Τετάρτη 10 Απριλίου 2013

ΕΥΘΥΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ


Την ίδια ώρα που εσύ "βιώνεις" αυτά, την ίδια ώρα έξω απ’ τ’ "ωραίο καβούκι σου", και σε τούτην την όμορφη πόλη που σου ’λαχε να ζεις, πίσω από τοίχους της, έξω στους δρόμους της, βρίσκονται άνθρωποι με δίχως ίχνος ονείρων!



ΕΥΘΥΒΟΛΑ ΚΑΙ ΜΗ
Γράφει ο Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης

"Μάχη" πάνω απ’ την όμορφη πόλη

Μία εικόνα πανέμορφη· να θωρείς από το Σόδυ τ’ αφρισμένα κύματα να κτυπούν τον Φάρο στο λιμάνι των Χανιών!
Μια θέα που, στιγμιαία μπορεί να σ’ οδηγήσει σε ονειροπολήσεις...
Εχει αυτή τη "δύναμη" η εικόνα να σε "πάρει" μέσα της, να σε αποθέσει σε κόσμους παραμυθένιους, εκεί όπου άτια της θαλάσσης καλπάζοντας αποζητούν ν’ αποπλανήσουν όλο σου το "είναι"!
Εκεί όπου κίνδυνος ελλοχεύει να σ’ αρπάξουν(!) με τη θέλησή σου και πάνω στις πλάτες τους να χαθείς μαζί τους και να μη γυρίσεις πίσω, ποτέ πια.
...Ολα αυτά στιγμιαία, για τόσο λίγο όσο να τα σκεφτείς και να τα καταγράψεις.
Γιατί αμέσως μετά αισθάνεσαι τη θέρμη, τη ζεστασιά του κλειστού χώρου σου, την προστασία των τεσσάρων τοίχων απ’ όπου... δύνασαι στις όμορφες σκέψεις.
Τότε, συνειδητοποιείς τη 'μοναξιά' κι ευθύς στυλώνεις το βλέμμα κι ατενίζεις τη μακρινή εικόνα των Χανιών!
Τότε, ακούς τον αέρα να φυσά, μα έξω!
Και, βλέπεις τη βροχή να πέφτει μα... πέρα!
Ειναι που νιώθεις την ψύχρα της δυστυχίας να σε γεμίζει επειδή πολύ το απήλαυσες τούτο το θέαμα.
Επειδή αφέθηκες σ’ όμορφες σκέψεις, λαχτάρησες τη φυγή...
Επειδή όλα τούτα συνέβησαν απ’ τον προστατευόμενο χώρο σου· τη "θαλπωρή" των σκέψεών σου. Των φιλολογικών, των λογοτεχνικών σου σκέψεων τη θέρμη!
Ολα αυτά προκλήθηκαν απ’ τη στιγμιαία παγίδευση του μυαλού εντός μίας εικόνας, του μυαλού που επιθυμώντας πολύ να αποδράσει, βούτηξε βαθιά στην ομορφιά!
...Κι έπειτα.... ντροπή, ίσως, ενοχή και είσαι πια σίγουρος και για τα δύο!
Γιατί... την ίδια ώρα που εσύ "βιώνεις" αυτά, την ίδια ώρα έξω απ’ τ’ "ωραίο καβούκι σου", και σε τούτην την όμορφη πόλη που σου ’λαχε να ζεις, πίσω από τοίχους της, έξω στους δρόμους της, βρίσκονται άνθρωποι με δίχως ίχνος ονείρων!
Κείνοι πεινούν δίχως δουλειά, 'μάχεσαι' συ να βάλεις τις σκέψεις σε σειρά.
Εχοντας απάνω στις πλάτες κι εντός σου το αίσθημα της αδυναμίας κάτι να κάνεις για των ημερών την πραγματικότητα, για όλα εκείνα που βαραίνουν τους ώμους των ανθρώπων απ’ τ’ άγρια ξημερώματα ως τα βαθιά μεσάνυχτα.
Μένεις μετέωρος ακούγοντας τις φωνές: «Κρύψου λοιπόν ή βγες»! «Πάρε απόφαση τι απ’ τα δυο και πράξε»!
«Ετσι όπως σε προστάζει η καρδιά».
«Η καρδιά», ψιθυρίζεις!
«Τούτη γνωρίζει καλύτερα, αυτήν να έχω οδηγό κι ό,τι μου πει να κάνω»!

Χανιώτικα νέα (10.04.2013)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου