχοβολού σε!..
Όλα τα συλλογιέται η μικρή Ελπίδα…Κι όσο τα συλλογιέται, τόσο η λύπη φουσκώνει και αυγαταίνει στην καρδούλα της. Είναι μια λύπη με γάλη, που φτάνει από εδώ ως απέναντι στο νησί… Είναι μια λύπη δυνα-τή, που κρατά φρόνιμες ακόμα και τις … χοντρές της κοτσίδες !
Μα o αγέρας, που δεν ξέρει από λύπες, της σκαρώνει παιχνίδια! Μπαίνει φουριόζος από τα μπουριά και αναγκάζει τη σόμπα τους να βή χει «γκούχου-γκούχου» σαν κρυωμένη. Βγάζει από το πορτάκι της κάτι γλωσσίτσες κόκκινες και γαλάζιες και τούφες μαύρου καπνού. «Χα χα χα !Δεν θα έρθει ο Άγιος Βασίλης!» την περιγελούν οι μικρές γλωσσί- τσες!
Κι ο καπνός μπαίνει στα μάτια και τα θολώνει. Και τα κάνει να τσού ζουν. Τσούζουν και κλαίνε με κάτι τόοοσα χοντρά δάκρυα. … Και το παιχνίδι τ΄αγέρα συνεχίζεται. « Τακ-τακ-τακ! Νάτος ο Αγιος Βασίλης!» λέει, ξεφυσώντας.
Κάμποσες φορές ο αγέρας ξεγέλασε την μικρή Ελπίδα . Την έκανε νά
ανοίξει με ελπίδα την πόρτα… Μα δεν ήταν κανείς! Ούτε ο Άι Βασίλης που τον ακροπερίμενε…
Δε βαριέσαι…ας μην έρθει!.. Όλα τα παιδιά του κόσμου τον περιμένουν. Κι είναι τόσο γέρος…Εξ’άλλου η Ελπίδα, φέτος δε θέλει παιχνίδια! Όχι πως δεν της αρέσουν…όχι πως παραμεγάλωσε…
Αλλά , να…ξέρεις Αι Βασίλη, αν έρθεις τελικά θα ‘θελα…αν μπορού σες δηλαδή…να βάλεις σε μια άκρη του σάκου σου…λίγο ψωμί και… ένα δυο φρούτα και…αν δε σου στοιχίζει πολύ και λίγο κρέας… Αλλά πάλι… όχι άστο! Καλύτερα μην έρθεις! Θα λασπωθείς…Κι έπειτα είναι τόσο παράξενο να ανακατέψεις τα παιχνίδια των άλλων παιδιών με ψωμιά και φρούτα και κρέατα…
Η ώρα περνά. Ο αγέρας βερέθηκε να παίζει και να χτυπά. Μάζεψε τα φτερά του και κουρνιασε αποσταμένος. Μια γαλήνη, γεμάτη προσμονή απλώθηκε στην παράγκα.
«Αν θά ‘ρθει σίγουρα θα ακουστούν τα βήματά του!» συλλογιέται πάλι η Ελπίδα. Η Ελπίδα που είναι παιδί και…και δεν θέλει ή δεν μπορεί ν’αποκοπεί από την ελπίδα. Ξαφνικά « τακ-τακ-τακ» ακούγεται στην πόρτα. Μα η Ελπίδα δεν ξεγελιέται άλλη φορά. Δε σηκώνεται. Ούτε τρέχει στην πόρτα τους. Το χτύπημα τώρα πιο δυνατό και πιο καθαρό δευτερώνει. « Τακ-τακ-τακ» και πάλι «τακ-τακ-τακ». Η Ελπίδα ακούει μα διστάζει ακόμα. Λες; Λες να ήρθε;
- Ελπίδα μου,κάποιος χτυπά! Δεν ακούς παιδί μου, λέει η μαμά από το στρώμα.
Η Ελπίδα σηκώνεται. Η ελπίδα φτερώνει τα ποδαράκια της. Το χτυποκάρδι της δεν περιγράφεται. Τέτοια ώρα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, κανείς άλλος δεν μπορεί να είναι! Μόνο… Εκείνος! Ο Αι Βασίλης , δηλα δή! Φτάνει στην πόρτα. Την ανοίγει και…τον βλέπει να στέκει στο έμπα της πόρτας τους! Με το κόκκινο παλτό ,την κουκούλα και τις μπότες του! Με τα μεγάλα , καλωσυνάτα , γελαζούμενα μάτια του! Η μικρή Ελπίδα τα ‘χει χαμένα. Τρίβει και ξανατρίβει τα μάτια της. Κοιτάζει και ξανακοιτάζει τον Άγιο!
- Χρόνια Πολλά, Ελπίδα μου! Καλή Χρονιά! λέει ο… Άγιος και την κλείνει στην αγκαλιά του. Στον ώμο του δεν έχει σακούλι! Στο δεξί του χέρι όμως, κρατά ένα μεγάααλο καλάθι σκεπασμένο με κάτασπρη πε τσέτα!
Μπαίνει μέσα, τινάζοντας από το παλτό και τις γαλότσες του το χιόνι! Έξω…χόνιζε!...
«Χιονίζει! Οι άγγελοι είναι χαρούμενοι και εδώ!» συλλογιέται η μικρή Ελπίδα .Κι ακολουθεί σαν υπνωτισμένη τον Άγιο, που, τι παράξενο, στο φως της λάμπας είναι φτυστός η…θεία Ευδοκία! « Ηρθε! Ηρθε λοιπόν! Κι είναι ο δικός μου Αι Βασίλης!... Καλά λέει η μαμά πως ο Χριστός και οι Αγιοι παρουσιάζονται με διάφορες μορφές στους ανθρώπους! Ο δικός μου Αι Βασίλης έχει τη μορφή της θείας!» τραγουδά, ολόχαρη η καρδούλα της.
Και τι δεν είχε ο Άι-Βασίλης στο καλάθι του. Κρέας ,χάσικο ψωμί, γλυ κά, φρούτα, σαλάμια ! Ένα σωρό σαλάμια και λογής-λογής λουκάνικα! Βλέπετε,…ο Άη- Βασίλης δούλευε σε σαλαμάδικο!
Σε λίγο η παράγκα μοσχοβόλησε από τα λουκάνικα, που έψησε με τα χεράκια του ο.. Άγιος !
Και από τη μια στιγμή στην άλλη, η νύχτα πλημμύρισε ομορφιά , νοστι μάδα, κέφι, χαρά!
Η Ελπίδα κάθεται ανάμεσα στη μαμά και στον υπέροχο επισκέπτη τους και τρώει με όρεξη.
Και νιώθει μια αγάπη,μια τόοοση μεγάλη αγάπη ,για τούτον τον παράξενο Άι-Βασίλη… Και υπόσχεται στον εαυτό της πως θα θυμάται πάντα την αποψινή παραμονή Πρωτοχρονιάς που της χάρισε ο πιο πρω
τότυπος Αι Βασίλης του κόσμου! Ο δικός της Αι Βασίλης ,ο Άι-Βασί λης ο…Σαλαμάς!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου