Ότι που ‘χε βασιλέψει ο ήλιος. Κι ο
Βασίλης έβλεπε το παχύ κάμπο των Χανιών κι η καρδιά του μάτωνε. Δίπλα του
καθισμένος σε μια πέτρα ο μικρότερος του αδερφός, ο Στέφανος, πάσχιζε να βρει
στη λύρα ένα παράξενο σκοπό.
—
Πρώτο κέρδος αδερφέ μου Στέφανε, είπε φωναχτά τη σκέψη του ο Βασίλης που δεν σάπισε
η ψυχή της Κρήτης.
—
Ποτέ μου δεν φοβήθηκα για τούτο, είπε απλά ο μικρός ενώ τα πιτήδια χέρια του πάσχιζαν
να κάμουν τη λύρα να παίξει τους καημούς και τις έγνοιες της Κρήτης που κουβαλούσε
μέσα του από τότες που γνώρισε τον κόσμο.
—
Ποιός μπορεί να σταματήσει τη ψυχή της Κρήτης τώρα που τη μπόλιασε το μεγάλο
μήνυμα, ξαναείπε ο Βασίλης και χαμογέλασε. Έγινε μια σταλιά σιωπή.
—
Ας είναι, Θε μου, να ’χουν πάρει την απόφαση που θέλουμε οι καπετάνιοι στά
Σφακιά! είπε με τη τραγουδιστή φωνή του ο Στέφανος.
—
Υπομονή Στέφανε! Όπου να ’ναι θα φανεί ο μαντατοφόρος του συντέκνου μας του Μανουσογιαννάκη
και θα μάθουμε την απόφαση που πήραν οι Καπετανέοι στα Γλυκά Νερά. Υπομονή
λοιπόν! Ως τότες μπορεί να ’χεις και συ έτοιμο το τραγούδι σου.
Το νέο τραγούδι. Ξεστράτισε ο νους του
Στεφάνου. Από παλιά αυτόν το νέο άντρα που ‘μοιαζε λιγάκι με Διγενή λιγάκι μ’ Αστράτηγο,
πιότερο με Άη Γιώργη με τα γαλάζια ονειροπόλα μάτια, τον κουμάνταρε η καρδιά. Αυτή
έπαιρνε το νου του σα μικρό παιδί απ’ το χεράκι και του ‘δειχνε τόπους πρωτόγνωρους,
χέρσα ονείρατα. Κι αυτό γινόταν και πάνω στη μάχη, σαν κυνηγούσαν με τ’ αδέρφια
του, τους τρομερούς ξεκουκούλωτους. Ο νους έκανε και τότε πίσω. Όσες
παρατηρήσεις κι αν του ‘καναν τα αδέρφια του δεν μπόρεσε να κόψει το συνήθειο
να βγάνει το κεφάλι του από το χαράκωμα σαν πυροβολούσε. Η καρδιά του τον
πρόσταζε να βλέπει μέ τα ίδια του τα μάτια να λιγοστεύουν οι εχθροί της
Πατρίδας.
«Αυτό το παιδί θα το χάσουμε γρήγορα»,
έλεγε ο άλλος τους αδερφός ο Γιάννης, στο Βασίλη. Τ’ άκουε ο Στέφανος και γινόταν
ολόκληρος ένα στυφό χαμόγελο, ζυμωμένο με καημό και προσμονή ατελείωτη. Κι
έπιανε να κάνει το στυφό αυτό χαμόγελο, τραγούδι που θα ήταν ο πρώτος που θα το
’λεγε, Καληώρα σαν και τώρα που ξεστράτισε πάλι ο νους του και πήγε να βρει την
ξαστεριά της Κρήτης.
Μια στιγμή γύρισε το κεφάλι, κάτι πήγε να
πει στο Βασίλη, μα τον είδε σε συλλογή μεγάλη και μετάνιωσε. Ο Βασίλης τον είδε
με την άκρη του ματιού του.
—
Η απόφαση που θα πάρουνε οι Σφακιανοί, πρέπει να ’ναι κι απόφαση της Κρήτης.
Πρέπει
όλη η Κρήτη να σηκωθεί. Μια είναι η εκδίκηση!
—
Η εκδίκηση!.. Δεν ξέχασες ακόμη Βασίλη;
—
Δεν μπορώ να ξεχάσω. Δε πρέπει να ξεχάσω.
—
Μα δε θυμάσαι το δεσμό; Ξέχασες τους μαλικιαναγάδες τους μουκαγιασήδες που
σφάξαμε;
—
Θυμούμαι! Μα πώς να σου το πω; Όλα αυτά δεν μου γεμίζουν την ψυχή, δε χόρτασα.
Όχι, δεν πήρα ακόμη την εκδίκηση που θέλω εγώ. Την εκδίκηση που πρέπει. Την εκδίκηση
της Κρήτης.
—
Και ποιά ’ναι αυτή η εκδίκηση; ρώτησε ο Στέφανος αφήνοντας κάτω την λύρα, δίπλα
στο ντουφέκι του.
—Ο
σηκωμός της Κρήτης Στέφανε! Όλη η Κρήτη χρωστά εκδίκηση! φώναξε με τη βροντερή
φωνή του ο Βασίλης και σηκώθηκε ορθός. Κάρφωσε τη ματιά του πάνω στη λύρα και
συνέχισε αναμμένος.
-Μόνο
σαν σηκωθεί όλη η Κρήτη, μόνο τότε θα ‘ρθει η λευτεριά. Όλα τ’ άλλα είναι καλά,
μα λίγα. Γι’ αυτό μόνο σαν σηκωθεί Κρήτη
θα μπορώ να πω ότι πήρα εκδίκηση. Έτσι, όπως ορκίστηκα.
Ο Στέφανος τον κοίταζε παράξενα. Έτσι
μαυριδερό με το κορακάτο μουστάκι και
τις
φαρδιές πλάτες, θαρρούσε πως έβλεπε μπροστά του ολάκερη την ψυχή της Κρήτης.
Τον καμάρωνε! Μα πιο πολύ τον αγαπούσε. Πόσο θά ’θελε να σηκωθεί να τον φιλήσει
στό μέτωπο, να του φωνάξει δυνατά. Αδερφέ μου. Τίποτε άλλο.
Μα
ήξερε πως ο Βασίλης δε συμπαθούσε κάτι τέτοια τρυφερά φερσίματα.
—
Εκείνη την ώρα θά ’χω κι εγώ έτοιμο το τραγούδι μου, είπε μόνο και σώπασε.
Τ’ άστρα είχαν ξεφυτρώσει από ώρα στον
ουρανό. Ξαστεριά! Οι κούμαροι και οι αροδαμοί μοσκομύριζαν. Πὀσο μορφονιά ήτανε
οφέτος η Άνοιξη. Η θαλασινη αερινάδα ζόρισε
απ’ τον Φλεβάρη τα νια μπουμπούκια να προβάλλουν τα κεφαλάκια τους. Με το έμπα
τ’ Απρίλη που ’φτάσε και το χαμπάρι του Σηκωμού, είχανε κιόλας στέσει έρωτα με
τον ήλιο. Καλημέρα Κρήτη! Καλώς τη δέχεσαι την αδερφή σου τη ξενιτεμένη τη
Λεφτεριά.
Κι
η Κρήτη άνοιγε τις φτερούγες της, ακόνιζε τα μαχαίρια της, μπόλιαζε με το μυστικό
τα παιδιά της και περίμενε.
—
Κρυώνεις; ρώτησε σιγά ο Στέφανος.
Μα
ο Βασίλης δεν τον άκουσε. Ένοιωθε μέσα του μια άναψη φοβερή να τον καταλεί.
Ο
σηκωμός της Κρήτης.... Η εκδίκηση…
—
Αργεί ο μαντατοφόρος... ξαναείπε δειλά δειλά ο Στέφανος. Ο Βασίλης γύρισε και
τον κοίταξε στα μάτια. Αλλά πάλι δεν μίλησε. Έκατσε! Κι έπιασε και με τα δυό
χέρια το κεφάλι του…
Ήταν Άνοιξη και τότε… Μέρα της Λαμπρής. Μόλις που ’χαν τελέψει οι καλόγεροι το σπερνό της Αγάπης στη Χρυσοπηγή. Στην αυλή του μοναστηριού έξω απ’ τη θύρα του ηγουμενείου είχε στρωθεί το πασχαλινό τραπέζι. Ο Βασίλης θα ‘ταν δεν θα ‘ταν δεκαπέντε χρονών. Η αγάπη του πατέρα του για τα γράμματα τον είχε φέρει στο μοναστήρι, να μάθει γράμματα. Κι εκείνη την ώρα ενώ οι μοναχοί με στεντόρεια φωνή διαλαλούσαν το Χριστός Ανέστη ένα έφιππο στίφος από ξεκουκούλωτους μπήκε στο μοναστήρι με φωνές και αλαλαγμούς. «Θάνατος στους άπιστους! Φωτιά στους ταβλόπιστους!»
Ο Βασίλης εκείνη την ώρα έσερνε νερό απ’ το
πηγάδι. Άφησε το σχοινί απ’ τα χέρια του και λούφαξε σε μια γωνιά. Τα είδε όλα.
Οι καλόγεροι τα ‘χασαν. Σαν τα κλωσσόπουλα μαζώχτηκαν γύρω απ’ τον ηγούμενο. Ο
γέροντας όρθωσε το καμπουριαστό κορμί του. Άστραψαν τα μάτια του και φώναξε αργά
με τη σκληρή ίδια σαν ποταμίσια πέτρα φωνή του. Χτυπάτε εμένα πρώτα! Θα ‘ρθει
καιρός.
Θυμάται
πως ύστερα λιποθύμησε. Σαν συνήρθε είδε τους μισούς μοναχούς να πλέουν μέσα στο
αίμα.
Ο
θρήνος που έστεσαν ύστερα αυτοί που γλύτωσαν τρύπωσε στην καρδιά του
δεκαπεντάχρονου μαθητή. Πιο πολύ όμως απ’ το χαμό των μοναχών πόνεσε για τον
ξεφτελισμό και τη ταπείνωση.
Τότε
ήταν που πέταξε το καλογερικό σκουφάκι και παράτησε το μοναστήρι και τα
γράμματα.
Πριν
φύγει, όμως απ’ το μοναστήρι έδωσε κάτω απ’ το εικόνισμα της Παναγίας τον όρκο
ΕΚΔΙΚΗΣΗ. Να πολεμά όσο θα ζει τους εχθρούς της πατρίδας. Να μπορέσει να σηκωθεί
ορθή η Κρήτη να παλαίψει με τον Τούρκο. Να ‘ρθει ο καιρός.
Ανεβαίνει
στις ρίζες της Μαδάρας. Λίγο αργότερα μαζί μ’ άλλους αποφασισμένους κάνει τον
πατριωτικό δεσμό. Γίνεται ο φόβος κι ο τρόμος των σουμπάσηδων των ξεκουκούλωτων
και των μαλικιαναγάδων. Γρήγορα κατάλαβε πόσο ανώφελο ήταν. Μόνο σαν σηκωνόταν απ’
άκρη σ’ άκρη η Κρήτη, μόνο τότε θα ‘παιρνε κι αυτός εκδίκηση.
Τις
παραμονές του μεγάλου σηκωμού μυήθηκε μαζί με τα αδέρφια του στη Φιλική Εταιρεία.
Το
1819 με τη συγκατάθεση του πατέρα του φεύγει δήθεν για εμπόριο. Κι όμως δεν
νοιώθει ποτές του ήσυχος. Η φωτιά της εκδίκησης θεριεύει μέσα του κι ώρες ώρες
τον καταλαλεί. Ύστερα από ένα χρόνο γυρίζει στην Κρήτη. Ήρθε ο καιρός.
Ασφαλίζει
τα όπλα που έφερε με μύριους κινδύνους.
Δεν
σταματά λεφτό. Κουβαλεί μαζί του τον αέρα της Λευτεριάς.
Οι
καπετάνιοι της Ρίζας του Αποκόρωνα και του Σέλινου, τον ακούνε με κατάνυξη. Κι
αυτός δεν κουράζεται να τους μιλεί για την Κρήτη, για την εκδίκηση.
Στα
Σφακιά οι μισοί του έχουν μεγάλη εκτίμηση, οι άλλοι μισοί τον ακούνε παράξενα.
Και ποιός είναι αυτός που μιλεί σαν ίσος μ’ αυτούς; Μα ο Βασίλης δεν το βάνει
κάτω.
—
Ήρθε ο καιρός! Η Κρήτη πρέπει να πάρει εκδίκηση.
Το
μεγάλο μαντάτο του σηκωμού του Γένους τον βρίσκει στή Νίμπρο. Στο σπίτι του συντέκνου
του του Μανουσογιαννάκη. Ντουφεκιές. Πανηγύρι.
—
Έφταξε κι η ώρα της Κρήτης, σύντεκνε! φωνάζει και σφιχταγκαλιάζονται με το Μανουσογιαννάκη.
Η
φωτιά για εκδίκηση π’ άναψε μεσα του η αποτρόπαιη σφαγή εκείνης της Λαμπρής στη
Χρυσοπηγή φουντώνει.Ο Σηκωμός της Κρήτης είναι κοντά, το νιώθει!
***
Ο
Στέφανος πάσχιζε να βάλει σ’ ένα κανάλι το καημό τη πίκρα και προπαντός την
εκδίκηση της Κρήτης.
Κι
έτσι σαν σήκωσε το κεφάλι του ο Βασίλης και τον είδε ένοιωσε για πρώτη φορά,
μια απέραντη τρυφεράδα για το μικρό του αδερφό. Μ’ απότομα το πρόσωπό του
σκοτείνιασε
«Αυτό
το παιδί θα σκοτωθεί γρήγορα». Τα λόγια αυτά του Γιάννη μπήχτηκαν σαν μαχαίρι
στην καρδιά του.
Ξαφνικά
αλαφιάστηκαν. Τα αυτιά τους συνηθισμένα ν’ ακούνε κάθε λογής θορύβους
τεντώθηκαν. Δυνατές φωνές πατημασιές κόνταιναν ολοένα. Για καλό και για κακό
άρπαξαν τα ντουφέκια τους.
—
Φίλος. Σφακιανός. Ακούστηκε ύστερα από λίγο μια βαριά φωνή. Ένας ξερακιανός άντρας
με κρουσάτο μαντήλι στο κεφάλι πρόβαλε.
—
Χαιρετώ ! Είπε ξερά
— Γεια σου και σένα! Κάτσε.
Άναψαν
τα τσιμπούκια τους
—
Ο σύντεκνός σας ο Μανουσογιαννάκης σας χαιρετά αδερφικά. Σήμερα στα Γλυκά Νερά
πάρθηκε απόφαση να....
—
Δόξα σοι ο Θεός, φώναξε ο Στέφανος κι έκαμε το σταυρό του και πήγε να
αγκαλιάσει τον ξέρακα που έφερε το μήνυμα. Μα η αυστηρή ματιά του Βασίλη τον
έκαμε να κάτσει.
Ο
Σφακιανός συνέχισε.
—
Μα οι καπεταναίοι των Σφακιών λένε πως…
Ο
Βασίλης συννέφιασε. Σηκώθηκε ορθός. Κάτι σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό του.
Σηκώθηκε κι ο Σφακιανός.
—Λέγε
λοιπόν! φώναξε
—Μου
‘πε ο σύντεκνός σας να σας πω, πως οι Καπετάνιοι των Σφακίων βρίσκονται σε
μεγάλη συλλογή αν σηκωθούν μαζί τους και οι άλλοι Καπετάνιοι της Κρήτης. Γι
αυτό σκέφτονται…
—
Κι είναι λόγος αυτός; Τα χουμε πει και
ξαναπεί αυτά.
Όλη
η Κρήτη θα σηκωθεί.
Έβαλε
τις φωνές ο Βασίλης.
Είχε
συννεφιάσει η καρδιά Του. Κι η εκδίκηση της Κρήτης; Αυτός που ‘ταξε τη ζωή του
για το Σηκωμό; Κι αν δε σηκωθεί τώρα η Κρήτη, πότε θα σηκωθεί;
—
Την άλλη βδομάδα, τη Παρασκευή των Σκολών, θάχουμε στο Λουτρό σύναξη γενική.
Είναι καλεσμένες ούλες οι κεφαλές του νησιού. Τότες θα παρθεί απόφαση τελική. Ο
σύντεκνός σας μου είπε να ΄ρθετε απ’ την παραμονή.
Δεν
είχε καλά καλά τελειώσει, πέταξε ένα «Καλές αντάμωσες» και χάθηκε μέσα στη
νύκτα.
Ο
Βασίλης με το Στέφανο έπεσαν σε βαριά συλλογή.
Πέρασε
κάμποση ώρα, έτσι αμίλητοι όπως συνήθιζαν παραδομένοι ο καθένας στις δικές του
σκέψεις. Στην εκδίκηση της Κρήτης και στο τραγούδι της.
Πρώτος
έσπασε τη σιωπή ο Βασίλης.
—
Δεν μπορεί θα το νοιώσουν οι Σφακιανοί, Στέφανε, θα το νοιώσουν!
—
Θα το νοιώσουν… ψιθύρισε κι ο Στέφανος και ξανάπιασε τη λύρα του.
Παιδεύτηκε
κάμποσο. Οι παράξενες λέξεις στριφογύριζαν στο νου του. Κι εντελώς ξαφνικά
φάνηκε ν’ αστράφτει το πρόσωπό του στή ξαστεριά.
Το
βάρος που σήκωνε χρόνια τώρα, ο καημός, το κλάμα η εκδίκηση, η Κρήτη ήταν τραγούδι. Ένα τραγούδι που ο Στέφανος δεν
μπορούσε να θυμηθεί αν κάπου το είχε ξανακούσει ή αν αυτός το έλεγε για πρώτη
φορά. Πήγε να το τραγουδήσει.
Γύρισε
κοίταξε το Βασίλη, τον είδε σκοτεινιασμένο
και προτίμησε να μη μιλήσει.
Κι
όμως ένοιωθε τόσο αλαφρός τόσο χαρούμενος.
Στα
Χανιά και στα χωριά οι Χριστιανοί κοίταζαν με δεος τους παππάδες, που κάρφωναν αυτή
την ώρα το Χριστό, στο Σταυρό. Οι κοπελιές βαστούσαν στεφάνια με πένθιμες βιόλες
και ελπιδοφόρα κατημέρια κι ήταν έτοιμες να τ’ αποθέσουν στα πόδια του μαζί με
πολλά δάκρυα. Συννεφιά.
Ο
Στέφανος κοίταζε κατά τον ουρανό. Ξαστεριά!…
***
Δυτικά
του Ομπρός Γιαλού είναι το Λουτρό.
Γλυκός
τόπος. Δεν έχει τη στεγνή αγριάδα της Μαδάρας που όσο κι αν πεισματικά παραμονεύει
από πάνω σαν αδυσώπητη κατάρα δεν μπορεί να μη χαμογελάσει κι αυτή με το κουράγιο
της θάλασσας.
Στις
θωπείες της γαλάζιας κυράς αφήνει τα μπροσπόδια του το Λουτρό κι αφουγκράζεται
τον καημό της που ταξιδεύει με τον άνεμο.
Ο
αψύς άνεμος των βουνών κι η γλικιά πνοή του Λιβυκού χάρισαν στούς Σφακιανούς
την αρειμάνεια συμπεριφορά και την αγάπη για τη λευτερια.
Η
Μαδάρα περιορίζει το νου τους ίσα ίσα για να χωρεί τα γυμνά της διάσκελα και τα
μοναχικά μονοπάτια της. Το Λιβυκό δίνει κουράγιο στήν καρδιά να κινήσει για τα
μεγάλα οράματα.
Είχαν κιόλας γεμίσει οι ρούγες του
λουτρού από κοσμο -ήταν την άλλη μέρα και το πανηγύρι της Παναγίας- σαν έφτασαν
ότι που σπέρνιαζαν οι παππάδες, τα τρία αδέρφια από το Θέρισσο. Οι Χάληδες.
Μαυριδεροί ντελικάτοι δακτυλιδομέσηδες,
Μπήκαν
στο εκκλησάκι, άναψαν κερί, προσκύνησαν και πήγαν να καθίσουν με τους άλλους
καπετάνιους.
Χαιρέτησαν
ένα ένα χωριστά.
Ο
σύντεκνός τους ο Μανουσογιαννάκης σηκώθηκε και τους φίλησε σταυρωτά. Έκατσαν.
Σιωπή του θανατά. Οι καπετάνιοι χάιδευαν με τα χέρια τους τις ρόγες πων
κομπολογιών να τις λειώσουν.
Ο
Βασίλης λογάριαζε αυτούς τους άντρες. ΄Αγριοι μαυριδεροί, ριζιμιά χαράκια της
Μαδάρας σαν τ’ αγρίμια που διαφεντεύουν τις σπηλιές της.
Και
πάνω απ’ όλα. Λέφτεροι.
Ξάφνου
ο Πρωτόπαππας ρώτησε;
—
Και ποιά είναι η γνώμη σου καπετάν Βασίλη για το Σηκωμό;
Τη
γνώμη μου την ξέρετε όλοι σας. Λέω πως πρέπει να σηκωθεί όλη η Κρήτη.
—
Μεγάλος λόγος! φώναξε απ’ τη θέση του ένας αψύς μεσοκαιρίτης, ο Ρούσσος Βουρδουμπάς.
—
Μπορεί καπετάν Βουρδουμπά, απάντησε ήρεμα ο Βασίλης. Μα τα μεγάλα λόγια πάνε πιο
μπροστά απ’ τις μεγάλες πράξεις. Είναι σαν τα χελιδόνια που φέρνουν την άνοιξη.
Οι
Σφακιανοί καπετανέοι έπεσαν σε συλλογή. Πως ξέρει και τους τα γυρίζει αυτός.
Ο
Πρωτόπαπππας ξαναμίλησε.
—
Έχεις βέβαια καπετάν Βασίλη ακουστά το τι γίνηκε ατα 1770. Ο Δασκαλογιάννης
ξεσήκωσε τους δικούς μας για χατήρι σας μα κανείς δε βρέθηκε να τον συντράμει.
Να δείτε καπετάνιοι που θάχουμε πάλι τα ίδια.
***
—
Όχι τον αντίκοψε ο Βασίλης. Τότες ήταν άλλη έποχή.
Ο
Σηκωμός εκείνος έγινε δίχως οργάνωση. Απ’ την κεφαλή. Αυτή την φορά θα σηκωθούν
τα πόδια, η ψυχή της Κρήτης. Ο λαός.
—
Μα υπάρχει το κουράγιο να σηκωθούν τα πόδια που λες; ρώτησε πάλι ο Πρωτόπαππας.
— Οι κατωμερίτες δεν έχουν ψυχή. Πέταξε ένα λόγο πειραχτικό ένας νιούτσικος
καπετάνιος.
Ο
Μανουσογιαννάκης τον κοίταξε άγρια και λούφαξε.
—
Κουράγιο υπάρχει! φώναξε ο Βασίλης. Τόσα χρόνια και το αίμα της Κρήτης δεν
πάγωσε. Τώρα που θα ζεσταθεί κιόλας.
—
Ναι μα μέχρι να ζεσταθεί είπε κουνώντας τα χέρια ο Βουρδουμπάς θα μας έχουν
φάει οι Τούρκοι.
Ο
Βασίλης δεν μίλησε. Λογάριαζε τι να τους πει.
Πως
έφταξε η ώρα να πάρει η Κρήτη την εκδίκησή της.
Πως
ο Σηκωμός έπρεπε να γεινεί τώρα το δίχως άλλο. Πως οι καρδιές είχαν ανάψει για
τα καλά.
Σηκώθηκε
ορθός για να μιλήσει γι’ άλλη μια φορά.
Μα
ακούστηκε θόρυβος και σταμάτησε. Δυό άντρες όμοιο θεριά στάθηκαν στη μέση της
συντροφιάς. Ο Βασίλης τους γνώρισε. Ήταν ο Σήφακας κι ο Ξέππαπας απ’ τον
Αποκόρωνα. Χαιρέτησαν και τους έκαμαν τόπο να κάτσουν.
—
Τι νέα απ’ τα μέρη σας καπετάν Σήφακα; ρώτησε αντί για καλωσόρισμα ο Πρωτὀπαπας
Ο
Σήφακας σηκώθηκε ορθός. Τι θεριό!
—
Τα χωριά μας βράζουνε καπεταναίοι! Λίγο
ακόμη να καθυστερήσουμε και δεν θα μπορούμε να τους κάνουμε καλά.
Ο
Βασίλης τους κοίταξε με ευγνωμοσύνη.
—
Είναι και τ’ άλλο, είπε ο Ξέπαπας με τη στριγγιά φωνή του. Οι Τουρκαλάδες το
πήρανε χαμπάρι. Έτσι δεν μπορούμε να κάμωμε πίσω. Πρέπει να σηκωθούμε.
—
Μα εμείς φοβούμαστε πως θα μας αφήσετε μοναχούς, ξαναείπε ο Πρωτόπαπας.
—
Και να θέλουμε δεν θα μπορούμε! φώναξε τώρα ο Σήφακας.
Οι Σφακιανοί έπιασαν να σπουδάζουν αυτό τον
λόγο. Τι να πουν αύριο στη σύναξη.
Το
βλεπαν και αυτοί πως το σωστό είναι να σηκωθεί όλη η Κρήτη. Μα σκεφτόταν και το
70. Κανείς δεν τους είχε συντρέξει τότες.
Ο
Βασίλης αφρουκάζεται την καρδιά τους. Λογαριάζει τη σκέψη τους. Νοιώθει πως
χρειάζεται ένας μόνο λόγος ακόμη. Για την εκδίκηση της Κρήτης.
Γυρίζει
τη κοφτερή ματιά του και ψάχνει μ΄απόγνωση τα μάτια του Μανουσογιαννάκη. Μα κι
αυτουνού το μυαλό ταξιδεύει. Πόσους κα πόσους χειμώνες δεν λογάριαζε κοντά στη
παραστιά το Σηκωμό, τη Λεφτεριά.
Ξαφνικά
σηκώθηκε χλαβοή. Και σε δυό λεφτά φάνηκε μπροστά τους ένας ψηλός άντρας πιτήδια
στολισμένος.
Ήταν
ο Μιχάλης Κουρμούλης απ’ τη Μεσαρά. Αυτός που πριν λίγες μέρες ακόμη ήταν ο
Χουσεΐν Μπέης.
Ο
Βασίλης άστραψε ολόκληρος
—
Χριστός Ανέστη, αδέρφια φώναξε με τη ζεστή φωνή του ο Κουρμούλης.
—
Αληθώς Ανέστη! είπαν όλοι μαζί με μια φωνή, που θαρρείς κι έβγαινε απ’ τα
φυλλοκάρδια τους.
Η
Κρήτη Ανέστη! ξαναφώναξε ο Κουρμούλης.
Αντι
για άπάντηση πρώτος ο Μανουσουγιαννάκης τράβηξε τη κουμπούρα του. Κι αμέσως οι
μπαλωτές έπεσαν απανωτές.
Η
απόφαση είχε παρθεί.
Ο
Στέφανος πήγε να πάρει το ντουφέκι. Μα κοντοστάθηκε. Προτίμησε τη λύρα.
Μια
παράξενη μελωδία θριαμβική κι ελπιδοφόρα ανακατώθηκε με τους ξερούς κρότους και
τις πολεμικές φωνές.
Μα
ύστερα από σιγά σιγά, οι ντουφεκιές και οι φωνές λίγαιναν μέχρι που έπαψαν
εντελώς.
Και
τότε ακούστηκε η φωνή του Στέφανου ζεστή σαν το Λιβυκὀ, τυρρανισμένη σαν την
Κρήτη και πανωραία σαν τη Λευτεριἀ να χαϊδεύει τον αέρα, τα δροσουλιασμένα
μπουμπούκια, τη γαλάζια θάλασσα…
Πότες
θα κάμει ξεστεριά, πότες θα φλεβαρίσει
να
πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη πατρώνα
να
κατεβώ στον Ομαλό…
Έμεινε
λιγάκι μετέωρη πάνω τους. Ο Βασίλης ένοιωσε πως έτσι να ‘κανε τα χέρια, του θα
την έπιανε και δίχως να το καλοακεφτεί πήρε το τραγούδι για να τον μιμηθούν κι οι
άλλοι με τις άγριες πολεμικές φωνές τους.
Πότες
θα κάμει ξαστεριά, πότες θα φλεβαρίσει να πάρω το ντουφέκι μου, την όμορφη
Ο
Στέφανος τάχασε για λίγο με τήν αγριάδα που πήρε το τραγούδι στο στόμα των
άλλων. Μα γρήγορα συνήρθε.
Έτσι
έπρεπε. Τώρα κι η δική του φωνή βγήκε άγρια σαν τσεκουριά σαν προσταγή.
Να
πάρω το ντουφέκι μου
την
όμορφη πατρώνα
να
κατεβώ στον Ομαλό.
Τώρα
με δάκρυα στα μάτια ξαναπήραν το τραγούδι οι άλλοι.
Να
πάρω το ντουφέκι μου
την
όμορφη πατρώνα
να
κατεβώ στον Ομαλό.
Ο
Βασίλης σταμάτησε για να αφρουκαστεί τους άλλους... Η Κρήτη λογάριαζε γι’ άλλη
μια φορά να πάρει τ’ άρματα και να σηκωθεί…
Ένα ακόμα διήγημα έξοχο! Χαίρομαι ιδιαίτερα που διέκρινα την αξιοσύνη του Βαγγέλη Κακατσάκη στον πεζό λόγο. Έχει αδικήσει τον εαυτό του. Στα διηγήματά του είναι άνετος, αληθινός. Υπογραμμίζω μια παράγραφο ζηλευτή, από "Γλυκά νερά[...]ως οράματα...)ΕΛΕΝΗ ΧΩΡΕΑΝΘΗ
ΑπάντησηΔιαγραφήΧαίρομαι ιδιαίτερα που σου άρεσε κι αυτό, καλή μου Δασκάλα και ξεχωριστή Ποιήτρια! Αν σου αρέσει και το επόμενο που θα βάλω, Θεού θέλοντος την ερχόμενη Πέμπτη θα ριφθεί ο κύβος να γίνουν βιβλίο... ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΠΟΛΥ!
Διαγραφή