Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΑΝΑΦΟΡΑ ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΑ ΔΑΣΚΑΛΟ






«Πάλι/ στην έδρα εγώ/ και στο θρανίο εσύ,/ παιδί της ελπίδας./ Μη φοβάσαι!/ Δε θα σου πω “πάψε”,/ όταν μου ζητήσεις να μάθεις/ την αλήθεια./ Δε θα σε χαρακτηρίσω ανώριμο,/ όταν μου πεις/ πως έχεις δικές σου ιδέες./ Δε θα σου ζητήσω να προσευχηθείς/ σ’ έναν ακίνδυνο Θεό,/ χρήσιμο στην καταναλωτική μας κοινωνία./ Μη φοβάσαι!/ Μαζί θα μπούμε στον ναό,/ που ήρθε ο Χριστός με το μαστίγιο στο χέρι/ και πέταξε έξω τους εμπόρους./ Μαζί θα σκύψουμε να μαζέψουμε τις πεταμένες λέξεις/ και θα τους δώσουμε/ το νόημα που έχουν./ Μαζί θ’ αποκυλίσουμε/ “τον λίθον εκ της θύρας του μνημείου”» Το ποίημα “Δάσκαλος” του γράφοντος (“Οταν γίνεις ποίημα”, εκδ. “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2013).

« “…Εν αρχή ην η αγάπη…”/ μελωδούσε γιομίζοντας/ το γυμνό σου δωμάτιο μια παράξενη άρπα,/ καθώς σ’ έπαιρνε ο ύπνος και το χέρι σου, κρύο,/ σαν κλωνί λεμονιάς σε νερό, αναπαύονταν/ πάνω στο στήθος σου. Κι έβλεπες/ πως άνοιγε τάχα μια πόρτα στον ύπνο σου./ Πως μπαίναν τα δεκατέσσερα παιδιά λυπημένα/ και στεκόντουσαν γύρω σου. Τα μάτια τους θύμιζαν σταγόνες σε τζάμια:/ “Έλεος! Έλεος! Έλεος!…”/ Τινάζοντας τη βροχή και το χιόνι από πάνω τους,/ τα ζύγιαζες με το βλέμμα σου σα να ‘θελες να τους κόψεις/ την ευτυχία στα μέτρα τους, ενώ η άρπα συνέχιζεν/ απαλά μες στον ύπνο σου: “Ότι θέλει κανείς/ μπορεί να φτιάξει με την αγάπη. Ήλιους κι αστέρια,/ ροδώνες και κλήματα…”. Αλλά εσύ προτιμούσες/ μποτίτσες φοδραρισμένες με μάλλινο,/ πουκάμισα κλειστά στο λαιμό/ γιατί φυσάει πολύ στο Καλέντζι!/ Έβλεπες πως ράβεις με τα δυο σου χέρια,/ έβλεπες πως ζυμώνεις με τα δυο σου χέρια/ κι ονειρευόσουν πως μπαίνεις στην τάξη/ με δεκατέσσερις φορεσιές,/ με δεκατέσσερα χριστόψωμα στην αγκαλιά σου». Από το ποίημα “Τα δεκατέσσερα παιδιά” του Νικηφόρου Βρεττάκου.

«Σμίλεψε πάλι, δάσκαλε, ψυχές!/ Κι ότι σ’ απόμεινε ακόμη στη ζωή σου,/ Μην τ’ αρνηθείς! Θυσίασέ το ως τη στερνή πνοή σου!/ Χτισ’ το παλάτι, δάσκαλε σοφέ!/ Κι αν λίγη δύναμη μεσ’ το κορμί σου μένει, Μην κουρασθείς. Είν’ η ψυχή σου ατσαλωμένη./ Θέμελα βάλε τώρα πιο βαθιά,/ Ο πόλεμος να μη μπορεί να τα γκρεμίσει./ Σκάψε βαθειά.Τι κι’ αν πολλοί σ’ έχουνε λησμονήσει;/ Θα θυμηθούνε κάποτε κι αυτοί/ Τα βάρη που κρατάς σαν Άτλαντας στην πλάτη,/Υπομονή! Χτίζε, σοφέ, της κοινωνίας το παλάτι!» Το ποίημα “Στον Δάσκαλο” του Κωστή Παλαμά.

«Πήγε ένας πατέρας να ρωτήσει/ πώς πάει ο Νικολάκης του στα γράμματα./ Στα πικρά εργατικά του ρούχα/ στάμπες η αγωνία του, σκούρες, μαύρες./ “Ο Νικολάκης, κύριε, είν’ ο καλός μου μαθητής./ Όσο μπορείς να τον βοηθήσεις. Κλήμα/ κι αν έχεις στην αυλή, αν χρειαστεί, να το πουλήσεις”./ Πέρα, τα ξεφτισμένα τα βουνά/ σαν πρόσωπα της εργατιάς/ πώς τα αγλάιζε το φως! “Και την καρδιά μου, Δάσκαλε, σαν το ψωμί…”/ πήγε να πει σεμνά και δάκρυσε, και ντράπηκε…/ Κι ενώ τον έβλεπε ο δάσκαλος/ να χάνεται πέρα στα ξεφτισμένα τα βουνά:/ “Τι ωραίος, Θεέ μου, είν’ ο κόσμος Σου!” είπε/ κι έβγαλε από τη μέσα τσέπη το μαντίλι του,/ ενώ τα παιδιά φύτευαν ανυποψίαστες κόκκινες φωνές/ ανάμεσα στα πράσινα δέντρα του σχολικού κήπου». Το ποίημα “Ενας πατέρας” του Κώστα Καλαπανίδα.

«Μάζεψα όλα όσα ήταν στις γωνίες/ κι αποχώρησα,/ χωρίς να κοιτάξω πίσω./ Μέσα σ’ αυτά:/ το κλάμα μιας καλής μαθήτριας,/ όταν δεν ήξερε κάποια φορά ορθογραφία·/ το χαμόγελο ενός πατέρα μεροκαματιάρη,/ όταν έμαθε ότι ο γιος του θα ‘ναι σημαιοφόρος·/ τη συγκίνηση μιας νεοδιόριστης δασκάλας,/ όταν πρώτη φορά μπήκε στην τάξη…/ Και βέβαια το… “Κύριος Διευθυντάς”,/ όπως με αποκαλούσε,/ ένας καλός γείτονας του σχολείου». Το ποίημα “Μάζεψα”, του γράφοντος (“Οταν γίνεις ποίημα”, εκδ. “Πολιτιστική Εταιρεία Κρήτης Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2013).

Αναφορά στον Έλληνα Δάσκαλο στις σημερινές “Στάσεις”, με αφορμή την έναρξη της νέας σχολικής χρονιάς χθες 11 Σεπτεμβρίου. Νοσταλγία!..

Σημείωση: Οι Στάσεις θα λείψουν την επόμενη Παρασκευή και την επόμενη Τρίτη, 15
και 19 Σεπτεμβρίου, αντίστοιχα.

Χανιώτικα νέα (12.09.2017)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου