ΒΑΓΓΕΛΗ ΚΑΚΑΤΣΑΚΗ: TΟ ΤΕΛΟΣ (ΔΙΗΓΗΜΑ)
Σκίτσα : ΝΙΚΟΣ ΜΠΛΑΖΑΚΗΣ
Η Μαριγώ, η χήρα, ήταν η μόνη στο χωριό, που όχι κανίσκια δεν κουβάλησε στον αγά, αλλά ούτε και καταδέχτηκε να πάει στο κονάκι του να τον παρακαλέσει για τον μοναχογιό της, σαν ακούστηκε το φοβερό άκουσμα, πως από μέρα σε μέρα οι Τούρκοι θα ‘παίρναν τα σερνικά του χωριού. Ούτε τα παρακάλια, ούτε οι φοβέρες του θείου της του παπά, την έκαμαν ν’ αλλάξει γνώμη. Όλοι στο χωριό είχαν να το κάμουν κι οι πιο πολλοί κάκιζαν τη συμπεριφορά της. Κι όλοι συμφωνούσαν, πως αυτός, ο αναθεματισμένος ο καλόγερος, φταίει. Ακούστηκε κιόλας από μερικούς πως έρχεται ακόμα - ύστερα απ’ όλα που γίνηκαν – τα βράδια στο σπίτι της και της πιπιλίζει το μυαλό. Κι αναθεμάτιζαν την ώρα που ‘ρθε κι έφερε τη συμφορά στο χωριό. Ωστόσο, κανείς δεν το είχε πάρει χαμπάρι πότε πρωτόρθε. \
Όταν για πρώτη φορά τον είδε ο Πανάγος στην Αετοκορφή, πήρε τα πόδια του στον ώμο κι έφτασε ξεγλωσσισμένος στο χωριό.
- Χωριανοί! Χωριανοί!
- Είντα ‘ναι μωρέ θεοκούζουλε;
- Πράματα και θάματα χωριανοί!
- Λέγε, μωρέ. και μας έσκασες.
- Είδα ένα πράμα, που άνθρωπος δεν ήτανε, διάολος δεν ήτανε, πέστε μου εσείς, είντα τανε…
- Μίλα μωρέ καλά! Τον αποπήραν κάμποσοι.
- Εκειδά που πήγαινα μα κόψω ξύλα, να σου και πετιέται ομπρός μου ένας καλόγερος- έτσα μου φάνηκε- φορτωμένος σιδερικά. Ήτανε δύο κεφάλια πάνω από μένα στο μέγαλος και μου φάνηκε πως ήθελε να με καταλύσει.
- Και σου μίλησε; ρώτησαν όλοι μαζί;
- Κατιτίς μουρμούρισε, μα να σας πω την αλήθεια, δεν κατάλαβα, γιατί γίνηκα λαγός απ’ τον φόβο μου.
Για δυο τρεις μέρες δεν έλεγαν τίποτ’ άλλο στο χωριό. Ώσπου μια πρωινή πήγανε δυο ψυχώμενοι άντρες ίσαμε την Αετοκορφή, για να δούνε τι τρέχει.
Η αλήθεια ‘ναι πως κι αυτοί φοβήθηκαν σαν τον αντίκρισαν. Μα δεν το ‘δειξαν. Ήταν ένας ψηλός καλόγερος φορτωμένος με κάθε λογής σιδερικά, που θα ζυγίζανε ως πενήντα οκάδες. Σταυροί, τσεκούρια, μαχαίρια, καρφιά, ότι ‘θελες ήτανε κρεμασμένα πάνω του, σαν να ‘τανε κινητό σιδεράδικο. Τον έκαμαν ως εξήντα χρονών. Η θωριά του ήταν άγρια και τα γένια του έφταναν ίσαμε τη μέση.
Ο παράξενος καλόγερος στεκόταν και τους κοίταξε με κάτι μάτια, που πετούσαν φωτιές.
- Ώρα καλή! Είπαν οι χωριανοί.
- Χριστός Ανέστη! Βρόντηξε με την αγριοφωνάρα του ο καλόγερος κι αντιβούισαν τα βουνά.
Οι άλλοι τα ‘χασαν. Τι Χριστός Ανέστη, Οκτώβρη μήνα, λέει αυτός;
- Ο Χριστός, ξαναβρόντηξε ο καλόγερος, είναι πάντα αναστημένος. Το πιστεύετε μωρέ;
- Το πιστεύουμε… είπαν ξέπνοα κι οι δυο μαζί κι έκατσαν κατάχαμα, στη ρίζα του χαρακιού, σαν να τους πρόσταξε κάποιος.
Εκεί άρχισε να τους μιλά. Στην αρχή η φωνή του ήταν σωστή βροντή. Μα λόγο με τον λόγο μέρευε. Ήτανε κιόλας στιγμές, που γινόταν θεληματάρα και γλυκιά, κοντά θηλυκιά. Μα μόνο για λίγο. Γιατί και πάλι γινόταν βροντερή και άγρια. Τότε ο καλόγερος σηκωνόταν όρθιος και φώναζε, κουνούσε τα χέρια του, τα σιδερικά καταχτυπούσαν κι οι χωριανοί τον έβλεπαν σαν θεό, που άστραφτε και βροντούσε.
Τους μίλησε για τον Μαρμαρωμένο βασιλιά, για την Πόλη, για την Κρήτη, για μια μεγάλη χριστιανική δύναμη τη Ρουσία, που ώρα με την ώρα ετοιμάζεται να μας φέρει τη Λευτεριά. Τους είπε κι ένα τραγούδι που μιλούσε για την Αγια-Σοφιά και τελείωνε μ’ αυτά τα λόγια:
«Σώπασε κυρά Δέσποινα, μη κλαίγεις, μη δακρύζεις,
πάλι με χρόνους και καιρούς, πάλι δικά σας είναι.»
Και τότες ήταν, που ξέσπασε ο καλόγερος στο κλάμα. Έτσι πρωτομπήκε ο πάτερ- Ιωακείμ στη ζωή του χωριού. Και δεν ήξερε μόνο να μιλεί. Γιάτρευε και τις αρρώστιες του κόσμου. Οι χωριανοί αναθάρρεψαν.
Κάθε Κυριακή πήγαινε στην εκκλησία και βοηθούσε τον παπά. Η φωνή του και στο ψάλσιμο ήταν άγρια και πολεμική, σαν τη μορφή του.
Ποτές του δεν καταδέχτηκε να πατήσει σ’ ανθρώπου σπίτι. Μόνο έλεγαν μερικοί, πως τον είδαν να μπαίνει ένα βράδυ στο σπίτι της χήρας της Μαριγώς. Μα η ίδια δεν το παραδέχτηκε. Και το κοπέλι που αναρώτηξαν, τ’ αρνήθηκε κι αυτό.
Δεν είχε κλείσει δέκα μέρες από τότε που πρωτόρθε κι αναμάζωξε τα κοπέλια του χωριού κοντά του, όπως η κλωσσού αναμαζώνει τα πουλιά της. Κι έτρεχαν με τόση λαχτάρα τα παιδόπουλα κοντά του, σαν να τους είχε κάνει μάγια.
Δεν πέρασαν πολλές μέρες και τα κοπέλια αντρειεύτηκαν. Σαν να μεγάλωσαν ξαφνικά. Όλη τη μέρα καρτερούσαν το βράδυ για να μαζευτούν στο ξωκκλήσι τ’ Άη Λια. Εκεί άκουγαν τα παιδιά, πως τα μέρη αυτά που ήταν δικά μας μια φορά, θα λευτερωθούν γρήγορα.
- Πότες γέροντα; ρωτούσε ο Βασίλης της χήρας τον καλόγερο.
- Μέχρι του χρόνου Βασίλη, δεν θα υπάρχει Τούρκος. Η λευτεριά είναι κοντά.
Τα παιδιά σώπαιναν για ν’ αφρουκαστούν το φτεροκόπημα της.
- Και θα πάρουμε την Αγια-Σοφιά γέροντα; ξαναρωτούσε ο Βασίλης.
- Θα την πάρουμε μωρέ! φώναξε ο πάτερ Ιωακείμ. Θα ‘μαι κι εγώ εκεί για να συνδράμω τον παπά να τελειώσει τη λειτουργία, που άφησε μεσοπέλαγα.
Όλα αυτά δεν άργησαν να φτάσουν στ’ αυτιά του αγά. Και τότες ήταν που γίνηκε θεριό απ’ τη λύσσα του. Κάλεσε τον παπά και του ‘πε πως το πράμα βρόμεσε κι αν μέσα σε μια εβδομάδα δεν σταματήσει το «σχολειό», θα του ξεριζώσει τα γένια τρίχα- τρίχα.
Ο παπάς τα χρειάστηκε. Τρόμαξε στην αρχή. Μα γρήγορα βρήκε τον εαυτό του. Κάλεσε τους χωριανούς του και τους τα ‘ψάλε από την καλή. Τους φοβέρισε «Ανάθεμα και κατάρα σ’ όποιον ξαναφήσει τα κοπέλια του να ξαναπάνε στου καλόγερου. Ανάθεμα και κατάρα σ’ όποιον μιλήσει του αναμαζωξιάρη».
Οι χωριανοί λούφαξαν. Οι ελπίδες που είχαν φουντώσει με τον ερχομό του καλόγερου, χώθηκαν στα βάθη της καρδιάς, όπως η σπίθα στη χόβολη. Κι όλοι ορκίστηκαν, πως δεν θα ξαναφήσουν τα παιδιά τους να ξαναπάνε στον Άη Λια.
Έτσι κι έγινε. Κανένας πια δεν άφηνε τα παιδιά του να πηγαίνουν στον Άη Λια. Και μόνο η Μαριγώ, η χήρα, πρώτη ανιψιά του παπά, πήγε κόντρα. Αυτή σαν να μην έγινε τίποτα, άφησε το ίδιο κιόλας βράδυ τον γιο της να πάει στο σχολειό. Ο παπάς δεν της μίλησε. Την ήξερε πως ήταν αγύριστο κεφάλι. Μα είχε ακόμη καιρό. Ο αγάς του ‘χε δώσει μια βδομάδα προθεσμία. Μέχρι την Κυριακή. Και ήταν Τρίτη ακόμη. Κι ο παπάς είχε το σχέδιο του. Ύστερα όλα θα ‘μπαιναν στη στράτα του Θεού.
Μα ξαφνικά την Πέμπτη το πρωί, ο αγάς του μήνυσε να πάει το δίχως άλλο μέχρι το βράδυ στο κονάκι του. Χάρηκε ο παπάς μ’ αυτό το κάλεσμα. Δεν είχαν περάσει ούτε δύο μέρες και είχε βάλει τάξη στο χωριό.
Πήρε τον δρόμο που οδηγούσε στο κονάκι του αγά και δεν έβλεπε την ώρα να φτάσει. Ούτε ο ανήφορος, ούτε τα εβδομήντα χρόνια, που κουβαλούσε στη ράχη του μαζί με το σακούλι, πεσκέσι για τον αγά, ήταν μπορετό να σβήσουν ένα αδιόρατο χαμόγελο, που κρεμόταν στα χείλη του.
Κι αν έλειπε η ανυπακοή της ανιψιάς του, δεν τον ένοιαζε να τ’ αφήσει να γίνει γέλιο τρανταχτό μέσα στο κονάκι του αγά. Με δεν έφταιγε αυτός. Αν δεν τον καλούσε αναπάντεχα σήμερα ο αγάς, θα ‘χε προλάβει μέχρι την Κυριακή, που τελείωνε η προθεσμία μέχρι να ολοκληρώσει τον θρίαμβο του. Μα και πάλι ένιωθε νικητής. «Δεν είναι μικρό πράμα να κυβερνάς ολάκερο χωριό», συλλογίστηκε.
Πολύ είχε στενοχωρεθεί τις προάλλες, που βρήκε τον αγά στα μεγάλα του μπουρίνια. «Ο διάολος να τόνε πάρει για καλόγερο… Θε μου συγχώρεσε μου» μουρμούρισε ο παπάς κι έκαμε τον σταυρό του.
Από την πρώτη στιγμή που τον είδε αυτός, δεν του καλάρεσε. Κι ας τον δέχτηκε για του κόσμου τα μάτια, σαν αδερφό. Κάτι του ‘λεγε μέσα του, πως αυτός ο αναθεματισμένος, κουβαλούσε πάνω του τη συμφορά. Κι ας έλεγαν οι χωριανοί, πως κουβαλούσε την αγιοσύνη.
Σαν ακούς κιόλας τα παράξενα, που ‘λεγε ο καλόγερος στα παιδιά, τρόμαξε για τα καλά. Κατάλαβε πόσο επικίνδυνος ήταν. Αυτός ήθελε ήσυχο το κεφαλάκι του. Σαράντα χρόνια παπάς, πηγαίνει με την τάξη του θεού. Πόσες φορές δεν τους το ‘πε ο ίδιος ο δεσπότης; «Είναι θέλημα θεού, να ‘χουμε τον Τούρκο από πάνω μας. Και δεν υπάρχει μεγαλύτερη αμαρτία, από το να θέλουμε να διώξουμε τους αφέντες μας».
Με αυτά τα λόγια είχε κανονίσει αυτός τη ζωή του. Χρέος του να παρηγορεί τους ραγιάδες, να καλοπιάνει τον αγά, να καλοπερνά. Χρόνια τώρα τα πήγαινε με τον αγά μια χαρά. Τον είχε μάθει πια. Δεν ήταν κακός άνθρωπος. Μόνη του αδυναμία η τάξη και τα πεσκέσια.
Και να, που ‘ρθε τώρα αυτός ο αναθεματισμένος ο καλόγερος να φέρει τα πάνω κάτω. Για μια στιγμή του πέρασε απ’ τον νου να πει στους χωριανούς να μην ξαναφήσουν τα παιδιά τους να πηγαίνουν στον καλόγερο. Μα δε το ‘καμε. Ύστερα σκέφτηκε να πάει ο ίδιος και να τα πει του αγά. Μα να, που ο αγάς τα ‘μαθε από αλλού.
Είχε δίκιο λοιπόν ο αγάς, που γίνηκε θεριό. Γι’ αυτό κι ο παπάς με πολλή χαρά ανέλαβε να φέρει την τάξη στο χωριό. Και την έφερε. Μα δεν θα ησύχαζε, παρά μόνο σαν έβγαζε από τη μέση τον καλόγερο. Όχι δεν τον άφηνε αυτός, τον λύκο να κατασπαράξει τα πρόβατα, που του εμπιστεύτηκε ο θεός.
«Θα του δείξω εγώ του θεομπαίχτη…» μουρμούρισε και τάχυνε το βήμα του. Όπως και να τον έβρισκε τον αγά, εκάτεχε αυτός τον τρόπο να τον φέρει στα νερά του. Τόσα χρόνια τώρα, τον είχε μάθει απ’ όξω κι ανακατωτά. Άναβε, φούντωνε, μα στο τέλος μέρευε.
Είχε κιόλας φτάσει στην ξώπορτα του αγά. Σήκωσε τα μάτια κατά τον ουρανό κι έκαμε τον σταυρό του. «Ο διάολος να τον πάρει για καλόγερο...», μουρμούρισε κι έσφιξε τα δόντια του.
Ούτε το κατάλαβε πως μπήκε μέσα.
- Καλώς όρισες παπά… άκουσε τη βαριά φωνή του αγά.
- Καλώς σε βρήκα αγά αφέντη, τ’ αποκρίθηκε κι έσκυψε το κορμί του ίσαμε το πάτωμα.
- Έλα, κόπιασε…
Άφησε το σακούλι κι έκατσε στον καναπέ. Ο αγάς κάπνιζε τον ναργιλέ του και δεν μιλούσε. Κι όσο δεν μιλούσε τόσο ο παπάς θαρρούσε, πως καθόταν πάνω σε αναμμένα κάρβουνα. «Πού ‘ναι οι φιέστες που μου έκανε μια φορά!», συλλογίστηκε ο παπάς. Κι έκαμε δυο φορές να βάλει μπρος, μα δεν το μπόρεσε.
- Είντα νέα φέρνεις παπά; μίλησε επιτέλους ο αγάς.
Ήθελε να του πει πως όλα πήγανε μια χαρά, η τάξη ξανάρθε, μα η λαλιά του τον πρόδωσε.
- Ε, βαρυχειμωνιά ‘ναι φέτος αγά μου.
- Δε ρώτησα για τον καιρό, μωρέ παπά. Για τ’ άλλο είντα ‘χεις να μου πεις;
Αναθάρρησε λιγάκι:
- Μη σεκλετίζεσαι αγά μου. Φτιάξανε τα πράγματα. Αυτό δα έλειπε! Κι όσο για τον σκύλο τον καλόγερο, θα σου τον κάμω, να μην έχει τόπο να σταθεί. Πάνω απ’ όλα, το δοβλέτι, αγά μου. Εμείς δε θέλουμε μπελάδες στην κεφαλή μας. Κατέεις το του λόγου σου πως ποτές δε σε πειράξαμε. Μα και μεις δεν έχουμε κανένα παράπονο απ’ την αφεντιά σου. Ο θεός να σου δίνει χρόνους…
- Άφησε τις μαλαγανιές παπά και μίλα παστρικά, τον αντίκοψε ο αγάς. Ο καλόγερος άναψε φωτιά.
- Ναι αγά μου… Μα την έσβησα…
- Δεν το κατέεις μωρέ, πως μια φωτιά που άναψε, δεν ξανασβήνει; φώναξε ο αγάς.
- Ναι αγά μου… μα… τόλμησε να ψελλίσει ο παπάς που προμάντευε ξέσπασμα.
- Σκάσε παπά! Ούρλιαξε ο αγάς και σηκώθηκε ορθός. Εδά μιλώ εγώ! Ο καλόγερος άναψε φωτιά. Και το χειρότερο είναι πως το μάθανε και παραπέρα.
Κιτρίνισε μόλις τ’ άκουσε ο παπάς. Η καρδιά του σφίχτηκε. Αυτό το «παραπέρα», πού να πήγαινε άραγε;
- Που λέεις – συνέχισε ο αγάς – έφτασε στ’ αυτιά μου ένα χαμπέρι. Κι έχω χρέος να σου το πω. Γι’ αυτό σε κάλεσα.
- Χαμπέρι;
- Ένα χαμπέρι που λέει, πως μόλις γλυκάνει ο καιρός θα γίνουν μεγάλα πράματα.
- Είντα πράματα; ρώτησε τρομαριασμένος ο παπάς.
- Μόλις γλυκάνει ο καιρός, θα ‘ρθούνε, λέει, στο χωριό οι ξεκουκούλωτοι και θα πάρουνε ούλα τα σερνικά του χωριού, κάτω από δέκα χρονών.
- Είντα πες αγά μου; έβαλε φωνή ο παπάς κι ανασηκώθηκε απ’ τον καναπέ.
- Ναίσκες παπα-Νικολή.
- Και είντα φταίνε τα παιδόπουλα αγά μου; ο καλόγερος τα πήρε στον λαιμό του.
- Είντα να κάμω παπά μου, μαλάκωσε μια στάλα τη φωνή του ο αγάς. Θαρρείς πως μ’ αρέσει κι εμένα;
- Μ’ αυτό το πράμα, αγά μου, έχει να γενεί πενήντα χρόνια! είπε με απόγνωση ο παπάς.
- Ε, να που θα γενεί· τον αντίκοψε ο αγάς. Εγώ το χρέος μου το καμα.
- Και δεν μπορεί να γενεί πράμα; Αν ήθελε η αφεντιά σου! παρακάλεσε ο παπάς, με μια φωνή που ‘βγαινε από τα φυλλοκάρδια του.
- Είντα να σου κάμω παπά. Δεν μπορώ να πω πράμα.
***
Το φοβερό μαντάτο έφερε γυροβολιά τις γειτονιές, πέταξε απλοκαμούς γεμάτους δηλητήριο, μπόλιασε τις καρδιές των χριστιανών με τον φόβο. Τις μέρες περιδιάβαζε στα καλντερίμια, οι χωριανοί το ‘νιωθαν πράμα ζωντανό να σαλεύει, εχθρό που δεν μπορούσαν να τον πολεμήσουν. Τη νύχτα καταλάγιαζε στις καρδιές και τις πλάκωνε.
Οι μανάδες έσφιγγαν τα σερνικά παιδιά στις αγκαλιές τους να τα λιώσουν. Οι άντρες δεν μιλούσαν. Γυρόφερναν το μαύρο μαντάτο στο μυαλό τους, όπως ο ποταμός τα βότσαλα και πάσχιζαν να το φέρουν στο στόμα να γίνει λόγος. Οι γέροντες θυμούνταν τα μικράτα τους. Οι περισσότεροι είχαν μια φορά έναν αδερφό, που τον πήραν οι Τούρκοι. Θυμούνται σαν όνειρο τους καβαλαραίους με τα γυριστά γιαταγάνια, που πλάκωναν αναπάντεχα. Τότες στο χωριό έπεφτε μαύρο σύννεφο. Ο θρήνος ανέβαινε στον ουρανό. Οι γυναίκες μούγκριζαν σαν τις δαμάλες, όταν παίρνουν για σφαγή τα τέκνα τους. Οι εικόνες αυτές, μισοβυθισμένες απ’ τον καιρό, ξαναγύριζαν μπροστά στα μάτια τους και δεν μιλούσαν.
Τα παιδιά γούρλωναν τα μάτια τους κι έκλαιγαν. Μα ορκιζόταν στα κρυφά, πως όχι, ποτέ δεν θα γίνουν αυτά φονιάδες. Ποτές τώρα, που μέσα στην ψυχή τους είναι χτισμένη μια ολόκληρη Αγια-Σοφιά, απ’ τον γέροντα Ιωακείμ. Απ’ τον παράξενο άγιο άνθρωπο, που τώρα έγινε αναθεματισμένος, για τους μεγάλους.
Οι νύχτες μετακούνησαν τα σύνορα τους και στρίμωξαν τις μέρες σε μιας αναπνιάς τόπο. Μια αναπνιά, που μύριζε θάνατο κι απόγνωση. Οι λύκοι είχαν φτάσει κοντά. Και τα πρόβατα, που ‘νιωθαν απροστάτευτα, στριμώχνονταν το ένα δίπλα στο άλλο, για να πάρουν κουράγιο.
Ο παπάς ήταν της γνώμης να καλοπιάσουν τον αγά. Δεν έπαψε να πιστεύει πως του περνούσε αν ήθελε να γλυτώσει το χωριό. Άλλοι έλεγαν να φύγουν.
- Πού να πάμε; Γιατί να δίνουμε αφορμές; αντέτεινε ο παπάς.
Τότες οι άλλοι δεν απαντούσαν.
- Πρώτα πρέπει να ξεμπερδεύουμε με τον καλόγερο, τους είπε ο παπάς. Και τους ξομολογήθηκε το σχέδιο του.
Έτσι, όταν την άλλη μέρα – Σάββατο ήτανε- έκαμε την εμφάνιση του ο καλόγερος στο χωριό, οι χριστιανοί τον υποδέχτηκαν με τις πέτρες. Είδε κι έπαθε, μα γλύτωσε ο “αναθεματισμένος”. Έφυγε σαν το κυνηγημένο φουριάρικο και πήρε τα βουνά.
Από την Κυριακή άρχισαν να κουβαλούν στον αγά κανίσκια, λάδι, τυρί, στάρι, ωζά. Και μέρα με τη μέρα ο ένας πολεμούσε να ξεπεράσει τον άλλο. Ο καθένας έκανε ό,τι μπορούσε, για να σώσει τα παιδιά του. Οι πιο καλοστεκούμενοι μάλιστα, άνοιξαν τις παραδοσακούλες τους και γέμιζαν τον αγά με γρόσια.
Κλαίγανε, σερνόταν στη γης, παρακαλούσαν.
- Δεν μπορεί αγά μου, να γενεί μια χάρη για το παιδί μου;
- Ε… Αν μου περνά… να δούμε…
Τέτοιες ήταν οι απαντήσεις του αγά, που μοίραζε ελπίδες και γέμιζε τις αποθήκες του.
Η Μαριγώ ήταν η μόνη στο χωριό που δεν καταδέχτηκε να παρακαλέσει τον αγά. Κι οι χωριανοί είχαν να το λένε. Πού το πάει η χήρα; Μ’ αυτή ήξερε πολύ καλά που το πήγαινε. Μ’ αυτήν την τελευταία πράξη, έτσι πίστευε, σφράγιζε τη ζωή της. Το ‘νιωθε. Το τέλος ήταν κοντά. Και η ζωή της ήταν το μόνο που δεν λογάριαζε. «Με τον θάνατο μας χτίζουμε τη νέα ζωή!». Πόσες φορές δεν είχε ακούσει από τον γέροντα Ιωακείμ αυτά τα λόγια!
Απ’ τα μικράτα της, η ζωή της ήταν ζυμωμένη με το αίμα, τον θάνατο, τη συμφορά.
Οι πρώτες κουβέντες που άκουσε στο σπίτι του πατέρα της ήταν για έναν χαμένο αδερφό, τον Γιάννη. Ο ίσκιος του βάραινε αφάνταστα μέσα στο σπίτι. Σαν μεγάλωσε λιγάκι, μπόρεσε να ξεκαθαρίσει το πράμα. Τον Γιάννη τον είχαν πάρει οι Τούρκοι, πέντε χρονών παιδάκι και τον έκαμαν γενίτσαρο.
Μεγάλωνε με τη λαχτάρα του αδερφού. Μιλούσαν οι άλλες κοπελιές για τους αδερφούς τους και κολλούσε το στόμα τους. Πόσο πολύ το πεθύμησε να ‘χει κι αυτή έναν αδερφό! Περισσότερο τον αναζήτησε, σαν έχασε μονοχρονίς τους γονιούς της. Και ήταν τότε παιδί πράμα, δεκαπέντε χρονών. Την περιμάζεψε ο θείος της, ο παπάς στο σπίτι του. Θυμάται πόσο γρήγορα παράτησε το κλάμα. Δεν είχε παράπονο απ’ τον θείο της. Κι όμως, ώρες ώρες συλλογιζόταν πως ήταν ξεκάρφωτη στον κόσμο. Οι γονείς της χανόταν ολοένα απ’ τη θύμηση της. Μόνο ο αδερφός, ο αδερφός που δεν είχε γνωρίσει, ερχόταν κοντά κάθε νύχτα στον ύπνο της. «Κουράγιο Μαριγώ!» της έλεγε.
Όχι! Ο αδερφός της δε γίνηκε γενίτσαρος. Ο αδερφός ο δικός της δεν θα μπορούσε ποτές να γίνει γενίτσαρος.
Ωστόσο, χρόνο με τον χρόνο μεγάλωνε, ομόρφαινε. Έγινε πια γυναίκα. Ο αγάς την ορέχτηκε κι ο παπάς μεταχειρίστηκε όλη την πονηριά του, για να τη γλυτώσει. Τότες σκέφτηκε για πρώτη φορά πως ήθελε να είναι άντρας. Ο χαμένος αδερφός, οι αδικοχαμένοι γονιοί, ο αγάς, οι αδικίες, οι πονηριές του παπά, όλα αυτά που έβλεπαν τα μάτια της, που άκουγαν τ’ αυτιά της, κλωθογύριζαν στον νου της.
Κι όμως δε μιλούσε ποτέ σε κανένα γι’ αυτά. Τα φύλαγε για τον εαυτό της και περίμενε…
μπορεί κι αυτός να ήταν ο λόγος που δέχτηκε τον Κωνσταντή γι’ άντρα της, μόλις τη ζήτησε. Γιατί τα φερσίματα του έδειχναν, πως στον νου του είχαν κατασκηνώσει τα ίδια πράματα. Γιατί ήταν κι αυτό ορφανός και κατατρεγμένος.
Μέσα στα μεγάλα μάτια του, μπορούσε εύκολα να διαβάσει απ’ την πρώτη κιόλας στιγμή πως αυτός ο ψηλός μαυριδερός τσεκουράτος άντρας, δεν ήτα σαν τους άλλους.
Όμως δεν ήταν γραφτό να ζήσουνε πολύ μαζί. Δεν είχαν κλείσει δυο χρόνια παντρεμένοι κι ο Κωνσταντής της σκοτώθηκε από έναν Τούρκο στα Χανιά για ψύλλου πήδημα. Ύστερα από οχτώ μήνες, πήγε με τον θείο της τον παπά κι έφερε στην ποδιά τα κόκαλα του άντρα της και τα ‘θαψε για να βρει ανάπαψη η ψυχή του. Όχι! Δεν ένιωσε ποτέ της μοναξιά. Ο Κωνσταντής παράστεκε πάντα δίπλα της.
Κάθε Σαββατόβραδο έπαιρνε τον γιο της – σαν μεγάλωσε- απ’ το χεράκι κι ανέβαιναν ίσαμε τα μνήματα ν’ ανάψει το καντήλι, ν’ αφήσει δυο λουλούδια το παιδί πάνω στην κρύα ταφόπετρα. Δεν έκλαιγε. Ο Κωνσταντής δεν θα ‘θελε ποτέ να κλάψει μπροστά στο παιδί.
Το αγόρι την κοίταξε παράξενα. Κι αυτή χανόταν μέσα στη θάλασσα αυτών των ματιών.
- Εδώ Βασίλη είναι ο πατέρας σου, του ‘πε μια μέρα απλά.
- Πώς ήταν μάνα; ρώτησε ο μικρός.
- Ψηλός γιε μου, πολύ ψηλός κι όμορφος! Σαράντα πήχες ήταν στο μέγαλος. Σπίτι δεν τον εχώριε… Κι όμορφος σαν τον Άη Γιώργη.
- Πες μου πάλι μάνα, πώς είναι μαζί μας!
- Ναι γιε μου! Ναι καμάρι μου! Είναι μαζί μας! Τον βλέπω στα μάτια σου ψυχή μου… και πικρογελούσε.
Γελούσε κι ο μικρός και ονειρευόταν τις νύχτες έναν αψηλό και όμορφο άντρα να του χαμογελά. Και ξαφνικά το κούτελο του άντρα γέμιζε αίματα, μα το χαμόγελο δεν έσβηνε ποτέ!
Ονειρευόταν και μεγάλωνε ο Βασίλης, μεγάλωνε κι ονειρευόταν.
«Πότες θα γίνω κι εγώ αψηλός κι όμορφος μάνα, αψηλός, σαράντα πήχες στο μέγαλος κι όμορφος σαν τον Άη Γιώργη...»
Στα μάτια του γιου της έβλεπε τον χαμένο της αδερφό, τους γονιούς της, τον άντρα της. Όχι! Δεν ήταν μάνα αυτή! Ήταν και γυναίκα και κόρη και αδερφή…
Έσμιξαν όλες οι αγάπες απόψε, μπλέχτηκαν ου θύμησες· «αυτά τα μάτια είναι του Κωνσταντή του άντρα μου, αυτό το σγουρό κεφάλι είναι του αδερφού μου του Γιάννη, αυτά τα χέρια, ποιανού να ‘ναι άραγες αυτά τα χέρια, που κρατώ στα χέρια μου;»
Ήτανε περασμένα μεσάνυχτα. Σε λίγο θα ‘ρχότανε η αυγή. Μα πιο μπροστά θα ‘ρχοτανε το τέλος. Όλα τα είχαν συμφωνήσει με τον καλόγερο ψες το βράδυ. Τον άγριο γέροντα που τη φώναζε «αδερφή» και ήθελε να τον λέει κι αυτή «αδερφό Ιωακείμ».
- Δεν μπορώ πάτερ Ιωακείμ, του λεγε. Δεν μπορώ. Ο αδερφός μου χάθηκε. Δεν τον γνώρισα. Πώς μπορώ να σε φωνάζω «αδερφέ» μου;
- Όλοι είμαστε αδέρφια, αδερφή μου Μαριγώ, της αποκρινόταν και μια σταλιά γλύκα, καταστάλαξε στο αψύ του πρόσωπο.
Πάει, το συνήθισε με τον καιρό. «Ποιος ξέρει, μπορεί να ‘ναι κι ο αδερφός μου ο Γιάννης, που γύρισε, κι όπου να ‘ναι θα μου φανερωθεί», συλλογιζόταν.
Μ’ αυτή τη λαχτάρα, του άνοιγε την πόρτα της κάθε βράδυ. Δεν την ένοιαζε τι θα ΄λεγε το χωριό. Αυτή τον δεχόταν σαν αδερφό. Σαν τον αδερφό της, τον Γιάννη.
- Και τώρα, αδερφή μου, τι θα κάνεις; τη ρώτησε ο καλόγερος, σαν ακούστηκε το φοβερό μαντάτο. Θ’ αφήσεις τον γιο σου να γενεί γενίτσαρος;
- Γενίτσαρος; Καλιά ‘χω να τον σφάξω… φώναξε.
Τρόμαξε τότε. Τι λόγος ήταν αυτός που βγήκε από τα χείλη της; να σφάξει τον γιο της; τον μονάκριβο της;
Μα όσο περνούσαν οι μέρες, τόσο η σκέψη αυτή έπιανε ρίζες στον νου της.
- Όχι! Δε θ’ αφήσω εγώ τον γιο μου να τουρκέψει! Τι θα ‘κανε ο Κωνσταντής αν ζούσε;
Έτσι πήρε από τις πρώτες κιόλας μέρες την απόφαση της. Να γιατί δεν πήγε στου αγά να κλαφτεί. Να γιατί δεν του κουβάλησε πεσκέσια. Να γιατί δεν τη μετακούνησαν οι φοβέρες και τα παρακάλια του θείου της του παπά.
Τις τελευταίες μέρες είχε γλυκάνει ο καιρός. Πάτησε πόδι η Άνοιξη. Το χωριό βούιζε πως μέρα με τη μέρα θα ‘ρχότανε το τέλος. Κι ας έκανε ο αγάς πως δεν ήξερε τίποτα. Κι ας έλεγε ο παπάς, πως δεν ήξερε τίποτα. Κι ας έλεγε ο παπάς, πως με τη βοήθεια του Θεού, όλα θα πάνε καλά.
Μ’ αυτή δεν την ένοιαζε. Είχε παρμένη την απόφαση της. Το τέλος ήταν κοντά. Μα η καρδιά δεν άφηνε τον νου της να σκεφτεί πως θα ‘ταν αυτό το τέλος.
Μα ψες ξεκαθάρισαν τα πράματα. Το τέλος θα ‘ρχόταν γι αυτήν απόψε. Μόνο που θα ήταν διαφορετικό. Έτσι όπως τ’ αποφάσισε ο γέροντας.
- Αύριο, μετά τα μεσάνυχτα… θα πάρεις το παιδί και θα ‘ρθετε στον Άη Λια. Στον γκρεμνό…
… Στον γκρεμνό, της είχε πει ο πάτερ Ιωακείμ.
Το παιδί είχε ξεσκεπαστεί. Το σκέπασε. Ένιωθε πως η ώρα έφτανε. Βγήκε όξω. Ξαστεριά. Κοίταζε κατά τον Άη Λια. Να η φωτιά, που άναψε ο γέροντας. Το σημάδι…
Μπήκε μέσα. Λυπόταν να ξυπνήσει το παιδί τέτοια ώρα. Κάθισε και το κοίταζε. «Πότε θα μεγαλώσω κι εγώ μάνα, να γίνω αψηλός κι όμορφος, σαράντα πήχες στο μέγαλος κι όμορφος σαν τον Άη Γιώργη», συλλογίστηκε τα λόγια του γιου της.
Θα μεγαλώσεις ψυχή μου… μουρμούρισε. Θα μεγαλώσεις. Και θα γενείς άντρας σαν τον πατέρα σου.
Της ήρθε να κλάψει, μα δεν το μπόρεσε. Κι όμως το ‘θελε τόσο πολύ. Ίσως έτσι το βάρος να ‘φευγε απ’ την καρδιά της. Χάιδεψε το σγουρό κεφάλι. Τα χέρια. Κι ύστερα φίλησε το μέτωπο, αυτό το αγαπημένο μέτωπο, έτσι όπως φιλούν έναν νεκρό. Της ήρθε να φωνάξει. Μα κρατήθηκε. Το παιδί είχε ανοίξει κιόλας τα μάτια του.
- Είναι ώρα, μάνα, να σηκωθώ; ρώτησε το παιδί τρίβοντας τα μάτια του.
- Ναι γιε μου! Ώρα είναι!
Το παιδί πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι.
- Άφησε με να σε ντύσω, γιε μου, παρακάλεσε.
- Ε, μάνα, ξέχασες από πότε έχεις να με ντύσεις; είπε το παιδί ψιμογελώντας κι έβαλε γρήγορα γρήγορα τα ρούχα του. Κίνησαν. Το φεγγάρι ολόγιομο τους έδειχνε τον δρόμο.
- Δε μιλάς μάνα; ακούστηκε η φωνή του παιδιού που πήγαινε μπροστά.
- Είντα να σου πω γιε μου; αποκρίθηκε αυτή με σπασμένη φωνή.
Είχαν πια ξεμακρύνει απ’ το χωριό κι ανέβαιναν το ρίζωμα του Άη Λια, ίσια για τη φωτιά.
- Είντα μας θέλει, ο πάτερ Ιωακείμ, τέτοια ώρα, μάνα; ρώτησε το παιδί.
- Δεν άκουσες ψες; Έχει να μας μιλήσει.
- Και γιατί δεν ήρθε στο σπίτι μας; επέμενε το παιδί.
- …
- Άκουσες μάνα; Γιατί ο πάτερ Ιωακείμ δε μας μίλησε στο σπίτι;
- Δεν το σκέφτηκα παιδί μου, είπε με κόπο.
Όμως το παιδί δεν μπορούσε να το βγάλει απ’ τον νου του. Ναι! Ένιωθε χαρά, γιατί θα πήγαινε στον γέροντα, μα γιατί πήγαινε νύχτα, γιατί ερχόταν και η μάνα του μαζί;
- Μάνα! Φώναξε το παιδί ξαφνικά.
- Ναι γιε μου!
- Μη με θέλει ο πάτερ Ιωακείμ να πάμε για την Αγια-Σοφιά; ρώτησε με λαχτάρα το παιδί.
- Ναι, ψυχή μου! Γι αυτό σε θέλει το δίχως άλλο, τ’ αποκρίθηκε η Μαριγώ κι ένιωσε το βάρος να φεύγει από πάνω της.
- Πότες μάνα; Απόψε; ξαναρώτησε ο Βασίλης.
- Απόψε, γιε μου! Απόψε! Σιγοψιθύρισε η Μαριγώ.
Η αετίσια ματιά του καλόγερου που τόση ώρα ήταν καρφωμένη στο μονοπάτι, τους πήρε χαμπάρι.
Σηκώθηκε ορθός και τους περίμενε. Δεν άργησαν να φτάσουν.
- Καλώς όρισες, αδερφή μου Μαριγώ! Καλώς όρισες παιδί μου Βασίλη! φώναξε ο καλόγερος κι άνοιξε τα χέρια του σαν φτερούγες.
- Καλώς σε βρήκα, αδερφέ μου, ψιθύρισε η Μαριγώ και δίχως να το πολυσκεφτεί, χώθηκε στην αγκαλιά του.
- Απόψε κάνεις την πιο μεγάλη θυσία, αδερφή μου! Φώναξε ο καλόγερος. Δίνεις τον γιο σου, για την πατρίδα. Πρέπει να ‘σαι περήφανη!
- Άμποτε να ‘ρθει μια μέρα, ψιθύρισε η γυναίκα, που να μη δίνουν οι μανάδες τα παιδιά τους για την πατρίδα.
- Θα ‘ρθει αδερφή μου! Θα ‘ρθει! Βρόντησε ο γέροντας και ξετύλιξε τα χέρια του απ’ το κορμί της γυναίκας.
- Θα φύγουμε τώρα για την Αγια- Σοφιά; μίλησε ο μικρός με την τραγουδιστή του φωνή.
Ο πάτερ Ιωακείμ γέλασε δυνατά.
- Ναι Βασίλη! Τώρα αμέσως! Είσαι έτοιμος;
- Έτοιμος, γέροντα, έτοιμος! φώναξε το παιδί.
- Λάθεψα, αδερφή μου! Λάθεψα! είπε ο καλόγερος στη Μαριγώ.
Δεν το πήρα χαμπάρι, πως αυτός την έχει κιόλας μέσα του χτισμένη την Αγια- Σοφιά. Καλά μου το ‘λεγες να ‘ρθω να τον πάρω απ’ το σπίτι. Δεν το περίμενα…
- Θα φύγετε κιόλας; ρώτησε με δάκρυα στα μάτια αυτή τη φορά η Μαριγώ, σαν είδε τον καλόγερο να φορτώνεται τα σιδερικά του.
- Ναι! Αργήσαμε, Μαριγώ! Αργήσαμε! Και μας περιμένει πολύς δρόμος μέχρι να φτάσουμε στα Σφακιά.
- Στην Αγια- Σοφιά γέροντα! Διόρθωσε ο Βασίλης.
- Ναι, Βασίλη! Μόνο που ο δρόμος για την Αγια- Σοφιά περνάει απ’ τα Σφακιά.
- Πάρτε με μαζί σας! Έβγαλε σπαραχτική φωνή η Μαριγώ.
- Δεν είναι σωστό! είπε απλά ο καλόγερος. Κι έδειξε πως δεν χωρούσε άλλη κουβέντα.
Κι ύστερα ξαφνικά, άρπαξε το παιδί στον ώμο του κι έφυγε με μεγάλα βήματα.
- Μάνα… Μάναα… Μάνααα… φώναξε το παιδί πνιγμένο στο κλάμα.
Μα ο καλόγερος άνοιξε το βήμα και χάθηκε στο γύρισμα του δρόμου.
- Γιε μου! Αδερφέ μου! Μη… φώναξε μέσα στ’ αναφιλητά η Μαριγώ, σαν τους είδε να χάνονται και κουλουριάστηκε στη γης.
Ξημέρωνε! Τα μπουμπούκια τίναζαν τα κεφαλάκια τους κι ετοιμαζόταν να πουν καλημέρα στον ήλιο.
Για μια στιγμή της πέρασε η ιδέα, να πάρει τον κατήφορο, να γυρίσει στο σπίτι της. Οι δουλειές είχαν απομείνει πίσω. Οι όρνιθες ατάιστες. Τα κρεβάτια ξέστρωτα. Το σπίτι άνω κάτω. Μα τα πόδια της ήταν τόσο βαριά, για να κάμουν έναν τόσο μεγάλο δρόμο.
Ο γκρεμνός έχασκε δυο βήματα μπροστά της και περίμενε το τέλος...
Όπως όλα τα προηγούμενα, έτσι και τούτο με το απροσδόκητο τέλος,με την ανατροπή, τις αιχμές που αφήνει για να κάνει τον αναγνώστη συνοδοιπόρο σε όποιο τέλος εκείνος προτιμήσει, επιβάλλεται με τη δύναμη της πικρής αλήθειας και τη φυσική, χωρίς εξάρσεις αφήγηση. Οι ελάχιστοι ιδιωματισμοί, ακόμα το μέγαλος αντί μέγεθος,΄άγνωστη λέξη, γίνεται κατανοητή από τα συμφραζόμενα και "συλλειτουργεί" μαζί τους. Τα ορθογραφικά, εκ παραδρομής, διορθώνονται. ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΑπό καρδιάς οι ευχαριστίες μου για τα αγαπητικά γραφόμενά σου! Δεν σου κρύβω ότι περιμένω πώς και πώς την κριτική σου! Μετρά πολύ η γνώμη σου!
Διαγραφήμέχρι το τέλος η προσμονή για αυτό που θα γίνει...Συγκίνηση για οσα πέρασε η ράτσα μας....για όσα περνά, για όσα θα περάσει....Ευχαριστώ σε...
ΑπάντησηΔιαγραφήΣας ευχαριστώ πολύ! Αν θέλετε δείτε και τα προηγούμενα της σειράς...
ΑπάντησηΔιαγραφή