ΣΤ2 5ου ΔΗΜ. ΣΧ. ΧΑΝΙΩΝ
ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΝΕΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΣΤ2 5ου ΔΗΜ. ΣΧ. ΧΑΝΙΩΝ
ΚΑΛΩΣΟΡΙΖΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΝΕΑ ΣΧΟΛΙΚΗ ΧΡΟΝΙΑ
ΟΙ "ΠΟΙΗΤΙΚΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ” ΤΟΥ ΣΤΑΥΡΟΥ Ε. ΚΑΛΑΝΤΖΑΚΗ
«Ηδύφωνα είναι οι στίχοι µου παιδιά,/ κι ηδύπνοα εγγόνια ανθοστεµµένα,/ που, στη νιότη ή στο γέρµα µου, η καρδιά/ γαλήνης όρµο βρίσκει το καθένα». «Ηδύφωνα παιδιά» και «ηδύπνοα εγγόνια ανθοστεµµένα» αποκαλεί τους στίχους του στην πρώτη στροφή του πρώτου, εν είδει προλόγου, ποιήµατος (“Οι στίχοι µου” ο τίτλος του) της ποιητικής του συλλογής “Ποιητικές ∆ιαδροµές”, ο τίτλος της, «σε µονοπάτια σκέψεων και συναισθηµάτων του χθες και του σήµερα», ο υπότιτλός της, ο εκ Βουκολιών Κισσάµου ορµώµενος συνταξιούχος πανεπιστηµιακός δάσκαλος της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστηµίου Θεσσαλονίκης (οµότιµος Καθηγητής στο τµήµα Ποιµαντικής και Κοινωνικής) Σταύρος Ε. Καλαντζάκης, που µένει στη συµπρωτεύουσα. Να ’ναι καλά για το “δώρο” του. Για µια ιδιαίτερα καλαίσθητη ποιητική συλλογή 208 σελίδων, των εκδόσεων “Γράφηµα” (βελτιωµένη επανέκδοση, Θεσσαλονίκη, Μάιος 2023) ο λόγος. «Γοργόφτερα είναι οι στίχοι µου πουλιά,/ έτοιµα στους αιθέρες να πετάξουν,/ να µου χαρίσουν ευφροσύνη µια σταλιά,/ βάλσαµο στην καρδιά µου να σταλάξουν», θα µας πει σε µια απ’ τις επόµενες στροφές. Συµφωνώ απόλυτα. Πρώτα πρώτα για τον εαυτό του γράφει ο αληθινός ποιητής…
“Του στοχασµού και του ρεαλισµού”, “Της ανάµνησης και της νοσταλγίας”, “Του συναισθήµατος και του ροµαντισµού”, “Της πατρίδας: τοπικά και ιστορικά”, “Της ζωής καθηµερινά και συνηθισµένα”, “Της ευγνωµοσύνης και της φιλίας (αφιερώσεις)”, οι τίτλοι των ενοτήτων των ‘‘Ποιητικών ∆ιαδροµών’’, που περιλαµβάνουν εν είδει επιλόγου δυο ακόµα ποιήµατα “Ηλιόφωτα (Φωτεινά)” και “Ηλιοστερή (Σκιερά)” οι τίτλοι τους. «Την παρούσα ποιητική συλλογή απαρτίζουν ποιήµατα που συντίθεται κατά τη διάρκεια δύο χρονικών περιόδων εκτεινόµενων από το έτος 1964 έως το 1972 και από το έτος 2012 έως το 2020», έχει δηλώσει στην αρχή του προλόγου του ο ποιητής. «Εντάσσονται δηλαδή,» όπως λέει ο ίδιος «στο λυκαυγές της νεότητας και στο λυκόφως της ωριµότητας µου» αντιστοίχως.
ΣΤΟ ΕΛΕΟΣ ΤΟΥ ""ELIAS" Στο έλεος του “Elias” πολλές περιοχές της χώρας προχθές, µέσα σ’ αυτές και η πόλη µας. Ευτυχώς που µας λυπήθηκε και δεν φέρθηκε τόσο “βάρβαρα”, όπως φέρθηκε στον θεσσαλικό Κάµπο πριν από λίγο καιρό ο “Daniel”. Αυτό, όµως, δεν σηµαίνει ότι πρέπει να εφησυχάζουµε. Το αντίθετο...
TA ΔΙΚΙΑ ΤΟΥ ΠΟΤΑΜΟΥ «Ο ποταµός ζητά τα δίκια του χίλια χρόνια»… Έχουµε ξεχάσει στην πράξη σαν πολίτες µα και σαν πολιτεία την παραπάνω παροιμία. Όπως και πολλές άλλες, άλλωστε. «Κάλλιο γαϊδουρόδενε παρά γαϊδουρογύρευε», µια απ’ αυτές που µου έρχονται στον νου µου. «Των φρονίµων τα παιδιά πριν πεινάσουν µαγειρεύουν», µια άλλη.
ΣΤΑ ΠΕΤΑΧΤΑ: ΣABBATO, 27 ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΥ 2014
ΜΙΑ ΑΠΟΔΡΑΣΗ ΣΤΗΝ ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΟΥ ΣΕΠΤΕΜΒΡΗ...
Μακριά από την επικαιρότητα τούτων των τελευταίων ηµερών σήµερα!
Απόδραση σε µια ήσυχη γωνιά! Μια ήρεµη… χωρίς φωνές φυγή! Μια διαφυγή· διαφορετικές αφηγήσεις και σκέψεις, διαφορετικές εικόνες, -το προσπαθώ- µακριά από την αποπνικτική “σώνει και ντε” επικαιρότητα!
...Κι ας µην το θέλει, να µην το επιδιώκει πια ο σύγχρονος άνθρωπος, έρχονται και τον βρίσκουν µόνα τους όλα εκείνα τα γεγονότα, τον προλαβαίνουν, κάποιες φορές τον καταδιώκουν µε άγριο, βάναυσο τρόπο, τον παίρνουν στο κατόπι!
Εσωτερική η ανάγκη για απόδραση λοιπόν! Σε µια γωνιά ήσυχη να αφεθεί ο νους!
...Mια βουτιά στο απόλυτο κενό, να ξεθολώσει το µάτι από όλες τις έντονες εικόνες!
Να ξεκουραστεί για λίγο ο οργανισµός, να νιώσει αλήθειες! Τις λίγες, τις ουσιαστικές!
Να ξεφύγει από το “σκουπιδαριό” που επικρατεί τριγύρω, από τις πολλές άχρηστες πληροφορίες που καθηµερινά γεµίζει ο εγκέφαλός του, µέσα από οθόνες, από φωνές και βίντεο που παίζουν τα πρωινάδικα, τα µεσηµεριανάδικα, τα βραδινάδικα!
Εικόνες από τα σχολεία που άνοιξαν, µία από τις απαντοχές και τούτον τον Σεπτέµβρη!
Στα παιδιά όλες οι σκέψεις! Σε αυτά αποθέτουµε τις ελπίδες µας, στο µέλλον που επιθυµούµε και ονειρευόµαστε καλύτερο… πάντα!
Παρηγοριά -πρόσκαιρη(;) ή παντοτινή- και οι λέξεις που ξεπηδούν µέσα στις αυλές και στις σχολικές αίθουσες! Λέξεις που γοητεύουν και κρατούν εντός τους τη δροσινάδα, τη νεότητα:
‘‘...Φιλία, παιχνίδια, µαθήµατα, συµµαθητές...!
...Οι δάσκαλοι, οι καθηγητές!’’.
Παραθέτω µόνο κάποιες από εκείνες τις τις γεµάτες ουσία ευωδιαστές λέξεις µιας ζωής αληθινής!
Τις λέξεις που ακολουθούν τα πάλαι ποτέ παιδιά, που ξεχάσανε! Λέξεις που θα εντυπωθούν βαθειά στις καρδιές και των σηµερινών παιδιών κι ας µην το γνωρίζουν τώρα!
Υ.Γ. Σεπτέµβρης ο µήνας γενεθλίων τούτης εδώ της στήλης! Τα “Ευθύβολα και µη…” εισήλθαν στη τρίτη δεκαετία της ζωής τους!
«Τα χελιδόνια πα στα σύρµατα/ του τηλεγράφου αραδιασµένα,/ έτοιµα πια για το ταξίδι τους,/ λένε τραγούδια µεθυσµένα.// Αύριο το αγέρι του φθινοπώρου/ στη θέση τους θα σκούζει µόνο/ κι εµείς βαθιά µας θα αισθανόµασθε/ της Εγκατάλειψης τον πόνο./ Γιατί φτερά κι εµείς δεν έχουµε;/ Γιατί, γιατί να µην µπορούµε,/ όπως αυτά πέρ’ απ’ τη Μοίρα µας/ την Άνοιξη ν’ ακολουθούµε;» Το ποίηµα “Φθινόπωρο” του Σωτήρη Σκίπη.
«Τι να σου πω, φθινόπωρο, που πνέεις από τα φώτα/ της πολιτείας και φτάνεις ως τα νέφη τ’ ουρανού;/ Ύµνοι, σύµβολα, ποιητικές, όλα γνωστά από πρώτα,/ φυλλοροούν στην κόµη σου τα ψυχρά άνθη του νου.// Γίγας, αυτοκρατορικό φάσµα, καθώς προβαίνεις/ στο δρόµο της πικρίας και της περισυλλογής,/ αστέρια µε το πρόσωπο, µε της χρυσής σου χλαίνης/ το κράσπεδο σαρώνοντας τα φύλλα καταγής. […] Ενοσταλγούσα, ριγηλό φθινόπωρο, τις ώρες,/ τα δέντρα αυτά του δάσους, την έρηµη προτοµή.// Κι όπως πέφτουνε τα κλαδιά στο υγρό χώµα οι οπώρες,/ ήρθα να εγκαταλειφθώ στην ιερή σου ορµή». Από το ποίηµα “Τι να σου πω φθινόπωρο” του Κώστα Καρυωτάκη.
«Γυρίσαµε πάλι στο φθινόπωρο, το καλοκαίρι/ σαν ένα τετράδιο που µας κούρασε γράφοντας µένει/ γεµάτο διαγραφές αφηρηµένα σχέδια/ στο περιθώριο κι ερωτηµατικά, γυρίσαµε/ στην εποχή των µατιών που κοιτάζουν/ στον καθρέφτη µέσα στο ηλεχτρικό φως/ σφιγµένα χείλια κι οι άνθρωποι ξένοι/ στις κάµαρες στους δρόµους κάτω απ’ τις πιπεριές/ καθώς οι φάροι των αυτοκινήτων σκοτώνουν/ χιλιάδες χλωµές προσωπίδες./ Γυρίσαµε· πάντα κινάµε για να γυρίσουµε/ στη µοναξιά, µια φούχτα χώµα, στις άδειες παλάµες...». “Ένας λόγος για το καλοκαίρι”, από τα “Ποιήµατα” (εκδ. Ίκαρος, 1989) του Γιώργου Σεφέρη.
«Ένα κίτρινο φύλλο σου, φθινόπωρο,/ σ’ έναν άνεµο ράθυµο κάθισε/ και µ’ ακολούθησε επίµονα./ Το πήρα και το κρατώ/ σαν κάτι συµβολικό από µέρους σου,/ σαν φιλικό αυτόγραφο,/ ίσως σαν ένα ‘‘ευχαριστώ’’/ που διόλου µέρος δεν έλαβα στο καλοκαίρι τούτο.../ Το πήρα/ κι εξιχνιάζω/ τις φετινές προθέσεις σου/ απέναντί µου». Το ποίηµα “Αυτόγραφο” της Κικής ∆ηµουλά. (Από τη συλλογή “Ερήµην” 1990).
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΑ ΤΡΥΓΟΠΑΤΗΜΑΤΑ Στα τρυγοπατήµατα “πατά” και στις σηµερινές της ερωτικές µαντινάδες η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. «Αµπέλι µοιάζει ο σεβντάς, σταφύλια τα φιλιά σου,/ το νέκταρ της αγάπης µας θα πιω στην αγκαλιά σου», µας λέει στην πρώτη. «Απ’ του σεβντά σου το κρασί, ένα ποτήρι µόνο/ ανέ µου δώσεις µάτια µου, ξεχνάω κάθε πόνο», µας λέει στη δεύτερη. Να το γράψω και σήµερα γι’ άλλη µια φορά. ∆εν παίζεται η µαντιναδολόγος µας στις ερωτικές µαντινάδες!
'ΟΣΟ ΜΠΟΡΕΙΣ" «Κι αν δεν µπορείς να κάµεις την ζωή σου όπως την θέλεις,/ τούτο προσπάθησε τουλάχιστον/ όσο µπορείς: µην την εξευτελίζεις/ µες στην πολλή συνάφεια του κόσµου,/ µες στες πολλές κινήσεις κι οµιλίες./ Μην την εξευτελίζεις πηαίνοντάς την,/ γυρίζοντας συχνά κι εκθέτοντας την/ στων σχέσεων και των συναναστροφών/ την καθηµερινή ανοησία,/ ως που να γίνει σαν µια ξένη φορτική». Το ποίηµα “Όσο µπορείς” του Κ.Π. Καβάφη. Στον καθένα µας χωριστά απευθύνεται ο Αλεξανδρινός Ποιητής.
ΝΙΠΠΟΣ: ΤΟ ΧΩΡΙΟ ΤΩΝ ΚΡΥΜΜΕΝΩΝ ΘΗΣΑΥΡΩΝ
(Για τους θρύλους σχετικά με τους θησαυρούς που είναι κρυμμένοι στον Νίππο ο λόγος από τον γνωστό ανά το πανελλήνιο συγγραφέα και μελετητή της κρητικής κι ιδιαίτερα της χανιώτικης γης Αντώνη Πλυμάκη στα "Χανιώτικα νέα" τις προάλλες. Να 'ναι καλά! Πάντα Ωραίος! Β.Θ.Κ.)
Γράφει ο Αντώνης Πλυμάκης
Η Κασέλα
Ένας επαρχιακός δρόµος συνδέει το Νίππος µε το χωριό Βρύσσες του Αποκόρωνα. Αν ακολουθήσουµε αυτόν τον δρόµο, σε µικρή απόσταση από το χωριό αριστερά, και δίπλα σε ένα λιόφυτο που κυριαρχεί το λευκό µαλακό πέτρωµα, υπήρχε µια τεραστίων διαστάσεων πέτρα, την οποία είχα προλάβει και την είδα όταν µου διηγήθηκαν την ιστορία.
Ήταν σαν καταχωµένη µέσα στη γη και εξείχε περίπου 50 πόντους. Επάνω της ήταν τοποθετηµένη µια άλλη µήκους περίπου 2,50 έως 3 µέτρα και πάχους 0,60-0,70. Έµοιαζε δηλαδή σαν µια ογκώδη πλάκα. Το βάρος της υπολογιζόταν σε µερικούς τόνους. Πολλά διηγούνταν γι’ αυτήν οι παλαιότεροι· πώς είχε τοποθετηθεί έτσι για να κρύψει θησαυρό που ήταν φυλαγµένος σε λάκκο της κάτω πέτρας, πως ήταν στοιχειωµένη µαζί µε τον θησαυρό και άλλα.
Φαίνεται µάλιστα πως είχαν πραγµατοποιηθεί παλαιότερα απόπειρες για να µετακινηθεί, για να αποκαλύψουν τον θησαυρό, αλλά δεν είχαν επιτυχία. Όταν τον Απρίλιο του έτους 2000 επισκέφθηκα πάλι την περιοχή, πήγα ως τον χώρο της πέτρας, αλλά ήδη την είχαν σπάσει. Με ανατίναξη ή µε σκαπτικό µηχάνηµα δεν γνωρίζω. Όπως δεν γνωρίζει κανείς αν βρέθηκε ο στοιχειωµένο θησαυρός.
Η Πουπέ
Στην υψηλότερη γειτονιά του Νίππους, στην κορυφή το ας πούµε, σώζονται ακόµη τα ερείπια Πύργου, κατά τους ντόπιους Ρωµαϊκός ή Ενετικός. Η παράδοση αναφέρει πως ήταν τόσο όµορφα κτισµένος που τον είχαν ονοµάσει Πουπέ, δηλαδή κούκλα, και έτσι είναι γνωστός µέχρι σήµερα αυτός ο χώρος. Ίσως επίσης να είχε λάβει την ονοµασία αυτή, επειδή από εκεί η θέα είναι πολύ ωραία. Στα υπόγεια αυτού του ερειπίου διηγούνταν οι παλιοί πως είναι θαµµένος θησαυρός των Ρωµαίων ή των Βενετσιάνων, αλλά είναι άγνωστο αν ποτέ βρέθηκε κάτι ή αν επιχειρήθηκε η αποκάλυψη του. Αυτό που σώζεται σήµερα είναι µόνο λίγες πέτρες σε κτήρια και η άκρη της σκάλας του παλατιού ψηλά στον τοίχο.
Φαίνεται πως έγιναν παλαιότερα µερικές έρευνες γι’ αυτόν, αλλά όλα πήγαιναν στραβά και οι θησαυροθήρες είχαν βγάλει το συµπέρασµα πως ο θησαυρός είναι στοιχειωµένος. Κάποια φορά, στα νεότερα χρόνια, έφεραν µάλιστα κι ένα µέντιουµ, για να τους διευκολύνει στην ανεύρεση του θησαυρού. Όταν όµως άρχισαν την έρευνα, γέµισε ο τόπος µπουµπούρους και µέλισσες. Είχε ξεχαστεί αυτή η έρευνα όταν οι τελευταίοι θησαυροθήρες βρέθηκαν µε πολλά λεφτά. Και η σκέψη όλων πήγε στον θησαυρό, που φαίνεται για να µη δώσουν υποψίες αυτοί που τον ανακάλυψαν, άφησαν και πέρασε µερικό χρονικό διάστηµα ως ότου φανερώσουν µε τον τρόπο που ζούσαν, πλέον, ότι κάτι βρήκαν.
Επίσης ο παλαιός πρόεδρος της Κοινότητας, αγαπητός Γιάννης Κοτσιφάκης, που µου έδωσε τις περισσότερες πληροφορίες, µου είπε ότι όταν έσκαψαν για να τοποθετήσουν υδροσωλήνες, βρήκαν ίχνη από στοές κάτω από τον σηµερινό δρόµο, που φαίνεται ότι προεκτείνονταν και κάτω από τα κτήρια και ήταν µπαζωµένες.
Άνιτσα και Μπάνιτσα
Μια γραφική ρεµατιά δυτικά από το Νίππος, και όχι σε µεγάλη απόσταση, κρύβει φαίνεται, τουλάχιστον κατά την παράδοση, πολλά µυστικά. Εκεί υπάρχει η τοποθεσία που αρχικά ονοµαζόταν Μπάνιτσα και µετά έγινε Άνιτσα. ∆εν µπόρεσα να εξακριβώσω την προέλευση της ονοµασίας. Ίσως πιο ειδικοί από εµένα το πετύχουν. Πραγµατικά είναι µια µυστηριώδης περιοχή που το πλακόστρωτο κάτω όταν το αντικρίσεις, δεν είναι δυνατόν να υπολογίσεις ότι είναι πραγµατικά φτιαγµένο έτσι από τη φύση. Μοιάζει να αποτελείται από τεράστιες αρµολογηµένες πλάκες, πάχους κοντά µισού µέτρου. Λέτε να ΄χει φτιαχτεί από προϊστορικούς Κύκλωπες ή από άλλα µυθικά ή εξωγήινα πλάσµατα;
Εδώ λοιπόν υπάρχει ο πανάρχαιος θρύλος πως είναι θαµµένος µεγάλος θησαυρός και ένα, άγνωστης προέλευσης και χρονικής περιόδου, στιχάκι το επιβεβαιώνει αναφέροντας:
«Στην Άνιτσα στην Μπάνιτσα, στου Καλογερογιάννη
είναι το βίος το πολύ, ποιος άξιος να το βγάνει».
Στην τοποθεσία αυτή µεταπολεµικά είχε σκοτώσει µε δίκανο όπλο ένας αδελφός την αδελφή του για οικογενειακούς λόγους και της έβαλε και το κεφάλι στις γούρνες νερού που υπάρχουν.
Χανιώτικα νέα (Σάββατο, 23. 9,2023)
ΤΑ ΓΙΑΣΕΜΙΑ ΚΙ ΟΙ ΚΡΙΝΟΙ
κρυμμένοι στους βολβούς των,
που τα γιασεμιά μαραίνονται
και πέφτουν φύλλο φύλλο.
Όσο αναθυμούνται
τους καυγάδες που είχαν μαζί των,
την άνοιξη και το καλοκαίρι,
γιατί δε μύριζαν εκείνοι,
τόσο περισσότερο χαίρονται.
Χειμώνας έρχεται, μα θα περάσει,
σκέφτονται τα γιασεμιά,
ακούγοντας το τραγούδι της γης.
Μυρίζουνε τα γιασεμιά
κι όμορφοι είν’ οι κρίνοι.
Σημ. Πάλι καυγά εβάλανε τα γιασεμιά κι οι κρίνοι \ ζηλεύουν τους στις μυρωδιές για δε μυρίζουν κείνοι… Και στο γνωστό κρητικό τραγούδι του Νίκου Ξυλούρη παραπομπή.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ
( "Τα χελιδόνια του μοναχού", Κοινωφελές Ίδρυμα "Αγία Σοφία" - "Πυξίδα της Πόλης", Χανιά 2020)
https://www.facebook.com/kakatsakes/posts/pfbid02qzDWfkcK3FSVxdCmKtGGVHY7p8nDWzsGkYKpYmuDZpvBxKS3K4BG9oxeryUjoo6Cl?notif_id=1695534212557712¬if_t=feedback_reaction_generic&ref=notif
“ΜΙΚΡΑ ΑΣΙΑ, ΧΑΙΡΕ: ΔΟΞΑ ΚΑΙ ΣΥΜΦΟΡΑ”
«Είχανε, που λες, κατέβει προσφυγιά στην πολιτεία για να γλυτώσουν τη ζωή τους. Βλέπεις, πιστεύανε, πως ο ελληνικός στρατός θα κράταγε την πολιτεία, όπως βεβαιώνανε µπαµπέσικα, µέρες πρωτύτερα, από την Αρµοστεία. Κι απέ σου λέει, θάλασσα ήτανε, λιµάνι, σίγουρα η ελληνικιά κυβέρνηση θα ’χει στείλει βαπόρια για να παραλάβουν τον κοσµάκη. Ναι, είχανε στείλει δυο τρία βαπόρια που παραλάβανε µονάχα τους δικούς τους από την Αρµοστεία και από την Εθνική Τράπεζα. Είχε ανοίξει κατάστηµα η Εθνική Τράπεζα στην πολιτεία µας, και τώρα ήπρεπε να σώσει τα λεφτά, την κάσα της. Μπρος στα λεφτά τ’ είναι η ζωή του ανθρώπου; “Μη φύγετε, µας λέγανε, θα ξανάρθοµε, ζήτω η Ελλάς!” Λοιπόν, ούλος αυτός ο κόσµος στοιβαγµένος στο µουράγιο και πάνω σε µαούνες». Από το µυθιστόρηµα του Κοσµά Πολίτη (1893- 1974) “Στου Χατζηφράγκου”.
«Στην καταστροφή της Σµύρνης, βρέθηκα µε τους γονιούς µου στο λιµάνι, στην Πούντα. Μέσα από τα χέρια τους µε πήρανε. Κι έµεινα στην Τουρκία αιχµάλωτος. Μεσηµέρι πιάστηκα µαζί µε άλλους. Βράδιασε και τα περίπολα ακόµα κουβαλούσαν τους άντρες στους στρατώνες. Κοντά µεσάνυχτα, όπως ήµαστε ο ένας κολλητά στον άλλο µπήκε η φρουρά κι άρχισαν να µας χτυπούν, όπου έβρισκαν, µε ξύλα και να κλοτσοπατούν όσους κάθονταν χάµω, γόνα µε γόνα. Τέλος πήραν διαλέγοντας όσους ήθελαν κι έφυγαν βλαστηµώντας. Εµείς φοβηθήκαµε πως θα µας χαλάσουν όλους». Από το βιβλίο του Στρατή ∆ούκα (1895- 1961) “Η ιστορία ενός αιχµαλώτου”.
«Μυστήριο µεγάλο είναι το πώς έρχεται στον κόσµο ο άνθρωπος. Εµένα το γραφτό µου ήτανε να γεννηθώ στην Ανατολή, αλλά η ρόδα της Τύχης, που γυρίζει ολοένα, ξερίζωσε από τα θεµέλια τον τόπο µου και µ’ έριξε στην ξενιτειά, σ’ ανθρώπους που µιλούσανε την ίδια γλώσσα µε µένα, πλην όµως που είχανε άλλα συνήθεια. Το πουλί το θαλασσοδαρµένο, πώς βρίσκει έναν βράχο µέσα στο πέλαγο και κάθεται και στεγνώνει τα φτερά του, έτσι βρίσκοµαι κι εγώ σε τούτα τα χώµατα. Το πώς γεννήθηκα στα µέρη της Ασίας, το ’χω για πράµα βλογηµένο και δοξάζω τον Θεό για δαύτο. Μ’ όλα ταύτα βρεθήκανε ανθρώποι κακοί και κακογεννηµένοι, ψυχές φτωχές, να γυρίσουνε το καύχηµα µου σε κατηγόρια. […] Μα εγώ δε θα σ’ αρνηστώ ποτές, Γερουσαλήµ!» Από το βιβλίο του Φώτη Κόντογλου (1895-1965) “Αϊβαλί, η πατρίδα µου”.
ΜΑΝΤΙΝΑΔΕΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΡΥΓΟ «Κάθε Σεπτέµβρη, φίλοι µου, τρυγούµε τα αµπέλια/ και στα σχολεία µε χαρά γυρίζουν τα κοπέλια», µας λέει στην πρώτη σηµερινή µας µαντινάδα η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη. Ωστόσο προπάντων στο “αµπέλι τσης αγάπης” εκείνης ο νους της. «Τ’ αµπέλι της αγάπης µας µαζί να το τρυγούµε/ και του σεβντά τον µαρουβά γουλιά γουλιά να πιούµε», µας λέει στη δεύτερη µαντινάδα.
ΚΛΙΝΟΝΤΑΣ ΤΟ ΡΗΜΑ ΚΑΤΕΒΑΙΝΩ Κατεβαίνεις, κατεβαίνει, κατεβαίνετε, κατεβαίνουν… Σε ενεστώτα χρόνο. Εντάξει, δίχως το πρώτο πρόσωπο του ενικού και του πληθυντικού η κλίση του ρήµατος για κάποιους που για διάφορους λόγους δεν κατέβηκαν -δεν κατεβήκαµε και παρακολουθούν- παρακολουθούµε δίχως άγχος τα διάφορα...