Δευτέρα 15 Σεπτεμβρίου 2014

ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ

Χτυπούσαν χαρούμενα εκείνο το πρωί, πάνε χρόνια και χρόνια από τότε, οι καμπάνες και οι φωνές τους, μικρά ξεσπάσματα χαράς, διαχέοντας στην πρωινή γαλήνη του νιολουσμένου, απ’ τη νυχτερινή βροχή, χωριού. Κι έτσι όπως οι μικρές καρδιές των ήχων ακροζυγιάζονται στα κούμαρα του γερω-κυπάρισσου, μια ανίδεη καλογιαννού, που μόνο ο δάσκαλος την έλεγε νυφίτσα, έμεινε για ώρα να παρατηρεί δύο χοχλιούς, που ετοιμάζονταν ν’ ανηφορίσουν στον ίσιο κορμό...
Δείτε περισσότερα...  ΕΥΦΗΜΕΣ ΜΝΕΙΕΣ
Γράφει ο Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Παραμονή του Σταυρού
Δύο ξεφλισίδια σύννεφα που αρμενίζουν κατά το νοτιά δεν αφήνουν κανένα περιθώριο ανησυχίας ότι ο καιρός θα είναι εμπόδιο για τη συμμετοχή του καθενός στη γιορτή που εντός ολίγου θα διαλαλήσουν οι καμπάνες. Ολα καλά! φωνάζουν με τα λέρια τους τα πρόβατα στο δίπλα χωράφι, απολαμβάνοντας την πλούσια θροφή που τους έχει δώσει ο γείτονας. Δεν θα γίνει, μου είπαν χθες το βράδυ στο καφενείο, γλέντι οφέτος, όπως δεν έγινε εξάλλου χρόνια τώρα, κανένα όμως πρόβλημα. Οι ήχοι των παιδικών μου χρόνων από τη λύρα του Πλακιανού έχουν έρθει και κατασκήνωσαν στ’ αφτιά μου με το που άρχισε να κατηφορίζει ο ήλιος, οδεύοντας προς τη δύση και δεν λένε να φύγουν με τίποτα.
Βασίλειο, όπως πάντα τέτοιαν εποχή, των βασιλικών η αυλή μας, σκέφτομαι, καθώς μια μικρή πνοή ανέμου ανεβάζει μέχρι την νταράτσα του πατρικού σπιτιού, όπου βρίσκομαι, τη μοσκοβόλια τους. Εντάξει τα πράγματα δεν είναι όπως τότε, την εποχή της παιδικής ηλικίας, ο γαλάζιος καπνός, ωστόσο, αναθρώσκει γι’ άλλη μια χρονιά απ’ την καμινάδα μας, παραμονή του Σταυρού. Σκέψη κρυφή. Κάποιος απ’ τους βοστρύχους του δεν μπορεί παρά να φτάσει εκεί, όπου ο πατέρας σε τόπο “αναψύξεως, όπου απέδρα πάσα οδύνη, λύπη ή στεναγμός, αναπαύεται”. “Χρόνια πολλά” ακούγεται μια παράξενη φωνή. Ίσως απ’ τον καλόγερο κοτσυφό που μονάζει στο αγαπημένο μου κυπαρίσσι…

Ξημερώνοντας του Σταυρού
Χτυπούσαν χαρούμενα εκείνο το πρωί, πάνε χρόνια και χρόνια από τότε, οι καμπάνες και οι φωνές τους, μικρά ξεσπάσματα χαράς, διαχέοντας στην πρωινή γαλήνη του νιολουσμένου, απ’ τη νυχτερινή βροχή, χωριού. Κι έτσι όπως οι μικρές καρδιές των ήχων ακροζυγιάζονται στα κούμαρα του γερω-κυπάρισσου, μια ανίδεη καλογιαννού, που μόνο ο δάσκαλος την έλεγε νυφίτσα, έμεινε για ώρα να παρατηρεί δύο χοχλιούς, που ετοιμάζονταν ν’ ανηφορίσουν στον ίσιο κορμό. Ήταν κιόλας το πρώτο δείγμα, το πρώτο σημάδι, πως η σημερινή ημέρα είχε από γεννησιμιού της, χώρια απ’ όλα τ’ άλλα και το στοιχείο της γλυκιάς προσμονής. Ωστόσο από τις καμινάδες των σπιτιών ανέθρωσκε γαλάζιος καπνός, που από μόνος του βέβαια δεν φανέρωνε τίποτε το ξεχωριστό, εκτός από την έγνοια της καθημερινότητας. Έτσι, όμως, όπως οι άτακτοι βόστρυχοί του συναντούσαν τις φωνές που έστελναν οι καμπάνες, έπαιρνε το χρώμα της γιορτής, που είχε κιόλας απλώσει τις φτερούγες της στις στέγες των σπιτιών και στις καρδιές των ανθρώπων. Αυτό να κατάλαβε άραγε ένας ξεχασμένος γάϊδαρος, που άρχισε ν’ αντιφωνεί, παίζοντας τον ρόλο του αριστερού χορού; Σίγουρα ναι, γιατί η φωνή του, όχι μόνο δεν ακουγόταν παράφωνα, αλλά και γιατί έδινε τον απαραίτητο αναγκαίο γήινο τόνο στην ουράνια κωδωνοκρουσία. Κάτι ιδιαίτερα σημαντικό για την έκρηξη της περίσσιας χαράς, που είχε κατασκηνώσει στις μικρές θυγατέρες της βροχής.
Πέρα στα Βιγλιά ένας ξενοχωρίτης βοσκός ακούγοντας το χαρούμενο διπλοκάμπανο, θυμήθηκε τι μέρα ξημερώνει κι έστειλε τη ματιά του να καρφωθεί στο δεξί καμπαναριό του Τιμίου Σταυρού, που φαίνονταν στο βάθος του βοριά, να βιγλίζει ολόγυρα. Έτσι δεν άργησε να γίνει κι αυτός συμμέτοχος της γιορτής και γνήσιος ερμηνευτής των. Ωστόσο απ’ τις αυλές και τα μπαλκόνια των σπιτιών του χωριού, αναδύονταν η ευωδία του βασιλικού και του δυόσμου και γινόταν ένα σώμα με τους βοστρυχωτούς γαλάζιους καπνούς και τους γιορτάσιμους ήχους που έστελναν οι καμπάνες. Δύο ζευγάρια ολοκαίνουργια αρβυλάκια, αγορασμένα με χίλιες δυσκολίες απ’ την καλομάνα για τ’ αγόρια της και που περίμεναν να φορεθούν για πρώτη φόρα.
Κάποτε ο παπα-Χρήστος είπε “φτάνει” και οι καμπάνες σταμάτησαν να χτυπούν. Και τότε ένα εξαίσιο “Σώσον, Κύριε, τον λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου…”, που ήρθε σαν απόηχος, έκρουσε με τα θαυμάσια φωνήεντά του τις εξώθυρες, που άνοιξαν διάπλατα, για να φανούν οι αυλές, όπου ζούσαν, απολαμβάνοντας τον θρίαμβό τους οι βασιλικοί και ο ασβέστης. Η εικόνα της γιορτής ήταν πια χειροπιαστή. Το ’βλεπες καθαρά στα φωτεινά, σαν ήλιους, πρόσωπα των ανθρώπων, που είχαν από ώρα ξυπνήσει, το διάβαζες στα διάπλατα, σαν ορθάνοιχτα παράθυρα μάτια τους, το ανάπνεες μαζί με τον αέρα που μύριζε ασβέστη, βασιλικό, δυόσμο, λιβάνι και ουρανό. Τον καταλάβαινες ακόμα κι όταν άκουγες τις συνηθισμένες καθημερινές φαινομενικά κουβέντες όπως: “θα πάω μια στιγμή τη φοράδα στα Πλακάκια”, από τον πατέρα ή “βρήκα ωραίους ανθούς για τους ντολμάδες”, από τη μητέρα. Κι αυτό γιατί ήξερες πως τα λόγια αυτά είχαν φορέσει εκείνη τη στιγμή τα γιορτινά τους… Και σε περιμένουν, κάθε χρόνο, στις 14 Σεπτεμβρίου, την ημέρα της Χάρης του. Όπως καλή ώρα και χθες, ξημερώνοντας, γι’ άλλη μια χρονιά, ξημερώνοντας του Σταυρού, στο Νίππος…
Σημείωση: Παλιότερα κείμενα, με κάποιες μικρές αλλαγές, ωστόσο οι σημερινές εύφημες μνείες. Πριν από 11 χρόνια το πρώτο (βλ. και “Χ.Ν.” 12.9.2003) και πριν από 16 χρόνια το δεύτερο (βλ. και “Χ.Ν.”, 15.9.1998).
Χανιώτικα νέα (15.09.2014)


Read more: http://www.haniotika-nea.gr/evfimes-mnies-5/#ixzz3DNKx2BcT
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου