Τρίτη 24 Σεπτεμβρίου 2019

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΣΤΟ ΚΑΛΟ ΚΑΙ ΣΑΣ ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ!
«Μα γιατί θα φύγουμε μητέρα; Δεν είναι ωραία εδώ; Εδώ κανένας δεν μας πειράζει. Τα παιδάκια μάς αγαπούν. Δεν χαλούν την φωλίτσα μας. Εδώ βρίσκουμε και μυγίτσες και κουνούπια και τρώμε. Γιατί να φύγουμε;» Αυτά είπε στη μητέρα του, μια μεγάλη χελιδόνα, το χελιδονάκι της, όταν αυτή του ανακοίνωσε ότι σε λίγες μέρες έπρεπε να φύγουν. «Αργότερα, παιδάκι μου, εδώ θ’ αρχίσουν παγωνιές και χιόνια. Τα κουνούπια και οι μύγες θα χαθούν. Αν μείνουμε, θα πεθάνουμε από το κρύο και από την πείνα. Εδώ θα γυρίσουμε πάλι την άνοιξη». Η απάντηση της χελιδόνας. «Ακούστε με, αδέλφια. Τώρα που θα φύγουμε έχουμε ταξίδι μακρινό. Εχουμε να περάσουμε πλατιά θάλασσα. Αλλά μη φοβάστε. Εμπρός και πίσω θα πηγαίνουν τα χελιδόνια τα δυνατά. Στη μέση τα αδύνατα. Αν κανένα κουραστεί, θα το πάρουν στη ράχη τους τα δυνατά. Μπορεί να βρεθεί σε κάποιο πλοίο». Τα που τους είπε σε λίγες μέρες ο αρχηγός τους, το πιο δυνατό χελιδόνι, όταν μαζεύτηκαν πάνω στα τηλεγραφικά σύρματα. Το ξεκίνημα έγινε τη νύχτα, τότε που τα γεράκια και οι αετοί κοιμούνται… (Πηγή: Αναγνωστικό Β’ Δημοτικού 1963).
«Δώστε τους θάρρος και δύναμη για να φύγουν ευτυχισμένα προς το “Νοτιά”./ Είναι φτωχά μαζί και πλούσια. Ο,τι έχουν και δεν έχουν είναι ένα τόσο δα κορμάκι σκεπασμένο με φτερά, μα είναι ελεύθερα./ Ντυμένα στα μαύρα με επισημότητα θα μετακομίσουν στην ξένη χώρα./ Βγάλε από τον δρόμο τους τις παγίδες./ Φρόντισε τα αδύνατα./ Βάλε τον ήλιο να τα φωτίζει./ Στρώσε φιλόξενες ακτές, για να ξεκουραστούν./ Κάνε τ’ αστέρια πυξίδες να τα οδηγούν, Παναγιά των μικρών χελιδονιών». Από το ποίημα της Αγγελικής Βαρελλά “Στην Παναγιά των χελιδονιών”.

ΤΗΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗΣ


"Σαγγάριε, θέλω να σε ρωτήσω/ γιατί τα Ελληνόπουλα τα γύρισες οπίσω./ Στη Χίο σφάζουνε τ’ αρνιά στη Σμύρνη τα κριάρια,/ στον φοβερό Σαγγάριο σφάζουν τα παλικάρια…». “Μικρά Ασία χαίρε – Δόξα και συμφορά”, ο τίτλος της μνημειώδους έκδοσης του Κοινωφελούς Ιδρύματος “Αγία Σοφία” και της εφημ. “Χανιώτικα νέα” (16 24σέλιδα στο σχήμα της εφημερίδας) πριν από 20 χρόνια! Εκεί συνάντησα για πρώτη φορά το λυπητερό τραγούδι για τον Σαγγάριο που το τραγουδούσαν όπως επισημαίνει ο μακαριστός, εδώ και 6 χρόνια, μητροπολίτης Ειρηναίος Γαλανάκης, προλογίζοντας ως πρόεδρος του Ιδρύματος, την εν λόγω έκδοση, οι φαντάροι μας που γύρισαν απ’ τη Μικρασία. Η σιωπή του Σαγγάριου, προς απάντηση στον ανώνυμο ποιητή. Πολλά τα αναπάντητα “γιατί”, που επανέρχονται στο κεκλιμένο επίπεδο της μνήμης, προπάντων κάθε Σεπτέμβρη στις επετειακές εκδηλώσεις για τη Μικρασιατική Καταστροφή.
«Τους παράλυτους θα τους βασανίσουν για να φανερώσουν πού έχει κρυμμένα η οικογένεια χρήματα και τιμαλφή. Υστερα θα βάλουν φωτιά. Θα τους κάψουν ζωντανούς. Οπως κάηκε και ο γιατρός Αργυρόπουλος. “Φύγετε εσείς”, είπε στους δικούς του “κι αφήστε με εμένα”. “Τι να με κάνετε; Ενα άχρηστο κορμί είμαι που θα σας γίνω βάρος από την πρώτη στιγμή. Αφήστε με να σας δω για τελευταία φορά που φεύγετε για να ησυχάσει η ψυχή μου”. Τον αγκάλιασαν οι δικοί του, τον φίλησαν αποχαιρετώντας τον». Από το βιβλίο του Βασίλη Τζανακάρη “Δακρυσμένη Μικρασία”.
«Τη μέρα της παραίτησης του Κωνσταντίνου (13 Σεπτεμβρίου 1922) η Αθήνα καταλήφθηκε από τις επαναστατικές δυνάμεις. Η Δέλτα περιγράφει την άφιξη του Πλαστήρα: “Κι εκείνο το μεσημέρι μπήκε ο Πλαστήρας στην Αθήνα, μαύρος, σκονισμένος, σκοτεινός, παλιοντυμένος, αδύνατος, άγριος, με σφιγμένα δόντια και μάτια, όπου έβλεπες την απελπισία”. Οι φωτογραφίες τον απεικονίζουν καβάλα στο άλογό του, τριγυρισμένο από χιλιάδες κόσμο, που ήταν έτοιμος να τον αποθεώσει. Εκείνος όμως τους φώναζε οργισμένος: “Τι ζητωκραυγάζετε; Επιστρέφουμε νικημένοι, κατεστραμμένοι”». Από το βιβλίο “Ελευθέριος Βενιζέλος – Ο άνθρωπος – Ο ηγέτης” (τόμος Β’) του Νικολάου Εμμ. Παπαδάκη (Παπαδή).
«Περάσαμε κάβους πολλούς, πολλά νησιά, τη θάλασσα/ που φέρνει την άλλη θάλασσα, γλάρους και φώκιες./ Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς/ κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά/ κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξανδρο/ και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας./ Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά/ με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια/ τη μνήμη μιας μεγάλης ευτυχίας./ Μα δεν τελειώναν τα ταξίδια./ Οι ψυχές τους έγιναν ένα με τα κουπιά και τους σκαρμούς/ με το σοβαρό πρόσωπο της πλώρης/ με τ’ αυλάκι του τιμονιού/ με το νερό, που έσταζε τη μορφή τους». Από το ποίημα “Αργοναύτες” του Γιώργου Σεφέρη.
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 24.9.2019)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου