Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Πέμπτη 1 Απριλίου 2021

ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ ΣΤΗΝ ΚΡΗΤΗ

ΒΑΓΓΕΛΗΣ Θ. ΚΑΚΑΤΣΑΚΗΣ :   Η ΚΑΜΠΑΝΑ ( ΔΙΗΓΗΜΑ) 

                                  (ΣΚΙΤΣΑ: ΝΙΚΟΣ ΜΠΛΑΖΑΚΗΣ)


     Ο  ΗΛΙΟΣ βερεμιάρης και κακομοίρης, αφού το πήρε απόφαση πως σήμερα –λαμπριάτικα κιόλας– δεν μπορούσε να κάμει έρωτα με τα λουλούδια, έτσι που απ’ το πρωί τον κυνηγούσαν τα σύννεφα, άρχισε να κατηφορίζει ανόρεξα στον ουράνιο θόλο.

Απ’ την αυγή όλα έδειξαν, πως στραβά κι ανάποδα θα πήγαινε η μέρα του. Και δεν ήταν μόνο τα σύννεφα που του χάλασαν τα σχέδια, λαμπριάτικα σήμερα, κι αν δε χαίρεται ο ήλιος τέτοια μέρα, ποιός θα χαίρεται! Ήταν που βρήκε και τα πορτοπαράθυρα του χωριού μανταλωμένα και του ’δωσε στα νεύρα. Έλπιζε όμως πως όπου και να πάει το πράμα, κάποιο χωριανό θα συναντούσε, να του ’λεγε «καλημέρα» και τα σύννεφα θα ’παιρναν δρόμο. Μεσημέριασε, όμως, και τίποτα. Τότε ήταν που το πήρε απόφαση κι άρχισε να κατηφορίζει, σαν να ’κανε αγγαρεία.

     Ωστόσο ξαφνικά ενώ ήθελε δυο μπόγια να βασιλέψει, άνοιξαν οι ξώπορτες των σπιτιών κι οι χωριανοί, άντρες, γυναίκες και παιδιά, σαν να ’ταν συνεννοημένοι, βγήκαν στους δρόμους και πήραν ν’ ανηφορίζουν σιγά σιγά για το κλησάκι τ’ Άη - Γιώργη, που βίγλιζε τα γύρω ψηλώματα. Μα είχαν κατεβασμένα μούτρα οι χωριανοί, που ο ήλιος σαν τους αντίκρισε, έπεσε σε βαριά συλλογή κι έτσι φουρτουνιασμένος όπως ήταν, τον βρήκαν σ’ αδυναμία τα σύννεφα και τον κούκλωσαν για τα καλά.

 

                                        ********************

    

     Καθισμένος στο χαγιάτι του σπιτιού του, κι έχοντας την πόρτα ορθάνοιχτη, ο Χουσεϊν Μπέης –ο μόνος Τούρκος του χωριού– βλέπει τις πρώτες συντροφιές να περνούν απ’ ομπρός του και ψιμογελά με σημασία κάτω απ’ τα μουστάκια του. Πότες πότες παίζει τα ξεθωριασμένα ματάκια του κι όλο πετά κάποιο λόγο στους χριστιανούς.

— Μη περιμένετε θάματα μπρε! Πάρτε το απόφαση. Ούτε οι πρώτοι θα ’στε, ούτε οι τελευταίοι…

     Οι πιότεροι δάγκαναν τα χείλια τους και δε μιλούσαν. Γιατί όσο κι αν ο φόβος κ’ η ντροπή που κουβαλούσαν, πλάκωναν την καρδιά τους, υπήρχε και μια τόση δα μικρή ελπίδα, σαν τη σπίθα που ’ναι κρυμμένη στη στάχτη. Κι αυτή η ελπίδα, πως θα ’κανε ο Χριστός το θάμα του, όπως τους είπε ο παπα – Μανόλης, και δε θα τους άφηνε να τουρκέψουν, τους έδινε το κουράγιο να πηγαίνουν στο κλησάκι.

 — Λέτε να γενεί το θάμα; ρώτησε ο Γιώργακας, ένας αψηλός μελαχρινός λεβεντονιός, όλος φωτιά και περηφάνια, για να πιάσει κουβέντα.

– Ούλα να τα περιμένεις. Η αλήθεια ’ναι, πως μέχρι τώρα ο παπάς στάθηκε λεβεντιά στο λόγο του. Μ’ αυτή τη φορά είντα να πει κανείς; απάντησε βαρύθυμα ένας.

— Δε θέλω να το ξανακούσω, φώναξε μια γιαγιά κατοχρονίτισσα, πως θα φορέσω εδά στα γεράματά μου φερετζέ!

— Κι εγώ σας λέω πως θα σωθούμε, τώρα που θα τουρκέψουμε. Δε θα ξεσπούνε πάνω στη ράχη μας, οι Τούρκοι κι οι αλλαξοπιστημένοι, φώναξε ένας κοντούλης κιτρινιάρης απ’ την πίσω παρέα.

— Θαρρώ πως τελευταία παρασύρθηκες και συ απ’ το Λαδά, Κωνσταντή! του

’πε με πίκρα ο γέρο - Σήφης.

— Δεν είναι ετσά που το λες. Δε λέω καλός είναι ο Χριστός, μα είδες που δε μας βοηθά;  

Τι Χριστός είναι το λοιπόν, αφού δε συμμερίζεται τη δυστυχία μας; Ή πιστεύετε του παπά, πως θα γενεί θάμα; Τα ίδια δεν έπαθαν οι κοντοχωριανοί μας;  Έδωκαν λέει κι αυτοί, καληώρα σαν και μας, διορία στο Χριστό μια βδομάδα να τους σώσει. Μα δεν ήρθε βέβαια. Και τότες ούλοι οι άντρες του χωριού, με τον παπά μαζί, πήγαν στην Κάντανο και τους έκαμαν την περιτομή. Οι Μυλωνιώτες ήτανε πιο πονηροί. Του δώσανε διορία τρεις μέρες. Μα πού Χριστός! Και θυμάστε καλά το τι τραβήξαμε απ’ αυτούς. Μη σας τα θυμίζω…

— Και περνούν ζωή χαρισάμενη από τότες. Όϊ σαν και μας που ψωμοζητούμε κι η κεφαλή μας περιμένει απ’ ώρα σε ώρα το μαχαίρι του Τούρκου και τη χατζάρα του αλλαξοπιστημένου, απόσωσε κι ένας άλλος δίπλα, του.

— Να δείτε, που σε μας ο Χριστός θα δείξει σημάδι. Ετσά δεν είπε ο παπάς; μίλησε ένας.

— Μακάρι να δείξει! αποκρίθηκε ένας άλλος κ’ οι πιότεροι έκαμαν το σταυρό τους.

     Ο Γιώργακας ένοιωσε πως έγερνε η ζυγαριά και πήρε κουράγιο.

— Μα είντα σημάδι θα δείξει; ρώτησε μια γυναίκα.

— Μπορεί ν’ ακουστεί καμιά φωνή απ’ τον ουρανό! Ή μπορεί ν’ ακούσομε καμπάνα, είπε μ’ αυθάδεια ο Κωσταντής.

— Καμπάνα; αναρωτήθηκε ο γέρο - Σήφης. Αν δε φύγει ο Τούρκος, μη περιμένετε τέτοια χαρά. Μα και πάλι δύσκολο μου φαίνεται. ΙΙού να βρεθεί καμπάνα στο χωριό μας;

— Κι αν ακουστεί; ρώτησε ένας, μα κανείς δεν τ’ απάντησε.

— Λέτε χωριανοί αυτή η Λαμπρή να ’ναι η τελευταία μας; ξαναρώτησε με στυφό παράπονο ο ίδιος, μα και πάλι κανείς δεν τ’ αποκρίθηκε.

 

                                        ********************

    

     Τάχυναν το βήμα, και δεν άργησαν να φτάσουν στο πλάτωμα που ’ταν μπροστά απ’ το κλησάκι. Μάτωσε η καρδιά των πιότερων, σαν είδαν τον παπά να κάθεται στο πεζούλι, όξω απ’ τη μανταλωμένη εκκλησιά, και να βαστά με τα δυο χέρια το κεφάλι του. Έμοιαζαν με τα ωζά, που ψάχνουν μ’ απελπισία να βρουν ένα δέντρο, σαν μυρίζονται καταιγίδα. Περνούσαν ένας - ένας, του φιλούσαν το χέρι του κι οι πιο πολλοί δάκρυζαν. Κι ο παπάς δεχόταν όλους χωρίς καμιά εξαίρεση με τον ίδιο χαιρετισμό.

— Χριστός Ανέστη!

Κι οι χωριανοί έσκυβαν το κεφάλι κι απαντούσαν:

— Αληθώς Ανέστη!

     Κάμποσοι πήραν για κοροϊδία το χαιρετισμό, γιατί ένοιωθαν πως αυτή τη χρονιά, ο Χριστός έμεινε κουκουλωμένος με τα χώματα και δεν άναστήθηκε κι ούτε θα αναστηθεί ποτές πια στον αιώνα τον άπαντα.

     Ήρθε κ’ η σειρά, του Γιώργακα και θέλησε να διαβάσει τα μάτια του παπά. Αυτά τα μεγάλα παράξενα μάτια. Μα γρήγορα αναγκάστηκε να χαμηλώσει τα δικά του. Όμως, έτσι που τού ’πε το «Χριστός ανέστη» ο παπάς, το ’νοιωσε σαν το παγωμένο νερό της βρυσομάνας, ο διψασμένος πεζοπόρος. Ήταν ένα «Χριστός ανέστη», δυνατό  και σίγουρο, που σήμαινε για το Γιώργακα πολλά. Έτσι κι ο δικός του χαιρετισμός, το δικό του «Αληθώς ανέστη», βγήκε από μέσα του ζεστό, σαν το ψωμί, που βγάζει η καλονοικοκυρά απ’ το φούρνο.

     Όμοια μ’ αυτούς, όλο το χωριό, συφάμελο, παρέες παρέες, έφτασε στο πλάτωμα. Άλλοι με την ελπίδα να ροκανίζει το φόβο, άλλοι σίγουροι  πως ο Χριστός θα ’κανε το θάμα και δεν θα ’φηνε το χωριό να τουρκέψει, κι άλλοι – λίγοι αυτοί - με μια κρυφή χαρά,

γιατί απ’ αύριο θ’ αλλάξει η ζωή τους, θα γίνουν κι αυτοί Τούρκοι, θα μπορούν να

σκοτώνουν, ν’ ατιμάζουν και ν’ αρπάζουν, δίχως να δίνουν λογαριασμό σε κανένα. Για το Χριστό τι τους ένοιαζε αυτούς; Ούτε βέβαια το Μωάμεθ λογάριαζαν. Μα να που τη σημερνή μέρα, αν πίστευες στο Μωάμεθ, σε λογάριαζαν στους ισχυρούς. Κι αυτοί δεν το ’χαν σκοπό να σκύβουν. Τι Χριστός, τι Μωάμεθ. Τι τους ένοιαζε αυτούς γι’ αυτές τις λεπτομέρειες; Μα ’χαν κι αυτοί οι τελευταίοι ένα φόβο, μήπως αυτός ο «αναθεματισμένος» ο παπάς, έβγαινε αληθινός και γινόταν το θάμα όπως είχε πει. Μα πού; Γίνονται τη σημερνή μέρα θάματα; Είχαν φτάξει μαζί με τους άλλους κι ετούτοι στο πλάτωμα κι έπιασαν να μιλούν για τα «καλά» που θα ’χουν από αύριο. Κι ανάμεσά τους πρώτος και καλύτερος ο Λαδάς, που, όπως όλοι έλεγαν,  δεν ήθελε το καλό κανενός.  

    

                                                 ********************

 

     Απ’ τους πρώτους είχε φτάσει στο πλάτωμα κι ο Ξενοπάτερος με την παρέα του. Ήταν αυτός που πρώτος, έριξε το λόγο: «Η μόνη σωτηρία είναι να τουρκέψομε». Και το πίστευε αυτό που ’λεγε. Έβλεπε τα παθήματα των συγχωριανών του, τις ατιμίες και τις προσβολές, τη φτώχεια και την κακοπέραση, που όσο περνούσε ο καιρός πλήσιαιναν, κι η καρδιά του μάτωνε. Κρατούσε, από μεγάλη γενιά, μα ποιο τ’ όφελος, αφού λογαριαζόταν κι αυτός ραγιάς σαν τους άλλους; Δεν είχε, μα ούτε ήθελε να ’χει καμιά ιδιαίτερη μεταχείριση. Ό,τι και να γινόταν να ’ναι για όλο  το χωριό. Το χωριό που ’ταν στο έλεος του Θεού. Ιδιαίτερα ύστερα απ’ το Σηκωμό του Δασκαλογιάννη στα Σφακιά, είχαν παραζορίσει τα πράματα. Συχνά πυκνά έμπαιναν οι Τούρκοι στο χωριό κι έκαναν, ό τι δεν μπορούσε να φανταστεί ο νους τ’ ανθρώπου.

     Τότε ήταν που πολλά γυρόχωρα δεν άντεξαν άλλο, το πήραν απόφαση, μαντάλωσαν τις εκκλησιές και πήγαιναν στην Κάντανο με τον παπά μπροστά, για να τουρκέψουν.

Κι αυτό ήταν το χειρότερο, γιατί πολλοί νέοι άλλαξοπιστημένοι –χαμένα κορμιά– για να δείξουν και καλή διαγωγή, ξεχύνονταν σαν τα όρνια τ’ αρπακτικά πάνω στους μέχρι χτες ομοθρήσκους τους κι έκαναν τέρατα και σημεία. Αυτά ’βλεπε ο Ξενοπάτερος, μα δε μιλούσε.

     Όμως σαν άκουσε απ’ ένα παράξενο Καστρινό καλόγερο, πως στη Μεσαρά πολλοί Χριστιανοί τούρκεψαν, μα μόνο στα φανερά, γιατί στα κρυφά έμεναν Χριστιανοί, σαν να του καλάρεσε αυτό. Και μέρες πολλές ύστερα το γυρόφερνε στο νου του μέχρι που το πήρε απόφαση. Ναι, έτσι έπρεπε να κάνουν κι αυτοί! Ας τουρκέψουν για να γλυτώσουν. Μα μόνο στα φανερά. Ας χτίζανε κι ένα μεγάλο τζαμί στη μέση του χωριού, να πηγαίνουν κάθε Παρασκευή να κάνουν τους ντουάδες των. Στα κρυφά όμως θα σκάψουνε τη γης, θα κάμουν εκκλησιές, όπως τους πρώτους Χριστιανούς, κι εκεί θα βαφτίζουν τα κοπέλια και τις κοπελιές τους, θα παντρεύονται και θα λειτουργούνται.

     Όσο τα σκεφτόταν αυτά ο Ξενοπάτερος, τόσο ’βρισκε πως αυτό ήταν το καλύτερο που ’χουν να κάμουν αν ήθελαν να μη ρημάξει το χωριό. Για όλα αυτά ένοιωθε πως είχε ευθύνη. Από τότες, που μέσα του φυτεύτηκε αυτή η ιδέα, άρχισε από σιγά - σιγά να καλομιλεί του Χουσεΐν - Μπέη, αυτός που πριν λίγο δεν ήθελε να τον βλέπει στα μάτια του, κι ας ήταν αγαθός άνθρωπος, όπως έλεγαν κι όλοι οι χωριανοί.

     Κι ήταν στ’ αλήθεια καλός άνθρωπος ο Χουσεΐν, ποτές του δεν έβλαψε κανένα, μα τι

να κάμει κι αυτός ο δόλιος, τώρα που παράσφιξαν τα πράματα;

— Είντα θα ’λεγες μπέη μου, να τουρκεύαμε και μεις; του ’πε μια μέρα, ψιμογελώντας ο Ξενοπάτερος.

— Θα σωθείτε μπρε! ξεφώνισε με χαρά ο Τούρκος.      

— Το σκέφτομαι, μπέη μου, από καιρό!

 – Ό, τι κάμετε, κάμετέ το γρήγορα.

     «Ναι μα το Χριστό, αυτό είναι»». σκεφτόταν ο Ξενοπάτερος.  

 Δεν είπε βέβαια τίποτα απ’ το μυστικό, του Χουσεΐν. Πως κρυφά θα μείνουν Χριστιανοί. Μα σκέφτηκε πως έπρεπε να το πει του παπά. Μα όλο τ’ άφηνε γι’ αύριο.

     Ωστόσο, ο λόγος που ’πε ο Ξενοπάτερος στο Χουσεΐν βρήκε τον καιρό, φοβισμένος στην αρχή, και πήρε τις ρούγες και τα σοκάκια. Μπήκε απ’ τις χαραμάδες στα σπίτια των Χριστιανών, ξάμωσε ίσια στην καρδιά, που τον απόδιωξε, όμως,  με τρόμο. Μα σαν τον πήραν, με δέος την πρώτη φορά, τα στόματα και τον έκαμαν ψίθυρο, τον μισοδεχτήκανε τα μυαλά. Με το πες πες, παραδεχτήκανε κιόλας στο τέλος οι πιότεροι, πως σωτηρία δεν υπάρχει, παρά να τουρκέψουνε. Υπήρχαν βέβαια κι αρκετοί που απόδιωχναν με τρόμο τέτοια σκέψη, όπως υπήρχαν και κάμποσοι άλλοι, που απ’ την αρχή λογάριαζαν, πόσο όμορφα θα περνούσαν στη νέα τους ζωή.

      

                                        ********************

 

      Όλ’  αυτά, έφταναν μέχρι τ’ αυτιά του παπα – Μανόλη κι αμέσως κατάλαβε τον κίνδυνο. Η χριστιανοσύνη συναζόταν γύρω του και ζητούσε τη συμβουλή του. «Ό, τι πεις εσύ γέροντα», του ’λεγαν οι πολλοί. Μ’ αυτός δε μιλούσε. Αυτή η εμπιστοσύνη που του ’δειχναν δεν τον κολάκευε όπως μια φορά. Τον τρόμαζε. Άλλες φορές, πόσο χαιρόταν γι’ αυτή την εμπιστοσύνη! Γιατί πάντα ’χε ένα λόγο να πει σ’ εκείνο που ζητούσε τη συμβουλή του. Ακόμα κ’ οι Τούρκοι από τα γυρόχωρα τον άκουαν και τον σέβονταν…

     Όχι πως ήταν κανένας θεορατικός άντρας ο παπα - Μανόλης. Ένα κακουδέρικο μαυριδερό ανθρωπάκι ήταν, που ’χε καβαλικέψει τα εβδομήντα και το μόνο χαρακτηριστικό που τον έκανε να φαίνεται αλλιώτικος, χώρια βέβαια απ’ τα ράσα που φορούσε, ήταν τα μάτια του. Δυο μεγάλα κατάμαυρα μάτια, που έτσι και τα στύλωνε σε κανένα, τον έκανε να μικραίνει, να μικραίνει, μέχρι που να θαρρεί πως γίνεται ένα με το χώμα. Μιλούσε και μια γλώσσα ίσια, πελεκητή σαν καντουνάδα και χαιρόσουν να τον ακούεις. Κι ήταν ν’ απορεί κανείς με τι γλύκα  μιλούσε, ύστερα από τόσα φαρμάκια που τον είχε ποτίσει η ζωή. Η γυναίκα του πόθανε, δυο χρόνια ύστερα απ’ το γάμο τους, αφήνοντάς του ν’ αναθρέψει δυο δίδυμα σερνικά, που τα ’χασε μονοχρονίς, μόλις πάτησαν τα δέκα, από κακιά αρρώστια.

     Κι όμως ο παπά - Μανόλης έμεινε ορθός σαν το ψηλό κυπαρίσσι. Έκρυψε τον πόνο του και συνέχισε να ζει. Τόσο που τον είχαν για παράδειγμα. Σαν κανένα τον πλάκωνε συμφορά και τον έπιανε μαύρη απελπισία, οι άλλοι του ’λεγαν. «Δε θωρείς μωρέ τον παπά - Μανόλη;» Δεν είχε τίποτα να ζηλέψει από άγιο, όξω από τα θαύματα, αν και ο ίδιος ήταν ένα θαύμα. Κι απορούσαν όλοι στο χωριό, που ’βρισκε άραγες τη δύναμη ο παπάς κι έμενε ορθός. Απορούσαν γιατί δεν ήξεραν το μυστικό του. Γιατί ’χε κι αυτός το δικό του μυστικό. Του το ’χε φανερώσει ο πατέρας του –παπάς κι αυτός– σαν κατάλαβε πως το τέλος του ήταν κοντά…

     Κάθε χρόνο από τότε, ύστερα απ’ τη Διπλανάσταση, σαν έμενε μοναχός, κλείδωνε την

πόρτα της εκκλησιάς, έκανε το σταυρό του, έβγανε μια πλάκα απ’ την πρόθεση και μια

πέτρινη σκάλα τον οδηγούσε βαθιά στη γης. Στην καμπάνα!  Μια μικρή καμπάνα που με λαχτάρα τη σήκωνε στο ένα του χέρι, για να χτυπήσει με τ’ άλλο, μ’ άγρια χαρά το σείστρο. Ο πατέρας του δεν του ’χε πει και πότε την έβαλε εκεί. Το μόνο που του ’πε, ήταν πως κανείς άλλος στο χωριό, δε γνώριζε την ύπαρξη της. Αυτός ο αγγελικός ήχος της καμπάνας που άκουε μια φορά το χρόνο, μόνος αυτός, τον μπόλιαζε με μια δύναμη ανίκητη. Αυτό ήταν το μυστικό του!

     Σαν ύστερα από μέρες ήρθε ο Ξενοπάτερος να του μιλήσει, τον βρήκε σε συλλογή.

Μα έτοιμο.

—Σωτηρία δεν υπάρχει, γέροντα, σε λίγο καιρό δεν θα υπάρχει το χωριό , μ’ αυτά που γίνονται. Έμαθες τις προάλλες; Τουρκέψανε κι οι τελευταίοι κοντοχωριανοί μας, βγήκανε στη γύρα και κάμανε τα πάνω κάτω…

 Μα ο παπάς δεν την κάτεχε αυτή τη γλώσσα…

— Το χωριό βουίζει Γιάννη! Εσύ πρωτόπες πως πρέπει να τουρκέψομε. Τι έχεις να πεις; του ’πε  και κάρφωσε τα μάτια πάνω του.

— Τι έχω να πω; απολογήθηκε  φοβισμένος ο Ξενοπάτερος. Έχω να πω… έχω να πω, πως δε θα γλυτώσει κιανείς μας.

— Μόνο ο Θεός γνωρίζει, είντα θα γενεί! Ακούεις;

— Μα το χωριό είναι άνω κάτω,  γέροντα. Όλοι το βλέπουν πως αν... Ύστερα εμείς δε θ’ άρνηθούμε το Χριστό…

     Κι άρχισε ο Ξενοπάτερος να εξηγά στον παπά, τι ’χει ακουστά πως γινόταν στη Μεσαρά με τους κρυφοχριστιανούς.

— Α, παρά τι θαρρούσες γέροντα, τέλειωσε το λόγο του, πως θ’ αρνιόμουν το Χριστό;

— Θα τον περιπαίζεις όμως, ε; Δε γίνονται αυτά τα πράματα, Γιάννη, και βγάλε το απ’ το νου σου. Όταν ο άνθρωπος από φόβο, πάψει να διαλαλεί αυτά που πιστεύει κι άλλα λέει στα φανερά κι άλλα κάνει στα κρυφά, ξέγραψέ τονε. Αν οι πρώτοι χριστιανοί σκέφτονταν σαν και σένα και δεν είχαν το θάρρος να μολογούν την πίστη τους, θα υπήρχε σήμερα χριστιανοσύνη;

— Δεν είναι μόνο η χριστιανοσύνη γέροντα, αντέτεινε με σεβασμό ο άλλος, είναι κι η Ρωμιοσύνη. Σκέφτηκε η αγιοσύνη σου, ποιους θα βρει η Λευτεριά, όταν έρθει η ώρα της, κατά που γράφουν τα χαρτιά;

— Και τη Λευτεριά μωρέ ποιοι θα τηνε φέρουν; Οι κρυφοχριστιανοί που λες;

Κόμπωσε ο άλλος και δε μίλησε.

— Άντε στο καλό. Και βγάλε απ’ το νου σου τις σκέψεις του Σατανά.

Έφυγε ζεματισμένος ο Ξενοπάτερος, δίχως να μιλήσει.

 

                                       ********************

 

     Κύλησαν οι μέρες, μια σταλιά καταλάγιασε ο ψίθυρος και μόνο ο Χουσεΐν, θύμιζε αραιά και πού το λόγο, που πρωτόπε ο Ξενοπάτερος. «Μόνο αν τουρκέψετε, θα δείτε άσπρη μέρα.»

— Δε θέλει ο παπάς, του ’πε μια μέρα ο Ξενοπάτερος.

— Ο παπάς; Ναι, μα τον Αλλάχ! Στο λαιμό του θα σας πάρει!

— Τα ’μαθες και για τις Μυλωνές; Πήγαν και τούρκεψαν μαζωμένοι! Αφού δε μας βοηθά ο Χριστός σκέφτηκαν, θα βοηθήσουμε εμείς τον εαυτό μας! Γρήγορα θα τους δεχτούμε!

     


Και πραγματικά! Δεν άργησαν να φτάσουν οι νέοι αλλαξοπιστημένοι, για ν’

αποδείξουν κι αυτοί, πόσο πιστοί έγιναν απ’ τη μια μέρα στην άλλη.

— Μη σύντεκνε! φώναζε ξεπνοϊσμένος ένας γεροντής, σ’ ένα Μυλωνιώτη την ώρα που του ’παιρνε τη μοναχοθυγατέρα του. Και μεις θα γενούμε Τούρκοι! Ναι μα το Σταυρό!

— Μα το Σταυρό είπες, ταβλόπιστε ε; Θα σου δείξω εγώ εδά. μα το Χριστό!

Και λέγοντας τα λόγια αυτά, τράβηξε τη γιαταγάνα και του ’κοψε πέρα ως πέρα το λαιμό. Κι οι άλλοι Μυλωνιώτες που τον συνόδευαν πήραν την κεφαλή, έτσι με τα αίματα, την έβαλαν σ’ ένα κοντάρι κι άρχισαν να γυρίζουν στο χωριό. Κι οι χωριανοί έτρεχαν να κρυφτούν, πήραν τα βουνά, φωνάζοντας: « Θα τουρκέψουμε! Θα τουρκέψουμε!»

     Ύστερα απ’ αυτό φούντωσε πάλι για τα καλά η φωτιά, που ’χει ανάψει ο Ξενοπάτερος.

«Να τουρκέψουμε! Να τουρκέψουμε!» φώναζαν δυνατά κάμποσοι -χαμένα κορμιά- με πρώτο το Λαδά. « Να τουρκέψουμε…», έλεγαν δειλά - δειλά, οι μπιστικοί του Ξενοπάτερου.

«Δε θ’ αρνηθούμε το Χριστό,  ό, τι κι αν γενεί…», μουρμούριζαν μερικοί άλλοι.

     Ο παπα - Μανόλης έβλεπε πως έχανε το παιγνίδι. Κάθε μέρα αραίωναν αυτοί που του μιλούσαν. Και φοβόταν τα χειρότερα. Πως στο τέλος θα ’καναν ανυβουλής του. Κάτι έπρεπε να σκεφτεί…

 

                                        ********************

    

      Το Σάββατο του Λαζάρου ειδοποίησε τους χωριανούς να ’ρθουν την άλλη μέρα όλοι στην εκκλησιά. Θα τους έλεγε ένα σπουδαίο μαντάτο. Ο Γιώργακας γύρισε από πόρτα σε πόρτα όλο το χωριό κι έφερε την παραγγελιά του παπά. Την άλλη μέρα -Κυριακή των Βαγιών- δεν έλειψε κοντά κανείς. Στοιβάχτηκαν όσοι χωρούσαν στην εκκλησιά. Οι πιότεροι έμειναν απόξω.

     Τέλειωσε η λειτουργιά. Ο παπα - Μανόλης βγήκε στην Ωραία Πύλη για να μιλήσει. Μα ούτε ο ίδιος δεν ήξερε τι θα ’λεγε. Αγκάλιασε με τα μάτια του το εκκλησίασμα, μ’ αυτή τη φορά οι πιότεροι δεν τα κατέβασαν. «Καμιά φορά χάνουν και οι Άγιοι τη δύναμή τους», σκέφτηκε με τρόμο, άλλα και με πιότερη πίκρα, γιατί ένοιωθε τώρα για πρώτη φορά, πως αυτόν τον κόσμο δεν τον όριζε πια. Ήξερε πως ό, τι και να ’λεγε δεν θα ’πιανε τόπο. Το διάβαζε καθαρά στα μάτια τους. Κι ύστερα τι μπορούσε να τους προσφέρει αυτός; Μήπως να τους σώσει; Μήπως να τους γλυτώσει απ’ τις ατιμώσεις; Κατάλαβε, πως το ποτήρι είχε ξεχειλίσει. Ποιά συμβουλή να δώσει τώρα;

— Ό, τι έχεις να πεις παπά, πες το να τελειώνουμε! φώναξε ο Λαδάς, που πολύ σπάνια πατούσε τα πόδια του σ’ εκκλησιά.

—Είντα να πω; ρώτησε ο παπάς, με μια φωνή που ’βγαινε απ’ τα φυλλοκάρδια του.

Μα το πλήθος δε συγκινήθηκε. Σηκώθηκε ένα σούσουρο που το ’κοψε η στριγγιά φωνή του Λαδά.

— Έγώ θα σου πω, είντα να πεις; Εσύ μας κάλεσες!

— Δεν έχω να σας πω τίποτα. ’Ηθελα μόνο να σας δω,  είπε με παράπονο ο παπάς.

     Οι χριστιανοί άρχισαν πάλι το μουρμουρητό.

— Πες μας παπά! φώναξε τώρα πολύ δυνατά ο Λαδάς. Μπορεί ο Χριστός να μας σώσει; Μπορεί να κατεβεί και να μας βοηθήσει; Μπορεί;

— Όχι, αυτό δεν πρέπει να γενεί! είπε ο παπάς με σπασμένη τη φωνή.

     Μα ξαφνικά κάτι άστραψε μέσα στο μυαλό του. Μια σκέψη πέρασε. Κι είπε με σιγουριά ξαναβρίσκοντας τη φωνή του.

— Μπορεί όμως να γενεί ένα άλλο…

— Τι; έβγαλε φωνή το εκκλησίασμα κι ήταν έτοιμο να κρεμαστεί απ’ τα χείλια του παπά.                  Έπεσε πηχτή σιωπή.

     Ο παπάς σκεφτόταν, σκεφτόταν, σκεφτόταν…  έτσι κι αλλιώς αυτοί ’ναι αποφασισμένοι. Γιατί να μη δοκιμάσει λοιπόν;

— Μπορεί να μας δείξει σημάδι… Να κάμει ένα θάμα, είπε.

— Θάμα; αναρωτήθηκε έκπληκτο το εκκλησίασμα.

— Πότε, στην άλλη ζωή; φώναξε ο Ξενοπάτερος και πικρογέλασαν όλοι.

— Πότε θέλετε σεις;

— Σε μια βδομάδα! φώναξε με δύναμη ο Λαδάς.

— Καλά! Ακούστε λοιπόν! μίλησε ο παπάς κι οι πιότεροι χαμήλωσαν τα μάτια, όπως μια φορά.

     Ο παπάς ένοιωσε πως ξανακέρδισε αυτούς τους ανθρώπους.

— Αδέρφια μου! Είναι μεγάλη αμαρτία να ζητούμε απ’ το Χριστό θάματα για να πιστέψουμε. Μοιάζουμε με το ληστή, που τον είχαν σταυρώσει στα ζερβά του. Θυμάστε είντα ‘λεγε στο Χριστό; «Αν είσαι γυιός του Θεού, κατέβα απ’ το Σταυρό, σώσε τον εαυτό σου και μας». Φορτώνομαι εγώ αυτή την αμαρτία και σας λέω πως ο Χριστός θα κάμει το θάμα που ζητούμε! Την άλλη Κυριακή έχουμε Λαμπρή! Ε, τότες, τη Διπλανάσταση, ο αναστημένος μας Χριστός, θα δείξει σημάδι. Τότε θα δείτε και θα πιστέψετε. Σαν το Θωμά!

— Αν γενεί θάμα, γέροντα, είπε με σεβασμό πολύ τώρα ο Ξενοπάτερος,  κανείς δεν θα τον αρνηθεί. Μα θα γενεί;

— Δε θα γενεί! φώναξε ο Λαδάς. Τα θάματα τελειώσανε, πάει ο καιρός, πέρασε!

Μα ό, τι και να ’πε ο Λαδάς, το εκκλησίασμα είχε αρχίσει να ελπίζει. Οι πιο πολλοί είχαν κρεμαστεί απ’ τα λόγια του παπά.

     Σαν έφυγαν οι Χριστιανοί απ’ την εκκλησία κι’ απόμεινε μοναχός ο παπα - Μανόλης, έκλεισε την πόρτα και γονάτισε κάτω απ’ την εικόνα του Αφέντη Χριστού, να προσευχηθεί. «Τι λόγος ήταν αυτός που ξεστόμισα;», σκέφτηκε με τρόμο. Τι θάμα θα γινόταν; Ένοιωθε αμαρτωλός που ’χε πει μια τέτοια κουβέντα. Μα και πάλι, ξανασκέφτηκε, μήπως το ’κανε για τον εαυτό του; Γαλήνεψε μια στάλα. Αλλά τι θάμα θα γινόταν;

     «Χριστέ μου, κάνε το θάμα Σου», μουρμούρισε κι ένοιωσε τα δάκρυα να κυλούν απ’ τα μάτια του. «Δεν το κάνω για μένα. Βοσκός Σου είμαι, Κύριε, και βλέπω πρόβατά Σου! Και Συ ξέρεις αν τα βλέπω καλά… Μα τώρα βοήθησε, Κύριε, να μη φύγουν απ’ το χειμαδιό που μ’ όρισες.»  Γύρισε τα μάτια του κατά το Χριστό. Ένα νεύμα περίμενε, μα τον είδε αγριωπό. τρόμαξε και τα χαμήλωσε. «Συγχώρεσέ με, Κύριε», είπε με συντριβή «Μα αν είναι να φύγουν τα πρόβατα που μου εμπιστεύτηκες, πάρε με κοντά Σου… Να μην το δω. Κάνε το θάμα Σου, Κύριε»!

 

                                          ********************

    

     Από δω κι ύστερα η ζωή του έγινε προσευχή. Νύχτα και μέρα παρακαλούσε το Μεγάλο Αφεντικό να κάμει το θαύμα.

     Το βράδυ της Μ. Τρίτης, για πρώτη φορά, ο Χριστός του φάνηκε καλωσυνάτος. Μπορεί να ’ταν και ζαλισμένος. Μπορεί… Μα του φάνηκε ολόκληρος ένα χαμόγελο. «Σ’ ευχαριστώ Κύριε! Σ’ ευχαριστώ»! μουρμούρισε. Τώρα πια πίστευε, πως το θαύμα θα γινόταν. Δεν ήξερε με ποιό τρόπο, μα θα γινόταν! Το δίχως άλλο θα γινόταν!

     Τέτοια Μεγαλοβδομάδα δεν ξαναπέρασε το χωριό, Η μέρα ήτανε χρόνος. Η φοβερή απόφαση που πάρθηκε την Κυριακή των Βαγιών, ανάγκασε τους πιότερους να κλειστούν στο καβούκι τους, στον τόπο εκείνο της καρδιάς που ’χε μείνει λεύτερος απ’ το φόβο κι αμόλυντος απ’ τη βρωμιά. Υπήρχε βέβαια κι η ελπίδα σε αρκετούς, πως το θαύμα θα γινόταν, μα κι αυτοί δεν το πολυπίστευαν. Κι αν κάπου  -  κάπου κάποιος μιλούσε κι έλεγε πως θα γενεί, ήταν για να δώσει κουράγιο στους άλλους, μα προπάντων στον εαυτό του.

Αυτή τη Μεγαλοβδομάδα θα τη θυμούνται για πάντα οι χωριανοί. Θα την πουν στα παιδιά τους, τα παιδιά τους στα δικά τους παιδιά και τα παιδιά των παιδιών τους στα δικά τους παιδιά κι αυτό θα γίνεται συνέχεια, για να μείνει στον αιώνα των αιώνων η Μεγαλοβδομάδα αυτής της χρονιάς, σαν η πιο μεγάλη, η πιο φοβερή, απ’ όλες τις Μεγαλοβδομάδες…

     Τη Μ. Πέμπτη το βράδυ, όλοι μαζί σταύρωσαν το Χριστό. Τού ’βαλαν στεφάνι με γαϊδουράγκαθα. Κι ένοιωσαν για πρώτη φορά στη ζωή τους, πως ήταν αυτοί οι Ιούδες, αυτοί οι Πέτροι, αυτοί οι Καϊάφες, αυτοί οι Πιλάτοι, αυτοί οι σταυρωτήδες! Σαν ο παπάς φώναξε «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...», όλο κοντά το εκκλησίασμα αναλύθηκε σε λυγμούς. Ο  Ξενοπάτερος δάκρυσε…

     Την επαύριο -Μ. Παρασκευή- συγκεντρώθηκαν για τον επιτάφιο. Οι κοπελιές στόλισαν το Μεγάλο Νεκρό με λουλούδια κι οι γριές έστησαν το μοιρολόι, ένα μοιρολόι στυφό, που μιλούσε για το χαμένο άντρα, το στύλο του σπιτιού, την απαντοχή τους, το λατρεμένο αρραβωνιαστικό, τον αδερφό. Το εκκλησίασμα έκλαιγε μ’ αναφυλλητά.

Και σαν έφυγαν απ’ την εκκλησιά, όλοι κοντά, ένοιωθαν πως όχι, δεν έχουν ανάγκη από κανένα άλλο θαύμα. Το θαύμα είχε γίνει. Τι πιο μεγάλο θαύμα ζητούσαν, απ’ αυτό που έγινε; Τι πιο μεγάλο θαύμα από το να ’ναι στο χέρι τους, ν’ αναστήσουν τον Μεγάλο Αγαπημένο; Τι ποιο μεγάλο θαύμα από το να δώσουν ζωή, αυτοί οι θνητοί στον Αθάνατο; Ο παπα - Μανόλης έπιασε το σφυγμό του κόσμου. Αυτό ήταν το θαύμα, λοιπόν; Δε θα τούρκευε το χωριό; Έτσι τού ’ρθε αντί για «Δι’ ευχών» να πει στο τέλος το «Χριστός Ανέστη»! Μα δεν το ’καμε. Μια άλλη φωνή φώναζε μέσα του. «Όχι! Όχι, ακόμη!»

     Ωστόσο το Μεγάλο Σαββάτο, η διάθεση του κόσμου άλλαξε. Κάτι κουβέντες του Χουσεΐν πως κι άλλα χωριά τριγύρω ετοιμάζονταν να τουρκέψουν, δηλητηρίασαν μ’ αμφιβολία τη χτεσινή αποδοχή του θαύματος.

— Και ποιος θα σας γλυτώσει απ’ τους καινούργιους πιστούς του Προφήτη; Ο Χριστός; ρωτούσε ο Χουσεΐν. Το καλό που σας θέλω τουρκέψετε, γιατί δε θ’ απομείνει πέτρα πάνω στην πέτρα. Πρώτη σας φορά, μπρε, σταυρώσατε το Χριστό; Πρώτη φορά τον θάψατε;

— Μα τον αναστήναμε κιόλας! τού πέταξε ο Γιώργακας.

— Ναι! Δεν αντιλέγω! Μα για εκείνον! Όχι για σας. Γιάντα, μπρε δε θέλετε ν’ αναστηθείτε και σεις;

— Κι αν γενεί θάμα; αντιμίλησε ο Γιώργακας.

— Τι θάμα μπρε; Πιστεύετε τσι κουζουλάδες του παπά; Γίνονται σήμερο θάματα;

     Αυτά κι άλλα πολλά έλεγε τ’ απόγευμα του Μ. Σαββάτου στην πλατέα του χωριού ο Χουσεΐν κι έφερε τέτοια αναστάτωση, τέτοια σύγχιση, που κανείς δεν ήξερε πια τι να πει και τι να σκεφτεί. Όχι πως γκρεμίστηκε ολότελα, ό, τι χτίστηκε τις βραδιές της Μ. Πέμπτης και της Μ. Παρασκευής μέσα τους, μα όσο και να ’ναι κλονίστηκαν. Χτες είχαν πιστέψει πως το θαύμα είχε θα γενεί το δίχως άλλο. Τώρα, όμως. οι πιότεροι το αποζητούσαν. Κι αυτοί που ’θελαν από φυσικού τους να τουρκέψουν, βρήκαν την ευκαιρία να ξεσπαθώσουν.

     Ο Γιώργακας έφερε τα χαμπέρια στον παπα - Μανόλη.

— Τώρα ο κόσμος ζητά το θάμα, γέροντα! Τι λες, Θα το κάνει ο Χριστός;

— Είπα θα το κάνει!

     Ήρθε το βράδυ. Ένα βράδυ στυφό, αγέλαστο κι έκανε κατοχή στην καρδιά των Χριστιανών, που ’χαν μανταλώσει από νωρίς τις θύρες και τα παραθύρια και δεν είχαν σκοπό να βγουν όξω. Ούτε στην εκκλησιά πήγε κανείς τα μεσάνυχτα για την Ανάσταση. Κάνεις όξω απ’ το Γιώργακα. Ο παπα - Μανόλης φόρεσε τα καλά του άμφια, έβαλε «ευλογητός», μοίρασε το Άγιο Φως, είπε με βαριά καρδιά το «Χριστός Ανέστη» και συνέχισε τη λειτουργιά. Μα η καρδιά του είχε στημένο επιτάφιο θρήνο. Συχνά πυκνά λοξοκοίταζε απ’ την Ωραία Πύλη μήπως φανεί κανείς, μα τίποτα…

     Ωστόσο, πιο πολύ απ’ όλα τον απασχολούσε τι θα γινόταν την άλλη μέρα στη Διπλανάσταση. Για πρώτη φορά πέρασε απ’ το νου του, πως το θαύμα δεν μπορούσε να

γίνει και σπάραξε η καρδιά του. Μ’ αυτό μόνο για μια στιγμή. Γιατί απότομα ένοιωσε πως δεν ήταν δυνατόν να τον αφήσει μοναχό το Μεγάλο Αφεντικό. Το θαύμα θα γινόταν! Μπορεί να μην ήξερε τι θαύμα, μα το ψυχανεμιζόταν. Πήρε κουράγιο και συνέχισε τη λειτουργιά με όρεξη, ώσπου έκανε άπόλυση.

— Χριστός Ανέστη! ευχήθηκε στο Γιώργακα.

— Αληθώς Ανέστη! Αποκρίθηκε μουδιασμένα ο άλλος.

— Χριστός Ανέστη! επανάλαβε ο παπάς.

— Αληθώς Ανέστη! απάντησε για δεύτερη φορά ο λεβέντης.

     Κι ήταν τότε.πριν από τον τρίτο χαιρετισμό. που, ξαφνικά, μια σκέψη γεννήθηκε μέσα του… Τα μάτια του άστραψαν. Τα μηλίγγια του φούσκωσαν. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά. Τα χέρια του έτρεμαν. Κρύος ιδρώς τον περιέλουσε. Του ’ρθε να φωνάξει, να τραγουδήσει, να χορέψει, μα δεν το ’καμε. Κοίταξε μόνο μ’ αφάνταστη χαρά το Γιώργακα.

— Χριστός Ανέστη! βροντοφώναξε για τρίτη φορά. Κατέβηκε απ’ τ’ άγιο βήμα κι έκανε το Γιώργακα μια αγκαλιά.

— Αληθώς Ανέστη γέροντα… μουρμούρισε σαστισμένος ο άλλος.

— Το θάμα θα γενεί! Το θάμα θα γενεί! Το θάμα θα γενεί!... φώναζε με λυγμούς.

— Τι; Πώς; ρώτησε ο Γιώργακας αλαφιασμένος.

— Μου το φανέρωσε ο Χριστός! Μου το φανέρωσε! Το ’ξερα εγώ! Ξέρω πως θα γενεί! Πότε θα γενεί! Κάτσε να σου πω! Ο άλλος υπάκουσε…

 

                              ********************

                                                 

     Ξημέρωσε η μέρα της Λαμπρής! Τέτοια μαύρη Λαμπρή δεν ξαναθυμούνται να ξημέρωσε οι χωριανοί. Μαύρη κι άραχνη. Μ’ ένα ήλιο κακομοίρη και βερεμιάρη. Μπορεί αυτή η Λαμπρή να ’ναι η τελευταία τους. Κι αφού δεν είχαν ακούσει το «Χριστός Ανέστη», δεν έβλεπαν το λόγο να βγούνε όξω. Κλειδαμπαρώθηκαν στα σπίτια τους και το ’ριξαν στη συλλογή. Ναι! Οι περισσότεροι ήθελαν ακόμα, να γενεί το θαύμα. Κι ήταν έτοιμοι να το πιστέψουν. Έτοιμοι, αλλά τι να κάμει μια σταλιά ελπίδα, έτσι που κρυβόταν κιόλας μέσα στο φόβο και στη ντροπή; Όμως κάτι ήταν κι αυτό. Κι αν δεν έβγαιναν, το ’καναν γιατί φοβόνταν, μήπως τους σκοτώσουν κι αυτή τη λίγη ελπίδα. Μα κι αυτοί που ’θελαν να τουρκέψουν, δε βγήκαν….

     Θα ’θελε δυο μπόγια ο ήλιος να βασιλέψει, όταν πρώτος ο Γιώργακας μαζί με τη μάνα και τις αδερφάδες του, άνοιξε την ξώπορτα του σπιτιού τους και βγήκε στο δρόμο. Δεν άργησαν να τον μιμηθούν κι άλλοι και δεν πέρασε πολλή ώρα, που όλοι οι χωριανοί σαν να ’ταν συνεννοημένοι βγήκαν στο δρόμο, και πήραν ν’ ανηφορίζουν με βαριά καρδιά – μια σταλιά η ελπίδα- κατά το κλησάκι τ’ Άη - Γιώργη, για τη Διπλανάσταση, για το τέλος…

     Στο πλάτωμα τ’ Άη - Γιώργη τ’ ανθρωπομάνι σιγά σιγά πλήσιαινε κι οι λιγοστοί που έλειπαν ακόμα απ’ τη σύναξη, ερχόταν ολοένα, χαιρετούσαν τον παπά κι ύστερα κάθονταν παρέες παρέες κι ανήμεναν. Ο παπάς καθισμένος στο πεζούλι, υποδεχόταν τους χωριανούς πάντα με τον ίδιο χαιρετισμό, ένα «Χριστός Ανέστη» ούτε ζεστό ούτε κρύο. Και μόνο σαν χαιρετούσε το Γιώργακα, έκαμε τη φωνή του, όσο μπορούσε πιο ζεστή, τέλεια ζεστή, σαν τον καλοκαιριάτη ήλιο, ντάλα μεσημέρι. Ήταν το σημάδι!

     Έβλεπε ο παπα - Μανόλης τους χωριανούς του να μαζώνονται κι ένοιωθε σαν την κλωσσού, που ανοίγει τις φτερούγες της για να σκεπάσει τα πουλάκια της, την ώρα που τριγυρνούν οι κοράκοι. Κι όσα προλάβει να σώσει!

     Σαν συνάχτηκε ούλο το χωριό, σηκώθηκε απ’ το πεζούλι ο παπα - Μανόλης, άνοιξε την πόρτα της εκκλησιάς και μπήκε μέσα. Όσοι πρόλαβαν τον μιμήθηκαν, οι πολλοί έμειναν απ’ όξω. Δεν ακουγόταν αναπνιά. Είχε πάρει ο καθένας τη θέση του και περίμενε. Και μόνο ο Λαδάς, μπαινόβγαινε σαν το χάρο, κρατώντας στα χέρια, του την κουλούρα με το κερί, για να ζώσουν όπως έλεγε την εκκλησιά, αφού ο Χριστός δε θα ’κανε το θαύμα του…

     Ο παπάς φόρεσε στα γρήγορα τα ιερά άμφια και πήρε καιρό, γέμισε  η εκκλησιά λιβάνι και «Χριστός Ανέστη»! Ένα «Χριστός Ανέστη», που ’γινε αμέσως γαμουλιώτικο τραγούδι, ίδιος άνεμος που ροβολά απ’ τα ψηλώματα και ξεριζώνει δεντρά. Ο παπάς ορθός στην Ωραία Πύλη, άφησε το τροπάρι στα στόματα των χωριανών του και καμάρωνε. Κι οι χωριανοί έλεγαν πάλι και πάλι το «Χριστός Ανέστη» και ’βλεπαν τον παπά τους να ψηλώνει, να ψηλώνει και να ψηλώνουν κι αυτοί μαζί του, να ψηλώνουν για πρώτη φορά στη ζωή τους, μέχρι που ’νοιωσαν, πως η εκκλησία είναι τόσο χαμηλή, ο ουρανός τόσο κοντά τους, να έτσι και να σήκωναν τα χέρια τους, θα τον άγγιζαν, τόσο είχαν ψηλώσει αυτοί, ή τόσο χαμηλά είχε κατεβεί ο ουρανός. Οι απόξω στριμώχνονταν μπροστά στην πόρτα κι έψελναν κι αυτοί, μ’ όλη τους τη δύναμη. Κι ήταν τόση η έκστασή τους, που κανείς δεν πήρε χαμπάρι τον παπά, που ’κανε νόημα του Γιώργακα και κανείς, μα κανείς, δεν κατάλαβε το Γιώργακα. που βγήκε με προφύλαξη απ’ την εκκλησιά…

     Ο παπάς είδε κι έπαθε να τους κάνει να πάψουν. Και μόλις χαμήλωσαν οι φωνές, ένας πρωτάκουστος ήχος, που ’μοιαζε με τραγούδι απόκοσμο, έφτασε στ’ αυτιά τους, σαν να τραγουδούσαν άγγελοι.

— Καμπάνα! φώναξε θριαμβικά ο παπάς.

— Καμπάνα! απάντησαν μ’ ένα στόμα οι χωριανοί, κι ας μην την είχαν ακουστά ποτές τους.  κι ένοιωσαν ένα ρίγος πρωτόγνωρο κι αμέσως μια χαρά ανείπωτη, που ποτές τους δεν είχαν δοκιμάσει.

— Το θάμα!.. Το θάμα!.. Το θάμα!.. μουρμούρισαν πρώτες οι γυναίκες.

— Σωπάτε! φώναξαν οι άντρες. Σωπάτε ν’ ακούσομε!

     Μα η καμπάνα είχε κιόλας σταματήσει. Κι όμως στ’ αυτιά τους αντηχούσε ακόμα η παραδείσια της μουσική, το γλυκύτατο ντιν - νταν, που άκουγαν για πρώτη φορά...

— Άκουσες; ρωτούσε ο ένας.

— Ἀκουσα! απαντούσε ο άλλος.

— Το θάμα γίνηκε! φώναζε μ’ όλη της τη δύναμη μια γιαγιά κατοχρονίτισσα.

— Το σημάδι που ζητήσαμε έγινε! Το χωριό μας δεν έχει ανάγκη να τουρκέψει! Χριστός Ανέστη, χωριανοί! βροντοφώναξε ο Ξενοπάτερος.

— Αληθώς Ανέστη! απάντησαν όλοι μ’ ένα στόμα κι έκλαιγαν με δάκρυα χαράς.

— Ζει και βασιλεύει παιδιά μου! φώναξε κι ο παπά - Μανόλης και κάρφωσε με σημασία τα μάτια του στο Γιώργακα, που έφτανε αυτή την ώρα στη θέση που ’χε αφήσει πριν λίγο, όταν του ’γνεψε ο παπάς…

 

                                        ********************

   

      Για καιρό πολύ κανείς δεν έμαθε πως γίνηκε το θαύμα και δεν τούρκεψε το χωριό. Κι όταν ύστερα, από χρόνια πολλά, ακούστηκε πως το θαύμα το ’κανε ο παπα - Μανόλης με το Γιώργακα, κανείς δεν το πίστεψε. Όλοι έλεγαν στα παιδιά τους και τα παιδιά τους στα δικά τους παιδιά, πως το θαύμα το ’κανε ο Χριστός.  Κι είχαν ξεχάσει οι δόλιοι τι γίνηκε στο χωριό, ύστερα απ’ τ’ άκουσμα της καμπάνας…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Ευχαριστίες στον και μαθητή μου στο Δημ.Σχ. Στροβλών Σελίνου Θεολόγο - γραμματέα της Μητρόπολης Κίσάμου και Σελίνου για την πληκτρολόγηση του κειμένου. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου