Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 33


Ο Κακατσάκης όμως δεν περιορίζεται στη συλλογή και στη συμπόνια. Σε ώρες σεισμού κι ανάγκης σταματά τα «χάδια του έρωτα» και με το χέρι «σφιγμένο σε γροθιά/ αντροκαλεί τον ουρανό/ (απειλώντας) να τον ταρακουνήσει συθέμελα». Κι οδηγό για τέτοιο «Αγώνα» προτείνει το «Σπύρο Καγιαλέ», που, παράτολμος, «υψώνει καθ’ εκάστην, στο κοντάρι του κορμιού του, που φτάνει μεσούρανα/ την πληγιασμένη ψυχή  του Τόπου μας».            Νίκος Νικολόπουλος

Δείτε περισσότερα... ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ 33


ΒΑΓΓΕΛΗ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ: ΟΤΑΝ ΓΙΝΕΙΣ ΠΟΙΗΜΑ
Γράφει ο Νίκος Νικολόπουλος

Μέρες του θερινού ηλιοστασίου (23 Ιουνίου) έλαβα την ποιητική συλλογή του ξεχωριστού συναδέλφου κι αγαπημένου φίλου Βαγγέλη Θ. Κακατσάκη: «Όταν γίνεις ποίημα», που εκδόθηκε πρόσφατα στα Χανιά, με φροντίδα της «Πολιτιστικής Εταιρείας Κρήτης-Πυξίδα της Πόλης». Και ήταν ξεχωριστή χαρά για μένα, μιας και με τον ποιητή της μας δένουν 33 χρόνια φιλίας, που άρχισε το 1978, όταν, μαζί με άλλους, βρεθήκαμε εθελοντές συν-εργάτες σε κάποιες ομάδες εργασίας για το σχεδιασμό γραφής των νέων (τότε) βιβλίων του Δημοτικού. Πιστεύαμε όλοι, και καλώς, ότι οι μεταδικτατορικές συγκυρίες βοηθούσαν ώστε τα «κουρασμένα όνειρα» των εκπαιδευτικών μεταρρυθμίσεων μπορούσαν, επιτέλους, να βρουν δικαίωση και η Παιδεία μας να πάρει του ανήφορου το δρόμο, που, καθώς λέει κι ο Νίκος Καζαντζάκης «είναι ο σωστός» [1]. Κι αυτή η προσπάθεια έφερε τους καρπούς της.
Σε αυτές τις ώρες, λοιπόν, γνωριστήκαμε κι,  ανάμεσα σε άλλα κοινά, που βρήκαμε πως μας ενώνουν, ήταν η κοινή «θητεία και λατρεία» μας στην τέχνη του Λόγου, στην οποία  εγώ είχα εκτεθεί, πριν έξι χρόνια (1972), και εκδοτικά, με τις «Αναζητήσεις» μου. Κι αυτός ήταν, ίσως, ένας από τους δυνατούς κρίκους που κράτησε θαλερή τη φιλία και την επικοινωνία μας μέχρι σήμερα.    

Πήρα μαζί μου στις θερινές διακοπές το «Όταν γίνεις ποίημα» και «με διακοπές» το διάβασα και το ξαναδιάβασα. Σε κάποια ώρα, μάλιστα, έδωσα τηλεφωνικά στο δημιουργό της συλλογής τον απόηχο της καλολογίας μου γι’ αυτήν, αφήνοντας το γραπτό μου κείμενο για τις φθινοπωρινές ώρες, που είναι, ίσως, οι πιο οικείες για το στοχαστικό λόγο των ποιητών.
Ο ποιητής έχει χωρίσει αδρά τη συλλογή του σε δύο ενότητες. Στην πρώτη, με τον υπότιτλο «Ένδον», και στη δεύτερη μ’ εκείνον «Εις την οδόν». Όσο όμως κι αν οι υπότιτλοι τις θέλουν αυτόνομες, αυτές, τόσο  στα επιμέρους ποιήματα όσο και στο σύνολό τους, έχουν τον ίδιο εσωτερικό παλμό αλλά και πολλές νοηματικές και συναισθηματικές τομές. Και δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά αφού  ίδιας καρδίας και  ίδιας σκέψης είναι γεννήματα και τα ποιήματά τους «είναι όλα τους παιδιά μου» θα ’λεγε ο ποιητής, παραφράζοντας τον εύστοχο τίτλο του Άρθουρ Μίλερ.

Στο κλίμα της ανάμνησης «των κοιμώμενων μαθητικών ερώτων» αναφέρεται το εισαγωγικό τρίστιχο κείμενο της συλλογής, που είναι απόσπασμα από εκείνο «Της Κοίμησης»: «Με την εικόνα της κοίμησης/ των μαθητικών ερώτων/στις κόρες των ματιών μας». Το ψηφιακό αυτό απόσπασμα-ποίημα, μαζί με το τελευταίο του εξώφυλλου της συλλογής, «Το σημείο στίξης μου», παίρνουν, ίσως, την πρωτιά της θεματικής ευρηματικότητας των κειμένων. Στη ίδια συχνότητα ακολουθούν και εκπέμπουν μηνύματα ψυχής το «Όταν γίνεις ποίημα», που έγινε κι ο ανάδοχος της συλλογής, η «Μετάληψη», ένας ύμνος στη σύντροφό του Ευδοκία και το «Επιστρέφω», που σηματοδοτεί και κλιμακώνει την μακρά πορεία της αγάπης, από τα χρόνια της ήβης ως εκείνα της «ανθισμένης αμυγδαλιάς» του Δροσίνη.
Την αρχή και το τέλος μιας άλλης επιτυχημένης πορείας, της επαγγελματικής, αποτυπώνει  με περισσή ευαισθησία ο ποιητής στα ποιήματά του «Δάσκαλος» και «Μάζεψα», λίγο πριν σκύψει ευλαβικά στα ενδότερα των «ένδον» του, στα εσώψυχά του θα λέγαμε, για ν’ αναστήσει  και να φωτίσει «στιγμές ζωής» από το τοπικό και οικογενειακό περιβάλλον του. Πρώτη θέση σ’ αυτόν τον κύκλο έχουν οι μορφές του πατέρα και της μάνας, του Θεοκλή και της Δέσποινας, «στην  ιερή μνήμη» των οποίων είναι αφιερωμένη η συλλογή. Γι αυτούς μιλούν-δέονται καλύτερα- τα δώδεκα από τα δεκαπέντε ποιήματα των σελίδων 20 έως 37, που είναι και το τέλος της πρώτης ενότητας. Είναι συγκλονιστικά στη θεματολογία τους και το ένα πιο καλό από τ’ άλλα στη γραφή τους. Ο ποιητής, αντί με το χρόνο να ξεχάσει και να γιατρευτεί από τον πόνο της στέρησής τους, αυτός θυμάται κι αναθυμάται. Κι από τα χρόνια που έζησε μαζί τους διαλέγει στιγμές-ψηφίδες κι απαθανατίζει τη μορφή τους. Στην «τελευταία επιθυμία», για παράδειγμα, «δεκαοχτώ χρόνια μετά το φευγιό του πατέρα», μαζεύει καρύδια στην καρυδιά που φύτεψαν μαζί κι αναθυμάται:
«…Στο χρόνο απάνω/ όταν κατάλαβε πως έφτανε το τέλος του/μια ήταν η χάρη που μου ζήτησε/-με ανάσα από φιάλη οξυγόνου./Να βρω τον τρόπο/ να τον πάω μέχρι το χωράφι,/για ν’ αποχαιρετήσει τα δέντρα∙ τα τελευταία από τα πολλά που φύτεψε».
Η παρουσία του πατέρα είναι το ίδιο έντονη στην «Αιωνιότητα», στο «Τι ν’ απαντήσει» και στο «Μούλε». Στο τελευταίο μάλιστα, που αναφέρεται στο θάνατο της «γριάς φοράδας(τους), στις πλάκες της αυλής», ο ποιητής μας πιστοποιεί ότι οι αρχαίες τραγωδίες ζουν και γράφονται ακόμη πίσω από κάθε σπιτιού την πόρτα. Εδώ, ο πατέρας, που «ο λόγος του ήταν πάντα διαταγή», στη θέα του άψυχου ζώου ραγίζει, κλονίζεται και «με δάκρυα στα μάτια» αναφωνεί: «Ψόφησε…!», με εφτά τα «ε» στο τέλος…Κι ο ποιητής, που ήταν παρών, «τριών με τεσσάρων χρόνων τότε», εισέπραξε το βαρύ νόημά της λέξης και είχε την πρώτη, τραυματική, εξοικείωση με το θάνατο.

 Από τα πολλά ποιήματα που έχουν γραφεί για τη μάνα, έχω σε πρώτη εκτίμηση το δίστροφο του Λευτέρη Παπαδόπουλου «Η μάνα μου», που έχει μελοποιηθεί και συμπεριληφθεί στο Ανθολόγιο Λογοτεχνικών κειμένων Ε’ & ΣΤ’ τάξης Δημοτικού. Ίσως γιατί είναι διαχρονικό, ίσως γιατί «η μάνα» του μοιάζει πολύ με την δική μου. Μα από τώρα βάζω πλάι του και την «Παραμονή Βαγγελίστρας» του Βαγγέλη Κακατσάκη, που είναι και θεματικά παράλληλο: «…Βρέχει/ βροχή δαρτή…/Αγιασμός για τη μάνα μου,/που κάνει ξυπόλητη/παραμονή Βαγγελίστρας,/για είκοσι χρόνια/ της μιας ώρας δρόμο/ που χωρίζει το Φρε απ’ το Νίπος». Τα χρόνια έγιναν σαράντα κι «εκέινη συνέχισε,/ μεχρι που σηκωναν/ το κορμί της τα πόδια/…να πηγαίνει (το Τάμα) η μάνα μου στη Φρεδιανή Βαγγελίστρα».
Ισάξια με τη «Βαγγελίστρα», και με τη δική τους χάρη ή συγκίνηση το καθένα, υμνούν τη μάνα «Το βουβό τηλέφωνο», η «Αναφορά», ο «Ενεστώτας», «Ας τρέχει κι ας βρέξει», το «τι ν’ απαντήσει», «Τα κεριά», και «Η διαφορά», με φανερή την, πάντα επίκαιρη, κοινωνική διάσταση της αλληλεγγύης: ⌠«Των εννιά το φαγητό/ φτάνει για τους δέκα»,/ έλεγε η μάνα μου,/ όταν είχαμε μουσαφίρη. Το ίδιο έλεγε/κι όταν ερχόταν ζητιάνος./ Ο πρώτος έφευγε/ με άδεια χέρια./Ο δεύτερος/πάντα κάτι κρατώντας⌡.
Ανάλογη, με τους γονείς, θέση αγάπης και μνήμης δίνει ο ποιητής και στ’  αδέλφια του. Στον Αντώνη, αν και  του ’κλεψε τα πρωτεία για το τράβηγμα της κατσίκας, στη Στέλλα, που με το σπαθί της μάνας «πήρε άδεια να πάει στο πανεπιστήμιο», στη Χρυσούλα, το στερνοπούλι τους. Θέση μνήμης όμως δίνει και για το Γιωργάκι και το Βαθιάκι τους, που έφυγαν νωρίς και «είναι αγγελάκια στον ουρανό», όπως είπε η μάνα.

Αυτή η ενδο-σκοπική προσέγγιση των «Ένδον» ποιημάτων του Βαγγέλη Κακατσάκη δε λειτουργεί εις βάρος των «Εις την οδόν», τα οποία, κατά την πρόρρηση και την «ποιητική προτροπή» της δεύτερης ενότητας, , είναι  «το άσπρο άλογο/των αγώνων για ένα καλύτερο αύριο[2]». Σ’ αυτή την υπογραμμισμένη ελπίδα άλλωστε έχει προσανατολίσει την πυξίδα της συλλογής του και ο ποιητής. Κ ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο θα υπάρχει «όσο υπάρχουν παιδιά και πουλιά» , αλλά κι όσο ο ποιητής θα αναζητεί απάντηση στο γιατί « απόψε (και διαρκώς) συλλογίζεται/ τις αναπνοές των φιλήσυχων ανθρώπων/των λίγων/που μοιάζουν με σφύριγμα των κοτσυφιών/ στη μοναξιά των ελαιώνων».
Ο Κακατσάκης όμως δεν περιορίζεται στη συλλογή και στη συμπόνια. Σε ώρες σεισμού κι ανάγκης σταματά τα «χάδια του έρωτα» και με το χέρι «σφιγμένο σε γροθιά/ αντροκαλεί τον ουρανό/ (απειλώντας) να τον ταρακουνήσει συθέμελα». Κι οδηγό για τέτοιο «Αγώνα» προτείνει το «Σπύρο Καγιαλέ», που, παράτολμος, «υψώνει καθ’ εκάστην, στο κοντάρι του κορμιού του, που φτάνει μεσούρανα/ την πληγιασμένη ψυχή  του Τόπου μας». Στην ίδια συχνότητα, αγώνα για το καλό του ανθρώπου, εκπέμπουν μηνύματα η «1η Δεκεμβρίου», το «Ακρωτήρι», η «Ειρηναίου Γαλανάκη πλατεία», η «Αριάδνη η…εβδόμη» ή κάνουν φανερή την έγνοια του ποιητή για τα πέρα των συνόρων μας πάθη και βάσανα του ανθρώπου, «που δεν έχουν τελειωμό», κατά τον Παπαδιαμάντη. Τέτοια είναι οι Κούρδοι του «Ξενία», το «Μια Μεγάλη Παρασκευή», «Ο φόβος πλανιέται στο Μανχάταν» και άλλα.
Το απόσταγμα όμως της ανθρώπινης και της ποιητικής ευαισθησίας του  ο Βαγγέλης Κακατσάκης το καταθέτει στα ολιγόστροφα ή ολιγόστιχα ποιήματά του που, σαν το καλό κρασί της Κανά, τ’ αφήνει κι αυτός τελευταία. Τέτοια είναι το «Εμείς» (σ.52), το «Αν» (σ.56), «Της σιωπής» (σ.60), το «Όταν» (σ.61), το «Στις προσταγές τους», «Ο δικός μου χαρταετός» (σ.72) καθώς και «το σημείο στίξης μου» (στο πίσω εσωτερικό του εξωφύλλου), που προαναφέραμε κι αξίζει τον κόπο και το χώρο να το μεταφέρουμε ολόκληρο, μαζί με το «Αν».

Το σημείο στίξης μου
Δηλώνω:
Επιφυλακτικός
μπροστά στην τελεία.
Καχύποπτος
στην εμφάνιση του κόμματος.
Ανήσυχος
στη θέα του θαυμαστικού.
Ξένος
μέσα στις παρενθέσεις.
Απροετοίμαστος
τα υπονοούμενα των αποσιωπητικών.
Ανασφαλής
στον ερχομό της παύλας.
Ερωτευμένος
με το ερωτηματικό.
Το σημείο στίξης μου.
Αν

Αν οι φωνές που έχω μέσα μου,
Αν οι πληγές που φωλιάζουν στην καρδιά μου,
Αν οι οιμωγές που κουβαλώ στη σκέψη μου,
γίνουνε ποίηση,
θ’ ανάψω πυρκαγιά στον κόσμο.
***
 (Παρά τις σεβαστές επιφυλάξεις του ποιητή, ο χώρος και ο χρόνος επιβάλλουν τελεία. Και τη βάζω με την παρατήρηση ότι πολλοί από τους πόθους, τους καημούς και τις λαχτάρες του «έγιναν ποιήματα»∙ και πολύ καλά. Και άλλα, στην καρδιά και στα συρτάρια του, περιμένουν «να λαλήσει κι άλλο αηδόνι». Ευχή μου ολόψυχη).

Με την αγάπη μου,                Νίκος Α. Νικολόπουλος
Αθήνα, 13 Οκτώβρη 2013



[1]. «Σαν πάει για τον ανήφορο είναι σωστός ο δρόμος», γράφει στις «ΤΕΡΤΣΙΝΕΣ» του, στο αφιερωμένο στο Γ. Παπανδρέου λήμμα, ο Νίκος. Καζαντζάκης. 
[2] . Αυτό μπορεί να είναι ο Πήγασος, για τους ποιητές, ή «ο Λευκός Ίππος» της Αποκάλυψης, για άλλους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου