Βαγγέλης Θ. Κακατσάκης

Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2020

ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΔΩ, ΜΙΑ ΣΤΑΣΗ ΕΚΕΙ

ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΒΡΑΔΥ



«“Όταν θα μεγαλώσω μάνα”,/ έλεγε εκείνο το βράδυ/ ο πιο μικρός,/ “θα φτάνω κι εγώ το μάνταλο/ και θ’ ανοίγω την αυλόπορτα,/ όπως τ’ αδέλφια μου”./ “Ναι! όταν μεγαλώσεις, γιε μου”,/ του ‘λεγε η μάνα του,/ “τότε θα φτάνεις το μάνταλο./ Να έτσι! Κοίταξ’ εμένα, παιδί μου,/ κοίταξ’ εμένα μάτια μου”./ “Ναι! μα πότε μεγαλώνει, ένα παιδί;”/ “Ένα παιδί μεγαλώνει, γιε μου,/όταν μπορεί να φτάνει το μάνταλο”./ “Και ύστερα δεν θα ‘μαι πια παιδί;”/ “Όχι, βέβαια! Ύστερα θα ‘σαι άντρας, γιε μου!”./ “Μα όταν μεγαλώσω, μάνα,/ και θα ‘μαι άντρας, / και θα φτάνω το μάνταλο,/ τι μπορώ να γίνω περισσότερο από άντρας;”/ Έτσι ρωτούσε το βράδυ εκείνο/ ο πιο μικρός/ το βράδυ εκείνο,/ που άλλοι κόντυναν /-Θε μου, πώς κόντυναν οι πιο πολλοί-/ και δεν έφταναν το μάνταλο./ Το βράδυ εκείνο, που άλλοι ψήλωσαν,/ ψήλωσαν ξαφνικά,/ κι έφτασαν τον μάνταλο της αυλόπορτας/ και βγήκαν στους δρόμους…/ Ήταν το μπόι τους που ψήλωσε;/ Ήταν τα δάχτυλά τους που μάκρυναν;/ Ή ήταν η καρδιά τους που μεγάλωσε/ και καταβρόχθισε τις σάρκες τους;// “Ένας άντρας, γιε μου,/ γίνεται κάτι πιο πάνω από άντρας,/ αν μείνει άντρας σ’ όλη του τη ζωή”,/ του απάντησε η μάνα του/ κι αφουγκραζόταν τη λαοβουή/ που πετροβολούσε τις γρίλιες των παραθυριών/ κι αφουγκραζόταν την καρδιά της/ τη βαφτισμένη στη λαοβουή.// “Μπορεί να μη γυρίσουμε, μάνα” της είχε πει φεύγοντας ο μεγάλος,/ και τη φίλησε στο μέτωπο/ σαν Παναγιά Βυζαντινή… […] “Μάνα την ευχή σου”,/ είχε πει κι ο δεύτερος,/ εκείνος που ήταν πάντα ακούρευτος/ κι έλεγε πως νοιάζεται/ μόνο για τα κορίτσια./ “Στο καλό! Η Παναγιά μαζί σας”…/ Ο μικρός είχε βάλει τις φωνές·/ ήθελε να πάει κι αυτός…/ “Εσύ μείνε”, του είχαν πει οι μεγάλοι/ και χάθηκαν στους δρόμους,/ λουσμένοι στο εσπερινό φως,/ ντυμένοι στα κυριακάτικά τους·/ και δεν ήξεραν αν ήταν Σταύρωση/ ή Ανάσταση εκεί που πήγαιναν./ Κι έμεινε ο μικρός με τη μάνα του·/ και η λαοβουή πετροβολούσε/ τις γρίλιες των παραθυριών….// “Μάνα μην κλαις!”/ μίλησε για στερνή φορά ο μικρός./ “Θα μεγαλώσω κι εγώ!/ Θα γίνω άντρας, σου λέω!/ Και θα μείνω άντρας!”» Από το ποίημα “Εκείνο το βράδυ” του γράφοντος (“ΚΑΖΟΒΑΡ”, Γ’ έκδοση, εκδ. “Πυξίδα της Πόλης”, Χανιά 2014).

Μ’ όλα τα δίχως του και ο φετινός Νοέμβρης. Μέσα σ’ αυτά και δίχως τους καθιερωμένους επίσημους εορτασμούς εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Ωστόσο, για να θυμηθώ τον στίχο από το “Άξιο εστί” του Ελύτη, «καίει η μνήμη άκαυτη βάτος…»

Κορωνοϊκά… στα πεταχτά
Τα χειρότερα που απευχόμαστε ήρθαν, τα τρις χειρότερα που φοβόμαστε να μην έρθουν! Αυτό είναι το ζητούμενο και βεβαίως το ποθούμενο. Όνειρο νοεμβριανής νυκτός ότι θα μας επιτρέψει… η Μικρότης του να κάνουμε κανονικά ή περίπου κανονικά Χριστούγεννα; Ίδωμεν. Ωστόσο τα κεφάλια μέσα, δεν έχουμε κι άλλη επιλογή, άλλωστε.

«Φοβήθηκαν οι Έλληνες τη νέα καραντίνα/ και τρέξανε στα μαγαζιά λες και θα πέσει πείνα», μας λέει στην πρώτη απ’ τις δύο μαντινάδες που μου έστειλε μέσω κινητού, όπως πάντα, ο φίλος ιερωμένος. Για να την συμπληρώσει με τη δεύτερη: «Δεν έζησαν στην Κατοχή, στην Αφρική δεν πάνε/ όπου παιδιά και γέροντες διψάνε και πεινάνε». Σε άλλο μήκος κύματος, ωστόσο η Νεκταρία Θεοδωρογλάκη στις τρεις μαντινάδες της – μέσω κινητού μού τις στέλνει κι αυτή: «Μ’ έναν αόρατο εχθρό για μήνες πολεμούμε/ με θάρρος συνεχίζουμε και δεν τα παρατούμε», η πρώτη. «Τη μάχη με τον κορωνιό, αν θέλεις να κερδίσεις/ τη μάσκα να μη λησμονείς να χρησιμοποιήσεις», η δεύτερη. «Τον ΚΟΒΗΤΑ έχουμε δα μεγάλο ντουσουμάνη,/ αν βρούμε το εμβόλιο, τον πόλεμο τον χάνει», η τρίτη. Τω όντι μεγάλος ντουσουμάνης (απ’ το τουρκικό dusman με ανάπτυξη του εκφωνικού ου, η παραγωγή της λέξης, βλ. “Λεξικό” Αντωνίου Ξανθινάκη). Ντουσουμάνης, εχθρός, δηλαδή ο ΚΟΒΗΤΑΣ (στο φίλο ιερωμένο… η πατρότητα της λέξης).

Και τα καλά δεχούμενα και τα κακά δεχούμενα, μας λέει μια παλιά παροιμία. Άρα, λοιπόν, και επομένως το θέμα δεν είναι πώς έρχονται τα πράγματα, αλλά πώς τα αντιμετωπίζουμε. Και ατομικά και συλλογικά. Προπάντων ως οργανωμένη πολιτεία. Ανά πάσα στιγμή και ώρα. Παραείναι ύπουλος ο “λεγόμενος”, ωστόσο δεν είναι ανίκητος. Ο πόλεμος συνεχίζεται σε πολλά πεδία και σε πολλά επίπεδα…

«Το να μην έχουν κάποιοι/ ένα κεραμίδι πάνω απ’ το κεφάλι τους/ δεν είναι υποκείμενο νόσημα/ αλλά το ανόσιο αντικείμενο/ του ρήματος αδιαφορώ./ Περί ενός άγνωστου ιού/ πραγματικά αθέατου,/ πλην όμως πανταχού παρόντος/ ο λόγος στη συνέντευξη/ που έδωσε, εν μέσω κορωνοϊού/ ένας άγνωστος στο ευρύ κοινό/ καθηγητής/ σ’ ένα κανάλι/ που το παρακολουθούν ελάχιστοι/ κι αυτοί τυχαία». Σχέδιο ποιήματος που έγραψα τα τέλη του φετινού Απρίλη…

Χανιώτικα νέα (Τρίτη, 17.11.20200

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου