ΑΠΟ ΤΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΚΡΗΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗ
Επιμἐλεια: Νεκτάριος Ευ. Κακατσάκης
Πρόχειρον Σημειωματάριον – Ημερολόγιον
Εφέδρου χωροφύλακος Νικολάου Γ. Μπροτζάκη
Εξ Αμνάτου Ρεθύμνης – Κρήτης
Ογδόντα χρόνια μετά από το ιστορικό έπος του 1940! Του μεγάλου “ΟΧΙ” που είπαν τότε οι Ελληνες, αρνούμενοι να παραδώσουν “γη και ύδωρ” στους επίδοξους κατακτητές!
Το μεγάλο “ΟΧΙ” εκείνο της φυλής διατρανώθηκε με το… πανηγύρι που στήθηκε για την κατάταξη των αντρών στο στρατό για την πατρίδα που κινδύνευε!
Από κάθε περιοχή της Ελλάδος έσπευσαν άνθρωποι απλοί να συνδράμουν τον ιερό αυτό αγώνα υπέρ βωμών και εστιών!
Σήμερα τιμώντας τη μνήμη όλων εκείνων των ηρώων που έσπευσαν -με όπλο πρωτίστως την ψυχή τους- παρουσιάζουμε αυτούσιο το Ημερολόγιο ενός απλού στρατιώτη του έφεδρου χωροφύλακα Νικολάου Γ. Μπροτζάκη, εξ Αμνάτου Ρεθύμνης – Κρήτης, όπως ο ίδιος αναγράφει στην πρώτη σελίδα του Ημερολογίου του.
Συγκλονιστικές περιγραφές – ντοκουμέντα μέσα από τα οποία παρακολουθούμε τις δυσκολίες και τις κακουχίες που έζησαν εκείνοι που έκαμαν το χρέος τους ως άλλοι Σπαρτιάτες…
Το χειρόγραφο αντίγραψε η κόρη του Ν. Μπροτζάκη, Αγγελική Μπροτζάκη – Σκάρπα η οποία σημειώνει σε ένα ε της σημείωμα μεταξύ άλλων:
«Ο Νικόλαος Γ. Μπροτζάκης γεννήθηκε στην Αμνάτο Ρεθύμνης από γονείς γεωργούς, το Γεώργιο και τη Σοφία. […] Η οικογένεια του ήταν φτωχή και η κατάταξη στη Χωροφυλακή ήταν εκείνα τα χρόνια μια σπουδαία επαγγελματική αποκατάσταση. Η Χωροφυλακή στάθηκε ένα ανώτερο σχολείο γι’ αυτόν, που ήθελε να μάθει γράμματα. Καλλιέργησε τη γλώσσα και έμαθε να μιλάει και να γράφει καλύτερα.[…]. Αντέγραψα το ημερολόγιο του πατέρα μου, σαν μνημόσυνο στη μνήμη του. […] Οι ρίζες μας, οι προγονοί μας, χωρίς να το αντιλαμβανόμαστε άμεσα, καθορίζουν σε κάποιο σημείο τη ζωή μας. Η παρακαταθήκη τους και τα δικά τους βήματα μας άνοιξαν το δρόμο για τη δική μας ζωή. Κάθε λόγος τους είχε τη βαρύτητα του για το μέλλον μας. Κάθε πράξη τους έβαζε ένα λιθαράκι για να πατήσουμε και να ανέβουμε ψηλότερα. Πιστεύω ότι θα χαίρεται να βλέπει πως οι απόγονοι του έκαναν πράξη τα δικά του όνειρα. […] Παντρεύτηκε την Ειρήνη Αγγελή Κανακάκη το 1939, αφού έκτισε το σπίτι του, όπως συνήθιζαν τότε στην Κρήτη. […] Με την έκρηξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου κατετάγη έφεδρος χωροφύλακας στην Ήπειρο. Τα γεγονότα της ζωής του την περίοδο αυτή καταγράφει στο ημερολόγιό του. […]
Απέκτησε τρία παιδιά. Το Γιώργη, τη Μαρίνα και την Αγγελική. Ήθελε πολύ να μάθουν γράμματα, μα δεν πρόλαβε να τα χαρεί. Οι κακουχίες και κάποιο κρύωμα την εποχή του πολέμου πείραξε την καρδιά του. Πέθανε το 1956 σε νοσοκομείο των Αθηνών.
Όπως κι εγώ έτσι και σεις θα τον γνωρίσετε μέσα από κάθε λέξη του. Θα περπατήσετε μαζί του στα ίδια μονοπάτια και στις δυσκολίες του πολέμου του 1940 και της κατοχής. Θα νιώσετε αισθήματα όμορφα και άσχημα όπως και εκείνος. Θα κλάψετε και θα χαρείτε. Θα κουραστείτε, θα πεινάσετε, θα αγανακτήσετε, θα φοβηθείτε, θα πονέσετε, θα απελπιστείτε.
Ο λόγος του θα σας εντυπωσιάσει. […] Θα γυρίσετε ζωντανά το χρόνο στα γεγονότα.
Φανταστείτε πως μέσα στις τόσες δυσκολίες έγραφε. Από το γράψιμο φαίνεται πως το έκανε την ίδια ημέρα. Τα πιο πολλά είναι γραμμένα με μολύβι ή και ξυλομπογιά. Δεν άλλαξα καμιά λέξη ή φράση. Είναι ένα ακριβές αντίγραφο. Μόνο μερικά ορθογραφικά λάθη διόρθωσα και λίγα σημεία της στίξης πρόσθεσα, δηλαδή τελείες πού και πού.
Το ημερολόγιο ξεκινάει και τελειώνει κοντά στη θάλασσα της Κρήτης. Θα ήθελα να συνέχιζε… Μα αφήνουμε τη φαντασία μας να συνεχίσει», σημειώνει η ίδια!
ΑΚΡΙΒΟ ΚΕΙΜΗΛΙΟ
Το ντοκουμέντο που έφτασε στα χέρια μου χάρη στην εγγονή του Ν. Μπροτζάκη, Ντέπυ Σκάρπα αποτελεί κειμήλιο για όλους τους τωρινούς, ένα κειμήλιο ακριβό όπως και τόσα άλλα που χρειάζεται να διατηρήσουμε και να γνωρίσουμε, να κατανοήσουμε την τεράστια αξία που έχει για τις ζωές μας, και την ιστορία του τόπου μας.
Ομολογώ πως παρόλο που για λόγους χώρου θα έπρεπε να επιλεγούν αποσπάσματα από το γραπτό του στρατιώτη Μπροτζάκη, αδυνατούσα να προβώ σε οποιαδήποτε επιλογή. Θα ήταν σαν να έκοβα από την ψυχή, τον ψυχισμό, τον χαρακτήρα, την προσωπικότητα ενός ανθρώπου που τότε υπό συνθήκες που εμείς σήμερα δεν μπορούμε να κατανοήσουμε, κατάφερε να καταγράφει σχεδόν καθημερινά σημειώσεις από τα τεκταινόμενα!
Μία αληθινή πέρα από φτιασιδώματα και εξωραϊσμούς ιστορία ενός ανθρώπου που όπως και χιλιάδες άλλοι κατάφεραν να περάσουν στο Πάνθεον των ηρώων τούτου του τόπου! Θα τον ακολουθήσουμε από την κατάταξή του στις 13-12 του 1940 στο Δ.Χ. Ρεθύμνης έως και την επιστροφή του στην Κρήτη και τους δικούς του…
ΠΡΟΧΕΙΡΟΝ ΣΗΜΕΙΩΜΑΤΑΡΙΟΝ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
[...]
(ΟΙ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ)
11-7-41
Χθες πήρα γράμμα από το σπίτι μου. Δόξα τω Θεώ, μου γράφουν πως είναι όλοι καλά!… Τώρα θα ανησυχώ μέχρις ότου μάθω ότι ελευθερώθη η Κυρία μου!… Από τα γραφόμενα αφήνει να εννοηθεί ότι δεν είναι ομαλή η κατάστασις κάτω!…
Τώρα 15 ημέρες είμαι άρρωστος. Έχω γίνει σκελετός. Φοβάμαι μην ασθενήσω, γιατί και η συντήρησίς μου δεν είναι καλή. Γενικώς πεινάμε. Η μερίδα το φαγί, τα χόρτα έχουν φθάσει τις 20 δρ. και τη μερίδα μία πιρουνιά. Ντομάτες, μπάμιες, μελιτζάνες, αχλάδια, σταφύλια, ροδάκινα, καρπούζια, πεπόνια έχουν 60-70 δρ. Λάδι δεν υπάρχει. Το ψωμί η οκά Ι00 δρ. Βλέπω τα φρούτα και ζηλεύγω. Αλίμονον, αν παραταθεί η ζωή μας αυτή!
15-7-41
Σήμερον έλαβον και ετέραν επιστολήν από το σπίτι μου, ησύχασα κάπως!…
Τώρα μόνον αγωνιώ να βρεθώ κοντά στην οικογένειαν μου. Αυτή η μαύρη Αθήνα με έχει φέρει εις απελπισίαν. Έχω μείνει ο μισός. Υποφέρω σχεδόν από τα πάντα. Το ψωμί το βλέπω και μου έρχεται ίλιγγος! Πού να φθάσουν τα 50 δράμια; Η Αθήνα τρέφεται προπαντός με σύκα έτσι και εγώ. Τα φρούτα τα βλέπω μόνον, πού να αγοράσω; 60-70 δραχμάς… Με λίγα λόγια αλίμονον! αν παραταθεί η ζωή αυτή.
20-7-41
Σήμερα διετάχθη η απόλυσίς μας από την χωρ/κήν. Μας απέλυσαν. Είμαι στενοχωρημένος. Δε βλέπω ποιοι θα είναι οι πόροι ζωής μου εδώ πλέον. Η ζωή εδώ είναι αφόρητη. Όλος ο κόσμος υποφέρει από την πείναν. Λάδι δεν υπάρχει και εάν βρεις προς 400 δρ. η οκά. Τα φαγιά τα τρώμε δίχως λάδι. Όλα τα είδη έχουν δεκαπλασιασθεί. Τα παπούτσια 1500 δρ., κάλτσες ανδρικές, οι πρόχειρες 50 δρ., ξυραφάκια 10 δρ., σπίρτα 6 δρ., σιγάρα 40 δρ. και γενικώς όλα τα είδη. Σταφύλια 60 δραχμάς, πού να φάγω εγώ; Δεν αποφασίζω.
24-7-41
Έφυγα από του θείου του Σπύρου και κοιμάμαι στης θείας της Ειρήνης εις Μοσχάτο. Στον θείο, δυστυχώς, δεν έχουν καμία οικογενειακήν συνεννόησιν. Διαρκώς γκρινιάζουν και πάντα δίχως λόγον. Όλοι τους είναι άνθρωποι που δεν ημπορεί κανείς να συνεννοηθεί ή να τους χαρακτηρίσει. Γι’ αυτό έφυγα. Τώρα, καίτοι κουράζομαι περισσότερον έχω κάποια ησυχία ψυχική.
26-7-41
Σήμερα έλαβα δύο γράμματα από το σπίτι μου. Εχάρην όπου όλοι είναι καλά. Η χαρά μου σήμερα είναι απερίγραπτη, που με πληροφόρησε ο θείος ο Φραγκιάς ότι η γυναίκα γέννησε καλώς και ότι μου χάρισε αγοράκι!… Η επιθυμία επραγματοποιήθη. Είμαι τρελός από την χαράν μου, αλλά και δυστυχισμένος. Το να βρίσκομαι εδώ αιχμάλωτος και δε βρέθηκα κοντά στη γυναίκα μου τας κρίσιμους της αυτάς στιγμάς. Τώρα η ανησυχία μου διπλασιάσθη. Τώρα αγωνιώ περισσότερον να φύγω! Αχ! Τους είχα γράψει επανειλημμένως να μου γράψουν την γνώμην τους ως προς την φυγήν μου από εδώ. Δυστυχώς δεν απάντησαν τίποτα. Τι να αποφασίσω; Φευ! Γνωρίζω πως η θάλασσα τρώγει πολλούς και όσοι πάγουν τους κλείνουν σε στρατόπεδα. Πάντως προσεχώς θα αποφασίσω. Δεν ημπορώ να ζήσω πλέον εδώ. Σχεδόν πεινώ κάθε λεπτό και η αγωνία μου με τρελαίνει. Αλίμονον! τη ζήσην μου. Πρέπει να την αποφασίσω.
1-8-41
Επί 15 ημέρας προσπαθώ να εύρω καΐκι να φύγω. Τα απεφάσισα. Θα παίξω κορώνα — γράμματα τη ζωή μου! Σήμερα βρήκα καΐκι με εισιτήριο 3.300. Με μεγάλας προφυλάξεις, με σφιγμένα τα δόντια και την αναπνοήν μπήκαμε στο καΐκι, ένα πολύ μικρό, σαν βάρκα. Μπήκαμε 30 άτομα. Αμπαρωθήκαμε. Μας σκέπασαν με μουσαμάδες και περί ώραν 5.30μ.μ. ξεκινήσαμε. Όλοι δεν ξέρομε πού πηγαίνομεν. Το ταξίδι δύσκολο και τολμηρό. Με μεγάλο κόπο βγήκαμε από το λιμάνι. Ουδείς κινείται. Όλοι σαν νεκροί, για να περάσομε τα πυροβολεία και την Αίγινα. Αεροπλάνα περνούν διαρκώς από επάνω μας. Όλοι είμεθα φοβισμένοι. Ταξιδεύομε 24 ώρες ταξίδι πολύ καλά όλοι. Μείναμε έκπληκτοι όταν είδαμε την Κρήτην. Όλοι δακρύσαμε. Όλοι περιμένομε με αγωνία να βγούμε. Γιατί είναι η δυσκολότερη φάσις του ταξιδιού μας. Περί ώραν 5.30 μ.μ. αποβιβαζόμεθα εις το ακρωτήρι Γραμβούσα με προφυλάξεις σε ένα όρμο Μέννες. Βλέπομε πατριώτες και συγκινούμεθα. Είναι άλλοι που φεύγουν σκαστοί και αυτοί, Στερεοελλαδίτες. Όλοι δακρυσμένοι φιλήσαμε την γη της γλυκιάς πατρίδας!…
Βαδίσαμε 5 ώρες για να φθάσομε το πρώτο χωριό. Ο δρόμος κακός, εξαντλημένοι από πείνα και το ταξίδι. Περί ώραν 10.30 φθάσαμε. Κοιμηθήκαμε έξω. Φοβηθήκαμε να πλαγιάσομε σε σπίτι.
Χανιώτικα νέα (27.10.2020)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου