Στην κεντρική θέση του σημερινού Παιδότοπου το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους του Αναγνωστικού Δ’ Δημοτικού που διδάσκονταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των σημερινών Τεταρτακιών και το εξώφυλλο της “Γλώσσας” για την τετάρτη τάξη που διδάσκονταν οι γονείς τους. Γύρω απ’ αυτά τα τρία πρώτα κεφάλαια του δεύτερου, διανθισμένα με τις σχετικές ζωγραφιές. Σαν εισαγωγή στη νέα σχολική χρονιά που άρχισε χθες και για τον εγγονό μου τον Βαγγέλη… Να ’ναι χαρούμενη και δημιουργική για όλους τους μαθητές και για όλους τους δασκάλους!
Δείτε περισσότερα... ΠΑΙΔΟΤΟΠΟΣ
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
Καλοί μου φίλοι, καλό Σαββατοκύριακο!
Στην κεντρική θέση του σημερινού Παιδότοπου το εξώφυλλο του Αναγνωστικού Δ’ Δημοτικού που διδάσκονταν οι παππούδες και οι γιαγιάδες των σημερινών Τεταρτακιών και το εξώφυλλο του πρώτου τεύχους της “Γλώσσας” για την τετάρτη τάξη που διδάσκονταν οι γονείς τους. Γύρω απ’ αυτά τα τρία πρώτα κεφάλαια του δεύτερου, διανθισμένα με τις σχετικές ζωγραφιές. Σαν εισαγωγή στη νέα σχολική χρονιά που άρχισε χθες και για τον εγγονό μου τον Βαγγέλη… Να ’ναι χαρούμενη και δημιουργική για όλους τους μαθητές και για όλους τους δασκάλους!
Σας χαιρετώ με αγάπη όλους!
Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης
δάσκαλος
δάσκαλος
«Καλή χρονιά!»
-Με το δεξί, με το δεξί στην αίθουσα! Άννα, με το δεξί! Η Δανάη στέκεται στην πόρτα της αίθουσας και βλέπει τα παιδιά που μπαίνουν. Θα κάνουν τα μαθήματά τους και φέτος σε καινούρια αίθουσα, στο δεύτερο όροφο. Τα παιδιά μπαίνουν λίγο διστακτικά. Η Δανάη εξακολουθεί να φωνάζει:
-Με το δεξί, με το δεξί!
-Μα τι σ’ έπιασε; Τι φωνές είν’ αυτές; τη ρώτησε ο Γερά-σιμος μπαίνοντας.
Η Δανάη σωπαίνει για μια στιγμή. Ο Πέτρος του λέει:
-Στο καινούριο σπίτι δεν μπαίνεις με το δεξί πόδι για το καλό; Είναι το ποδαρικό, που λένε. Κι επειδή η αίθουσα είναι καινούρια, γι’ αυτό η Δανάη ξελαρυγγιάζεται να φωνάζει. Θα κλείσει ο λαιμός της, όπως πάει.
-Κατάλαβα, για να πάει καλά η χρονιά.
Για φαντάσου! λέει ο Σπύρος. Η χρονιά αρχίζει… Αραγε θα το πει και στο δάσκαλο, όταν θα μπει;
Για να δούμε! Λες να μην πάει καλά η χρονιά φέτος;
Χτύπα ξύλο, καημένε! λέει ο Γιάννης, που καθόταν λίγο πιο πέρα, και χτυπά το ξύλο του θρανίου.
Χτυπήσω, δε χτυπήσω, πιστεύω πως θα πάει καλά. Και πέρσι περάσαμε ωραία!
Να, ο κύριος μπαίνει, είπαν μ’ ένα στόμα η Δήμητρα κι ο Παράσχος.
-Πιάστε κόκκινο, είπε η Δήμητρα. Για να μη μαλώνουμε. Ακούμπησαν τα χέρια τους στην κόκκινη μπλούζα του Παναγιώτη.
-Τι πάθατε σήμερα μ’ όλα τούτα; ρωτά ο Σωτήρης. Ετσι αρχίζετε εσείς τη χρονιά; Μ’ αυτά τα κουροφέξαλα;
-Τι σημασία έχει; Μήπως η χρονιά δεν αρχίζει καλά; Για κοίτα, είπε η Κατερίνα.
Ο δάσκαλος χαμογελά. Στέκεται μπροστά στην έδρα. Με ζεστή φωνή εύχεται στα παιδιά:
-Καλή χρονιά!
-Καλή χρονιά! Ευχαριστούμε! βουίζει η αίθουσα.
-Με το δεξί, με το δεξί!
-Μα τι σ’ έπιασε; Τι φωνές είν’ αυτές; τη ρώτησε ο Γερά-σιμος μπαίνοντας.
Η Δανάη σωπαίνει για μια στιγμή. Ο Πέτρος του λέει:
-Στο καινούριο σπίτι δεν μπαίνεις με το δεξί πόδι για το καλό; Είναι το ποδαρικό, που λένε. Κι επειδή η αίθουσα είναι καινούρια, γι’ αυτό η Δανάη ξελαρυγγιάζεται να φωνάζει. Θα κλείσει ο λαιμός της, όπως πάει.
-Κατάλαβα, για να πάει καλά η χρονιά.
Για φαντάσου! λέει ο Σπύρος. Η χρονιά αρχίζει… Αραγε θα το πει και στο δάσκαλο, όταν θα μπει;
Για να δούμε! Λες να μην πάει καλά η χρονιά φέτος;
Χτύπα ξύλο, καημένε! λέει ο Γιάννης, που καθόταν λίγο πιο πέρα, και χτυπά το ξύλο του θρανίου.
Χτυπήσω, δε χτυπήσω, πιστεύω πως θα πάει καλά. Και πέρσι περάσαμε ωραία!
Να, ο κύριος μπαίνει, είπαν μ’ ένα στόμα η Δήμητρα κι ο Παράσχος.
-Πιάστε κόκκινο, είπε η Δήμητρα. Για να μη μαλώνουμε. Ακούμπησαν τα χέρια τους στην κόκκινη μπλούζα του Παναγιώτη.
-Τι πάθατε σήμερα μ’ όλα τούτα; ρωτά ο Σωτήρης. Ετσι αρχίζετε εσείς τη χρονιά; Μ’ αυτά τα κουροφέξαλα;
-Τι σημασία έχει; Μήπως η χρονιά δεν αρχίζει καλά; Για κοίτα, είπε η Κατερίνα.
Ο δάσκαλος χαμογελά. Στέκεται μπροστά στην έδρα. Με ζεστή φωνή εύχεται στα παιδιά:
-Καλή χρονιά!
-Καλή χρονιά! Ευχαριστούμε! βουίζει η αίθουσα.
Πέρασε το καλοκαίρι
Πέρασε το καλοκαίρι. Τα τζιτζίκια λαλούν ακόμα στο περιβόλι και τα κηπευτικά είναι στις δόξες τους. Το νερό τρέχει κελαρυστό στο αυλάκι και δροσίζει τα φυτά. Οι καρποί κρέμονται λαχταριστοί από τα κλωνάρια.
Όμως το γαλάζιο φόρεμα του ουρανού το λέρωσαν με τις μουντζούρες τους κάποια σύννεφα, που φάνηκαν ξαφνικά πάνω από το αντικρινό νησί. Η Χρυσαυγή τα είδε. Ολος ο φωτεινός κόσμος, που είχε ανοιχτεί μέσα της, σκοτείνιασε.
Το καλοκαίρι είχε πάει στο νησί. Εκεί έμενε ο ξάδερφός της ο Παντελής με την οικογένειά του. Είχαν ένα μεγάλο σπίτι κι ένα μεγάλο περιβόλι. Από το μπαλκόνι έβλεπες το πράσινο του περιβολιού να σμίγει με το ζαφείρι της θάλασσας. Στο βάθος αχνοφαινόταν κάποιο νησί.
Η Χρυσαυγή περνούσε ξέγνοιαστα τις μέρες της εκεί. Γνωρίστηκε με κάποια γειτονοπούλα. Τα βράδια του νησιού ήταν διάφανα και τα παιδιά κάθονταν στα πεζούλια της περιβολόπορτας σαν παλιοί γείτονες και συζητούσαν ατέλειωτα.
Όμως τώρα το καλοκαίρι πέρασε. Η Χρυσαυγή ετοιμάζεται να γυρίσει στην πόλη, στο θόρυβο, στο σχολείο… Την παραμονή που θα ’φευγαν ανέβηκε στο μπαλκόνι. Ενα ελαφρό αεράκι περπατούσε πάνω στα φύλλα του περιβολιού και ρυτίδωνε το πέλαγος αντίκρυ. Η Χρυσαυγή έκλεισε τα μάτια, για να δει και μέσα της αυτό το φωτεινό θαύμα, θα το ’παιρνε μαζί της για μια ολόκληρη χρονιά.
Πέρασε το καλοκαίρι. Η πόλη, ο θόρυβος, το σχολείο είναι εκεί και περιμένουν…
Όμως το γαλάζιο φόρεμα του ουρανού το λέρωσαν με τις μουντζούρες τους κάποια σύννεφα, που φάνηκαν ξαφνικά πάνω από το αντικρινό νησί. Η Χρυσαυγή τα είδε. Ολος ο φωτεινός κόσμος, που είχε ανοιχτεί μέσα της, σκοτείνιασε.
Το καλοκαίρι είχε πάει στο νησί. Εκεί έμενε ο ξάδερφός της ο Παντελής με την οικογένειά του. Είχαν ένα μεγάλο σπίτι κι ένα μεγάλο περιβόλι. Από το μπαλκόνι έβλεπες το πράσινο του περιβολιού να σμίγει με το ζαφείρι της θάλασσας. Στο βάθος αχνοφαινόταν κάποιο νησί.
Η Χρυσαυγή περνούσε ξέγνοιαστα τις μέρες της εκεί. Γνωρίστηκε με κάποια γειτονοπούλα. Τα βράδια του νησιού ήταν διάφανα και τα παιδιά κάθονταν στα πεζούλια της περιβολόπορτας σαν παλιοί γείτονες και συζητούσαν ατέλειωτα.
Όμως τώρα το καλοκαίρι πέρασε. Η Χρυσαυγή ετοιμάζεται να γυρίσει στην πόλη, στο θόρυβο, στο σχολείο… Την παραμονή που θα ’φευγαν ανέβηκε στο μπαλκόνι. Ενα ελαφρό αεράκι περπατούσε πάνω στα φύλλα του περιβολιού και ρυτίδωνε το πέλαγος αντίκρυ. Η Χρυσαυγή έκλεισε τα μάτια, για να δει και μέσα της αυτό το φωτεινό θαύμα, θα το ’παιρνε μαζί της για μια ολόκληρη χρονιά.
Πέρασε το καλοκαίρι. Η πόλη, ο θόρυβος, το σχολείο είναι εκεί και περιμένουν…
Χανιώτικα νέα (12.09.2015)
Read more: http://www.haniotika-nea.gr/kali-scholiki-chrona-se-mathites-ke-daskalous/#ixzz3lWXLKF4m
Under Creative Commons License: Attribution Non-Commercial
Follow us: @HaniotikaNea on Twitter | haniotika.nea on Facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου