Η Ελλάδα στερημένη εκτεταμένων πεδιάδων και άλλων γεωλογικών πλούτων, δεν μπορούσε να ικανοποιεί τις ανάγκες των παιδιών της.Σε μυκηναϊκό αγγείο του 1100 π.Χ. απεικονίζονται τρεις εργάτες, κουβαλώντας το δισάκι τους με λίγο ψωμί, να ξενιτεύονται στην Αίγυπτο!
Τον εκπατρισμό αυτόν, τη θλιβερή εικόνα της περιπλανήσεως των νέων Ελλήνων στα ξένα και την επιστροφή στη γενέθλια γη, τραγούδησε η λαϊκή μούσα.
"Την ξενιτειά, την ορφανιά την πίκρα, την αγάπη,/ τα τέσσερα τα ζύγιασαν, βαρύτερα είν’ τα ξένα./ Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάζει μαύρα/ για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα".
Αυγερινός Ανδρέου
Δείτε περισσότερα... ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΕΣ
ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ ΤΗΣ ΞΕΝΙΤΕΙΑΣ
Γράφει ο Αυγερινός Ανδρέου
Οι Eλληνες από την αρχαιότητα είχαν συνδέσει τη ζωή τους με το
οδυσσειακό πνεύμα, δηλαδή ταξίδευαν παντού στον κόσμο. Η Ελλάδα
στερημένη εκτεταμένων πεδιάδων και άλλων γεωλογικών πλούτων, δεν
μπορούσε να ικανοποιεί τις ανάγκες των παιδιών της.
Σε μυκηναϊκό αγγείο του 1100 π.Χ. απεικονίζονται τρεις εργάτες,
κουβαλώντας το δισάκι τους με λίγο ψωμί, να ξενιτεύονται στην Αίγυπτο!
Τον εκπατρισμό αυτόν, τη θλιβερή εικόνα της περιπλανήσεως των νέων
Ελλήνων στα ξένα και την επιστροφή στη γενέθλια γη, τραγούδησε η λαϊκή
μούσα.
Διακρίνουμε τα τραγούδια αυτά αναλόγως του περιεχομένου τους σε διάφορες
κατηγορίες, ήτοι α) σε τραγούδια της αναχωρήσεως και του αποχωρισμού,
β) τους νόστους, δηλαδή που περιγράφουν τα δεινά της ξενιτειάς, τους
πόνους, τις πικρίες, αλλά και την σφοδρή επιθυμία του ξενιτεμένου να
επανίδει την γενέτειρα, γ) τα μηνύματα, οι χαιρετισμοί, τα πιττάκια
δηλαδή, τα οποία στέλνει στους οικείους του ο ξενιτεμένος με τα
χελιδόνια, τα περιστέρια ή άλλα ταξιδιάρικα πουλιά, δ) τα τραγούδια της
επιστροφής, που εκφράζουν τη χαρά και τη συγκίνηση του επιστρέφοντος.
Πατρίδα των τραγουδιών αυτών είναι η Hπειρος, αλλά επιχωριάζουν και σε
άλλους τόπους (Μακεδονία, Ρούμελη κ.λπ.).
Τα τραγούδια της ξενιτειάς είναι πάρα πολλά, αλλά εδώ θα περιορισθούμε σε λίγα και αντιπροσωπευτικά:
α) Τραγούδια αναχωρήσεως: Αποχαιρετισμός: «Στα ξένα πας λεβέντη μου,
κι εμένα που μ’ αφήνεις;/ Πάρε κι εμένα, βάλε με σαν φούντα στ’ άλογό
σου./ -Τι να σε κάμω, λυγερή, τι να σε κάμω κόρη!/ Eχεις στα χέρια
μάλαμα, έχεις στον κόρφο ασήμι,/ δεν είσαι μήλο κόκκινο στον κόρφο να σε
βάλω…». Aλλο τραγούδι: «Αλησμονώ και χαίρομαι, θυμιούμαι και λυπούμαι/
θυμήθηκα την ξενιτειά και θέλω να πηγαίνω./ -Σήκω, μάνα μ’, και ζύμωσε
καθάριο παξιμάδι/ να πάρ’ ο γιος σ’ στη στράτα του στης ξενιτειάς το
δρόμο./ Με πόνους βάνει το νερό, με δάκρυα το ζυμώνει/ και με τ’
αναστενάγματα βάνει φωτιά στο φούρνο./ Άργησε φούρνε να καείς και συ
ψωμί να γένεις/ για να διαβεί ο κυρατζής κι ο γιος μου ν’ απομείνει».
(κυρατζής ο αρχηγός του καραβανιού)
β) Τραγούδια του νόστου: Ο πόνος της ξενιτειάς περιγράφεται με τα πιο
μελανά χρώματα. Τα βάσανα της ξενιτειάς είναι βαρύτερα κι από εκείνα
του θανάτου των συγγενών και από εκείνα της αρρώστιας ή της αγάπης: «Την
ξενιτειά, την ορφανιά την πίκρα, την αγάπη,/ τα τέσσερα τα ζύγιασαν,
βαρύτερα είν’ τα ξένα./ Ο ξένος εις την ξενιτειά πρέπει να βάζει μαύρα/
για να ταιριάζει η φορεσιά με της καρδιάς τη λαύρα». Στα ξένα είναι
πικρή η αρρώστια. Κανείς δεν φροντίζει τον ασθενή ξενιτεμένο. Κι αν το
ριζικό του τού έγραψε να πεθάνει στην ξένη γη, κανείς δεν θα τον
μοιρολογήσει. Άγνωστοι θα τον θάψουν σαν σκυλί, χωρίς παπά και ψάλτη,
χωρίς κερί και λιβάνι: «Παρακαλώ σε, Κύριε, και προσκυνώ, θεέ μου,/ του
ξένου δος του ξενιτειά κι αρρώστια μην του δίνεις./ Τι αρρώστια θέλει
στρώματα, θέλει προσκεφαλάδια,/ θέλει μανούλα στο πλευρό, γυναίκα στο
κεφάλι,/ θέλει κι αρσενικό παιδί, κρύο νερό να φέρνει./ Γω τι είδα με τα
μάτια μου σ’ έναν αποθαμένον:/ Τον πήγαν και τον έθαψαν σαν το σκυλί
στον τάφο,/ χωρίς θυμιάμα και κερί, δίχως παπά και ψάλτη,/ δίχως
μανούλας κλάμματα, γυναίκας μοιρολόγια». Στην πατρίδα πίσω μένει μόνη
μια μάνα, μια σύζυγος, μια αρραβωνιασμένη, μια αγαπημένη γυναίκα.
Πικραίνεται και μαραζώνει για τον ξενιτεμένο και του λέει νοερά:
«Ξενιτεμένο μου πουλί, χρυσό μου χελιδόνι,/ η ξενιτιά σε χαίρεται και
‘γω πίνω φαρμάκι./ Τι να σου στείλω, ξένε μου, τι να σου προβοδήσω;/ Σου
στέλνω μήλο, σέπεται, τριαντάφυλλο μαδιέται,/ σταφύλι ξερογιάζεται,
κυδώνι μαραγκιάζει./ Να στείλω και το δάκρυ σ’ ένα φτενό μαντήλι,/ το
δάκρυ μ’ είναι καυτερό και καίει το μαντήλι./ Τι να σου στείλω, ξένε
μου, αυτού στα ξένα πούσαι;». Ο ξένος θλιμμένος και κουρασμένος
περιδιαβαίνει στην ξένη γη. Δεν έχει χαρές ζωής, έστω τις απλές:
«Γλυκοχαράζουν τα βουνά κ’ οι όμορφες κοιμούνται,/ τα παλικάρια τα καλά,
στα ξένα τυραγνιούνται,/ τους τρώει η λέρα το κορμί, και το κιμέρ’ τη
μέση/ ανάθεμά σε ξενιτειά και ‘συ και τα καλά σου!».
γ) Τραγούδια με μηνύματα: Ο ξενιτεμένος ζητεί να επικοινωνήσει με
τους δικούς του, να τους μιλήσει για τα δεινά του και την τραγική μοίρα
του. Εμπιστεύεται τα διαβατάρικα πουλιά προσωπικώς ή δίδοντας σ’ αυτά
πιττάκια, να τα παραδώσουν στους προσφιλείς του συγγενείς: «Μαύρα μου
χελιδόνια κι άσπρα μου πουλιά,/ αυτού ψηλά που πάτε για χαμηλώσετε/ για
να σας δώσω γράμμα για τον τόπο μου,/ να πάτε της καλής μου, της
γυναίκας μου…». Σε άλλες στιγμές, πιο ταραγμένες συναισθηματικά ζητεί ο
ξένος από τα πουλιά, να πάρουν και τον ίδιο για την πατρίδα: «Πουλιά μου
διαβατάρικα εκεί ψηλά που πάτε,/ μην πάτε για τον τόπο μου, για την
παλιά πατρίδα,/ για λίγο χαμηλώσετε να πάρετε κι εμένα,/ που έχω χρόνους
δώδεκα στο σπίτι μου να πάω…».
δ) Τραγούδια της επιστροφής: Ερχόταν κάποτε η γλυκιά ημέρα της
επιστροφής, «το νόστιμον ήμαρ» του Ομήρου. Οι αποστάσεις ήταν μεγάλες.
35 μέρες ταξίδι από το Βουκουρέστι στα Ζαγόρια. Eπρεπε η εποχή να είναι
κατάλληλη για ταξίδι, δηλαδή άνοιξη: «Τώρα είναι ο Μάης κι η άνοιξη,
τώρα το καλοκαίρι,/ τώρα φουντώνουν τα κλαριά κι ανθίζουν τα λουλούδια./
Τώρα κι ο ξένος βούλεται, στον τόπο του να πάγει./ Νύχτα σελώνει τ’
άλογο, νύχτα το καλιγώνει, βάζει ασημένια πέταλα, καρφιά μαλαματένια,/
βάζει τα φτερνιστήρια του, ζώνει και το σπαθί του…». Η γυναίκα του, πίσω
στον τόπο του, και βέβαια έμεινε πιστή. Έπρεπε, όμως, αυτό και ν’
αποδειχθεί. Θα υπεβάλετο σε δοκιμασία σχετική! «Ερρόδιασ’ η ανατολή και
ξημερών’ η δύση./ Γλυκοχαράζουν τα βουνά κι ο αυγερινός τραβιέται,/ πάν’
τα πουλάκια στες βοσκές κι οι όμορφες στη βρύση,/ βγαίνω κι εγώ κι ο
μαύρος μου με τα λαγωνικά μου./ Βρίσκω μια κόρη πόπλενε σε μαρμαρένια
γούρνα./ Τη χαιρετάω, δε μου μιλεί, της κρένω, δεν μου κρένει./ – Κόρη,
για βγάλε μας νερό, την καλή μοίρα να ’χεις,/ να πιω κι εγώ κι ο μαύρος
μου και τα λαγωνικά μου./ Σαράντα σίκλους έβγαλε στα μάτια δεν την είδα/
κι απάνω στους σαράντα δυο τη βλέπω δακρυσμένη./ – Γιατί δακρύζεις,
λυγερή, και βαριαναστενάζεις;/ μήνα πεινάς, μήνα διψάς, μην έχεις κακή
μάνα;/ – Μήτε πεινώ, μήτε διψώ, μήτ’ έχω κακή μάνα…/ τον άνδρα ’χω στην
ξενιτειά, εδώ και δέκα χρόνους…/ – Κόρη, ο καλός σου πέθανε, κόρη, ο
καλός σου ’χάθη… / (ακολουθεί η διαδικασία της αναγνώρισης με διάφορες
ερωτήσεις – αποκρίσεις, από τις οποίες η κόρη δεν πείθεται ότι ο ξένος
είναι ο άνδρας της και τέλος έχουμε έξοδο από το δράμα). – Πες μου
σουσούμια του κορμιού και τότε σου πιστεύω./ Έχεις ελιά στα στήθια σου,
κι ελιά στην αμασκάλη/ κι ανάμεσα στα δυο βυζιά τ’ αντρού σου
φυλαχτάρι./ Ξένε μου, εσύ είσ’ ο άνδρας μου, εσύ και ο καλός μου!».
Χανιώτικα νέα (Διαδρομές, 23.01.2016)