Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2019

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΣΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ
Καλά Χριστούγεννα με Ρωμανό Μελωδό, Γεώργιο Δροσίνη, Κωστή Παλαμά, Ζωή Καρέλλη, Γιάννά Κουβαρά, Αγγελική Σιδηρά και τα Βυζαντινά κάλαντα... 

Η Παρθένος σήμερον, τον υπερούσιον τίκτει,/ και η γη το Σπήλαιον, τω απροσίτω προσάγει./ Άγγελοι μετά Ποιμένων δοξολογούσι./ Μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι./ Δι’ ημάς γαρ εγεννήθη, Παιδίον νέον,/ ο προ αιώνων Θεός». (Σε μετάφραση: Η Παρθένος σήμερα τον Υπερούσιο γεννά/ και η γη προσφέρει το σπήλαιο στον Απρόσιτο./ Οι Άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούν/ και οι Μάγοι μαζί με το άστρο οδοιπορούν./ Γιατί για μας γεννήθηκε (σαν) Παιδί νέο/ ο πριν απ’ τους αιώνες Θεός). Το εόρτιο κοντάκιο των Χριστουγέννων, έργο του Ρωμανού του Μελωδού.
«Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη/ λυγούν τα πόδια/ και προσκυνούν γονατιστά στη φάτνη τους/ τ’ άδολα βόδια.// Κι ο ζευγολάτης ξάγρυπνος θωρώντας τα/ σταυροκοπιέται/ και λέει με πίστη απ’ της ψυχής τ’ απόβαθα,/ Χριστός γεννιέται!// Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη/ κάποιοι ποιμένες/ ξυπνούν από φωνές ύμνων θεόσταλτες/ στη γη σταλµένες./ Κι ακούοντας τα Ωσαννά απ’ αγγέλων στόµατα/ στον σκόρπιο αέρα,/ τα διαλαλούν σε χειμαδιά λιοφώτιστα/ µε τη φλογέρα.// Την άγια νύχτα τη Χριστουγεννιάτικη/ -ποιος δεν το ξέρει;-/ των Μάγων κάθε χρόνο τα μεσάνυχτα λάμπει τ’ αστέρι.// Κι όποιος το βρει µες στ’ άλλα αστέρια ανάμεσα και δεν το χάσει/ σε μια άλλη Βηθλεέµ ακολουθώντας το,/ μπορεί να φτάσει». Το ποίημα “Νύχτα Χριστουγεννιάτικη” του Γεωργίου Δροσίνη.
«Να ’µουν του στάβλου έν’ άχυρο, ένα φτωχό κομμάτι,/ την ώρα π’ άνοιξε ο Χριστός στον ήλιο του το µάτι!/ Να ιδώ την πρώτη του ματιά και το χαμόγελό του,/ το στέµµα των ακτίνων του γύρω στο µέτωπό του.// Να λάµψω από τη λάμψη του κι εγώ σαν διαμαντάκι,/ κι από τη θεία του πνοή να γίνω λουλουδάκι,/ να µοσκοβοληθώ κι εγώ από την ευωδία/ που άναψε στα πόδια του των Μάγων η λατρεία». Απόσπασμα από το ποίημα “Χριστούγεννα” του Κωστή Παλαμά.
«Ήμασταν τρεις,/ τώρα κανέναν άλλον δε βλέπω/ κι αισθάνομαι τα χέρια μου/ πότε άδεια, πότε βαριά./ Βασιλείς τότε προς τον βασιλέα/ του κόσμου, τώρα κανείς/ δε βασιλεύει με βεβαιότητα./ Σκοτάδι βαρύ./ Ποιος μ’ οδηγεί;/ Δίχως συντροφιά,/ δίχως άστρο κανένα πηγαίνω./ Μόνη προσφορά, η μεγάλη που γνωρίζω, συμφορά της στέρησής Του./ Τι να προσφέρω σημάδι ευλάβειας/ κι υποταγής; Εμείς, άνθρωποι της παράφορης τούτης εποχής,/ τι μπορούμε, δικό μας, ευτυχείς,/ να Του δώσουμε; Είναι ανάγκη/ να βρούμε την προσφορά./ Τίποτα δεν προσφέρει της ψυχής μας ο τόσος αγώνας./ Χρυσόν, λίβανον και σμύρναν/ άλλοτε, δώρα απλά./ Μας παιδεύει η ασυμπλήρωτη προσφορά./ Τώρα που πορεύομαι στο σκοτάδι,/ χωρίς τη χαρά των δώρων, μονάχος,/ δεν έχω παρά τον εαυτό μου να δώσω./ Εν συντριβή βαδίζοντα». Από το ποίημα “Το ταξίδι των Μάγων” της Ζωής Καρέλλη.
«Παιδικά χρόνια. Δίπλα στο τζάκι/ Τρίζει η κουτσούρα/ Φωτιά εγγαστρίμυθη φοβερίζει/ (ή μήπως τώρα νανουρίζει;)/ Άρωμα από καμένες πορτοκαλόφλουδες/ Φρέσκο λάδι, ψημένες στη χόβολη πατάτες/ Καρύδια και μουσταλευριά από κάλαντα φιλεμένα./ […] Τώρα σε ζεστό σπίτι με ψυχή κρύα/ προσπαθώ να ανάψω τη χόβολη της μνήμης. Αλλά όλα έχουν νοτίσει/ Μάταια εκπέμπει το SOS στην κορφή του Χριστουγεννιάτικου δέντρου/ κι άπελπις περιμένω/ τον άγγελο των παιδικών μου χρόνων/ που έχασε για πάντα/ το δρόμο του στο χιόνι». Από το ποίημα “Χριστουγεννιάτικοι αναβαθμοί” του Γιάννη Κουβαρά.
«“Την προσευχή σας πρώτα”/ μακρινός απόηχος/ με ξάφνιασε της μάνας μου η φωνή./ Η γαλοπούλα επέμενε στην παχουλή της αμεριμνησία./ “Ξέχασες την καρέκλα του αδελφού σου”,/ μίλησε ξανά η μάνα/ κι η πένθιμη γραβάτα του πατέρα μου/ σκούρηνε ακόμα πιο πολύ./ Ύστερα ο πατέρας ξεχνώντας ότι δεν θυμάται πια/ προσφώνησε τους καλεσμένους μας απόντες/ ενώ εγώ, μια εξαίρεση σ’ όλην αυτήν την απαρτία/ των νεκρών ασφυκτιούσα/ με την ανθρώπινη τη σάρκα μου ντυμένη/ Και τα λαμπιόνια του έλατου/ συντονισμένα με τους κτύπους της καρδιάς μου/ αναβοσβήνανε άρρυθμα// Τα παιδιά μου που ήρθανε αργότερα/ για να μας πουν τα κάλαντα/ απόρησαν που δεν μπορούσανε/ να βρούνε πουθενά το σπίτι». Το ποίημα “Χριστούγεννα στο πατρικό μου σπίτι” της Αγγελικής Σιδηρά.


«Άναρχος Θεός καταβέβηκε/ και εν τη Παρθένω κατώκησεν/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε Δέσποινα!/ Βασιλεύς των όλων και Κύριος/ ήλθες τον Αδάμ αναπλάσασθαι/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε άχραντε!/ Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρετε,/ τάξεις των Αγγέλων ευφραίνεσθε/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε Δέσποινα!/ Δέξου, Βηθλεέμ τον Δεσπότη σου,/ Βασιλέα πάντων και Κύριον/ έρουρεμ, έρουρεμ, έρου, έρου, έρουρεμ./ Χαίρε Δέσποινα». Από τα Βυζαντινά Κάλαντα (Κοτύωρα Πόντου). Καλά Χριστούγεννα, φίλες και φίλοι!
Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 24.12.2019)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου