Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Παρασκευή 22 Δεκεμβρίου 2017

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

"ΣΤΟ ΧΡΙΣΤΟ ΣΤΟ ΚΑΣΤΡΟ"

«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο, στο “Στοιβωτό” τον ανήφορο· τ’ ακούσατε; Ούτως ομίλησεν ο παπα-Φραγκούλης ο Σακελλάριος, αφού έκαμε την ευχαριστίαν του εξ’ οσπρίων και ελαίων οικογενειακού δείπνου, την εσπέραν της 23 Δεκεμβρίου του έτους 186… Παρόντες ήσαν, πλην της παπαδιάς, των δύο αγάμων θυγατέρων και του δωδεκαετούς υιού, ο γείτονας ο Πανάγος ο Μαραγκούδης, πεντηκοντούτης, οικογενειάρχης, αναβάς διά να είπει μίαν καλησπέραν και να πίει μίαν ρακιά, κατά το σύνηθες, εις το παπαδόσπιτο κι η θεία, το Μαλαμώ η Καναλάκαινα, μεμακρυσμένη συγγενής ελθούσα διά να φέρει την προσφορά της, χήρα εξηγκοντούτις, υπηρετεί εις του ναούς και τα εξωκλήσια» […]

«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήσει το Χριστό στο Κάστρο επανέλαβεν ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι, που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας, δεν πήγαμε… Φέτος που είναι βαρύς… Και διεκόπη, ως να είπε πολλά. Ο αγαθός ιερεύς είχεν ήθος ανθρώπου λέγοντος οιονεί, κατά δόσεις ό,τι είχε να είπει. Εκ των υστέρων θα φανεί ότι είχε την απόφασιν του και ότι όλα τα προοίμια ταύτα ήσαν μεμελετημένα» […]

«Εξέπλευσαν. Εστράφησαν προς το μεσημβρινοδυτικόν του λιμένος, έβαλαν πλώρη το ακρωτήριον Καλαμάκι. Ο άνεμος ήτο βοηθητικός και ο πλους ευοίονος ήρχιζε. Ναι μεν εκρύωναν πολύ, αλλ’ ήσαν όλοι βαρέως ενδεδυμένοι. Ο παπάς εκάθησεν εις το πηδάλιον, φορών την γούναν του. Η πρεσβυτέρα είχε το σάλι της το διπλό, η θεία το Μαλαμώ είχε το βαρύ γουνάκι με την κουζούκα της. Ο μπαρμπα – Στεφανής ήτο με την νιστερίδα του, με τον κηρωτόν πίλον του, με τον ιμάντα δεδεμένον υπό τον πώγωνα, με τα μακρά πτερύγια σκεπάζοντα τα ώτα, και ο υιός του Σπύρος, ο καλούμενος κοινώς το Μπερκάκι με τας πρεκνάδας και με τας βούλας εις το πρόσωπον, ήτο με τα μανίκια της μαλλίνης καμιζόλας του ανασφουγγωμένος ως τους αγκώνας. Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός» […]

Και προσήγγισαν με πολύν κόπον και αγώνα και βάσανον, βρεγμένοι, θαλασσοπνιγμένοι, μισοπαγωμένοι. Εκεί, εκεί διαναστάει. Υπήρχε εν θαλάσσιον μάρμαρον, ως φυσική αποβάθρα, πότε καλυπτόμενον από το κύμα, πότε ανέχον υπεράνω της θαλάσσης. Την φοράν ταύτην το εκάλυπτε και δεν το εκάλυπτε το κύμα. Επλησίασαν και ησθάνθησαν πάραυτα το ευάρεστον αίσθημα της παύσεως του σάλου και της προσεγγίσεως εις σκεπαστόν και ευλίμενον μέρος! Πάντα κατευόδιο! είπε ποιών το σημείον του Σταυρού ο κυρ Αλεξανδρής, όστις τότε εξεζαλίσθη κι εστάθη εις τους πόδας του». […]

«Όταν έφθασαν εις το Κάστρον και εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσε την ψυχήν των, ώστε αν και ήσαν κατάκοποι και ενυστάζον τινες αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και να του εχωσι φέρει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις. Οι αιπόλοι ευρόντες ενασχόλησιν και πρόφασιν, όπως καπνίζωσι καθήμενοι και ενίοτε όπως εξαπλώνονται και κλέπτωσι από κανένα ύπνον, τυλιγμένοι με τις κάπες των παρά το πυρ, είχαν ανάψει έξω δύο πυρσούς, τον ένα έμπροσεθν του ιερού βήματος, τον άλλον προς το βόρειον μέρος» […]

Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότες, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχον φέρει μεθ’ εαυτών και οι αιγοβοσκοί είχον εις το κάστρον και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του. Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ και επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν» […]



Χρόνια τώρα συνηθίζω να διαβάζω, παραμονές Χριστουγέννων, το διήγημα “Στο Χριστό, στο Κάστρο” του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Στάση σε κάποια αποσπάσματα του σήμερα, τρεις μέρες πριν από τη μεγάλη γιορτή της Χριστιανοσύνης. Έχει πολλά να μας πει ο Άγιος της Νεοελληνικής μας Λογοτεχνίας. Καλά Χριστούγεννα!
Χανιώτικα νέα (22.12.2017)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου